WEALE'S RUDIMENTARY SCIENTIFIO AND EDUCATIONAL SERIES. Tlie following are the Works already published in the iS EDUCATIONAL SERIES. {Th» Volumes are bound in limp cloth, except where othertoise ttated.] 'ίΆ ENGLAND, OUTLINES of Oe kiSTORY of; mo. especiaUy with reference to the Origin and Progress of tf f2-^ EngUsh Constitution, by W. D. Hamilton. Maps and Wooa «tiS ' boards, 63. •M GREECE, OUTLINES of the HISTORY of ; in con nection with the Rise of the Arts and Civilization in Europe, V W. D. Hamilton and E. Levien, M. A. 2s. 6d. ; cloth boards, Ss. 6^ ^ ROME, OUTLINES of the HISTORY of; from tl. Earliest Period to the Commencement of the Decline of tl " Em] · n. cj . „1λ1·1, hnarda. 3a. 61 ^ UNIVERSITY OF ILLINOIS LIBRARY j)jQ' ^^ass Book Volume boa PHI of Da Po GREEK GHAMMAU ; m accui uaxiv.« y,..^ ciplea and Philological Researches of the most eminent SchoJ of our own day, by H. C. Hamilton. Is. 6d. GREEK LEXICON; containing all the Words : General Use, with their Significations,Inflection8, and Doub Quantities, by Π. R. Hamilton. Vol. I. Greek- Enp:lish 2s. Vol 1 1. English-Greek, 2s. Or the two vols, in one, 4s. Cd.; c. boards, 5s. •j; GREEK LEXICON (as above), complete witli ^>^' Guammar, in one vol., cloth boards, 6s. CROSBY LOCKWOCD & CO., 7, STATIONERS* HALL COURT. I c -δ- . -4- . Λ* C I The person charging this material is re- sponsible for its return to the library from which it was withdrawn on or before the Latest Date stam])ed below. Theft, mutilation, and underlining of books are reasons for disciplinary action and may result in dismissal from the University. To renew call Telephone Center, 333-8400 UNIVERSITY OF ILLINOIS LIBRARY AT URBANA-CHAMPAIGN an ma γ 1^ bit II th se 1Θ th S. L161- tjy^iTr. cr. jj. iSTRAUSS. -O-1096 IS. X% CEOSBY LOCKWOOD & CO., 7, STATIONEES' TTATX COUET, E.G. ^ Return this book on or before the Latest Date stamped below. University of Illinois Library i ' J/u'l i 6 1 Γ r k Llol— H41 ENGLI8H-GEEEK LEXICON CONTAINING ALL THE WOKDS IN GENERAL USE WITH THEIR VARIOUS SIGNIFICATIONS CLASSIFIED By HENEY E. HAMILTON LONDON CROSBY LOCKWOOD AND CO. 7, STATIONERS' HALL COURT, LUDQATE HILL 1884 4^3 - ENGLISH AND GREEK LEXICON. ^ A or An, mdefimte article, is not ear- pressed in Greek, as ffTparvybs, & commander; but when a certam object is intended, τ is is used, as ffrparvySs rts, a (certain) general Aback; adv. ^, aZ, aUis Abacus, άβαΐ m. Abalienate, v. ατταΧΧοτριόω Abalienation, Ιττα.\Κοτριωσι$,/. Abandon, v, λ^ίττω, άττολείττω, ττρο- Χζίττω, καταλείτΓίΟ, αφίημι, μ€βιημι, USU. in mid., -ηρο^ί^ωμι, -κροι-ημι, ίίφίσταμαι: abandon α claim or attempt, ύτΓ€ξΙσταμαι, αψισταμαίΐ one must abandon, irpoereov, απο- στατ€ον : one who abandons, irpo- ^'Abandoned, 7rp6boros: {wicked) ■-^ μυσαρ})5, αθβμιστοΞ, KUKodpyos £ Abandonment, Ι'κλειψίϊ,/. άπόλειψίϊ, 5 /. προδοσία, /. αττόστασΐ8, /. Abase, v. ταττ^ινόω, συστέλλω Abasement, ταπ6ίνω(η3,β ^ Abash, υ. αίσχύνω, καταισχύνω ^ abashed before, αώ4ομαι, αισχννο- Λ μαι, ϋ-παισχυνομαι, καταώεομαι, κατ- αισχννομαι, ^τται^^ομαι, Ι-καισχυνο- ^ μαι, σέβομαι - Abate, ν, έλασσόω, μβιόω]^ intrans, \Χ λωφάω, άτΓολείττω, κοιτάζω, νττο νοση'€ω ^ Abatement, μύωσι$,/. €\αττωσΐ5,/. Abbacy, αββάτ ^ia,f. Abbess, αρχιμαν^ρΊη$,/. ^ . Abbey, κοινόβιον, η. [δριτηϊ, m. ■ Abbot, κoιvoβLάpχ7]s, m. αρχιμαν- "^'^ Abbreviate, v. ^ττιτ^μνω, συντέμνω, Abbreviation, Επιτομή,/. [βραχυνω ^ Abbreviature, έττιτομη,/. .9 Abdicate, v. α-π^ί-πον, aor. 2 ; αττο- τίθημι, 4ξ6ανυμι την αρχήν, αφ- Ίσταμαι τηΒ αρχη5 ^ Abdication, αττοκ-ηρυζίΒ,/. αττόρρηοΊε J. Abdomen, viroyaarpiov, η. ^τρον, η. Abduce, ν. απάγω, παράγω, διάγω, αψίστνμΐ, ί 20()ί ABL Aberration, ά7Γοπλάί/ησί5, /, [.esp. of mind) τταρακοττ^, /. ivapaWa^is, ττλάνοε, m. φοΊτοε, m. Abet, V. {aid, cooperate,) συμιτράσσω, συμτΓονεω, συνζφάτττομαι, συγκατ- €pyάζoμaι, προσλαμβάνω, συλλαμ- βάνω, συν^ράω, ττροστίθβμαί τινι) (set on, encourage,) τταρακαλ^ω. -καραινίω ; {concur with) δμό^^/'n(pos ehai , Abetment, σνμιτραζίΒ,β τταραιν^σΐΒ,^. Abetting, μ^ταίτιοε ^ Abettor, μ^ταίτιοε, σττου^αστηΒ, m. συλλ'ή'πτωρ, m. βοηθ^Β, m. δμoyvω- μων, m. ^ , Abhor, ν. δυσχεραίνω, στυγεω, μυσατ- τομαι, μισβω, άπεχθαίρω, εχθαιρω, Abhorred, σrυyr}τhs [βχθραινω Abhorrence, €χθο5, η. μΊσο5, η. ιτροσ- οχΒισμό$, m. ^ Abhorrent, αλλότριοΒ, ivavnos Abide, υ. μ^νω, poet, μίμνω : abide with, τταρα/χει/ω; {await) προσ- μ€νω: abide in, dwell, οίκεα^, 4ροικ4ω, 4μμ^νω, φιλοχωρ^ω, κατα- yiyvoμaι: abide in or by, be constant, βμμ^νω : abide an attack, also submit to, endure, ν-πομ&ω Abject, raireivhs, ασύφηΚοΞ, φαυλο5, άτιμο5, α^όκιμοΒ, καταβ^βλημ^νοζ, part., KaKU Abjectly, adv. raireivccs, καταβζβλη- Abjectness, ταπ^ινότ'ηε,β ay eveia, β Ability, ^ύναμι$, f. ^ννασίΒ,β βια,/.\ {only of mental ability) σοψια, /. vods, m. φρόνησιε,/.: according to the ability of each, κατα την l^iav Εκάστου μοΊραν Abjugate, v. aπoζζύyvυμι Abjuration, αττωμοσία, f. 4ξωμοσια,/» Abjure, v. ατνόμνυμι, ^ξόμνυαι Ablactate, v. a^ΐoyaλaκτίζω^ Ablactation, a^voyaXaκτισμoSy m. Ablation, άψαίρεσΐ5,/. Η^ρσΐ5,/, Ablative, άφαιρε/λατίκίίί ; ablative cas3 η αφο-ίρ^τικ^ τττωσιε me ABL Able, δι/νατύί iKavb?, oTos, oTos re, ToiOs, (p€p€yyvos, ά^ώχρ€ύ05, αυταρ- k4]s\ {clever) ^υφυ-ηε: to be able, δύραμαι, olos re ^ΙμΙ, βχω, σθ4νω, σωκ4ω^ Ισχύω^ εύπορεω, βώι/νυμαι, οΤδα, ζΐτίσταμαι, ακμάζα . Able-bodied, ρωμα\4ο$, cBevaphs, σωκοΒ, ζυσώματο$ Ablegate, ν. αττοπ^μιτω Ableness, ρώμη,/, Ζύνα.σι$,/, Ζύναμΐ8, /. βίο.,/ Ablocate, ν. 4κμισθόω Abluent, καθάρσιοΒ, καθαρτικΙ)$ Ablution, ττλυσ-ίί, f. άττόλουσιε, f. Ably, adv. ^vvarws, (cleverly) €ύφυώ$ Abnegate, v. αρν^ομαί, απαρι/^ομαι, 4ξαρν€ομαι Abnegation, άρνησιε,/ βξάρι/ησιε,/. αττάρνησις,/. Abnegator, ατΓαρνηττ]^, m. Aboard, adv. aua vrihs, eV ν-ηϊ: to go aboard, embark, βμβαίνω, eiV- βαίνω : to put aboard, €μβίβάζω, ^(Τβάλλω, αναβιβάζω, ςτηβίβάζω Abode, οϊκ-ησι^,/. οίκημα, η. oJkos, m. ήθοε, η. duKos, m. edos, η. βδρα, /. e^pavovy η. avKis, f. σκ-ίινημα, η. οίκητ^ριον, η. κατοίκησιε, f. εδώ- λίοζ/, η. αναστροφτ]^/. \_ΤΓροφαίι/ω Abode, ν. προΎί-γνώσκω, ιτροφητ^ύω, Abodement, 'Kp6'yv(aaLS, f. ο\ωνισμ6$, m. οΐωι/hs, m. Abolish, V. αφανίζω, κατατταύω, φθείρω, αττόλλυμι, λύω, καταλύω^ Βιαλνω, άπο^^ηφίζομαι^ άτΓοχ^ιροτορ€ω, αναι- pectj, Ε^αιρ4ω, 4^αλ€ίφω, άκυρόω Abolishable, i^aipecnuos Abolisber,ai/aip6T7;s,m. κατ*ί\υτη5, m. Abolition, άναίρβσιε, f. Kmis, f. did- Aucrts,/. αφανισμ})5, m. αφάνισι$,/. }ip(ris,f. Abominable, μυ(ταρ}>$, β^6λυκτ})8, βΒξ- Xvphs, βζ€\ύκτροτΓθ5, κατάπτυστοε, άλαστοε, €^ώ\η$, άτΓ€υκτοε, αττζύχς- Toy, μιαρ})ε, α^ιόμισοΐ, άττότροπος, ολζθριοε, δυσφατοϊ, θ6ομυσηε, θ€0- μισηε, θβοστύΎητοε, θ€0πτυστο$, &ββητο?^ βχΘιστοε, μνσαχθης, κατά- paros, ΐΓαμμ{}σαρο3, τταμμΊαρο$, τταμ- BdeXvpos, TV ay κατ άρατ OS Al)ominableness, βο^λυρία,/. μυσςψία, f. ζκΘ€Ύμο5, τη. Abominably, adv. β^βλνρως, β^^λυπ- τώί, μυσαρώ$ Abominate υ. βδίλνττομαι, μνσάτ- τομαι, αττοτράτνομαιη αττοτροτηίί- ζομαι, ΚφοσιόομοΛ 306 ABS Abomination, μύσοε, η. μυσayμa, η. 6.yos, η. β^€\υyΊa, η. μίασμα, η. στύyημa, η. arvyos, η. στυ^,'β Aboriginal, αυτόχθων, παλαίχθων, lQay€vr]s, yηγ€vη^, aveiyev^s^ wyvy '.OS Aborigines, avroxdov^s Abortion, βκτρωμα, η. ύμβΚωμα, η. €ξάμβλωμα, η. 4ζάμβλωσΐ5, jf. Abortive, iκβόλιμos, €κβολιμα7θ5, eκβoλos, 4κτρωματαω5, άμβλωθρί' Bios, αμβλωτικό$ ; άπρακτοι, μά- raios: to render abortive, βξαμ- βλόω, ζ^αμβκώσκω : be abortive, αμβχόομαι, άμβλίσκω Above, prep. 8f adv. virep, poet, virelp, virepde, καθνττβρθ^, 4φύπ€ρθ€, άνω, άνωθ€ν, νπβράνω, έττάνω, έττάνωθζν, 4τγΙ Abound, ν. βάλλω, 'π·€ριουσιάζω, eviro- ρ€ω, ττΕρισσ^ΰω, άνθβω, πληθύνω, ττληθύω, Ευθηνάω, ττλουτάω, ιτληθύ- νω, ύποττίμιτλαμαι, ζύοχθβω, τΓ€ριβ' ρ^ω, φλ€ω, ακμάζω, πλεονάζω, 8α\ριλ€ύομαι, βρύω, έξαναβρύω. δία- στΕΐχω, y€μω [ττίων Abounding, αμφιθαλη5, rrepiovaios, About, αμφ], irepl, τταρα, κατά ι (with numerals) ccs, ώσ^ϊ, 'όσον, 'όσοντ€, els, eVi [ράω Abrade, v. aπoτpώyω, απολύω, αποξυ- Abridge, v. συντέμνω, 4πιτ€μνω Abridgment, eViro^^,/. συντομία,/. Abroad, adv, e|co, ί^ωθ^ν, eKTOSt βκτοσθξν, ίκτοθΕν, θύραθεν, θύραζί : from abroad, θύραθεν, ζ^ωθβν,^κτοσ- θβν, βκτοθβν: abroad, adj. θυρα7ο5, ύτΓξρ6ρΐ05, ίκ'Βημο3, ατΓ0δημο5 : to go or be abroad, €κΒημ€ω, άττοδτ;- μ€ω, ξ^νόοααι, θυοαυλάω, βπιξζνό' ομαι Abrogate, ν. αναφύω, αποχ^ιροτον^οο, λυω, καταλύω, άκυρόω, άττοκυρόω^ άκυρον ΤΓ0ΐ€ω, Bιaypάφω, άποΒοκιμά" ζω, καθαιρβω, αφαιράομαι, ^ero- ypάφω Abrogation, άττοχ^ιροτονία, f. άναί^ p€σιs,f. άκύρωσΐ5,β αττοκύρωσΐ5, /, Abrupt, άπόκρημνο5, άπότομο5, άπο- τμη^, άπο/3^ά>|, προαλ^5, €^αιφνίΒιθ5, αΙφνίΒιθ5 Abruptly, adv. 4ξαίφνη5, ά'ποτ6μω5, aιφvώLωs Abruptness, άττοτομία, f. Abscess, Tayy)),f. άττόστημα, η. Abscind, v. ά-ποτίμνω, αποκότττοί, άνακίίρω, αποσχίζω, 4κκόπτω Abscission, αποκοπή, /, Λπόσχισίίι/ ABS (abscond, V. κρύπτομαι, αποκρύτΓτ uaif άπoδίδpc{σ«·cϋ, (^ewyco, ανγκρύπτομαί (Absence, απουσία, f. άττβστώ, f. άπό- στασι$,/. eKcrraais, f. 4ρημία^/'. :Vbsent, αττότροτνοΒ, άττουροε, e^edpos, €κΒημο5, απόδημος : to be absent, άπ€ίμι, άποίχομαι^ €κδημ€ω, άπο- δημ€ω Absent, ν. αφισταμαι, αΐΓοστατ4ω Absolve, ν. απολύω^ άψίημι, αι/ίημι, αττο'γί'γνώσκω, αττο^Ρηφίζομαι Absolute, αυτοκράτωρ, αύτοκρατ^$, BeffTTOTLKhs, decnrSffvyos, μ,ονό- σκηπτρο5 ; ίίκρατοε Absolutely, adv. απλώς, αρ^δηι/, απο- τόμως, reAecos, άτ^χμώς Absolution, άπόλυσιε,/. λύσιε,/. Absonant, aKoyos Absonate, υ. αποτρέπομαι, €κκ\ίι/ω Absorb, ν. καταπίνω, ροφ4ω, άποβρο- (/)ecy, Καφύσσω Absorption, ανάπωτις,/. ρόψηοΊε, /. Abstain, ν, απέχω, απάχομαι, ίχομαι, €ρΎομαι, απβρύκομαι, 4π€χω, φβίδο- μαι, άφίστ.αμαι, βξίσταμαί Abstemious, iyKpaT^s, μέτριος, νηφά- λιος, αοινος [λίως, αοΊνως Abstemiously, adv. ^Ύκρατώς, νηφα- Abstemiousness, έ-γκράτ^ια,/. απόσχζ- σις,/. Absterge, ν. σμάω, σ-μτ^χω, ρνπτω, αποσμάω, απομάσσω, έκκαΘαίρω Abstergent, ρυπτικ'6ς, σμηκτικ})ς Abstersion, σμη^ις,/. απόμαξις,β Abstinence, eyKpaTeia,f. απόσχΕσις,/. Abstinent, iyκpaτΎ]ς, νηφάλιος Abstract, v. αποσπάω, αποχωρίζω, αφ- αιρέω, αποτέμνω, διακρίνω, aπάyω Abstract, Επιτομή, f. σΰνο^ις,/. Abstractedly, adv. αποτόμως, ολως, διακεκριμένων, αφαιρέτως Abstraction, αφαίρεσις, f. απόσπασις, f. διάκρισις,/. [λυτττ^^, ανόητος Abstruse, απόκρυφος, κρυπτ})ς, κα- Abstrusely, adv. κρυφαίως, κρυφίως, αποκρύφως, ανοΎ]τως [/. ανοητία,/. Abstruseness, αποκρυφ)^,/. κρυφιότης, Absurd, άτοπος, &λoyoς, aλόyιστoς, νπ€ρφυΎ)ς, κaτayέλaστoς : very ab- surd, ύπεράτοπος [^€λως, τη. Absurdity, άλογία,/. ατοπία,/. κατά- Absurdly, adv. άτόπως, άλογων, κaτay€λάστως Abundance, περιουσία, f. αφθονία, f, (υθηνία, f, ^υπορία, f. πλήθος, η. βάρος, η. πλησμοντ), f. αδροτ^ς, f. αφροσύνη, /. σθένος, η. δαψίλ6ία, /. €νΛ-ίΤ€ία, /. υπζοοχ)],/. πολυο\^/ία,/. ACC 'ηλ€ονασμ}>ς, τη. πολυπληθία Sc -θεια, /. πλ'{]ρωμα, η. περίσσεια f, περισσότης,/. : to have abundance, εύπορέω, ευθηνέω, δαχ^/ιλεύομαι Abundant, δαψιλης, περιούσιος, βαθυρ, εΰπορος, π€ρισσ})ς, πολύς, πλείσ- τος, άθέσφατος, άφθονος, αδιν})ς, θαλερός, λιπαρός, επίβρυτης, αθρόος, πίων, έπηετανός, εκπλεος, πολύ- μετρος, πλεόναστος : to be abun- dant, περισσεύω, περίειμι, πλεονάζω Abundantly, adv. άλις, Ιλαδόν, ρυδόν, βυδην, δα\Ριλώς, περισσώς, εύπόρως, ύπερβαλλόντϋύς, άφθόνως, αδινώς, άδινόν, αδινα, άδην, πολυ, πoλλhVf πολλά, πλείστον, πλεΊστα Abuse, ν. {to misuse) καταχράομαι, αποχράομαι, χράομαι κακώς, πάρα- χράομαι, εναποχράομαι ; {to revile) υβρίζω, λωβάομαι, λυιδορέω, ονεΐ' δίζω, νεικέω, κερτομέω, ενίσσω, ε^ονειδίζω, κaκηyoρέω, διαλοιδορέ- ομαι, κaκoλoyέω, κακοστομέω, δυσφημέω, δυστομέω, δεννάζω, επιβροθέω, κακίζω, κακοβροθέω, προπηλακίζω Abuse, {misuse) κατάχρησις, f. από- χρησις, /. παράχρησις, /. ; {cen- sure) ύβρις, f. λοιδορία, /. κερ- τομία,/. κaκoλoyίa,f. κaκηyoρίa,f, νεΐκος, η. όνειδος, η. ονείδισμα, η. ονειδισμός, m. λοιδόρημα, η. Abuser, λωβητηρ, m. υβριστές, m, λοίδορος, m. ονειδιστηρ, m. Abusive, ϋβριστος, υβριστικός, λοί- δορος, λωβητός, κέρτομος, κερτό- μιος, σκέρβολος, αισχρός, επίβ- ροθος, κaκoλόyoς, κaκόστoμoςf επεσβόλος, φιλολοίδορος Abusively, adv. υβριστικώς, λοιδόρως Abut, ν. συνάπτω, παράκειμαι, όμουρέω, συνορέω Abutting, όμορος, Ιοη. 'όμουρος, δμόριος, δμουριος^ πρόσουρος, σύνουρος, συν· απτός Abyss, βάραθρον, η. άβυσσος, /. Acacia, άκανθα, /. ακακία, f. : of the acacia, ακάνθινος Academy, ακαδημεια or -δημία,/. Acanthus, or bear's foot, άκανθος,/, Acatalectic, ακατάληκτος Acataieptic, ακατάληπτος Accede, v. συyχωpέω, προσχωρέω^ πpoσyίyvoμaι, συνίσταμαι^ πapayίy'^ ν ο μαι, σvyκaτaτίθεμaι Accelerate, v. σπεύδω, επισπςν^ω, ταχύνω, επιταχύνω, επείyω Acceleration, επιτάχυ^ας,/', ο 2 ACC Accend, ν» καίω, ανακαίω, ait τω, ανάτηω, ττίμΊτρημι, καταττίμπρημι, ζιαπυρόω l&i/a\pis,f. Ίτρησιε,/. Accension, Kavais, f. ανάκαυσιε, f. Accent, ιτροσφ^ία, f. rSuos, m. Accentuate, v. τονόω Accentuation, ιτψοσω^ία, f. τ6νωσι$,/. Accept, V. τταρα^βχομαί, δέχομαι, ατο^^χομαι, ύττο^^χομαι, λαμβάνω, τταραΧαμβάνω Acceptable, ap^arhs, SeWos, evirpSff- b€KTOS, deKTi/cbs, καταθύμιθ5, €υχά- piaros, η^υε^ττίχαριε, &ρμ€νο5 Acceptably, adv. άρζστω$, βύπροσδεκ- TcJy, ζύχαρίσ-τωε, ^5ews Acceptance, λα)87?/.λ7]ψΑ5/.7Γαραδοχ7/, /. άτΓοδοχτ^,/. [ά|ίωσί5,/. Acceptation, άττοδοχη, /. λτ^ψι^, /. ; Access, ΊτρόσβασίΒ, /. TrpoVoSos, /. €φθΒθ3, f. €iV050S, /. ΕμβολΤ], f. €ΐσβολ^, f. Accessary, Trapainos, (TwaLTios Accessible, €ύπρ6(Το^ο$, βaτhs, ^υβατοε, €Ϊσβατ})$, ζίΓΐβατΙε, ττροσβατίΒ, €μ- BarhSf βάσίμο$, e^oSos, evecpodos, €ΤΓίΒρομο3, irpocnrXaTOS or ττρόσ- irXaaros, ευαγωγ^^» irpouirhs, eu- irp6το$, πι. Acclivous, ανωφζρΎ]^ Accoil, ν. συναθροίζω Accommodate, ν. προσαρμόζω, εφαρ- μόζω, αρμόζω : to accommodate oneself to, προσχωρ^ω ^ mid., συμ- περιφέρομαι, συμβιβάζω Accommodating, ευχερής, ρ^ίιος, ιυμαρής, ^πιτήδειος^ αρμόδιος, Ικανός, οίκίΤος 303 ACC Accommodation, εφαρμοΎ^,/. Accompaniment, ακοΧουθία,/. συνακο Χουθία,/. οπά^ησίί,/. Accompany, ν. ακοΧουθεω, συνακοΧου- θεω, συμπαρακοΧουθεω, συνεπακο- Χουθεω, οπα^εω, έπομαι, συνεποααΐι συμπαρεπομαι, παρεπομαι, όμαρτεωι συμπαρομαρτεω, παρομαρτεω, προσ^ ομαρτ4ω, εταιρίζο}, μετασευομαι, . παρακοΧουθβω, μετέρχομαι Accompanying, ακόΧουθοε, 6παΖ})9 Accomplice, συμπράκτωρ, m. κοινω- VOS, C. συΧΧ-ηπτωρ, πι. σύνερ'γ08, C. ; μεταίτΐ03, πάρε^ροε, παραιτιο$, συναίτιοΒ, μετοχοε, subst. (Sf adj, with gen. Accomplish, v. επιτεΧεω, ^ιατεΧεω, αποτεΧεω, Βιαπράσσω, πράσσω, καταπράσσω, ^ιατεΧευτάω, τεΧεω, τεΧευτάω, εκτεΧεω, εκτεΧευταω, κaτερyάζoμaly εξερ'^άζομαι, απερ- Ύαζομαι, περαίνω, περάω, πειραινω, συμπεραίνω, κραίνω, επικραίνω, εκφέρω, &νω, ανύω, Att. ανύτω, jj κατανύω, εξανύω, διανύω, εκπονεω, Μ εξικνεομαι, καθαιρεομαι, καρανόω\ to accomplish, (i. e. to fill up the full measure of destiny, woe, or misery, &c.) αναπίμπΧημι: to come to accomphshment (of oracles, prophecies, dreams, &c.), ίκάνω, εξέρχομαι, ε^7]κω: to ac- complish successfully, κατορθόω: to be accomplished or learned, μουσόομαι, Βιακριβόω Accomplished, τεΧεω$, επιτεΧίι5 ; {learned) μουσικ})3, χαρίει$, Βιηκρί- βωμενο3 Accomphshment, τεΧο$, η. τεΧείωσι^ χ /. επιτεΧείωσι$, f. ^ιάπραζι$, /. 'άνυσιε, /. κύρωσιε, f. πΧ-ίίρω- σι?,/. Accord, ν. συναρμόζω, συ-γχωρεω, δμoyvωμovεω, συντρέχω, συμφερω, συμφωνεω, δμο^οξεω, δμoXoyεω, συvoμoXoyεω, δμοφρονεω, δμορρο- θεω, συμβοΰΧομαι, συμφρονεω, δί- ^ωμι , j Accord, όμόνοια, f. δμοφροσυνη, f. συμφωνία,/. δμoXoyίa,f. αρμονία,/.: of one's own accord, adj. αύτόματο$, aiJThs, αυτοκεΧευστθ5, αι;τ6πά·ν- yεXτos, εκούσιθ5, εκων, αυθαίρετο5, αυτοκεΧ'()5 : of one's^ own accord, , adv. εκουσίων, εκούσια, καθ' e/cou- σίαν, αυτομάτως, ίκτοΐ) αυτομάτου, ίθίλουσιως, εΟελοντην: to do of one's own accord, αντοματίζω ACC Accordance, σν'γ^ν<Λμ·η^ f. συνφΒΙα,/. ακοΧουθια, f. Accordant, συμφωι/os, όμόλοΎοε^ δμό- (ρωνο$, ακ6λουθο5, συJ/φ^hs [^wphs According to, prep, /caret, ^ετά, παρά, Accordingly, adv. odvy ovKovv^roiyap, Toiyapcvv Accost, V. Ίτροσαυ^άω^ Ίτροσ^ΐττον, προοτμυθβομαι, τΓροσψωι/€ω, ιτροσ- (\)θ€γγομαι, ττροσα'γορζΰω, αύδάω, στ/οράομαί, καθάπτομαι, κικλησκω^ eJwoUy μ€ταυΒάω, μβταφωρ^ω^ ψων4ω^ 'πρoσηyop€ω, τταραυΖάω, €ξάρχω Accoucheur, μαι^υτ^ρ, -tt^s, -τωρ, & μαΐ'ί]τωρ, πι, : midwife, μα7α, /. uai€VTpia,f. Account, V. νομίζω, λoyίζoμaι, δοκι- μάζω, οίομαι, 'ηy€oμaι, €ραριΘμ€ω, 7Γοΐ€ομαι^ αριθμάω : to reckon up or give an account, airoXoyl- ζομαι: to call to account, ζύθύνω, λoyoθeτeω Account, \6yoSf m. eXeyxos, n. λoyισμhs, m. y ράμμα, η. : on ac- count of, eVe/ca, δίά, Trepi, ουν^κα, ύτΐΐρ, χάριν Accountable, vir^vewos, ύτταίτιοε, ivoxos, vireyyvos, vn0\oyos A.ccountΆl[{t,λoyι(Tr^s,m..^pη(pιστ^s,m. Accouple, V. ζeύyuυμι, συζeΰyvυμι, αρμόζω^ συναρμόζω^ συνάπτω^ συνάτγω Accoutre, v. σκ€νάζω, κατασκευάζω, €πΐ(ΓΚ€υάζω, διασκευάζω, στέλλω, κορύσσω, οπλίζω, εξοπλίζω, ετοιαά- ζω, στολίζω, εντΰνω Accoutrement, σκευ^, /. παρασκευή, f. κατασκευή,/» στολ^,/. οπλα, η. ρΐ. εντεα, η. ρΐ. Accredit, υ. δέχομαι, προσδεχομαι Accretion, επαύξησιε,/. επίδοσΐ3,/. Accrue, προσαρτάομαι, επιyίyvoμaι, πpoσyίyvoμaι, περάσταμαι Accubation, az/a/cAi^is,/*. κατάκλισιε,/. Accumbent, επικλινηε, προσκλιν)]$, κατακλιντ)5 Accumulate, ν. αθροίζω, νίω, νηεω, συννεω, συvάyω, συμψορεω, συν- τίθημι, κατασωρεύω, συyχώvvυμι, συyκoμίζω \_ρευτ})5, συμφορ'ητ})5 Accumulated, v7)Ths, πάνσυρτοε, σω- Accumulation, (heap) άθροισμα, η. σϋvayμa, η. σνμφόρημα, Π. ; (α heaping up) άθροισιε, β συμψόρη- σι$,/, [Khs Accumulative, συνακτικ}>9, άθροιση- Accumulator, ουνακτ^ρ, m. ACB Accuracy, Ακρίβεια, f, arpiKtia, aκpιβoλoyίa, f. Accurate, aKpifirjs, ατρεκ^ιε, άκριβολό- yos : to be accurate, aκpιβoλoy(o^ μαι Accurately, ακριβών, ατρεκεω$ : to make, do, investigate, understand or express accurately, ακριβόω Accurse, v. καιαράομαι, άράομαι, eV- αράομαι Accursed, aparhs, κατάρατο$, ^πάρα- Tos, ay7]s, θεoστυyηs, θεoστύyηrυs, στυyΎjτhs, στυyερhs Accusable, ainos, επίκλητο$, εyκλη^ TOS, εύκaτηyόpητos, εyκλητεos, ^πιμεμφη9, επίμομψοε Accusation, κaτηyopίa, f. επιμομψ^, f. 7ραφ7/, f, φάσιε, f. εlσayyελίa, f.; {blaming, charging,) αιτίασι$,/. εyκλησιs, f. επίκλησιε, f. κατάμεμ- ψί5, f. ; {charge, guilt imputed,) κaτηyόpημa, n. αιτία,/, αιτίαμα, η. εy κλήμα, η. επίκλημα, η. : false accusation, διαβολή,/, διαβολιά,/. a bringing and accusing before a magistrate, aπayωyΎ},/. Accusative case, η αΐτιατικ)] πτώσιί Accusatory, κaτηyopικhs Accuse, V. κaτΎιyopεω, αΐτιάομαι, επαιτιάομαι, καταιτιάομαι, επιμεμ- φομαι, επικαλεω, εyκaλeω, κατά- yoρεύω, προβάλλομαι, διαβάλλω, ελεyχω, προσκαλεομαι, συκοφαν- τεω, φαίνω, κατε7πον, κaτayιyvώ- σκω, μέμφομαι, κρίνω, εlσayyελλω, άπάyω, ύπάyω, ayw αιτίαν επί τινα, iπάyω αΙτίαν τινϊ, εν αίτ/οι βάλλω, δι' αΙτίαε εχω, αΙτίαν Επιφέ- ρω, αποφέρω ypaφ)]v κατα, aπoypά- φομαι δίκ7]ν : to be accused, φεύyω, κρίνομαι, φεύyω διΚ7]ν, αΙτίαν εχω. αιτίαν υπέχω, υπομένω αΙτίαν, ετ αιτία είμΐ, αΙτίαν φέρομαι Accused, ύπόδικοε, υπαίτιο$, επίκλη- TOS, εyκλητos: accused person, ό φευy(SύV, ό αΙτίαν εχων Accuser, KaTrjyopos, m. KaT^yopiKhs, m. ό διώκων, εlσayyελευs, m. : false accuser, συκοφάντης, m. Accustom, V. εθίζω, προσεθίζω, γυμ· νάζω, παρασκευάζω, παιδεύω, συν^ εθίζω : to be accustomed, εθω, εΧωθα, εθελω, φιλεω, νομίζω, εθίζο* μαι, συνεθίζομαι \^εΙωθω$ part, Accustomary, νόμιμοι, σύντοοφος, Accustomed, eiw^obs part., ήθάί συνήθης, ίΟάς Ace, μονάς,/. ACE Acerb, arpvipybs, -rriKphs, άηδ^» aStt^- Acerbate, v. ττίκραί^ω, ιταροΐύνω, στρνφνόω, ο^υνω Acerbity, στρυφνότηε, f. ο^ύτηε, f. τΓίκρότης,/. πικρία,/. Acervate, v. σωρβύω, βκσωρβύω, ρηςω, συννζω, καταμάομαί Acervation, σώρξυσι$,/. [αυστηρ})5 Acescent, arpvcpi/hsf στνφζλ})$, o|us, Acetose, Acetous, o|i;s, στρυφνός, στυφελδϊ, αύστηρ})5 Ache, 6Βύι/η,/. dXyos, η. aXyrj^cbu, f. : headache, κ€φa\aλyίa, f. Ache, V. άλγεω: to have headache, Achieve, v. τολυττΕνω, κarepyάζoμaL, φξρω, Ίτράσσω, έκ-πράσσω, τβλεω, 4κτ€λ€ω, 6πίΤ6λ6ω, κραίνω, Ρ^ζ(^ί διαττράσσω, χeιpoυpyeω Achievement, epyoy, η. άyώyiσμa, η. ; τά ^τe^ΐpayμevιx Achiever, πράκτωρ, πι. Acicular, βξλοι/οβώης Acid, o^vs, στρυφν))3, στυφ^Χ})3, αυστΎ]ρ}}3, TTLKohs Acidity, στρνφι/ότη$, f. οξύτηε, f. ahaTr]p6T7]s,f. Acidulate, υ. οξννω, στρνφνόω Acknowledge, v. i'Jnyίyι/ώσκω, ανα- yiyi/ώσκω, νομίζω, yj/ωρίζω, όμολο- yeω, 'πρoσoμoXoyeω, iξoμoλoy€oμaL, συyyLyvώσκω Acknowledgment, avάyvωσιs, f. επ/- yvωσιs, f. 6μoXoyίa, f. ττροσομο- Xoyia,/. avayvcipiaiSyf. Acme, ακμτ], f. avOos, n. άκρον, 7U : to be at the acme, ακμάζω Aconite, άκόνιτον, η. Acorn, βάΧανοε, f. a5V> c. ; n. pi. άκρό^ρνα, dpuhs άκρα : made of acorns, βαΧάνινος : of the acorn kind, βαΧανηρός : like acorns, βαΧανώδης : bearing acorns, βαΧα- νηφόρος Acoustics, ακουστικά, η. pi. Acquaint, v. ayy€XXω, iξayyeXXω, elσayyixXω, €^ΓayyeXXω, εμφαίνω * 4κφ6ρω τι Trp6s τινα ' yvωpίζω τί TivL : to be acquainted with (of people), χράομαι, συyκ€pavvυμι : to be acquainted with, experienced in, 4μπ6ΐρ€ω Acipiaintance, συνήθεια, f. yvώσιs, f. yvώpισιs, f. χρ^ία, f. χρήση, f. κοινωνία, f. : acquaintance with, skill in, εμπειρία, f. : an ac quaintance, yv^p^o^ γνα·στ6^, 310 ACT σννϋιθηί, adjectival subst. ; trai pos, m. Acquainted with or skilful in, eu7r«- pos, εμπειρικό3 Acquest, απ6Χαυσι$, f. Acquiesce, v. στερyω, σdyχωp€(^}, αινεω, ayaπάω, αρέσκομαι, εφ'ΐ)- συχάζω, συμφερομαι, όμoXoy€ω Acquiescence, συyχώpησιs, f. όμοΧο- I'^^if- \jos, επιτευκτεοε, aXωτhs Acquirable, περιποιητεο5, εύπρ'-οισ- Acquire, v. κτάοααι, εισκτ μαι, κτεατίζω, πορίζομαι, προσποι4ομαι^ περιποιεομαι, κομίζομαι Acquirement, κτήμα, η.κτησις,/. Χημ μα, η. Acquisition, (act of acquiring) κτησιε^ f. επίτευξΐ5, f. τενξις, f. Xrjxpis, f. προσποίησις, f. πpoσayωyΎ], f. : {object acquired) κτήμα, η. κτΎ]σιSf f. Χημμα, Π. Acquisitive, κτητικ})^, χρηματιστικ})8, περιποιητΐκ})5 Acquit, V. αποΧνω, ανίημι, εΧευθε- ρόω, αποχειροτονεω, απο^ιηφίζομαι^ άπoyιyvώσκω, άθωόω, αφί-ημι : to be acquitted, νικάω, άπoφεύyω, εκ- φεύyω Acquitment, άφεσΐ8, f. απόΧυσίΒ, /*. εΧευθερωσΐ3, f. απο-φηφισιε, f. Acquittal, άπόΧυσιε,/. άφεσις,/. απο· ^ρ-ηφισιε,/. αθωωσι$,/. Acquittance, Χύσι^,β αποφηφισις,β απόφευ^ΐΒ, f. αθωωσι^,/. Acquitted, απόΧυτος, άφετο5, άθωο5 Acre, πΧεθρΙν, η. Acrid, Βριμυς, o^vs, πικρ})ς, στρυφν}>$ Acrimonious, δριμυε, ΒακνώΒης Acrimony, οζύτ'ηε, f. στρυφνότηε, f. ^ριμύτ7]$,/. πικρότης,/. πικρία,/. Acritude, Acrity, οξύτηε, f. πικρία,/. δριμύτη$, / Across, p7^ep. with gen. δίά, ύπερ, περα; adv. πXayίωs, εyκapσίωs Act, ΒρΓιμα, η. πρayμa, η. πραξιε,/. εpyov, η. κτίσι$,/ ποίημα, η. Act, ν. πpayμaτεύω, εpyάζoμaι, βεζω, πράσσω, ζράω: (act on the stage,) μιμεομαι, υποκρίνομαι, άyωvίζoμaι Action, πpayμa, η. πραξις,/. πρayos^ η. ipyov η εο'ναα, η κτίσι$, J. ποίημα, η. Οραμα, η.: action at law δίκη,/, διαδικασία, /. κa^ηyoρίa,/. εyκXημa, η. ayu)v, m.: to bring an action, ypάφω or άπoypάφoμaι δ;α- δικασίαν, ποιεω διαδικασίαν, δίκην επάyω or εΙσά-Λ'ίν Actionable, ύπόδίκος, κaτηyopικ6s ACT Aclionary, ypa/pehs^ m. Active, ivepyhsjivepyiiTiKhSj ^f.d(r^os, SpaariKhSf δρασττίρίοϊ, €τυιμυ5, OTTOvBaioSt TrpaKTLKhs, bTpy]phs, iKa- ΰομαι, εμμένω, ίχομαι^ ADH npoa^xouaif προσκαρτ^ρ^ω, κολλάο- μαι, Ίτροσκολλάομαι^ ττοόσκζΐμαι, άμψιζάνω, ττ^ριφνω Adherence, ττρόσφυσιε,/. ιτροσκόλλη- σιε,/.', (friendship) φιλότηε,/. Adherent, ακοΧουθ€ων Adherent, Adherer, άκόλουθοε^ ηι.στα- σιώτη5^ m, συστασιώτηε, m. όττα- Adhesion, ΐΐροσκ6λ.\'ησΐ8,/, [5bs, m. Adhesive, yXtaxphs, κολλητίκ})5 Adhibit, v. τναραΧαμβάνω^ ττροσφζρω, Ίτροσ^χω Adhibition, χρησιε, f. Ίτροσφορα, /. Α djacent, 6μορο$, μ€66pιos,aστυy€ίτωv, Ίτρόσονροε, πρόσχωροε, τΓ€ρίχωρο9, ττροσόμονροε ; TreAas, adv, : to be adjacent, δμουρβω, συνάπτω Adiaphorous, adiacpopos Adiaphory, α^ιαφορία,^'. Adject, V. ξτητίθημι, ιτροσ βάλλω Adjection, ζτηβολ^, f. ττροσ-βολ^, f. iirie^ffiSyf. ιτρόσθξσίε,/. έττίβλημα, η. Adjectitious, iirieeros, τΓροσβλητ})5^ Adjective, ^ιτιθζτικόν, η. [ττο6σθζτο3 Adieu, χα?ρ6, ίρ^ωσο, vylaiye Adjoin, ν. προίττίθημι, προσάπτω^ συν- άτΓτω ; intransitivey τταράκ^ιμαι, Ίτρόσκ^ίμαι, Εφάπτομαι, άπτομαι, καθάπτομαι Adjoining, 'όμοροε, πρόσουροε, μ€θ6ριο5, πρόσχωροε, προ(ταφ7]5, πρ6σοικο$ Adjourn, ν, αποτίθημι, ανίστ-ημι, αφίτ]- μι, αναβάλλω, 4κκρονω, παρωθίομαι, διάγω, Βιατρίβω Adjournment, αναβολή or ααβολ}),/. Adipose, στ€ατώδη$ Adjudge, ν. Επιδικάζω, επικρίνω, προσ- καταγιγνώσκω, ψηφίζομαι Adjudicate, ν. κρίνω, διαδικάζω, δι- κάζω, διακρίνω Adjudication, 4πίκρισΐ5, f. κρίσιε, f. διάκρισιε, f. Adjugate, v. ^πιζ^ύγνυμι Adjunct, πάρ^ργον, η. [πράσθ^σιε,/. Adjunction, 4πίζ€νζιε, f. hmQ^ais, f. Adjuration, ζ\ορκισμ))$, m. Adjure, v. ορκίζω, 4^ορκίζω9 δρκόω, 4ξορκ6ω, Επόμνυμι Adjust, V. καταρτάω, καταρτνω, κατ- αρτίζω, αρμόζω, καθίστημι, πορσύνω, συντίθημι, συντάσσω, συμβιβάζω Adjusting, Adjustment, κατάρτισίΒ,/. σύνταξί$,/. συνθ^σιε,/. Η,ρμοσίΐ,/. Adjutor, Adjutrix, 4πίκουρο^, βο-ηθ^ε, Βο-ηδρομοε, συv€pyhs, άλβ^ητ^ρ Adjuvatc, ν. 4πικουρ€ω, βοηθίω^ βοτ]- δρομ€ω, υφ^λλω, 4πωφ(λ€ω 'M2 ADO Admeasurement, μίτρησις,β Administer, v. {perform) πράσσω^ διατίθημι, διαχ€ΐρίζω : administer the affairs of the state, 4π^υθννω or πολιτεύομαι τα κοινά : administer an oath, αποδίδωμι ; {supplj/) παρέ- χω, διακον4ω, πορσύνω, ζπαρκ4ω Administration, οικονομία, f. διοίκη* σιs,f διαχζίρισΐ3, f. υπηρεσία, f. Administrative, πολιτικ'6$ Administrator, οίκονόμοε, m. ύπηρ4- T7]s, m. βπίτροποε, m. διάκονοε, m. Administratrix, ύπηρετιε,β Admirable, θαυμαστ})5, αγαστοί, θαν μάσιοε, θεσπίσιο$ Admirably, adv. θαυμαστωε, θαυμα^ σίωί, άγαο'τώϊ, θεσπάσιον • Admiral, vauffp;!^og,m. στολαρχος,ιη. στρατηγός, πι. άρχων, m. [/3ας, η. Admiration, θάμβος, η. Θαύμα, η. σι- Admire, ν. θαυμάζω, &'γαμαι,θανμαίνω, ζηλόω, θάομαι, κατατεθηπα: admire greatly, ύπερθαυμάζω, Ικπαγλεομαι Admiredj αγαστοί Admirer, θαυμαστή 5, m. 4ραστ^$, m. Admissible, προσδ€κτ4ο$, άποδεκτίς, δμόλογοε [e^oSos,/! πρόσδεγμα, «, Admission, είσδοχ)], f πρ6σοδο$, f Α,άΐηϋ,ν . είσδςχομαι, προσδεχομαι, 4ν- δεχομαι, υποδέχομαι, παραδέχομαι^ αποδέχομαι, εφίημι, προσίημι, παρ' ίημι, προσάγω, εγκρίνω, εισαφίημι^ είσίημι ; (own) δμολογάω : one must admit, αποδεκτεον, εγκριτεον, διιο- λογητέον Admittable, προσδεκτεοε Admittance, εlσδoχ}],f εφοδοε,β Admitted, εγκριτο$, προσδεκτ})8 Admix, ν. συγχέω, επιμίγνυμι, συγκ€· ράννυμι, κεράννυμι, προσμίγνυμι Admixtion, επίμιξιε, f πρ6σμιζι?, f, Μ^Ι'^)/· f^^yxv(^^s,f. κρασιε,/.σύγ- κpaσιs,f. [^'1*^)^*· Admixture, σύγκpaσιs,f. μίζιε^'.πρόσ·^ Admonish, ν. νουθετώ ω, παραγγέλλω^ παραινςω, ύποτίθημι, πινύσσω Admonisher, νουθετηε, m. παραινετης^ Admonition, νουθ4τημα, η. νουθετησιε f. νουθεσία, f. παραίνεσιε,^ Admonitory, voυθετικhs, νουθετητικ})$, παραινετικ})5 Ado, ταραχή, f ανία, f θόρυβοι, ιη. οχλθ5, τη. σύγχυσΐ5, f ταραγμ}>5, m. συντάραΙΐ3,β \_βία,β Adolescence, νεότηε, f ^βη, f ^φη- Adopt, ν. ποιεομαι, προσποιεομαι, α/- ρεομαι, τίθημι, υιοθετεω : give tO be adopted, ^Ισποιεω, 4κ·κοι4α> ADO Adopted, ^ϊσ-κοίητοε, 'noιητh^f iKiroi- Adoption, Θ4σί$,/. ποίησίϊ,/'. clairoi- Adorable, 'ΐΓρο<τκυι/ητ})5, σ€βάσμιο$. Adoration, ΐΓροσκύνησί3,/. σββαε, η. Adore, v. τνροσκυνάω^ σέβομαι, σίβω^ σζβίζω, σζβάζομαι, προσεύχομαι Adorn, ν. κοσμεω, ζττικοσμζω, κατα- κοσμίω^ ασκ€ω, €πασκ€ω, 4ξασκ€ω, 4κστ€λλω, ^κπονάω, άγάλλω, «:αλ- Κωπίζω, καΚΚννω, eVrwco, ίντΰνω ; who adorns, κυσμητ7]5, πι. καλλω- -η ίστ^ε, m. Adornment, άγλα/α, /. άγλάϊσ^α, η. κα\λωπΐ(τμ})5^ m. κόσμησιε, f. Adown, adv. κάτω [56|ios Adroit, 5e|ios, ^ΰχ^ιρ^ βυχβρτ/ί, eVi- Adroitly, adv. 5e|icos, ροώίω$, euxepccs, eViSe^icos, ττροχβίρωε Adroitness, Β€^ίότη5, f. ζύστροφία, f. evxeipla, f. ζύχερβια, f, 4τΓΐδ€ξίό- Adscititious, αλλότρωε^ ζΙστΓοΙητοε Advance, v. ιτροβαί^ω, χωράω, ιτρο- χωρ4ω ; (progress, as in power, skill, age, Sfc.) προέρχομαι, προ- κόπτω, πρόειμι, προεΧαΰνω, προάγω; {bring forward, state, adduce, pro- pose) προφέρω; {aid, aggrandize) ανξάι/ω, προβαίνω, προά'γω ; {ad- vance money) προ^ίΒωμι, προανα- λίσκω, Βαι/βίζω Advance, πρόοΒο5,/. προκοπή, /. προ- e\aais,f. προχώρησιε,/. Advancement, αΰ^ησίΒ,/. προκοπή,/» Advantage, K€pdos, η. 65 Adverbially, adv. επίβ()ηματικώ? Adversable, εναντίο$, αντίθετοε, ^ξί- τηλο^ Adversary, avτayωvιστηs, m. αντίδι» KOS, m. αντιστάτη$, m. ενστάτηε^ πι. πολεμιο$, m. παλαιστη$, πι, αντίπαλθ3, πι. νπεναντίοε, πι. Adverse, εναντίο$, πaλί^yκoτos, απεχ· ^V^i ^X^P^S \_τικειμενω$ Adversely, εναντίωε, παλι-γκότωε, αν· Adversity, Βυστυχία, /. ατυχία, f. δυσπραγία,/, KaKhv, η. Advert, ν, σκέπτομαι, φροντίζω, αίσ- θάνομαι Advesperate, εσπέρα yivoμaι Advice, βουλ^, /. βούλευαα, η. σνμ- βούλευμα, η. συμβουλή,/, συμβον λία,/. φραΒη,/. παραίνεσΐ5,/ ύπο' θηαοσύνη,/. Advisable, βπίτήδβίοί, άξιο5, ΐκνούμς» VOS, καθ-ίικων Advisableness, ΐΒιότη^, /. επιτηδειό- τη$,/. [λεύω, νουθετεω Advise, ν. βουλεύω, παραινεω, συμβου^ Advisedly, adv. ευλαβώ$, φρονίμω9ρ βεβουλευμενω^ Adviser, βουλευτ)]3, m. σύμβουλοερ m. συμμ'ί]στωρ, πι. συμφράδμων, πι. Adulation, θωπεία,/ κολακεία,/ Adulator, θώψ, πι. κόλαξ, πι. κολακΙε,/, Adulatory, θωπευτικ}>3, κολακευτικ}}5 Adult, έφηβοι, ακμα'ιθ3, τελειο$ Adulterate, ν. κιβΒηλεύω, παρακοπτω^ μοιχάω, καπηλεύω, διαφθείρω Adulterated, κίβδηλοε, άΒόκιμο5 Adulteration, κιβδηλ€ία, /. : an adul- teration, κιβδηλευμα, η. Adulterer, μοιχ}}3, πι. [μοιχαε,/ Adulteress, μοιχαλ\$,/ μοιχευτρία,/ Adulterous, μοιχικ})3, μοίχιοε, λιπό- Ύαμοε [adultery, μοιχεύω, μοιχάω Adultery, μοιχεία, / : to commit Adumbrate, ν, σκια')ραφεω Adumbration, αποσκίασμα, η, inro* 'γραφ^,/ σκιαΎραφία,/ Adunation, ενωσι$,/. Aduncity, καμπυλότηε,/. Advocacy, συνη-γορία, /. συνΒικίοη/. Advocate, συνΊ]'γορθ3, πι, σννΒικο5, τη. α·γωνιστΐ]5, πι, 95 ADV Advocate, v. ^τζαινίω, irapati^iw ; {act as advocate for another) awayo- ρ^νω ; (for accuser) avvriyopiw ; {for defendant) συν^ικίω Adure, v. έπικαίω Adustion, iwiKavais, f avyKavaLS, f. iEgis, aiyls^f Aerial, aepios, cdeipios Afar, adv. I/cay, ^καθβν, τηλόθι, τηλον Aifability, evTrpoa7]yopia, f kolv0t7]s, f. ί{, δηλωτικhs, 314 AFR Affirmatively, adv, καταφατικώί, κα- τηyopLκώs Affix, V. πpoσπi]yvυμLf προσάπτω, προσ^ ηλόω, προσπασσαλζύω, συμπΚίκοο Afflation, πρόσπναυμα, η. ^πίπνοια, f. Afflict, V. θλίβω, άποθΧίβ ω, aXyvya, Κνπβω, κηδω, κακόω, προσπιίζω, ταλαιπωρώ ω, οΒυνάω, άμιάω: to be afflicted, aλy€ω Afflicted, τβθλιμμβνοε, παθών, ταλαί- πωρο$, κακοπαθών, aXyeiyhs, προσ- ταραχθζ\$ Affliction, e\L\pis,f. οδύνη, f aXyos, a. άλyημa, η. aλyηδωv, f π€νθθ5, η. κaκoπaθeίa,f. κάκωσι$,β ταλαιπω- ρία, f κακότη$, f ανία, f λύπη, f πάθθ3^ η, [p^j Afflictive, aλyιv6ζιs, aλy€ιvhs, οδύνη- Affluence, πλουτοε, m. περιουσία, f πλ€0νασμα, η. βύπορία, f αφθονία, f. Affluent, πλονσιθ5, πολυόλβιοε, παμ- πλονσιοε: to be affluent, ^χβιν π€ριουσίαν των χρημάτων \_pori,f. Afflux, Affluxion, ρβνμα, η. ρ€νσΐ5, f Afford, V. παρέχω, έπαρκβω, προσαρ- Κ€ω, 4κπορίζω, χopηyeω Affranchise, ν. 4λ€νθζρόω Affray, θόρυβο5, m. ταραχτ], f τά- ραχοε, m. veiKos, η. €pis,f. Affright, V. φοββω, έκφοββω, ταράσ- σω, πτησσω, 4 κπλησσω,βκταράσσω : to be affrighted, πτησσω, κατά- πτ{]σσω^ ταρβςω, Εκπλήσσομαι, φο- ββομαι If. κaτάπληlιs,f Affright, φ6βο5, m. Beos, η. €κπλη^ΐ5, Affront, υβρΐ5, f ϋβρισμα, η. aiKeiay Affront, V. υβρίζω, καθυβρίζω, αικίζω, ατιμάζω, έπον^ιδίζω, λωβάομαι, λοιδορεω lάσ€λy^s, λωβη^ι$ Affronting, aeiK7]s, αΙκηε, ΰβριστυ$^ Affrontingly, adv. ϋβριστικώ$, α€ΐκώ$, aσeλyώs [αβικηε, λωβη€ΐ$ Affrontive, βλαβ6ρ})5, ΰβριστο$, Affy, ν. {to trust in, confide) πιστεύω, πζποιθα; {to betroth) iyyυάω Afield, adv. άyρόθι, aypJSe, θυράζί: Afloat, adv. έπιποληε, έπιπολαίως Afoot, adv. πζζη Afore, πάλαι, πρίν ; πρότ€ρο3, 4νάντιο$ Aforehand, adv. προτζρω3, ποίν Aforesaid, προλ^χθύ^ Afraid, πζρίφοβο$, π€ριδζ))$, άτολμος^ φοβ€ρο5 : to be afraid, δ^ίδω, δέο- μαι, φοβίομαι, αθυμβω, καταδβίδω Airesli, adv. veov, πάλιν, αν, δ<σσώΓ, 4κ δ€υτ6ρον Africa, Αιβύη,/, AFT After, prep, {with gen.) άπ^, διά: {vnth acc.) /xera, κατά ; {with dat.) CTri ·, adv. /xerot, οπισθξ, ζξοπίσω, ϋστ€ρομ : adj. δεύτεροι, varepos : to be after, ϋστ^ρίω [noon, ^€lKiv})s Afternoon, deiA??, /. : in the after- Afterthought, eiriyoia,/. Afterwards, adv. varepouy υπισθΕ, κα- τόπισθβ, οπίσω, μβθύστζροι/, €ΤΓ€ίτα Again, adv. ivaKlu, αδ, αύθίί, aSre, Against, jyr^jo. {with dat. ^' acc.) eVi ; {with acc.) irapa ; {with gen. 8f acc.) TTphs ; {with gen.) κατά ; {in oppo- sition to) aurl, dyriou, &uTa, iudi/- TLou, άι/τια, αντίβίην, {over against j before, in front) aura, αντΐί]ν\ {in comparison with) &uTa Against, adj. &i/tlos, ^vaurios Agast or Aghast, areviCS^ivos*, e/c- 7Γ6πλ777^€ϊ/05, αττόιτληκτοε, έμβρόν- Agate, αχάτ7]5, m. \_τηros, €κ-ηληκτο5 Age, ala)u, m. ηλίκία, f. xpovos, m. yhos, n, : old age, yrjpas, n. irpea- βξίa,f. : middle age, η καθεστηκυία ηλικία: sameness of age, όμηλι- κία: of the same age, δμηλιξ, συι/ομηλιξ, Ισηλίξ, ηλί|, oUr7]S : of such an age, τηλίκο$^ tyiKlkovtos Aged, yQpwv, ττρεσ/βύτεροϊ, yepaios Agency, έτητροτΓΤ}^ f. επί^αελεια, ταμιεία, f. Agent, iiriTpoiros, m. 4τΓίμ€λΎ}τ^5ί m. : to be an agent, προ^^ν^ω Aggelation, κρυσταλλόπηξιε, f. Agglomerate, v. συvάyω, συvayεlpω Agglutinate, v. προσκολλάω, συνάπτω Agglutination, προσκόλλησιε, f. συν- ay\/LS,f. συνάφεια, f. συμπλοκή, f. Aggrandize, v. αυξάνω, μ€yaλύvω Aggrandizement, aΰξησLs,f. Aggravate, v. βπιβαρεω, επιβαρύνω, μεyaλύvω, ερεθίζω [τη. Aggravation, υπερβολή, f. ερεθισμhs, Aggregate, v. αθροίζω, ayείpω, συνά- yω, συναθροίζω, αολλίζω Aggregate, συvayωy^, f. συμφόρημα, η. άθροισμα, η. Aggregate, a^poos, αολλ^ε, συμ<ρερτ}}$, ανάλεκτο3 Aggregation, συλλoy^, f. άθροισιε, f. αθροισμ6$, m. συνάθροισιε, f. συνα- θooισμ.hsy m. συvayωyh,, f. ayυp- μ})5, m. Aggress, v. προσβάλλω, πολιορκεω, αΒικεω Aggression, επιβολή, f. εψόρμησιε, f έπιχείρησίί, f. 315 AGR Aggressor, πο\ιορκητη5, m. ίτηβο* λευ5, m. aXnos, m. Aggrievance, αδικία, f. 4νόχλησΐ5, f υβρΐ5, f. λώβη, f χαλεπ6τη$^ f δυσχέρεια, f. [άι/ιάω Aggrieve, v. άδικεω, λυπεω, ενοχλίω, Aggroup, V. συλλεyω, συvάyω Aghast, see Agast Agile, ελα<ρρ}}3, εύκίνητοε, €ύστρ6φή5 Agileness, ελαφριά, f. ελαφρότη$, f, ευκινησία, f. ευστροφία, f. Agility, ευκινησία, f. ελαφρ6τη$, f. ταχΰτηΒ,β Agitate, ν. ελαύνω, ^ονεω, πτοεω, ορίνω, κινεω, ανακινεω, ταράσσω, συνταράσσω : to be agitated, α^ίμαι, σαλεύω, δαίομαι, κινύσσομαι Agitation, ζόνησιε, f. κίνησι^, f. ίνοι^ κίvησιs,f. σάλευσιε, f. Agitative, κινητηριοε, κινητικ})5 Agitator, άγωγ€ΐ/9, πι. ελατηρ, τη. Agnation, ayχιστείa,f. [κινητηε, πι, Agnition, επίyvωσιs, f. δμoλoyίa,f. Agnize, υ. υμoλoyεω, συyyιvώσκω Ago, adv. ττάλαι, πρότερον Agonistes, άyωvιστηs, m. αθλητ^ε, m. Agonize, v. ανιάω, aλyύvω Agony, ayωvίa, f. άχθοε, η. : to be in agony of mind, Βυσθυμεομαι^ ayωvιάω, άχθομαι Agrarian, aypε7os, 'dypios, yεωμoρικhs Agree, v, δμοφρονεω, oμoyvωμov€ω, δμoλoyεω, δμονοεω, δμοφωνεω, συν- ίεμαι, συντίθεμαι, συyχωpεω, συν· αινεω, συντρέχω, συνεΊπον, συμ- βούλομαι Agreeable, τερπν))5, αρεστΙε, επιχα- pVj επίχαρΐ3, ηΒυε, χαριείε, σύμ- φωνο8, επίχαρτοε, εύμελη$, Κ€- χαρισμενο$, κpηyυos, Θυμηζ7]5, αρ- μόbιos : to be agreeable, χαρίζομαι, ηΖύνομαι Agreeableness, τερπνότηε, f. ηΒύτηε, /. χάριε,β χαριεντότηε,}". Agreeably, adv. αρεσκόντωε, κεχαρισ- μενω$, ηΒυ, ηΒεω5, εύχαριστώε, χαριεντω5 [vos Agreed upon, βητ})$, τα/cT^s, είρημε- Agreement, δμoλoyίa, f. δμοφροσύνη, f. δμόνοια, f. συνημοσύνη, f. : {λ compact) συνθ·ί]κη, f. συvaλλay^,/. δμoλoyίa,f. σύνθημα, η. σύνθεσιε,^ Agricultural, yεωρyικhs Agriculture, yεωρyίa,f. Agriculturist, yεωpy)i'S, m. aypότηs, m. Aground, — {act. Sf intrans.) to run aground, bring to shore, ^πικελΧωι οκίλλω, εποκελΧω, ε^οκ^λΑω Ααπ Ague, 7]irlaXos, m. wvperhs, m. ψυχ- μ})3, m. Ah ! &, δ, or aa. Ahead, adv, ^μπροσθβν^ irepav : to be ahead, ιτροΧαμβάνω ^id, βοηΘ6ία^ f. 4πωψξ\ημα, η. iiri- κονρ7]μα, η. a\K7),f. 4πικουρία,/. Aid, V. βοηθ4ω, 4τΓΐκουρ4ω, ύτΐηρ^τζω, παρί(Τταμαι, 4πωφ€λ4ω, υπουρΎ^ω : to come to the aid of, ττροσβοηθεω, Ίτροσαμΰνω^ ιταραβοηθβω [kovpos Aidant, Aiding, βο'ηθ})5, βο'ηθόο$^ βττ/- Aide-de-camp, ύπηρβτηε, m, συμψο- pevSf m. Aider, vwripirris^ m. αμύι/τωρ, m. Ail, V, νοσίω, OLaOevGco Ailment, v6ffos^f. άσβει^βία,/. Aim at, v. ορί^ννμι^ το^ξύω^ στοχά- ζομαι, 4τΓ4χω; (to try to obtain) μ€λ€τάω, Βίώκω, ζττιβουλζύω, (ΓΤΓβυδω, τΓ€ρΐ6χομαι Aim, (mark, guess) στόχοε, m. στο- χασμ})$, m. ; {desire) βούλζυμα, η. Air, arjp, c. avpa, f. αίθ^ρ, c. : the open air, αιθρία: to live in the open air, Θυραυλ4ω, ς^Βιάω : moving in air, αΙθ€ρό8ρομο5, δίίττετ^ί, aipo- φόρητοε Air, V. Βια^ρύχω, θερμαίνω Airily, adv. {swiftly, gaily) ττροθνμωε, o|€a>s, σφόδρα, Tepiri/cos Airing, 7Γ€ρί'πάτησΐ5,/. 7]\ία.σι$,/. Airless, α^ηρ€μο5 Airy, alOepios, aepios ; {of a place) Ίτροσηλιοε, eviruoos Akin, δμοΎΕ^ηε, (Τυγγβί/τ^ί Alabaster, αλάβαστρο?, m. Alacriously, adv. ττροθύμωε, ίτοίμωε Alacrity, προθυμία, f. €τοιμ6τη$, f. : with alacrity, ζτοίμωε, ττροθύμωε Alarm, φόβοε, m. κατάττληξιε,/. Alarm, v. 4κττΚ'ί]σσω, καταττΧ'ησσω, ταράσσω, ιττοάω : to be alarmed, ΤΓτοζομαι, ττζριφοβίομαι, θαμβίω, κα- ταηλ^ισσομαι Alarming, ^κπληκτικ})5 Alas, interj. φ^υ, αΙ, αίαΐ, οί, οίμοι, Ico Albeit, adv. /caiVep, ei κα\, irep \_n. Alcove, οίκημα, η. σκΎΐν^,/. σκιάΖιον^ Alder, κληθρα,/. Alderman, φνλάρχη?, m. ττρίσβυε, τη. Ale, ζνθο5, πι. olvos κρίθινο$, βρύτον, η. βρύτο5, m. Alehouse, καπηλ€7οι/, η. Alert, φυ\ακτιιώ$, ττρόθυμοε, ίτοιμ}>9 Alertly, adv. ίτοιμώ^, ττρυθύμωε Alertness, βτοιμ,ότνε^ f. ιτρυθυμία, f. Alotudc, ληταρότη^, /' [τηρη(τίσ, /. | 316 ALL Alexipharmic, Alexiteric, ίιΛ€ξίφάρ) Algid, Kpvephs, KpvSeis Ιμακο$ Algidity, ψιίχοί, η. piyos, η. Kpvos, fu Alias, adv. άλλοτε, &λλω5, άλλτ;, άλ- λοτρόττωε Alibi, adv. &λλτ}, αλλαχον, άλλοθι Alible, τρόφιμοε, σιτικϊ)5 [^4yiKas Alien, άλλότριοε, €ξωτ€ρικ})ε, |^i/os, Alien, subst. μβτοικοε, c. ^hos, m. Alienable, χωριστοε Alienate, v. ά.\λύ»τρω£ο, άπαλλοτριόωι alienated, part, ά\Χοτριούμ€νο$ Alienation, άλλοτρίωσιε, f. απαλλο- τρίωσιε,/^. άλλοτριότηε,/. Alight, V. καταβαίνω, 4κβαίνω Alike, 'όμοιοε, ττροσόμοιοΒ, evaXiyKio^, eiKeKos, κατβίκαστοε, ίσο$, σύμμι· TpOS Alike, adv. δμοίω$, ίσον, ττροσομοίω! Aliment, τροφ^, /. βρώμα, η. βόσ^ κημα, η. Alimental, τρόφιμοε Alimentary, τρόφιμοε, τροφώ^ηί Alimonious, τρ6φιμο3 Alive, ζω})8, €/χψυχο5, €μτη/οο5 All, TTas, anas, σνμτταε, '0\os : in all ways, πανταχ-ρ : not at all, υύΒαμώε, μηΒαμώε [κοιμάω Allay, v. τταύω, κατ4χω, κουφίζω, Allectation, iirayooy)],/. ττζίρασμ'όΒ, m. Allegation, φάσΐ3, f. διαβολή, f. άπο- Koyia,f. αΙτία,/, Allege, v. προφέρω, προτείνω, ιτρο- βάλλω, νΐΓ€χω, προ^χομαι, ιηνοφ4ρα Allegiance, πειθαρχία, /. ιτίστί$, /.^ ΤΓίστότηε,/. [ττίστ^ϊ. Ενορκα, Allegiant, irei0apxos, π€ΐθαρχικ})5' Allegorical, Allegoric, άλληyoρικhs^^ μυθώδη5 Allegory, άλΧτ^ορία, f. μνθο$, m. Alleviate, v. κουφίζω, 4'πικουφίζω Alleviation, άνακοΰφισιε, f, κούφισι$^ f. κούφισμα, η. Alley, στ4νωΐΓ0$, f. λαύρα,/. Alliance, κοινωνία, f, σπονδή, f. συμ·' μαχία,/. δμαιχμία,/. : to make an alliance, σπονδοποι4ομαι^ συνομ- νυμι, συμμαχίαν ποΐ€ομαι: to break an alliance, συμμαχίαν διαλύ€:ν : in alliance, ^νσπονδοε ι of alliance, συμμαχικ})$ [fcbs Allied, σύμμαχοε, συμμαχίε, 4πικονρΐ' Alligation, 4πίδ€σμο5, m. πρόσθ^σιε,/ Alligator, κροκόδειλος, in. Allocation, 4πίθεσιε,/. πρόσθ^σιε,/. Allocution, πρoσayόρευσιs,/, Allodial, Allo(lian,€AeuO€ )os, αυτόνομος Allonge, {in fencing) τληγ)),/. ALL Allot. V. κληρόω, κληρο^οτίω, ΡΒμω, κατανέμω, μερίζω : to have allot- ted to, κ\7]ρουχ4ω Allotment, κλ7]ρωσί5,/. κληρουχια, f.i {lot, portion allotted) κληροε, m, κληρονχημα, η. Allow, V. (permit) eaco, ΐΓ€ριοράω, 4πίτρ€'7Γω : (confess) όμολοΎ^ω : it is allowed, impers. τταρ^χα, e^e^rt, €Kyiyu€Tai [ρόμιμοε Allowable, θ€μιστ})$, ίννομο$, Si/caios, Allowance, (quantity allotted for any use, quota) μέτρημα, η. σίτομ€- Tpiou, η. : (sanction) κύρωσί5, f. : (licence) Εξουσία, f. Allowed, €ΐ/ρομο3, diKaios Alloy, κιβΒηλία,}". κιβ^ηλϊε,β Alloy, V. κιβΒηλζύω Alloyed, κίβδηλος Allude, V. μαίνω, σημαίνω, άποσημαίρω, αΐνίσ- συμαι Alluminate, ν. κοσμ4ω, 4πικοσ-μ€ω Allure, ν. €πάΎω, 4ψ4λκομαι, 06λγα>, δελβά^ω, κηλ€ω, ψυχαγωγβοϋ Allurement, Seheap, η, SeAeatr^a, η. deKKTrjpioi/y η. θζΚκτρομ, η. φίλ- τρον^ η. : an alluring, 4ΐΓατ/ωΎ7], f ψυχαγωγία,/. [αγωγί)^, i(po\Khs Alluring, iπayωyhs, inaywyiKhs, ττροσ- Alluringly, adv. ^irayooyiKoos Allusion, αναφορά, f. [αναφορικ})5 Allusive, σημαντικ}}5^ σημ^ιωτικ^ΐ^ Ally, σνμμαχο5, m. iiriKovphs, m. κοινων)>$, m. συνασπιστ^ε, m. : to be an ally, συμμάχομαι, iiriKovpiw, συμττράσσω: an allied force, iiri- Kovpia^f, συμμαχία, f. Almanac, i]μeρo\όyιov, n, 4φ'ί}μ€ρΐ5,/, Almighty, nayKpar^s, τταμβίαε, ττα- V€py€TTiJS Almond, άμύy^aλov, n. άμυy^άλΎ),f. i almond-tree, άμύyBaλos,f. άμυy^a- \ia,f.: of almonds, άμυyζάkLvos Almost, adv. σχεδ^ι/, ολίγου, μόνον Alms, ζΚ^ημοούν-η, f. \ου Almshouse, ιττωχοτροφεΐον, η. Aloe, άλο^,/Ι {β,νωθί, ύψοΟ, ΰχ^/όθι Aloft, 0ψτ7λθ5, μζΤ€ωρο5 : adv. άνω, Alogy, άλογία, f. άyvωμoσvvη, f άφρoσvvη,f. Alone, μόνοε, olos, μον^.$, καθ* avrhv adv. οΐόθ^ν, μόνον, μόνωί Along, adv. παρά Alongside, adv. iraoh Aloof, adv. χωρίς, άττάνενθε, διαστα· δον : to stand aloof, άφίσταμαι, άποστατεω, ίξίσταμαι 317 ΑΜΑ Alopccy, aλω^Γ€κla,f. άλωπ^ Γασίί , /. Aloud, ad?^. μακρ})ν, μακρά, δρθιυν Alphabet, τά ypάμμaτa Alphabetical, κατα τάξιν Already, adv. -ί^δη, δη, ττάλαι Also, adv. καϊ, καΐ 54, ίτι, τ€ δμοίωε, ώσαύτωί Altar, βωμ})^, πι. θυμέλη, f. θυσιαστή)- ριον, η. : of, at or on the altar, βώμιθ3, βπίβώμιο^: having the same altar, δμοβώμιο$ : before the altar, 'προβώμίο$ : sacrifice offered at the altar, ζττιβώμίον, η. Alter, V. μβταλ\άσσω, τταραλΚάσσω^ αΚΧασσω, α\\οιόω, €Τ€ροιόω, μ€' τακιν4ω, μετασκευάζω, μετατίθημι, μεταβάλλω, τρεττω, μεταφέρω : to alter a writing, μετaypάφω : to be altered, τρέπομαι, μεταπίπτω, με- θίσταμαι : to alter one's mind, μετayιyvώσκω, άπoyιyvώσκω, με^ ταβουλεύω, Εξίσταμαι Alterable, μετάβολο^, μεταβολίκ})5, μετακινητ})3, μεταλλακτ})5, άλλοιω- TiKhs, αλλοιωτ})5 Alteration, μεταβολή, f μετάστασΐ9, f μετάθεσί3, f. αλλοίωσιε, f. Ιτ€- ροίωσι$,β [.ζομοίί Altercate, ν. νεικεω, ερίζω, διαΒικά- Altercation, avτιλoyίa, f. νεΊκοε, η, ^P^s,f. Alternate, v. αμείβω, αμείβομαι, e-n-a' μείβω, τταραλλάσσω, ετταμφοτορίζζϋ Alternate, αμοιβαΊοε, ε'πημοιβ}>5 Alternately, adv. αμοιβαΒΪ^, εναλλάξ, παραλλ^ξ, εvaλλάyBηv, Trphs μερο5 Alternation, 'IΓaράλλaξιs,f. αμοιβή, f. Alternative, no alternative, μηΒεν άλλο ττλ^ν 'ότι: two balancing weights or dternatives, δυο ροπαΐ Althorigh, adv. καίττερ, ει καϊ, ττβρ, 'όμω$, καϊ αν, contr, κάν \_λhi Altisonant, ^^ήχηs, κελαδειν}>8, ύχ^/η· Altitude, υψοί, πι. ύypηλότηs,f. Altogether, adv. τταντελώε, πάνυ, πα- ράτταν, ττάντωε, 'όλω8, εμπα3, παν* '^^Xhy επί-καν Alum, στυπτηρία f. Aluminous, στυπτηριώΒηε AlwRJS,adv.aε\, αΙε\, είσαεί, εκάστοτε, Am, ειμί. See Be [eV παντί χρόνφ Amability, χαριεντισμ})$, m. ερατυ$, f. εύτpaπηλίa,f. [ώ^ώϊ Amain, adv. δεινώ5, σφόδρα, aypίωs, Amalgamate, v. κεράννυμι, σvyκεpάv- ννμι, συy χωνεύω AmandjV. αποπέμπω, αποστέλλω [f. Aman datiori,a 7Γοπο/Α 7Γϊ),/. ά π όπί ^ ψίς, ΑΜΑ Amsrantli, άμάραντυε. in. Amaranthine, αμάραντοε, αμαράντινο$ Amaritude, πικρία, J", ττικρότηε, f. Amass, v. αθροίζω, σνγχώρνυμι, συμ- φβρω, συΚλ€'γω, συρά'γω, ά-γβίρω, συμβάλλω Amassment, σωρ})£, m. σώρβυμα, η. άθροισμα, η. θωα})5, m. ανάχωμα, η. Amateur, φίλοε, m. Amatory, epcori/cbs Amaurosis, αμανρωσί3,/. Amaze, ίκττληΙίΞ,/. Θάμβο5, η. Amaze, v. έκπλ-ησσω, κατα-πλ-ησσω, άτύζω : to be amazed, θαμβέω, θαυμάζω, άτΰζομαι Amazed, άττόττλ,ηκτοε, καταπληξ Amazement, θάμβοΞ, η. βκττληξι^,/. Amazing, θαυμαστ})ε, θαυμάσω$ Amazingly, adv. θαυμαστώ$ Amazon, αμάζων,/. Ambassade, see Ambassage Ambassador, πρζσβςυτηε, m. άττόστο- - λθ9, m. ΐΐρ€σβ6υ3, m. : ambassador sent by the state to consult an oracle or to attend the games, θ6ωρ}}5, m. : fellow - ambassador, συμπρβσβζυε, m. : to be an ambas- sador, ιτρςσβΕύω Ambassadress, -πρςσβζίρα, f. Ambassage, ττρεσββία, f. ιτρίσβ^υσι^, f. άττοστολτ], f. Amber, ¥}λζκτρον, η. ¥ιλζκτρο3, m. Ambidexter, άμφώξξίοε, Trepideltos Ambidextrous, άμφώ€ξί05, 7re/3i5e|ios, Trapodpyos [eSpos Ambient, τΓ€ρίβολθ5, ττΕρίαχθβΙε, ττρόσ- Ambifarious, άμψίλογο^, άμφίβολοε Ambiguity, άμ(pLλoyίa,f. αμφιβολία,/. Ambiguous, σ.μφίλoyos, άμφίβολο3, άμφίΒοξοε, dvaKpiros, άμφίζ€ζω$, άτ€κμαρτθ5, άσημοε, ^laahs Ambiguously, adv. άμφιβ6λω3, δυσ- κρίτω^, άμφί^βξίω^ Ambiguousness, άμφιβολία, f. Ambit, -Kepiohos, f. ΤΓβριβολη,/. Ambition, φιλοτιμία,/. φιλοΒο^ία, / Ambitious, φιλότιμος, φιλόδοξος : to be ambitious, φιλοημβομαι [ξως ' Amijitiously, adv. φιλοτίμως, φιλοδό- Amble, v. βάδ-ην πορεύομαι, ττλίσσο- μαι, βαδίζω Ambrosia, αμβροσία,/. Am})rosial, άμβρόσιοε Ambulation, πορεία,/ βάδισις,/ Ambulatory, TropeurtKbs Ambuscade, Ambuscado, Ambusb, ivebpa,/. λόχος, m. : to lie in am- buscade, 4ΐ'^δρζύω, λοχάω^ ^ιμαι^ δ18 AMP υποκαθίζομαι : to place in ambuahi AmeUorate, v. β^λτιόω, €πιΒίξωμι Amen, adv. άμηι/ [0upos Amenable, τταραίτιος, υπαίτιος, ύττβυ- Amenance, τρόπος, m. βπιτ-ηδξυμα, η "ήθος, η. [θόα Amend, ν. άκβομαι, διορθόω, ^πανορ^ Amendment, 4πανορθωσις,/ Amends, αμοιβή,/ ύ,ποινα, 7i.pl. Amenity, χάρις,/ ευφροσύνη, /. τ€ρ^ πρότης,/ Amerce, ν. ζημιόω, τιμάω Amercement, Amerciament, ζημία,/. καταδίκη,/, τιμη,/ τίμημα, η. Amethyst, αμέθυστος,/. Amiable, 6ρατ€ΐρ})ς, eparbs, 4ράσμΐ05~ φίλος, ηδυς, χαρΐ€Ϊς, 4ραστος, άξιο- φίλητος, προσφιλής Amiableness, φιλοφροσύρη,/ χάρις,/ Amiably, adv. ηδεως, 4ρασμίως Amicable, φίλος, φιλικός, φιλόφρωρ^ €ϋροος [^φιλοφροσύρη,/ Amicableness, ^ϋροια, /. φιλότης, / Amicably, adv. προσφιλώς, φιλίως φιλικώς, φιλοφρόρως Amid, Amidst, adv. ip, μςτα, μ€ταξΌ Amiss, adv. φλαύρως, κακώς, φαύλως Amission, στ'^ρησις, /. άφβσις. /, άφαίρ^σις,/. ζημία,/, βλάβη,/ Amity, φιλία,/, φιλότης, / φιλοφρο- σύρη,/ Ammunition, παρασκευή, / Amnesty, άδ€ΐα,/. άμρηστία,/. Amomum, άμωμορ, η. Among, Amongst, prep, ip, μ^τα, παρα, 4π\, κατα Amorist, Amoroso, βραστής, m. Amorous, 4ρωτικ})ς, ζταιρςΊος, φίλ€ρω5 Amorously, adv. €ρωτικώς Amorousness, φιλ^ραστία, /. Amort, δύσθυμος, αθυμος, αμβλύς Amount, ν. αύξάρομαι, άλδαίρομαι ; amount to, yίypoμaι, δνραμαι Amount, δύραμις,/. αριθμός, m. Amphibious, αμφίβιος Amphibolous, αμφίβολος [ ρΐ. Amphictyons, The, Άμφικτϋορ€ς, 77ΐ. Amphisl)i\3na, αμφίσβαινα f. Amphitheatre, άμφιθίατροΐ', η. Ample, μέyaς, evpvs, π\ατύς. ei/ueye- θης, πολύς \_^ιρντης,/. υγκος, 7η. Ami)leness, μ€y(Coς, ιι. πλατΰτης, /. Amj)liate, ν. μ€yaλύpω, μeyeθύpω, πλατύνω, αυξάνω Ampliation, αύξησις,/ πλατυσμ^α, πι. Ampliiicatc, ν. πλατύνω, μ^ηΜνω.^ αΐ'^άνα», fx^yaXvpo) AMP Amplification, αϋζησις^ /. παραύξη- ^iy,/*. \_θύι/ω^ μ^ΎαΚννω Amplify, v. αυ^,άνω, ττΚατννω, μ^Ύ^- Amplitude, vyKos, m. ueye^os, η. πλατύτ7??,/. \_μ€ya\ωσr\ Amply, adv. aKis, άψΘόνωε, δαψίλώϊ, Amputate, v. άποκόπτω, τ^μι/ω^ 4κ- τ4μνω, άττοτ^μνω, κολυβόω Amputation, αποκοπή, f. απότομη, f. τομη,/. Amulet, πβριάμμα, η. π^ρίαπτον^ η. αλ€^ητ'ηριον, η. φυλακτηριοι/, η. Amuse, ν. τβρπω, ευφραίνω [παίδια,/. Amusement, repxpLs^ f, ηΒο^τ), /. Amusing, rjbvs, κoμ^phs Anachronism, αναχρονίσμ})^^ m. Anagram, aydy ράμμα, η. Analeptic, ανα\ηπτικ})$ \βμoιos Analogous, avaXoyos, avaXoyiKhs, Analogy, ava\oyia, f. Analysis, ava\voLS,f. Analytic, Analytical, auaXvnKhs Analyze, v. αναΚΰω Anarchy, αναρχία,/. A.nastrophe, άι/αστροφτ),/. Anathema, ανάθεμα, η. Anathematize, v. αναθεματίζω Anatomical, άνατομίκ})8 Anatomy, ανατομή,/. Ancestor, προπάτωρ, m. πρoyevvi]τωp, m. yevovffTTjs, m. : ancestors, πρό- yovoi, Trarepey, oi πpoyeyov6τes, ol πpQy€y€vημ€voι [τρώί08, πpoyovικhs Ancestral, πάτριοε, πατρωοε, πα- Ancestry, yeVos, η. Anchor, HyKvpa, /. ehuaia, /. : at anchor, €φορμο$ Anchor, v. {to bring to anchor, moor) όρμίζω, βφορμίζω, καθορμίζω, intrans. όρμ4ω, έφορμβω, όρμίζομαι, βφορμίζομαι: to cast anchor, iiy- κυραν βάλλ€ίν, άφίΕναι or καθιεναι : to weigh anchor, ay κυραν αίρεσθαι or αίρειν: to ride at anchor, eVi dyKvpas άποσαλευβιν or dpueiv: to anchor near to, ύφορμίζομαι, παρ- ορμίζω Anchorage, ορμο5, m. άyκυpoβόλiov, η. ναύσταθμον, η. : with good an- chorage, vavKoxos^ evopnos : with bad anchorage, δύσορμοε Anchoret, αναχωρητή s, m. Anchoring, ορμισΐ3,/. 4φόρμησΐ5,/ Anchovy, αφύη,/. Tpixis,/. Ancient, τταλαώί, παλαίφατο5, a^yv- yios, αρχαω$, πρεσβυε, yepaths, iraXaiy^vrjs: the ancients, ol αρχαίοι, ol πάΚαι 319 ANN Anciently, adv. πάλαι, αρχαίων, &νω. And, conj. καΐ, δβ, καΐ δ€, ηΒ(, τ€ [θ^ρ Anemone, ανεμώνη,/. Anew, adv. αυ, aOOis Angel, dyy eXos, m. Angelic, Angelical, ayy^XiKhs Anger, opyr], /. θυμ'6$, m. χολτ;, /. χόΚο$, rn. K0T0S, η. μηνΐ5, / νέμε - ais, /. : in anger, hpyri, €| opyr\z^ πρhs opyrjv Anger, v. dpyL(w, παροξύνω, χολόω Angle, yωvίa, /. oyKos, rn. {finking- rod) καλαμϊε,/. Angle, V. Ιχθνάω, αλιεύω Angler, αλίευε, rn. [αλιευτική,/. Angling, άyκιστρείa, /. αλιεία, / Angrily, adv. 6pyίλωs, χαλεπώε, επι- κότωε : very angrily, ύπερθύμω$, περιθύμωε ^^^SUy χαλεπ})$, επίκυτοε, κοτηει$, ζάκοτοε, βαρύθυμυε, βαρυμηνιο$ : very angry, πεpιopy^s, ύπερκοτοε^ περίθυμοε : not angry, αμηνιτο3^ Hvopyos: to be angry, 6pyίζoμaι, χαλεπαίνω, άχθομαι, χολόομαι, νε- μεσάω, θυμαίνω, θυμόομαι, κοτεο- μαι, νεμεσίζομαι, χωόμαι, οχθεω^ οδυσσομαι, ayavaκτεω Aiiguish, ο^νη, /. άχθο9, η. λύπη, / βλίψίϊ,/. : to be in anguish, άδ??- μονεω, αχθομαι Angular, yωvιώBηs, iyyd>vios Anhelation, ^Lσθμo,, η. [/. ενυ·π\,/. Animadversion, μεμ-^ιε,/ επιστροφτ)^ Animadvert, v. διανοεομαι, αισθάνομαι, επιστρέφομαι, αΐτιάομαι, \pεyωf μέμφομαι Animal, ζώον, η. Θρέμμα, η. ερπετ})ν, η. ζώΒιον, η. ζω^άριον, η. βόσκημα. Animal, ζωικ})3, \\/υχικ})3 [η. Animate, ν. θαρσύνω, επιθαρσύνω, ομ- νύω, εμ-^υχόω, παροξύνω [/cbs, ζωθ$ Animate, Animated, εμχΐ/υχοε, ψι^χί- Animating, παρακλητικ})5, ζωοφόροε Animation, 4μ^ύχωσΐ5,/. χΙ/ύχωσιε,/ παράκλησίΞ,/. [νεια,/. κακόνοια,/ Animosity, έχθρα,/. μΊσοΒ, η. δυσμε- Anise, &νηθον, η. Ankle, σφυρ})ν, η. aστpάyaλos, m. : with beautiful ankles, καλλίσφυρο$^ λευκόσφυροΞ, εϋσφυροε Annalist, χpovoypάφos, m. Annals, τά χρονικά, ol λόγο* Anneal, v. φαραάσ^σω Annex, v. προσποιεω, περιάπτω, εξαρ' raw, κaτaζεύyvυμι, προστιθημι ; annex in writing, ύπoypάφω Annexation, παράθξσι$,/. πρ6σθεσι$,/ ANN Annihilate, v. €|αλ€ίφω, ^ξαφανίζω^ 6\\υμι, αμαφ^ω Annitilation, acpaveia, f. OMaipeais,/. ζ^ώΚζία,/. άνάστασιε,^. Anniversary, s. eviavaios Ιορτ^ : adj. (annual) iyiavaios [μ^ωω Annotate, v. παρασημαίμω, ττοφαση- Annotation, τταραΎραψη, f. έττισημβίω- ais,/. τταρασημασία,/. τΓαρασ-ημ^Γίον^ η. σχόλίορ, η. Annotator, σχολίασττ/ί) ^· Announce, ν. οτγΎζΚΚω, α-παΎΎίΧΚω, €ΐσαγγ€Κ\ω^ 'IΓpoσa'γy€λλω, i^ay- 7€λλα>, ^Layy€λλωf κηρύσσω, e7- τΓον, βξβΐπον, λ4yω, avayopevω : to announce beforehand, ττροξΊπομ,ττρο- ayopeΰω, ^Γpo\iyω : announce be- sides, προσαν^ΐ-πον, ^Γpoσa■πayy€XXω Annoy, v. Κυττίω, βαρύνω, Βάκρω, κηΒ4ω, €νοχΚάω, Κυμαίνομαι : to be annoyed, δυσχεραίνω, δυσχερών εχω, βaρeωs φ€ρω or ίχω Annoyance, οχλοί, πι. οχλησιε, /. άχθη^ών, f. ^υσχζρ€ΐα, f. \_αηΒηε Annoying, fiapvs, \υτΓηρ})5, αχθ€ΐνο$, Annual, ετησίου, ένιαύσωί, έπ4τ€ΐο5, Annually, adv. κατ eros [ereios Annul, v. λύω, καταλύω, καθαιρέω, ξ^αλζίφω, άναιρ^ω, άφαιρ^ω, άκυ- Annular, Βακτύλί05 \_pov ποίβω Annumerate, ν. τνροσαριθμάω Annum eration, ττροσαρίθμησίΒ^/. Annunciate, v. ^Γpoσayy€λλω, i^ay- yξλλω, λeyω Annunciation, τΓροσαγγ€λία, f. Anodyne, νω^υνία, f. ανώΒυνον, η. Anodyne, avcidwos, vcoBvvos Anoint, v. αλείψω, χρίω, ^ναλζίφω, ζτταλζίφω, ύττοχρίω : to anoint one- self, σμάομαι : anoint with oil, 4λαίόω [λίτταρ^ί, κατάλ^ιιττοΒ Anointed, χριστ})$, €'7ΓίΚ€χρισμ€νο5, Anointing, αλειψίχ, f. κaτάχpισLs, f. χρίσΐ5,/. : who anoints, aAeiVr^s, m. αλζίτντρία, f. [y. Anomalism, ανωμαλία,/. ανωμαλότη$. Anomalous, ανώμαλος [/. Anomaly, άνωμαλία,/. άνωμαΧοτης^ Anon, adv. evQus, e^aic/^j/^s, αντίκα Anonymous, άδ€νποτυ5, ανώνυμο3 Another, άλλοί, eVepoy : one another, αλλήλων: of or belonging to another, αλλότριος: in another place, elsewhere, άλλ-ρ, αλλαχη, Ιίλλοθι : to another place, άλλοσε, &λλην: at another time, άλλοτε: from another place, ίλλοβ^ν Answer,!^, άμίίβομαι, απαμίίβημαι, 320 ANT υποκρίνομαι, άντίίττον, άποκρίνο· μαι, νποΧαμβάνω, άνταγορενω : to write in answer, άντεττιστελλω^ άντιγράφω : answer as an oracle, χράω, αναιρ4ω : to give an answer after deliberation, χρηματίζω Answer, απόκρισις, f. υποκρισία, f αμοιβτ], f. : answer of an oracle, χρησμ})ε, m. : answer in writing, avτιypaφ^,f. Answerable, {accountable) ύτΓζύθυνο$^ vireyyvos ; {suitable, proporfionaie) ακόλουθο5 Answering to, αντίφωνοε, αντωΖ})^ Ant, μύρμηξ, m. Ant-hill, μυρμ-ηκία,/. [τταλοί, w. Antagonist, avτayωvιστ^]s, m. αντί- Antarctic, ανταρκτικ})5 Antecedent, 'π■poyey€V'ημ€vos, ιτροη· yoύμevos, ^rpoeιpyaσμhos Antecedently, adv. ιτρότΕρον, ττροη- yoυμ€vωs [pov, η. Antechamber, ττροκοίτιον, η. αμφίθν Antediluvian, ώyύy los [λ\$,/. Antelope, dopKas, f. ^ορκη, f. βουβά- Antemeridian, ττρομ^σημβρινοΒ Antemundane, ττροκόσμιοε Antepast, 'π■p6y€υμa, n. πρόλτρ^ιιε, f. Anterior, Trporepos, ττρόχρονοε [y. Anteriority, προτέρημα, η. προτερησίί, Anthem, ^αλμ})ε, m. ϋμνοε^ m. Anthology, άvθoλoyίa, f. Anthropophagi, avθρω^Γoφάyoι, m. pL Antic, y€λωτo^Γoιhs, yeλo7os Antic, μΊμοε, m. μιμΎ]ττ)3, m. γελώ. τοτΓοώί, m. ττίθηκοε, m. Anticipate, v. {to take or get before another, be beforehand ivith, out* strip) προλαμβάνω, φθάνω, προφθά- νω, ύττοφθάνω, προ καταλαμβάνω ; {to anticipate or prevent, as αν attack) προ καταλαμβάνω ; {to know or enjoy beforehand) προλαμβάνα^ προλάζυμαι [ληψί^,^*. Anticipation, πρ6λ'η\1/ΐ9, f. προκατά- Anticly, adv. y€λo7ωs, μιμητικώε Antidotal, άλ^ξ,ιφάρμακος Antidote, αντίδοτον, η. αντίδοτο$, f. αντιφάρμακον, η. άλ^^ιφάρμακον, η. Antimony, στίμμι, η. στίβι, η. Antipathetical, άντιπαθηε Antipathy, άι/τίπαθεία, /". €ναντιότη$,/. Antiphrasis, αντίφρασι$,/. Antipodes, αντίποδας, ηι. ρΐ, [τη. Antiquarian, Antiquary, apχaιoλ6yos^ Antiquate, v. παλαιόω, ίκυρον ποιίω Antique, αοχα7ο3, παλαώε Antiquity, αρχαιό-τψ,/, παλαιότη$^/. z\NT Antistrophe, ίι,ρτιστροφ^,/. Antithesis, αμτιθ^σι$, f. αντίθ^τορ, η, Antithetical, avTLQenKhsj ayridiTos Antitype, άι/τίτυπον, η. Antonomasia, αντονομασια, f, Antre, &ντρον, η. Anvil, ύκμων, m. Anxiety, (ppoprls, f. μερίμνα, f. μ€λ€- '^f\if' μν^οί, η. σνρροία,/. aywuiajf. Anxious, 4τΓίμ€λ7]9, μ4ρμ€ρο$, avvvoos : to be anxious, προθυμ€ομαι, μ^- ριμνάω, ψρορτίζω, μ€ρμηρίζω Any, tIs, neut. τι : any one who, SffTis: anything, ότιοΰρ: any what- ever, υττοιοσησουν^ όστίσδήποτε : any-how, διτωσουν, ττη, ircos : any- where, ττη, ΐΓοΓ, πόθί : at any time, τΓο^ί, ττώποτβ, ττω Aorist, aSpLffToSf m. Aorta, aopT^ff. Apace, adv. τάχα, θοω5, 2>κα Apart, adv. δίχα, ρόσψι^ χωρ\$, άτ6/?, άτΓάν6υθ€, καθ' avThy, Apart, adj. oh 9 Apart in Composition is earpressed hy «7rb andZia, as αττολαμβάρω, to take apart ; αττοκάθημαι, to set apart ; δίεχω, to keep apart or to stand apart Apartment, μ€yaρoy, n. oIkos, m. οίκημα, η. διαιτητ-ηριορ, η. δόμθ5, m. Tiyos, η. : the inmost or women's apartment, μνχ^^^ m. Apathetic, άτταβ^ Apathy, άπά^βζα,/. Ape, 'π·ίθηκο$, m. ττίθων, m. Ape, V. μιμίομαι Aperient, καθαρτικές Apertion, &yot^is,f. die^odos,/. [m. Aperture, χάσμα, η. Bii^oBos,/. -wopos, Apex, κορυφή,/, άκρον, η. Aphorism, αφορισμός, m. yvώμΎι,f, Apiary, μ^Κίσσων, m. μeλισσovpy€ΐov, Apiece, adv. aya, κα&' ίκαστον [η. Apish, ΊΓίθηκώΒης, μιμητικός A.pocalypse, αττοκάλυ^ρις, f. Apocope, αττοκο-κ)),/. Apocryphal, απόκρυφος Apocryphally, adv. αττοκρυφως Apodictical, αποδεικτικός, φαν^οός Apogee, airSyaioy, η. Apollo, ^Απόλλων, m. Φοίβος, m. Παίάι^, m. Αοξίας, m. : of Apollo, * Απολλώνιο ς. Πύθιος, Πυθιάς : the Pythian games in honor of Apollo, Ώνθια, η. pi. : the Temple of Apollo, Άπολλώνιορ, η. Apologetical, aπoλoy^ητικh^ 321 APP Apologize, v. άπoλoy€oμaι, παραιτ^Ο' Apologue, aπόλoyoς, m. [μα\ Apology, aπoλoyίa, f. παραίτησα,/. Apophthegm, άπόφθ€yμa, n. Apoplectic, αποπληκτικός Apoplexy, αποπληζία, f. Apostasy, απόστασις, f. [m. Apostate, αποστάτης, m. ίποοτατήρ^ Apostate, adj. άποστάς, άφεστώς Apostatize, v. αποστατ4ω, αφίσταμαι Apostle, απόστολος, m. Apostolic, αποστολικός Apostrophe, αποστροφή,/. Apothecary, φαρμακοπώλης, m. Apothegm, see Apophthegm Apotheosis, αποθίωσις,/. Apozem, απόζεμα, η. Appal, V. 4κπλ'ϊ]σσω, ταράσσω ApTparSitiis, κατασκευή, /.παρασκευή,/· αφορμή, /. Apparel, εσθ^ς, /. ίσθημα, η. εσθος, η. ίμάτιον, η. [^ίματίζω Apparel, υ. %ννυμι, αμφιεννυαι, €σθ4^. Apparent, Βηλος, κατάδηλος, φανερός, εμφανής : it is apparent, δο/cet, δ^- λορ εστϊ [δηλονότι, ώς εοικε Apparently, adv. ως δοκεΊ, ώς εδόκει^ Apparition, φάσμα, η. φάντασμα, η, Appeach, v. αΐτιάομαι, εyκaλεωf επαιτιάομαι, μέμφομαι, ονειδίζω^ κaτηyopεω [/. αιτΊασις,/. Appeachment, εyκλημa, η. κaτηyopίa, Appeal, εφεσις,/. παράκλησις, /. Appeal, ν. ανακαλεω, επικαλεω ; {in law) εφίημι δίκην είς Appear, ν. φαίνομαι, επιφαίνομαι, διαφαίνομαι, αναφαίνοααι, προφαί·^ νομαι, καταφαίνομαι, φάω, δοκεω : it appears that, δηλορ εστΧ "ότι Appearance, {the act 0/ coming into sight) επιφάνεια,/. {outward look or appearance) φαντασία, /. ο^Ρις, / είδος, η. μορφ)], / σχήμα, 71.; {apparition, image) φάντασμα, η. φάσμα, η. οψί^, /. ; {semblance, not reality) επίφασις: {good ap' pearance) ευπρέπεια,/ Appease, v. ίλάσκομαι, αρέσκω, ιγ€- παίνω, θελyω, καταπραύνω, μαλάσ-- σω, πείθω, μειλίσσω Appeasing, θελκττ^ριος, άχολο5, μει- λίχιος, ιλάσιμος Appeasing, κατάσταση,/, ιλασμός, m Appellant, επικλητ^ρ,m. εκκλ'{]τωρ^Ίη Appellation, όνομα, η. επίκλησις,/. Append, ν. προσαρτάω. ποοστίθημι^ προσκρηαάννυμι, προσάπτω APP Appendage, €(p6\Kioy, n. ζψολκίς, f. προσάρτημα, η. Appended, irpSaOeroSy €ΚκρΕμ^5 Appending, ττροσάρτησίε,/. [w. Appendix, προσθήκη, f, παρά^ραμμα, Appertain, v. προσηκω, υπάρχω, τ^ίνω Appcrtinent, προσήκων Appetence, Appetency, ope|is, /. δρμη,/. Επιθυμία,/, Appetite, 6pe^LS,f. όρμτ],/. Επιθυμία,/. Applaud, V. κροτ4ω, ανακροτ^ω, θορυ- β^ω, αναθορυβύω, Επισημαίνω Applause, κρότο$, m. θόρυβο$, m. Apple, μήλον, η. Apple-tree, μηλ^α, f» : of apples or an apple-tree, μηλινοε Applicable, χρησιμοΞ, αρμ6Βίο$, ικα- vhs, βπικαίριοε, βπιτηΒζίοε \_f. Applicability, χρησιε,/. ΕπίτηΒξΐότηε, Applicably, adv. χρησίμωε, Επιτη- SeiOJS, ζπικαιρίω8 Applicant, αΙτητηΒ, m. Ικίτη$, m. Application, {the act of ajiply'mg) προσβολή, f. πρόσθξσιε, f. ; {dili- yence, zeal, pains) Επιμ^λβια, f. σπουΒτ], f. προθυμία, f. προσβχζία, f. ; (use) προσφορά, f. ; {request) αΧτησιε,/. iKereia,/. Apply, V. αρμόζω, Επιτίθημι, προσφέρω, μζταφβρω, προστίθημι, προσάπτω, προσαρμόζω ; {of the mind) Επβχω, προσβχω; {make application for,) αΐτβω, ζξαιτζω Appoint, V. καθίστημι, τίθημι, προτί- ^ημι, τάσσω, διατάσσω, αποτάσσω, διορίζω, αποδζίκνυμι : to appoint any one to an office, Εφίστημι, ονομαίνω, ίπικληρόω : to be ap- pointed, πρόκ€ΐμαι, πρόσκΕΐμαι^ διάκ€ΐμαι Appointed, Τ6τα'γμβνο5, αποδβδβιγμξ- vos, διατΕτα'γμ^νοε, part. ; ρητ})5, TaKThs, κύριοε, απότακτο$, κληρω- Appointment, κατάστασι$,/ [rhs Apportion, v. κληρόω, ν^μω, διανβμω, μ^ρίζ(*> [iKavhs Apposite, βπιτηδβιο^, €υάρμοστο3, Appositely, ΕπιτηδξίωΞ, Ευαρμόστω$ Ai)praise, υ. αποτιμάομαι Appraiser, τιμητηε, m. λοΎΐστ^?, m. Al)preciate, v. λογίζομαι, τιμάω, δοκι- μάζω Apprehend, ν. {seize on, arrest) απά- Ύω, άγω ; {a])2)rchcnd in the mind, understand, comprehend) καταλαμ- βάνω, ύπολαμβάνω ; {to suspect that, fear') ύποπτίύω Aj)prclKMision, {seizure hrinijing to 322 AQU justice) άπαγωγί),/. ; {comprehen. sion, perception) νόησιε, f. άντί- ληψίί,/. ; {fear) φόβοε, m. 5eos, n. Apprehensive, υποπτοε, π^ριδ^ηε Apprentice, πρωτόπ^ιροε, m. Apprize, v. αναδιδάσκω, €lσayyίλλcύf Approach, v. π^λάζω, πρόσβιμι, ϊπ^ιμι^ παρ^ιμι, προσέρχομαι, προσβαίνω, προσάγ,ο, Ικνέομαι, προσνίσσομαι, προσμί-γνυμι, χρίμπτομαι, προσπε- λάζομαι, προσεΎ^ίζω: to make to approach, πελάζω, προσπελάζω πιλνάω, ^^χρίμπτω, εγγίζω Approach, πάροδοε,/ εφoδos,f πρόσ- οδοι, f εΧσοδο$, f. πρόσβασι$, f πρoσavάβaσιs,f \_rhs Approachable, ευβατοε, 6ίσβατ})ε, βα- Approbation, βπαινοε, m. ahos, m, συvaίveσιs,f eπaίveσιs,f Appropriate, v. νοσφίζομαι, σφετερί. ζομαι, εξιδιόομαι, ύφαιρεομαι, οϊκειό' ομαι, Ιδιόομαι [μοστο5 Appropriate, επιτ'ί}δειο5, iKavhs, εύάρ- Appropriating, οΙκειωτικ})ε Appropriation, οίκείωσιε, f σφετε- ρισμ})8, m. lδιoπoίησιs,f. Appropriator, σφετεριστηε, m. Approval, &παινο$, m. alvos, m. συναί- v^ais,f Approve, v. επαινεω, αποδέχομαι, αινεω, φιλεω, ενδεχομαι, δοκιμάζω, συνεΊπον: join in approving, συν- επαινεω, συναινεω Approved, δόκιμοι [m. Approver, δοκιμαστ^ε, m. επαινετές, Approximate, υ. προσπελάζω, iyyίζω Approximate, iyyhs \_εyyισμ}>s, m. Approximation, εyyύτηs, f; προο- Appurtenance, προσθήκη, f. : appur- tenances, τά προσήκοντα Apricot, μήλον ^Αρμηνιακ})ν, η. Apron, πρoyaστpίδιoy, η. [εύθετώε Apropos, adv. εύκαίρωε, επιτηδείωε, Apt, '{ft, suited, quick at, qualified, clever) εϋφυηε πρ})ε, εύάρμοστοε πρ})ε, επιδεξιοε, εύμαθηε ; {ready for, pro7ie to, inclined,) ποοπετ^ε, προνωπ)]3, Ροπικ})Β Aptitude, {fitness, qualification, dis- position for) δεξίότηε/ ευφυία, f ίκανότηε, f ; {tendency, proneness to) προπετεια, f. Aptly, adv. επιτηδείωε, εΰαρμόσ'^ωε Aptness, ευφυΐα, f ίκανότηε,-/ εύαρ μοστία, f. ; {quickness of apprehen sio7t) (ΐιμάθηα,/ Aquatic, ίί^υδρυς, νγρυτροφικός AQU Aqueduct, οχβτί)^, m. άμάρα^/. άγω- yos u^aTos, rn. [δτ/ί, ύδαλ/οϊ, ύδαμης Aqueous, vBdnyoSy ύΒρηΚίί, ύδατώ- Arabia, * Αραβία, f. Arabian, *Άραψ, m. *Αράβιο5, m. : of an Arabian, Άραβικ})5: to speak Ara- Arabic, Άραβίκ})5 [bic, Άραβίζω Arable, αρόσιμο5, apoTrjaios Arable land, άρυυρα,/. άρωμα, η. Arbiter, Βιαιτητ^ε, m. κριτηε, m. βρα' jSei/y, m. Arl)itrament, βουλ^,/. '/νώμη,/. Arbitrarily, adv. δ€στΓοτίκώ$ Arbitrariness, deanoreia,/. δζσποσύ- VT]yf. rvpavv\s,f. τυραννία, f. Arbitrary, αυτοκράτωρ, Βζσιτόσυνοί, δβστΓοτί/ί^ϊ, τυραννίκ^$ Arbitrary power, αύτοκράτ^ια,/. Arbitrate, v. διαιτάω . Arbitration, δίαιτα,/. Arbitrator, διαιτητ^ε, m. κριτ\\$, m. Arbour, δζνδρων, m. Arbutus, κόμαρο5,/. Arcade, στοά,/. Arch, \pa\ls,f. τόξον, η. a^ph,/. Arch, V. (curve, bow) κυρτόω ; (vault or arch over, καμαρόω; (arch the eyebrows) τοξοττοίξω; (arch the neck) κυφα'/ω'γβω Arch, adj. €μμςλ^5 Archaism, apχaϊσμhs, m. Archangel, apxayyeAos, m. Archbishop, αρχι^ττίσκοπο^, m. Archdeacon, άρχιδιάκονοε, m. Arched, κυρτ))3, καμαρωτ})$ Archer, τοξότηί, m. To^ewT^s, m. το|- €VT^p, m. τοξοφόροε, m. τόξαρχο5, m. : captain of archers, τό^αρχοε, m.: archer on horseback, ίτητο- τοξότηε^ m. Archery, τοξοσύνη,/. τόξον,η. το^ίκ^, f. : skilled in archery, κλυτότοξοί Archetype, αρχ^τυττον, η. Architect, αρχιτέκτων, m. τ^κτόναρ- Xos, m. οίκοδόμοε, m. Architective, αρχιτβκτονικΙε [μία,/. Architecture, αρχιτβκτονία,/, οίκοδο- Architrave, βτηστύλιον, η. Archives, τά αρχβ7α Archprelate, apxiepevs, m. Arctic, apKTiKhs [θυμία,/. Ardency, Ardentness, σπουδή, f. irpo- Ardent, (fierce, fiery) μαλ€ρ})5, φλ€- yυρhs, διάπυροε] (eager, zealous) ΊτρόθυμοΒ Ardently, adv. σφόδρα, ττροφρόνωε Ardour, ττροθυμία,/. όρμ^,/. uevos η, ^φοδρ6τ7)$, f, 323 ARM Arduous, ^υσχίρΎΐ$, v^v\hs, χαλίττ»» Area, προστασία, f. αυΚτι, f. αΚω^, f\ αΚωτ),/. Arefaction, ξηρασμ})5, m. ξηρανσιε,/. Arena, aycbv, m. Arenaceous, Arenose, \ΡαμμαΘώΙη$, \Ραμμώδηε, άμμώδηε, αμαθώδηε Areoj)agite, ^ApeionayiTrjs, m. Areopagus, or hill of Ares, also the highest judicial court, which was held there, "Apetos irayos, "^Apeos TTayos, "Apeios οχθο$ Argent, apyvpeos, apyυpoeιδη5 Argil, &pyi\\os,f. Argillaceous, άpyι\\ώδηs Argive, 'Apyelos Argonaut, Άpyovaύτηs, rn. Argos, ''Apyos, n. Argue, V. διaλ€yoμaι, διaλoyίζoμatJ αμφισβητβω, ayωvLζoμaι Argument, λoyισμhs, m. πίστιΒ, f. ένθυμ-ημα, η. Argumental, διαΧ^κτικΙε [yubs, m. Argumentation, διάκφ$,/. συλλoyισ' Argumentative, ^νθυμ-ηματικίε, δια- Arid, ^-nphs, άβροχοε [XeKTiKhs Aridity, ^ηρότ-ηε,/. Aries, Kpios, m. Aright, adv. ορθώς, ορθα, ττανδίκωε Arise, v. ανίσταμαι, βττανίσταμαι, ορνυ- μαι, eyeLpoμaι ; (of the sun, moon^ or stars, of a river, of events, <^e.) ανατβλλω, τ^λλομαι ; (of a report or conversation) βμττίτΓτω ; (be borUy spring) yίvoμaι, φύομαι Arisen, part, yeyovcbs Aristocracy, αριστοκρατία,/ Aristocratical, αριστοκρατικές : to have an aristocratical government, αρίστοκρατ€ομαι Arithmetic, ol Koyισμo\, -η XoyιστLκ)) or αριθμητική (viz. τ^χνη),/ Arithmetical, αριθμητικές, λoyιστικhs Arithmetician, λoyιστ^s, m. άριθμη^ T^is, m. Arm, (from the elbow to the shoulder) βραχίων, m. ; (from the elbow to the wrist) ττηχυς, m.', (the bent arm) ayκάλη,f. ayKa\ls,f ώλβνη, f : to take or carry in one's arms, ay κάζο μαι, ay καΧίζο μαι Arm, V. δπΧΊζω, βξοττΧίζω, καθοπΧίζω, θωρακίζω, θωρησσω, στοΧίζω, Armada, στόΧος, m. [φράσσω Armament, στόΧα^, πι. οπΧισαα, η. Armed, evonXos, βνόπΧιος, οττΧοφό' pos: well armed, eijonXos : fully armerl, iravoTrXos: heavy aimed, ARM οπλίτης: heavy armed soldier, όπλιτηϊ, m. όπλίτοττάλτί^, m. : be- longing to a heavy armed soldier, oirKiTLKhs: a leader of heavy armed troops, όπλίταγωγόϊ, m. : a combat of heavy armed troops, όπλιτεια, /. : to serve as a man-at-arms, όττλί- reuco, όπλομαχβω : a heavy armed force, τά δττλα, rh δττΧιτικόν^ η. : hght armed soldier, y\/i\hs, m. 'γνμ^ηε, m. γκ^νήττ^ί, m. : belong- ing to a light armed soldier, γνμ- νητικ})5 : light armed force, ^υμνη- Tta,/. \_καθ6^\ισΐ5,/. Arming, '6ΐΓ\ισΐ5^ f. δπ\ΐ(τμ})ε, m. Armistice, άί/οχ^, f. σπορδη, f. άνα- f^^XJlif- €Κ€χ€φία,/.: to make an armistice, a-jroudas ποίζομαι Armlet, ^eWiou, n. ττβριβραχιόνιον, η. Armour, Arms, οττλα, η. pi. ej/rea, n. pi. τεύχεα, η. pi. 'ό-πλισιε,/. ι com- plete armour, ττανοιτλία, f, τταζ/- τζυχία, f. : to bear arms, όπλοψο- Armour-bearer, ντΓαστΓΐστη5, m. [peco Armourer, δπλοττοώε, m. όπλοφύλαζ, ^· [θ7]κη,/. δίΓλοθηκη,/. Armoury, δπλοφυλάκιοι/, η. σκβυο- Arm-pit, μασχαλ^^ /. μασχαλιε, /. μάλη,/. Army, arparhs, πι. στρατιά, f. στρά- τευμα, η. φάλα-γξ, /. στόλθ5, m. στρατόΐΓζ^ον, η. : a force for war, δύι/αμΐ5, f. : with the whole army, (as adv.) ττανστρατια. Ion. —tly) Aromatic, Aromatical, αρωματίκ})^, άρωματώδης Around, prep. άμφ\, Trepi; usually adv., also as prep. αμ(ρ\$, πέριξ Arouse, v. ορνυμι, εκκινεω, ανίστημι, €Ύείρω, al/eyeίpω, ερεθίζω Arow, adv. κατα τάξιν, εν τάξει Aroynt, adv. άπα'γε, εβρε Arraign, ν. αΐτιάομαι, εττικαλεομαι, κaτηyoρεω, διώκω, είσά-γω δίκην Arraignment, κaτηyopLa, f. έγκλημα, η. αΙτίασιε,/. αιτία,/. Arrange, ν, τάσσω, διατάσσω, συν- τάσσω, κοσμεω, διακοσμεω, δια- τΊθημι, καθίστημι, (>υθμίζω, στοι- χίζω, συνίστημι Arrangement, {arranging) τάξις, /. σύνταξις, / θεσιε, /. διάθεσιε, /. κόσμησις,/; {/orm, constitution ο/ α thing, mode ο/ arrangement) σύvτayμa, η. κατασκευή,/. Arrant, 'όλος, άκρατος ; it is also ren- dered fjy the superlative Array, v. {put in order, as an arnvA 324 ART τάσσω, διατάσσω, εκτάσσω, τκχρα^ τάσσω, στέλλω, τίθημι εΐε τά^ιρ, κοσμεω; {dress, deck) κοσμεω, ενδύω, στέλλω : array against, ίίντιτάσσω, αντικαθίστημι : to be arrayed, ταξιόομαι, διατάσσομαι Array, {order) τάξις,/, οόνταξις,/, Ίταράταξις, /. : in battle array, ^Γaρaτετayμεvoς : {dress) στολή,/ εσθης, / εσθημα., η. [χρ^α Arrears, λεΊμμα, η. έλλειμμα, η. τά Arrest, ν. συλλαμβάνω, επιλαμβάνο- μαι, aπάyω laπayωy^,/ Arrest, σύλλητ^ις, / κατάλη^^ις, / Arriere, οπισθοφύλακες Arrival, άφιξις,/. 'ίξις,/ επείσοδος, / Arrive, ν. άφικνεομαι, εξικνεομαι, ικνεομαί, επέρχομαι, διέρχομαι, επι- βαίνω, κιχάνω, πaρayίyvoμaι : to be arrived, ιίικω, προσηκω Arrogance, αλαζονεία, /. ύπερηφανία, / αυθάδεια,/. ατασθαλία, /. φρόνη- μα, η. μεγαλοφροσύνη, /. αναφύση- μα, η. Arrogant, ύπερ-ίιφανος, υπερ-ίινωρ, αλά- ζων, ύπεραυχος, ατάσθαλος, ayrj- νωρ, υπερφίαλος : to be arrogant, ύπεραυχέω, άναφυσάομαι, ύπερηφα- νεω \_λοφρόνως, ύπερφίαλως Arrogantly, adv. υπερηφάνως, μεγα- Arrogate, ν. προσποιεομαι, οϊκειόομαι, σφετερίζομαι Arrow, βέλος, η. τόξευμα, η. 6ϊστhς, m. 'ώς, m. ia, η. ρί. κηλον, η. άτρακτος, c : to shoot arrows, τοξεύω Arsenal, επίνειον, η. νεώριον, η. Arsenic, αρσενικ})ν, η. Art, τέχνη, / παλάμη,/ : famous for art, κλυτοτεχνης : practising the same art, δμότεχνος : to make by Artery, αρτηρία,/. [art, τεχνάα Artful, τεχvικhς, δόλιος, δoλεphς, δολοείς, κερδαλεος, αγκυλομητης, ποικίλος, ποικιλόβουλος, ποικίλο- μητις [^ώ^ Artfully, adv. δολίως, τεχνικώς, δολε- Artfulness, ποικιλία,/ δολοφροσύνη,/ Arthritic, αρθριτικ'ός [Κυμος, c Artichoke, κυνάρα, / κινάρα, / σκό- Article, {the article in grammar) άο- θρον, η. ; {vessel or implement 0/ any kind) σκεύος, η. ; {claiise 0/ a law, ^c, stipulation) σύγγραμμα, η. Article, v. συγγράφω, διομολογεομαί Articuhate, μεροφ, άρθρώδης, τραν'6ς Articulate, v. αρθρόω, διαρθρόω Articulation, (utterance) φων^, / ART iK9, aT7]phs, KaKhSf θανάσιμοε Banefully, adv. λυyρώs, κακωε Bang, ^Γληy^, f. πληyμa, η. ράπισμα, η. Bang, V. κρούω, ραττίζω, ττλ'ίισσω Banish, ν. €ξ€λαύνω, 4λαύνω, €κβάλλω, άπωθ4ω, 4ξορίζω, άττορρίτΓτω ; (by ostracism) Εξοστρακίζω, δστρακίζω : to banish a polluted person, ατ/ηλατ4ω : to be banished, ξκπίττ- τω, φevyω, αποξ^νάομαι [βΐόριστοε Banished, άτολιε, άπωστοε, &τγοικο5, Banishment, €λασΐ5, /. e|eAa^is, /. €κβολ^, /. φυy^, f 4ξορισμ})5, m. (by ostracism) ^ξοστρακισμόε, m. : perpetual banishment, άeιφυyίa,f. Bank, όχθη, f. χ^ίλοε, η. : mound of earth, χωμα, η.: bank for money, τράττ^ζα, f. Banker, τραιτζζίτηε, m. Bankrupt, χρζωκοπίδηε, m. δ av€- σκ€υασμ€νο5, m. : to be bankrupt, άνασκ€υάζομαι Bankruptcy, χρ€ωκοπία, f. Banner, σημ^ίον, η. [η. Bunnian, στoλ)],f. άμπεχόνη, f. (ίμα, BAN Banquet, dais, f. ^στίαμα, η. ^στία- (TiSt f. €ύωχία, f. [ίστιάυμαι, η. Banquet, v. Βαίι/υμαι, ^ύωχ^ομαι, Banqueting, earlaais, f. Banter, v. σκώπτω, χΚ^υάζω, απο- σκώπτω, KarayeAdw, -προσπαίζω Bantering, χΚ^υασία, f. χλ€υασμ}>5, Τϊΐ. κατα'γ€\ω5, m. Bantling, παιδίον, η, τταί^άριον^ η. Baptise, ν. βαπτίζω Baptism, βαπτίσμίε^ m. βάπτισμα, η, βάπτισΐ5, /. Baptist, βαπτιστ})5, m. Baptistry, βαπτιστ-ηριον, η. Bar, μοχλ})9, m. κλ^Ίθρον, η. {in α court of law) δρνψακτυι/, η. -os, m. KiyK\ts,f. [κωλύω Bar, ν, κ\€ίω, μοχλόω ; (to forbid) Barb, oyKos, m. Barb, v. άyκι<ττpόω Barbacan, προτβίχκτμα^ η. Barbarian, βάρβαρο$, m. : to speak or act like a barbarian, βαρβαρίζω Barbaric, βαρβαρίκ65 Barbarism, βαρβαρίσμ63, m. Barbarity, ώμ6τΎ]3, f πικρότηε, f. Barbarous, βάρβαρο5, σχίτλωε, άμ^ίλιχοε Barbarously, adv. ωμώ$, βαρβαριστϊ Barbed, άyκιστρωτhs, iπίλoyχos Barber, /coupei/s, m. κορσωτ^υε, m. Barber's shop, Kovpelouy n. κορσω- τηριον, η. Bard, aoidbs, τη. ποιητηε, m. Bare, yυμvhs, rpiXhs Bare, v. yυμvόω, χριλόω, aπoyvμv6ω Barefaced, αναίσχυντοε, avaid^js : to be barefaced, αναισχυντάω Bare-footed, ανυπόδητο ^ηλίπονε, νΊ]Κιπο3 Barely, adv. {hardly, scarcely) μόyιs Bargain, {a purchase) ώρτ], f. βμπό- λημα, η. (stipulation^ agreement) συι/θ'ί}κη, f. ομολογία, /. συμβόλαωι/, η. σύμβοΧον, η. Bargain, ν. (bargain for, buy) ωνύο- μαι ; (covenant, agree to) συντίθ^- μαι, συμβαίνω, δμo\oy4ω Barge, oXKas^f. Bark, (rind of a tree) φλοώε, m. (little ship) ίκατοε, f. ακάτων, η. Κ€\η5, m. (as of a dog) ϋλayμa, n, K\ayy^, f. Bark, v. (strip trees of their baric) AeVcy, Χ^πίζω, φΧοίζω ; (as a dog) ύΧακτ4ω; ύχάω, κΧάζω, κXayyaίvω Barker, vXukt^S) m. Barking, (of a dog) νΧαγμοε, m. BAS ύΧακ^, f KXayyr}, f. (stripping off the bark) φΧοϊσμ})^, m. Barley, κριθ^, f. κρΊ, η. : barloy- bread or cake, μάζα, f. : barley- water, πτισάνη, f. : barley-meal, ϋΧφίτον, η. : of barley, κρίθινοε Barm, ζνμη,^. [θ^]κη, f. Barn, καΧια, f. σιτοβοΧων, m. άπυ- Barrack, βπαυΧιε, f. στ4yη, f. Barrel, πίθυε, m. Barren, (in all smses) άκαρποε, στ^ρί- (pos, στ^7ρο3', (of animals) άτοκο$, dyovos ; (of land) χ€ρσο$, ό- noKoVy η. [ίΐ. (paXayl, f. Battalion, Χόχοε, m. τάξιε, f. reXos, Batten, v. ττιαίνομαι, τταχυι/όομαι Batter, v. τνπτω, καταβάλλω, αΙκίζω : batter down, ρ-η^νυμι, καθαίρ€ω, κατασκ7]πΎω Battering-ram, κρώε, m. Battery, (a besieging) ττολίόρκ-ησίε, f. ττροσβολ^, f. (bulwark) πρόβλημα, 71. €τητ6ίχίσμα, η. -προβολή, f. (ppovpiop, η. Battle, μάχη, f. άμιλλα, f. χάρμη, f. ΤΓ6λ€μο5, m. συμβολή, f. velKos, η. ύσμίνη, f. : naval battle, ναυμαχία, f. : land battle, ττ^ζομαχία, / : battle of cavalry, Ιτητομαχία, f. : a fair battle, ϊθυμαχία,/. : without a battle, άμαχο s; {adv.) αμαχητί: to engage in battle, συμμί'/ννμι rfj μάχτ], eh x^ipas άρχομαι, ίρχομαι Battle-array, τά^^, /. [ets μάχην Battle-axe, ueAe/cus, m. tvkos, m. Battle-field, μάχη, f. Battlement, κρόσση, €παλ|4?, /. Bauble, άθυρμα, η. [Kupyos, m. Bawd, μαστροιτ}>8, c. ττροαγωγ^^, m. Bawl, V. βοάω, κράζω, κραυ-γάζω, αλαλάζω Bawling, βο}],/. κραυ-γη, f. Bay, {in the sea) κόλττοε, m. {colour) φοίνιξ, m. Bay, V. ύλακτίω, ύλάω, βαύζω Bay-tree, Βάφνη, f. Bazaar, δβΓγ/χα, η. τταντοττώλιον, η. Bdellium, βΖίλλιον, η. Be, ν. ζΙμ\, ^ί^νομαί, υπάρχω, ττίλομαι, τυγχάνω ; iχω, as, to be well, €ύ €χ€ίΐ> : to be ill, κακώς εχβιχ/ : to be naturally, exeiv κατά φύσιν ; {to he established, be set, be, exist) 'ίστα- μαι, κίΊμαι : be on, set over, added, (ΤΓίίμι : be besides, be in or near, 332 Ίτρόσ^ιμι, ιτρόσκ^ίμαι, προσυπάρχω : be with, σύνζιμι : be at hand, υτΓβίμι Beach, ακτ^, f. αΙ'γίαλ})$, m. &is, also θ\ν, c. ^ράμαθοε, f. Beacon, ^pu/crbs, m, λάμπας, /. Beadle, ραβδούχος, m. [παν'ός, m. Beak, {of a bird) ράμφος, η. ^vyxos, m. {of a ship) ^μβολος, in. ακρω- τηρίον, η. στόλος, πι. Beam, {rafter) δο/cbs, /. : sunbeam, ακτΧς, f avy^ff. σ€λας ηλίου ; {of a pair of scales) ζυΎ}>ν, η. [τράπτω Beam, v. ακηνοβολ^ω^ λάμπω, άσ- Bean, κύαμος, m. Bear, άρκτος, c. Bear, ν, {in all senses) φ^ρω ; {carry , support) βαστάζω ; {endure) υπο- μένω, πάσχω, ανβχω, στεργω, ανα- δεχομαι : to bear young, τίκτω Beard, πωΎων, m. ύπηνη, f "γζνξί^ς, f. {of com) αθήρ, m. ανθέρίξ, f. : goat's-beard, τρα'γοπώ'/ων, m. Bearded, πωΎωνίας, πωΎωνίτης, y^- ν€ΐάτης Beardless, aπώyωv, ay€V€ιoς Bearer, φόρους, m. βαστακττ)ς, m. Beast, θ^ρ, m. θηρίον, η. κνώδαλον, η. {of burden) υποζίτγιον, η. {cattle) βόσκημα, η. κτήνος, η. θρέμμα, η. : a noxious beast, ^άκος, η. θηρίον, η : of \vild beasts, θη- peios : without wild beast?, άθηρος: having wild beasts, θηριώδης, πολύ- θηρος, θηροτρόφος Beastly, {filthy, obscene) μLaphς, ακά- θαρτος, pυπaρhς Beat, r. κόπτω, συy κόπτω, τύπτω, αράσσω, πατάσσω, πλησσω; {espe- cially ivith a stick) ραηίζω, βαβΒίζω, μaστιyόω, σποδίω, αλοάω: beat out, 4κκόπτω : beat out metal, €λαύνω : beat back, ανακόπτω, απωθ^ω : beat the breast or head, αράσσω, κόπτομαι, €πικόπτομαι, πλησσομαι, πλaτay€ω ; {outstrip, surpass)^ προ- έχω; {conquer) ησσάω, κρατίω, νι- κάω : to be beaten or defeated, ησσάομαι, πλησσομαι; {throb, of the heart) ορ^χθέω, ορχάομαι Beatific, μάκαρ, μακάριος, όλβιος, €u- Βαίμων Beatify, v. μακαρίζω, €υζαιμονίζω Beating, {striking) l>aπισμhς. m. μασ- τίyωσις, f {of the brca.'^f) apay- μhς, m. {defeat) ^σσα, /. {beating noi,χω, δροσίζω Bed-fellow, παρακοίτη$, m. σύyκol' Tos, c. σύν€υνο5, C. δμ^υνίτ-ης, m, -Tts, /. Bed-post, €ρμ\5, or ^ρμΧν, m. Bed-ridden, κλιν-ηρ-ηε, κλΐροΐΓ€τ^5 Bedroom, see Bedchamber Bedstead, λεχοϊ, η. & pi, Ζίμνων, η. χαμ^ννη,ί. , ^ ^ Bee, μ4λισ^α, /. αι/θρ-ήνη,/. : humble- bee, β*ομβύλιθ5, m, : swarm of bees, σμηι/05, η. €σμh5, m. : to swarm, (of bees) σμηvoυρy€oμai : keeper of bees, μ^λισσ^υε, m, μ€λίσσoυρyhs, m. Bee-hive, σίμβλοε, m. σίμβλη, /. σμηι/05, η. κυψβλη, /. Bee-house, μελισσών, m. μ^λιτουρ- y€7ov, η. μ^λισσ ατροφιών, η. Bees'-wax, μίτυε,/. Beech, ό|ύα, /. Beechen, o^vivos Beef, βόζιον Kpias Beer, βρυτον, η. βρυτο$, τη. ζύθοε, τη, olvos κρίθινος, m. Beestings, irveria, f. irvos, η. : beest- ings pudding, ττυριάτης, m. Beet, τ€υτλον, η. Beetle, κάνθαρο$, m. Beeves, β0€5, m. pi. [υττό^ίχομαι Befal, V. ^Γ€pιτυyχάpω, προσπίπτω. Befit, V. πρεπω, αρμόζω Before, prep, {in all senses) irph ; {in advance, farther onward) ιτρόσβ^ν^ ίμττροσθ^ν, ΊτροττάροιθΕ, πρότταρ, τΓαρ€κ ; {of old) ττάλαι ; {in front of, before the face) &vra, άντ-ην, avriov, avrX, evavriov, τταρα, ττάροιθζ, Ίτροττάροιθ^, 4ι/ωπάδίω$, κατ- ενώπιον, {earlier ^ sooner) πάροε, προττάροιθ^, ιτάροιθξ, irplv, ττριν tip, ττρόσθ^ν, %μττροσθ€ν, ττρόσθ^ν ττρΧν tiv or 4 τ^ρότ^ρον ττρΧν Uv or ^ ; {in preference, rather than) aurX, ίμπροσθ^ν, irapos : to be or live before, ^Γpoyίyvoμaι : to be, lie or be placed before, ΐΓαράκ€ΐμαι, υπό- κ€ΐμαι : to bi before or in front of, ΐΓρόκ€ΐμαι: to be beforehand, anti- cipate, φθάνω, Ίτροφθάνω, προτ€ρ€ω, τΓροτΓθΐ4ω Before, adj. {sooner, earlier, former) ιτρότ^ροε, irporepaTos, irpoTcpairepos, ivapoirepos ; {in ad' vance) πρότεροί, irapoirepos ; {in front of) avrios, ivavrios, 4νώπιο5 ; {superior to) 'irp0T€pos {with dat, or irphs) BEF BEL Beforehand, adv. πρώτωε, ττρώτον, irporepw, αρχΎ}^ Befoul, V. ρυπαίνω, μιαίνω Befriend, v. ^Γpoσyί^yvoμaι, φιλοψρο- ν€ομαι, euTTOieo) Beg, V. αΙτ€ω, τταραιτζομαι, ζ^υμαι ; (esp. to ash alms) πτωχεύω, τττώσ- σω, ττροσαίτάω, 4παίΤ€ω : beg off, €ξαίΤ€θμαι Beget, V. <ρυτζύω, 'γ^ννάω, τίκτω, στΓζίρω, ΊταιΒοποιάομαι, φιτνω Begetting, τ4κρωσι$, /. Ύ4ννΊ]σΐ3, /. τταίδοτΓΟίία, /. Begetting, τταίδοποώί, Τ6κών (part.) Beggar, ΐΓτωχο$, m. ττροσαίτηε, m. ττροίκτηε, m. €παίτη5, m. Beggar, v. τττωχίζω Beggarly, (poor) πτωχi/<:bs, τττωχ^^ ; {mean, shabby) raireivhs, φανλοε, μικρολόγοί ; (stingy) yXiaxphs, (pfL- Βωλόε, ΊΓτωχοτΓΧοΰσιοΒ Beggarly, adv. τττωχώΞ, τττωχικώί, φαύλων, τατΓ€ίνώ$ Beggary, xpeia, f, τττωχβια, /. Begging, προσαίτησί$, f. πτώχεια, f. Begging, adj. €ΤΓίμαστο5 Begin, v. &ρχω-ομαι, ^ξάρχω -ομαι, κατάρχω,'ομαι, υπάρχω, αττάρχομαι, προβάλλομαι, βρίστημι ; (join, enter upon, as battle, conversation, ώβ.) συνάπτω ; (to enter on, commence, as an office, the stage, a lawsuit, &c.) ^ίσ^ιμί Beginner, (first cause, commencer) a.pXT]y€TT]S, m. apxriyhs, rii. πρω- τoυpyhs, m. (novice) πρωτ6π€φο3, m. Beginning, αρχ^, f. προοίμων, η. ύπαρχη, f. βίσβολη, f. : from the beginning, αρχήν, αρχηθΕν, κατ- αρχάς [yevTjs Beginning, adj. πρωταρχοΒ, αρχη- Begird, v. ζώννυμι, πβριβάλλω Begone, interj. eppe, άπaye, άπιθι, φθζίρου, e^eppe, epp is κόρακαε Begotten, y€vvητhs, y€yevημ€vos Begrime, v. ρυπαίνω, καταμιαίνω, άπομβλαίνω Beguile, v. απατάω, Εξαπατάω, παρ- άyω, παρακρούω ; (soothe, as suffer- ing, grief, ^c.,) βουκολ^ω, ποιμαίνω Behalf, in behalf of, πρ}), νπβρ, πρ})ς Behave, v. βχομαι, παρέχω, προσφέ- ρομαι, ^ιάκ€ΐμαι ; (act) πράσσω Bobaviour, τρόποε, m. σχήμα, η, fjdea, η. ρΐ. Behead, ν. αποκεφαλίζω, καρατομέω, τραχηλοκοπ€ω Behest, 4πίτayμa, η. ^ντολ^, f. 334 Behind, οπίσω, όπισθεν, 4^6πισθ€ν^ κατόπιν, ύστερον : to he behind, ύστερεω, ύστερίζω Behindhand, (too late) o\|/e, μεθύσ- τερον ; (defective, in arrears) e/cSe^s : to be behindhand, ύστερεω; (put off, hesitate, scruple) μέλλω, οκνεω, pa^ιoυpyεω Behold, V. θεάομαι, θεωρεω, δράω, είσοράω, προσοράω, εΊΒον, επεΊ^ον, προσεΊΒον, προσζερκομαι, απο- βλέπω, προσβλέπω, λεύσσω Behold, ϊδε, Ιδου, ρΐ. ϊδετε : painful to behold, δυσθεατο5 Beholder, θεάτηε, m. κατόπτηε, m, βεωρ})$, m. Behoof, ωφέλεια, /. σύμφορον, η. λυσιτέλεια, /. [χρ^ Behove, impers. δε7, προσ'ί]κει, καθ-ίικει, Being, (essence, state or constitution of anything, existence) ουσία, f. φύσΐ5, f. (a creature) ζώον, η. φύσις, /. especially collectively, as, θνητ^ φύσΐ5, mankind Belabour, v. παίω, κόπτω, αράσσω Belay, v. περιμένω, υπομένω Belch, V. ερείτ^ομαι^ ερυyyάvω Belching, ερυ'γ^, f. iρυyμhs, m. Beldame, ypads, f. ypa7a, f. ypat- diov, n. Beleaguer, v. πολιορκεω, περικάθημαι Belie, v. κaτελεyχω, ψβυδο^αί Belief, πίστι$, f. : worthy of belief, αξιόπιστος Believe, v. (trust, credit) πιστεύω, πείθομαι, ενδεχομαι; (think, sup- pose) rιyεoμaι, νομίζω Believed, πιστές Believing, πιστές, πίσυνος, ευπειθώς Belike, adv. εΙκότως, ίσως, τυχ))ν Bell, κώδων, m. Belle, η κάλη Belligerent, πολεμικ})3 Bellow, V. μυκάομαι, βρυχάομαι, εpεύyω Bellowing, μυκηθμ()ς, m. μύκημα, η. βρύχημα, η. Bellows, φυσα, f φυσηττ]ρ, m. Belly, yaστ^)p, f. κοιλία, f. ήτρον, η. : lower belly, ύπoyάστpιov, η. : pot' bellied, yaστpώδηs Belong, v. (be possessed, as iwoperty) κτάομαι ; (be the property or ^cont of) προσηκω, πρόσκειμαι, υπάρχω ; (be inherent, be in, belong to) είμΐ, πρόσειμι ; (belong to a class, apper- tain to, be reckoned among) τελεω^ έπομαι Belonging, προσ^]κων BEL Beloved, φί\05, τΓροσφιλ^5, iparhs, ayanrjrhs Below, adv. κάτω, euepOe, virevcpee, vep^e ; prep, ύττ^ : from below, κάτωθι, €V€pe€, uepde Below, adj. vepr^pos, epeprepos : the gods below, or the dead, ivepoi, rn. pl.f 01 viprepoL [τ6λα/χώι/, m. Belt, ζωστ^ρ, m. ζώνη, /. μίτρα,/. Bemirej v. ρυπαίνω, καταμιαίνω Bemoan, ν, στοναχ^ω, στενάζω, στε- ναχίζω, στ4νω, οΙμώζω, θρην^ω^ οδύρομαι, ολοφνρυμαι Bench, θρανοε, τη. βάθρον, η. σίΚμα, η. ζυyhv, η. ^δώΚιον, η. Bend, καμττ^, /. α-γκων, m. Bend, ν, κάμπτω, κυρτόω, 'γνάμτττω ; (α bow or sail) 'ίλκω, τΕίνω, eVreiVoj, €νταννω: bend back, ανακάμπτω, αποστρέφω: bend down, κατά- κάμπτω, βκκΚίνω : bend down, {intrans.) κύπτω, σνγκύπτω, ν^ΰω Bending, κάμ^ΐΒ, /. καμπτ], /. Beneath, adv. κάτω, evepde ; prep, vπh : from beneath, κάτωθι, ύπ4νΕρθ€, νπ€κ Benediction, cvXoyla, f. €υφημία, f, ^ Benefaction, evepyeaia, /. cvepyc- τημα, η. Benefactor, cvcpyh-ns, m. Benefactress, evepycTls,/. Beneficence, evepyeaia, f. ^υποάα, /. t5 €l)€py€TiKhv Beneficent, eifepyeTiKhs, ζυποίητικ})5, ehepyiTT]s Beneficial, \v(Tlt€\^s, σύμφορο$, ωφί- Κιμοε, χρ-ησιμοί [evepyeaia, f. Benefit, oz/Tj^iS, /. οφεΚοε, η. xapis, f. Benefit, v. eύepy€τ4ω, ώφ€λ€ω, ev Troieoj, \νσιτ€λ€ω: to be benefited, eu πάσχω, ωφ^Χίομαι '. to requite a benefit, αντ^υποιίω, αμείβομαι χά- ριν : to be benefited in return, αντ€υπάσχω Benevolence, cvvoia, f. φιλανθρωπία^ f. €υμ€ν€ΐα,/. ^ ^ Benevolent, evvoos, evvo'iKhs, φιΧαν- βρωπο3, ζύμ€ν^ε : to be benevolent, €ύνο4ω, φιλανθρωπ€νω Benevolently, adv. evvoiKm Benighted, to be, οχ^ίζομαι Benign, πρόφρων, μβίλιχοε, ^ttios, 6νη7]3, πρζυμ€ντ)3, ζυμζντ]3 Benignity, χρηστότηε, f. ^νηΕίη, f. πρ€υμ€ν€ΐα, f. €υμ€ΐ'€ΐα, f. Bent, καμπνΚθ3, καμ-^hs, KvpThs Bent, (purpose, incUnaiion) δλκ^, f, \ημα, η. 335 BET Benumb, v. συμπβ^άω, ναρκόω'. tobo benumbed, ναρκάω, μαΚκιάω Benumbing, ναρκώζ-ηε, ναρκωτικ})5 Bequeath, v. παράδίδωμι, ζιατίθ^μοπ, καταλζίπομαι Bequeathing, παράδοσιε, f. ζιάθ^σιε,/. Bequest, ζόσιε, f. καταΚ^ιπόμενον, η. Bereave, v. αποστ^ρ^ω, στ^ρίω, στ€- ρίσκω, ορφανίζω, χηρόω, τητάω : to be bereaved, χηρ^νω, χψόομαι, τητάομαι, εκπίπτω Bereaved, Bereft, xvpos, 6ρφαν})$ Berry, άκρό^ρυον, η. : the juniper- berry, apKEveisj f. : laurel-berry, δαφνΙε,/. Beryl, βτ]ρυλ\οε, f. Beseech, v. Ικ€Τ€νω, δέομαι, λίσσομαι, λιτανζύω, αιτάω, άντομαι, yoυvάζo' μαι, παραιτέομαι, παρακαλάω Beseem, ν. πρίπω, καθ'ί]κω, αρμόζω Beset, ν. π^ράσταμαι Beside, ipy the side of) παρασταδ^ν : to be beside oneself, άλυω, πάρα- φρονέω Besides, eVi, πρ})$, παρά, χωρ\$, τταρεξ, προσέτι, %τι Besiege, ν. πολιορκέω, π€ρικάθημαι, αμφιμάχομαι, τ€ΐχομαχ4ω Besieged, τζίχ'ίιρης Besieging, πολιορκία,/. π€ρικάθησΐ5,/. ττροσεδρεία, /. Τ€·.χομαχία, /. Besieging, adj. τ€ΐχομάχη3 Besmear, v. αλείφω, χρίω, καταχρίω Besom, κόρηθρον, η· σάρο9^ m. Besot, V. μωραίνω, μ^θΰσκω ηνα οΧνφ Besotted, αναίσθητοε, ανόητο$, μ€θνων, οΙνόληπτοε, οΙνόφλυξ Bespangle, ν. ποικίλλω Bespatter, ν. ραίνω ; (asperse with rC' proach, slander) βλασφημέω, λοι- ζορ4ω [παίνω Bespot, ν, σπιλόω, καταμιαίνω, ρυ- Besprinkle, ν. ραίνω, καταρραίνω, €μπάσσα Besb, κράτιστο$, βέλτιστος, άριστος, φέρτατος : adv* άριστα : to be the best, αριστεύω, κρατιστ€νω Bestial, e-fjpeios, θηριώδης Bestir, v. iπeίyω, σπζύ^ω, iyκov4ω, ταχννω Bestow, V. Βίδωμι, ^ωρέομαι [νυμι Bestrew, v. καταστρώννυμι, σκεδάν- Bestride, v. επιβαίνω Bet, V. π€ριδίδομαί Bet, π€ρίηοσΐ5, f. [x^^pe^ Betake, v. τρέπομαι, απαντάω, απο' Bethink, v. αναμιμνησκομαι, μβριμναω, μζλζτάω BET Betide, v. πΐριτυγχάρω, πρόσπιπτα», συμβαίνω Betimes, adv. (soorif early) πρωί, τΓρώίον, 6ρθριον; {seasonably) ωρικώε, ώραίω$, TTphs Kaiphu ; {in good time) iu καιρώ, €ύκαίρω5, κατά- καίριον Betoken, v. ^^ίκνυμι, αττοζΕίκνυμί, ση- μαίνω, προσημαίνω, ττροφαίνω Betray, ν, (deliver up treacherously) Ίτρο^ί^ωμι, τταραΒί^ωμι, 4κ^ίδωμι, ττροίζμαι, τΓωλ€ω ; {divulge, disclose) άναψαίνω, μηνύω, 4κφ€ρω, κατα-γ- • 'γύκκω : to be betrayed, ττιπράσ- κομαι Betrayal, πρ<ίδοσίί, /. ττροΖοσια, /. {divulging) 4κψοροί,/. Betrayed, Trp6hoTos, ckBotos; {di- vulged) KardyyeXTOs, ίκφορο$ Betrayer, τΓρο^6τη$, m. -tis,/. (di- vulger) Kariiyopos, m. μηνυτ^ε, m. Betroth, v. iyyυάω, νυμφεύω, e/c5t- ^ωμι^ νηίσχομαι, μνηστ^νω Betrothal, iyyvησιs, f. iyyv^,f. Betrothed, μνηστ})5, €yyυητhs Better, αμβίνων, βζλτίων, β€\τ€ρο$, κρβίσσων, φ€ρτ€ρο$; adv. άμβινον, κρβΐσσον, Trepairepov ; (preferable) μάλλον, αΐρ€τώτ€ρον Between, Betwixt, adv. μεταξύ, μ^σ- ηyυ, μ^τα, iv μ4σψ ; adj. μ4σο5, μ€τ- Beverage, ttStos, m. ττώμα, η. [αίχμίο$ Bevy, ay€λη, /. Bewail, v. θρην^ω, στ^νάχω, οδύρομαι, οΙμώζω, ανοιμώζω, ττ^νθύω, υλοφνρο- μαι, αναστενάζω, αποκωκνω Bewailing, κλαυθμ})$, m. στ€vayμhs,m. οΒυρμόε, Τϊΐ. Beware, ν. ευλαβέομαι, φυλάσσομαι, δράω, σκοτΓ€ω, τηρεομαι Bewilder, ν. ατΰζω, σφάλλω : to be bewildered, ατύζομαι, σφάλλομαι, Ίτλανάομαι Bewitch, ν. βασκαίνω, φαρμάσσω, μay' yav€ύω, yoητeύω Bewray, ν. avoίyω, φανερόω, Βηλόω Bey, κυβΕρν^)τη3, τη. άρχων, m. Beyond, adv. πβρα, irepav, 4π4κ€ΐνα, Ίταρά, ΐΓ€ραιτ€ρω, ύττερ Bias, ν. 1>€τιω, κλίνω, αποκλίνω Bias, βοτΓΎ), f. ευκαταφορία, f. Bibacious, μζθυστικ6$, οινόφλυξ Bibber, πότη$, τη. πολυττότης, τη. Bible, βιβλίον, η. Bicker, ν. 4ριδαίνω, ^ρίζω, άμφισβη- Τ€ω, αμιλλάομαι, νεικεω, διαφίρομαι Bid, ν. {order) κελεύω, φράζω, κατ- αξίόω, Ίτροστάσσω ; (offer α 'price) 336 BIR ωνεομαι ; (bid against) &.ντων(- ομαι ^ , [/. Bidding, iirira^is,/. εφετμ^,/. 4ντολ^, Bide, ν. μενω, ύττομενω, άνεχομά,ι, Biding, μον^, /. [υφίσταμαι Biennial, διετί]5 Bier, φερετρον, η. κλίνη, /. Big, μεyas, πλατί/ϊ, αμφιλαφ\)$, ττελώ- pios ; (pregnant) εyκύμωv : very Bigamy, διyaμίa, f. [big, x>w4poyKOi Bigger, (compar. of Big) μείζων Bigness, μεyεθos, n. Bigot, ό αυθάΒηε Bigotry, aυθάl·ειa,f. Bile, χολ^, /. χ6λο5, m. Bilious, χολώΒηε, χολικ}>5, επίχολθ5 : somewhat bilious, ύττόχολοε Bill, (account) ypάμμa, n. (beak of a bird) βύyχos, n. ράμ,φοΒ, η. Bill, V. κυνεω, φιλεω Billet, (log) φιτρ})5, m. ξύλον, η. {letter or note) y ράμμα, η. επιστολή, f. Billet, V. ενοικίζω, κατευνάζω : to be billeted, σκηνεω Billow, κυμα, η. κλύΒων, m. οΊΒμα, η. Billowy, οίδματόειε, κυματώδηε, κυ·* Bin, θηκη,f. αποθήκη, f. [μαίνων Bind, ν. δε ω, αναδεω, συνδέω, ενδεω, επιδεω, δεσμεύω, πεδάω, κλείω, οχ" μάζω, σφίyyω : ίο bind round, περιδεω : to bind down, καταδεω : to bind (by oath), καταλαμβάνω, iy- καταλαμβάνω Binding, δεσΐ5, f. δεσμ})$, τη. σύνδεσ- μο$, τη. : binding on, άνάδεσΐ5, /. Binding, δεσμιοε Biparous, διτόκο5 Bipartite, διχοτόμο5, διμερ^ε Bipartition, διχυτομία, /. Biped, δίπου5 Birch, σημύδα, f. Bird, οΙων})5, τη. opvis, c. ^ρνεον, η» πετεην})ν, η. πετειν'όν, η. : young bird, νεοσσ'όΒ, τη. ορτάλιχοε, τη. : of or belonging to birds, όρνίθειο5: without birds, Hopvos Bird-catcher, opvidoei^pas, τη. ορνιθο- λ6χο3, τη. : to catch birds, ορνιθεύω, ορνιθοθηράω [bird-lime, Ι^εύω Bird-lime, i^hs, τη. : to catch with Bird-market, υρνεα, η. pi. Birth, yεvεσιs, f. yεvετ^, f. yεvεa, f. (lineage, descent) yεvεa, f. yεvεθλη, f. yεvεθλov, n. yov)], f. σπέρμα, η. ·. belonging to birth, yεvεθλιos Birth-day, yεvεθλιa, n. pi. : belong- ing to a birth-day, yεvεθλιaκbs Birthplace, yεvεθλη, f. yεvεb,, f. BIR Birthright, ιτρωτοτόκια, η pi. Bisect, V. ζιχοτομίω Bisected, διχοτόμο5 Biaejction, Βιχοτομία, f. Bishop, iiriaKOTTos, m. Bishopric, βπίσκυττ^, f. Bit, m. : little bit, χ^ώθιορ, η. Bit, {ofahridle) στ6μων^η.χα\ιν})$,'ηίΐ. ^άΚίον, η. : jagged bit, KvKoSy m. Bitch, κΰων, f. : bitch-puppy, κυ- νίίτκη, f. Bite, V. δάκρω, ανηΖάκνω, αττοΜκι/ω, ivdaKuw; (sting) οΒάξω ; (stiag, itch) ο^ϊάξομαί Bite, B7iyμa, n. ^rj^is, f. Biter, m. Bitter, iriKphs, Βρίμν5 ; (grievous) \€v- ya\4os, ncvKebauhs ; (sour) aSevK^s : very bitter, κατάττικροε : to make bitter, πικραίνω Bitterly, ado, πικρώ5, στρυψρώ?, χα- Bittern, 4ρωΒώ5, m. Bitterness^ πικρία, f. πικρ6τη$^ /. Bitumen, άσφαλτος,/. Bituminous, άσφαλτώζης Bivalve, δίθυρος, δικλΙς Bivouac, V. αυλίζομαι Blab, V. 4κ\αλ4ω Blab, ψ\ναρ})$, m. \d\os, m. Black, μ4\αί, KeXaiuhs, K€\aiv€(p7]s ; (blacky sooty) αίθαλόβιε : dressed in black, μ^Καν^ίμων, μ^ΚαΎχίτων : with black hair, μαλα-γχαίτης : to be black, μ^Χαίνομαι, Κ€\αινιάω : to black (shoes), π^ρικωνάω Blackamoor, μςλάμβροτοε, m. Blackbird, κόσσυψος, m. Blackcap, ())ird) μ^λα-γκόρυψος^ m. Blacken, v. μ^Καίνω Blackguard, μιαρ})5, m. Blackness, μ^Κανία, f. μίΚασμα, w. μ4\ανσις, f. Black Sea, π6ντος Y^vl^^ivos Blacksmith, σιδ'ί\ρ^\}ς, m. σιζηρουρΎ})5, m. χαλ/ceus, m. [p^^ov, n. Blacksmith's shop, χαΚκ^ίον, η, σώη- Blacksmith's trade, χάΚκ^υτικ^, /. χα\κ€ία, f. σώτηρ^ία, f. Bladder, κύστις, f. Blade, (of a sword, oar, shoulder- blade) σπάθη, /. (of an oar) ταρσός, m. Blain, π^μφιΐ, f. Blame, ^. αιτιάομαι, καταιηάομαι, €παιτιάομαι, μέμφομαι, καταμίμ- φομαι, i|/67ft), Επιτιμάω, Karayi- Ύ^ωσκω, ονομαι, atrict |χα> 337 BLE Blame, αίτια, /. μ€μ^ι$, f. \p0yus, m, μομφ^ι, f. Blameable, ainos, Υπαίτιος, μ€μπτ})ς, μωμητ})^, \p€KThs, 4πίμομφθ5 : to be blameable, iv αΙτία €ΐμ\ Blameably, adv. κατάμ^μπτα, η. pi. Blameless, auainos, άμβμπτος, αμ€μ. φης, αμώμητος, άν^πιτίμ-ητος, άμύ- μων, άναμάρτητο$ Blamelessly, adv. άμ€μπτω5, άμω- μητωε, άναμαρτ'ί]τω$ Blamelessness, άμβμφία, /. Blanch, ν. Χ^υκαίνω Bland, ayavos, μα\ακ})$, ^πιος, μ^ί- λ,ιχοε, πραθ5 or πραϋς, τίιμ^ρος Blandish, ν, σαίνω, άρ^σκ^ύομαι, παράφημι [λομ'ί)τη5 Blandishing, αιμν\ο$, αιμύ\ΐ05, αίμυ- Blandishment, άρ4σκζυμα, η. παρά- Blank, adj. Keuhs, \€VKhs [φασΐ5,/ Blank, κ4νωμα, η. Blanket, σισύρα, f. χΧαΊνα, f. Blaspheme, v. βλασφημ€ω, \oidop€09 Blasphemous, βλάσφημος Blasphemy, βλασφημία,/ Ιάημα, w. Blast, προ^, f. αϋτμ^, f, άήττ/ί, m. Blast, V. πλάσσω Blaze, v. φλ4yω, φλ€yiθω, φλoyίζoμaι, Καίομαι Blaze, φλ})ξ, f. σβλαί, η. avy^, f. Blazing, φλoy€phs, φλ6y€os, πυρι* φλζy)]S BlazoD, V. (embellish, paint) ποικίλλω, δαιδάλλω ; (make public, celebrate) κλ€ίω, 4μφανη ποι4ω Bleach, v. λ^υκαίνω Bleak, υπήνεμος, προσ-ήρ^μος, rpvxphs Blear-eyed, yλάμωv, yλaμυphs : to be blear-eyed, λημάω Blear-eyes, λημαι, f. pi. Bleat, V. βληχάομαι, μηκάομαι Bleating, βληχ^, f. Bleating, adj. μηκας Bleed, v. σχάζω, φλ€βοτομ4ω ; intr. (to lose blood) αίμοβρο4ω, aιμoβρay4ω Bleeding, σχάσιε, f. φλφοτομία, f intr. (a losing blood) a^o^payia, f. Bleeding, adj. intr, (losing blood) αΙμόρβοος, aiμo^pay)]S Blemish, κηλ\$, /. Blemish, v, κηλιΒόω Blend, v. μίyvυμι, κεράννυμι Bless, v. μακαρίζω, €ύλoy4ω, €ύφημ€ω Blessed, Blest, μάκαρ, μακάριος, ev- Βαίμωρ, όλβιος, ^ντνχ^ς Blessedness, ευδαιμονία, /. μακαριότης^ f. ευτυχία, f. Blessing, (good wish) ευφημία, f. €u- Ρ 5 BLI BOA \oyia, f, (benefit) χάριε, /. cvep- yeaia, f. Blight, €ρυσίβη, f. Χ^ιχήν^ m. Blight, V. {spoilt blast) Βίαφθβίρω, €^αυα^ω : to be blighted, Χ^ιχη- νίάω, βρυσίβάω Blind, TiMpXhs, aXahs, αμαυρ})$, ά^€ρκτο5 Blind, V. τυψλόω, βκτυψΚόω, άλαοω, 4ξομματόω : to be blind, τυψλώττω, τυφλόομαι, άμβλυώσσω [μα, η. Blind, παραπέτασμα, η. προκάλυμ- Blinding, τΰφΚωσίΞ, /. α\αωτυ3, f. Blindly, adv. τυφ\ώ5 Blindness, rvcpXorris, f. τύφλωσιε, f, Blindworm, σκώλ-η^, m. τυφΚίν-η^ Blink, V. σκαρ^αμύσσω, μνω [οφίε, m. Blinkard, σκαρΒαμυκτ^ε, m. Blinking, adj. σκαρΒαμυκτικό$ Blinking, σκaρBaμυyμhs, m. Bliss, Ευδαιμονία, f. ευτυχία, f. 6\βο5,ηΐ. Blissful, μάκαρ, μακάριοε, ολβιοε Blister, φλύκταινα, /. φΧυκταινϊε, /. φφs, /. [νόομαί Blister, v. (rise in blisters) φλυκται- Blithe, Blithsome, IXaphs, φαιΒρ})9, Blithely, adv. IXapcas [yr]e0avvos Bloat, V. οίδεω, οΐΒαίνω, €ξοιΒ4ω Block, φάXayξ, f. κορμ6$, m. : chop- ping-lDlock, ζπικόπανον, η. ζπίξη- νον, η. [αποκΧ^ίω Block up, V. φράσσω, 4μφράσσω, Blockade, ποΧωρκία, /. αποτ^ίχι- σιε, /. €φ6ρμησΐ8, /. Blockade, ν. ποΧιορκάω, πβρικάθημαι, αποτ€ΐχίζω, Εφορμάω, κατακΧ^ίω Blockhead, ru^eSaz^bs, m. ψησσα, /. Blocking up, απόφραξιε, /. απόκΧζΐ- (TiS, /. ^ Blood, αίμα, η. Ιχωρ, η. (blood that has been shed) φόνος, m. βρότοε, m. : gush of blood, αΙμα3, f. : clotted blood, πάχνη, f. : having much blood, ποΧύαιμο3, ποΧυαίματοε : lacking blood, oXiya^os, Χίφαιμοε: having no blood, άναιμοε, αναίμα- Tos: to stain with blood, make bloody, αΙμάσσω, αιματόω, i^ai- μάσσω, φοινίσσω \f. Blood-guiltiness, μιαρία, f. μιαιφονία, Bloodless, άναιμοε, αναίμων, αναίμακτος Bloodshed, φόνος, m. κτόνοε, m. σφayΎ}, f. ^ Bloodshot, ϋφαιμοε [vios Blood-thirsty, φιΧαίματος, φοίνιος, φό- Bloody, αίματώ^ης., α1ματ0€ΐς, καθαί- μακτος, aίμaκτhs ; (cruel) μιαιφόνος, ^αφυιν})ς, φοίνως, φόνιος Bloom, Άνθος, η. (bloom of age, a38 prime of anything) ακμ^, f. (bloom, as of a peach) χνόος, m. Bloom, V. ανθβω, ^ανθ4ω ; (be at the prime) ακμάζω ; (flourish) θάΧΧω Blooming, (flowery) ζύανθ^ς, €υάνθ€' μος ; (in the bloom of life, at the prime) ακμαίος, ώρικ})ς Blossom, άνθος, η. Blot, κηΧ\ς, f. σπΊΧος, m. Blot, V. αφανίζω, μιαίνω Blotch, φΧνκταινα, f. φΧυκτΙς, f Blow, V. πνβω, Επιπνβω, φυσάω, άημι', (as aflre) έκφυσάω, ριπίζω : to blow upon, έπιφυσάω, ^πιπνβω : to blow one's nose, απομύσσομαι, ύχίζόμαι Blow, πXηy^, f. τύμ/Μ, 71. [τας ρίνας Blowpipe, φυσητ^ρ, m. Blowzy, ξανθ})ς Blubber, πιμβΧ^, f Blubber, v. δακρύω Bludgeon, ροπαΧ})ν, η. κορύνη, f. Blue, (dark blue) κυάν^ος ; (pale blue) yXaυκhς Blue-eyed, yXaυκω\p, yXauKQwis Blueness, yXaυκότης, f. Blunder, αμάρτημα, η. αμαρτία, /. πΧημμίΧημα, η. Blunder, v. αμαρτάνω, πΧημμζΧάω Blunt, V. απαμβχύνω, καταμβΧύνω : to be blunt, αμβΧύνομαι Blunt, αμβΧυς; (dull) αναίσθητος Bluntness, αμβχύτης, f. (dullness) αναισθησία, f. Blur, σπΙΧος, m. κηΧ\ς, f. [θιάω Blush, V. ζρυθριάω, Ερυθραίνομαι, epeu- Blush, Ερύθημα, η. ίρζυθος, η. Bluster, v. Εμβράμομαι, παφΧάζω Blustering, βύκτης, m. [KeXaBcivhs Blustrous, θορυβητικος, ταραχώδη$, Boar, κάπρος, m. συς, m, Ss, m. Boar-hunt, συayp€σίa, f Board, πίναξ, m. σανϊς, /. (slab, draught-board, sideboard, ώα.) άβαξ, m. : to go on board a ship, άνα νη})ς Εμβαίνω : to put on board, αναβιβάζομαι eVi ναυν Board, v. (to pave with boards) σανι- Boarish, συayρώBης [Βόω - Boast, V. κομπβω, κομπάζω, αυχέω, μ€yaXaυχ€ω, εύχομαι, μ€yaXηyop€ύc, ύ^pηXoXoy€oμaι, καυχάομαι Boast, κόμπος, m. αϋχημα, η. εδχοί, οι. €ύχωλ^, /. άΧαζόνβυμα, η. Boaster, ύ^payόρaς, m. κομπαστ^ς, m, κομπ})ς, m. άχάζων, m. Boastful, μeyάXaυχoς, άΧαζων, υπέρ- κόμπος, μ€yaXr)yoρoς, άΧαζυνι- κhς BOA Boastfully, adv. υ>\ιικ6μττω$^ ύψηλά Boasting, κ6μττο5, m. αύχ^, f. αϋχησΐ5,/.κανχησί9, f. μζ-γαλαυχία^ f. αΚαζον^ία, f. Boat, irKoidpLou, n. ττορθμ^Ίον, η. κνμβη^ f. άκατο5, /. σχβδία, /. βάρΐ5, /. σκάφη, /. Boatman, ΐΓορθμ€ν5, m. Boatswain, κελει/στ^ί, m. Bode, V. οσσομαι^ ιτροσημαίνω Bodement, οΙωι^})9, m, οΐώνισμα, η. Bodiless, ασώματοε Bodily, σωματικόΒ, σωματο€ΐ^ϊ]5 Body, σώμα, η. xp(i}s, m. 8€μα5, η, : a dead body, v^Kphs, m. v€kus, m. : body of men, λόχοε, m, κώμο5, m. στ7φο3, η. πλτ/θοί, η. Bog, eAos, η. λίμνη, f. Boggle, V. άπορεω, αμφίσβητ4ω, οκν^ω Boggy, \ιμνώ^η$, €Κώδη5 Boil, φνμα, η. 4μπύημα, η. eA/cos, η. Boil, ν. €ψω, ζ4ω : to boil down, άφβψω, καθεψω, καταττέσσω : boil over, €πιζ4ω, ύττζρζβω: boil up, αναζβω, βράσσω, αναφΧύω, παφλάζω : boil around, π^ριβλύω Boiled, €φθ})5, Ιψ7;τ^ϊ, ανάβραστο5 Boiler, τΓύ€\ο$, /. Boiling, ζ^Ρησιε, /. feVis, /. Boisterous, \άβρο5, &βρομο5, βνκτης Boisterously, adv. λάβρω5 Bold, θρασν$, τοΧμηρ'6$, θαρσαλ€05^ τλ'ίιμων, €ύθαρσ^5, τοΧμΊ]€ί$, θάρσυ- POS, Kparaihs, φιλοκίνΒυνοε ; (im- pudent) αναίσχυντοε, άναίδ^^: exceedingly bold, ντΓβρτολμοε^ Tr€pi9apffvs: bold in speech, θρασύστομο5, aTrroen^s: to be bold, τολμάω, Θαρσ4ω, θαρσύνω : to make bold, θαρσύνω Boldly, adv. τολμηρώί, θαρσαλβωε, φιλοκινδύνω$ ; (rashly) απερίσκεπ- των, άβούλωε ; (impudently) avaidm, άι/αισχνι/τω5 ; (freely) €λ€υθ€ρωε, μ€τα τταρρησίαε Boldness, θράσο$, η. Θρασντη5, /. τόλμη, f. βυτολμία, /.; boldness of speech, τταρρησία, f. Boll, V. {to rise in a stalk) ο'γκόω, €ξοΎκόομαί ; (to swell out) οΐΒαίνω, οΙΒάω, ζκφυσάω Bolster, v. ύπερείδω, υποστηρίζω Bolster, Ίτροσκ^φάλαων, η. Bolt, μοχλός, m. κλζΊθρορ, η, κλ€\?, /. όχευν, m : thunder-bolt, Kepawhs, m. σκηιττο$, m. Bolt, V. κλ€ίω, μοχλόω Bolus, βώλθ5, /ο 339 BOR Bombast, ίιθύραμβοε, στομφασ» μhs, m. Bombastic, διθυραμβώζης, στόμφου, Bonasus, βονβαλο$, m. [virepoyKos Bond, δ€σμί05, Β^σμώτηε, δοίίλοί, δουλ6συνο9 Bond, 5€σμ})5, m. Ββσμα, η. συί'δεσ- μο5, m, (written contract) συμβό' λαιον, η, συγγραφ-i], f. Bondage, δουλεία, /. δουλοσύνη, /· θεραπεία, /. Bondmaid, Βούλη, f. τταιΒίσκη, /. Bondman, δοΟλον, m. άν^ράπο^ον, η. Bone, 6στ€ον, η. : little bone, οστά- pLov, η. : backbone, ράχιε, f. : hip- bone, Ισχίον, η. : shin-bone, κνίιμη, f. : shoulder-blade, ωμοπλάτη, f. Boneless, ανόστ^οε Bonfire, πυρ, η. πυρα, /. Bonnily, adv. κομ·^ώ$, χαρι4ντω3 Bonny, κομ·^})3, χαρίβιε, αστείοι Bony, οστώδη$, πολυόστβοε Booby, μαμμακύθο3, m. β€ρ€σχ€θο$, m. Book, βίβλο5, f. βιβλίον, η. συγ- Ύραμμα, η. συyyρaφ^, f. {division of a work) λόyos, m* Book-case, βιβλιοθήκη, /. Bookkeeper, λoy^στ^s, m. Bookseller, βιβλιοπώλης, m. Bookseller's shop, βιβλιοπωλ^ιον, η. Bookworm, (insect) σίλφη, f. (close student) φιλόβιβλο9, w. Bookwriter, βιβλιoypάφos, m. Boom, (bar laid across the mouth of a harbour) ζ€υyμa του λιμ4ρο5 Boon, χάρι$, f. χάρισμα, η. ^ώρον, η, δωρ€α,/. [άστεΓοϊ, κομ\1/οί Boon, (cheerful, gay) φαώρ})$, ίλαροε, Boor, ^ypoiKos, m. Boorish, ^ypoiKos, dypios [Ata, /. Boorishness, aypoiKia, f. απ^ιροκα- Boot, i^all boots) κρηπΙε, f. κόθορι/ο5, m. (short boots) άρβύλη, f. άρβυ- Aiy, /. πεδίλοι/, η, [yeppov, η. Booth, σκηρτ}, f, (wattled booth) Bootless, {useless, unavailing) av^ ωφζλ))$, άχρηστος, μάταιος i Booty, λε/α, /. λη\3, f. apπay^, f. aρπayμa, η. λάφυρα, η. pi. Hypa, f. : to take as booty, ληΐζομαι, λα- φυρayωyiω, λ€ηλατ4ω : to sell booty, λαφυροπωλ€ω Border, Hpos, m. opia, n. pi. Εσχατιά, f. μεθόρια, η. pi. {of a garment) κράσπ^δον, η, [άπτω Border, v. πρόσκ€ΐμαι, 6μουρ€ω, συν· Borderer, πάροικος, m, πρόσοικος, m, περίοικος, m» BOR Bordering, Ημουροε, '6μορο$, μ€θόριο5, Trp6(Topos, άστυΎζίτων, ττρόσοίκοε Bore, V. τρυπάω^ τορεω, ζίατρυττάω. Boreal, βόραοε [τ€τραίνω Boreas, Bopeas, m. Bored, τρητ})5 Borer, τρυττητ^ς, m. (auger, gimlet) riper pov, n. rpvirapov, n. τρυπάρη,/. Born, part, yeyovdos, Tre^u/ccbs, τεχ- Qeis : new-born, veoyovos, vcoyey^s : high-born, evyev^s : to be born, yίyuoμalf φύομαι, βΧαστάνω, TtK- νόομαι : to be born of, €ΐμ\ Sk, €Κψνομαι, €κyίyuoμaι, άποβλαστάρω Borne, (peprhs, 7λητ})5 : not to be borne, ουκ auaaxerhs Borough, Βημοε, m. Borrow, v, {talce on credit) ^αν^ίζομαι, άναιρ4ομαι ; (aslc a loan) αΙτ4ω Borrowed money, ^άρΕίσμα, η. Borrower, ζαρ^ιζόμβρο^, m. Boscage, &\aos, n. βησσα, f. ?^όχμη,/. Bosky, άλσώΒηε, vKi)€iS Bosom, κ6\7Γο$, m. Boss, 6μ<ρα\})5, m. Botanic, Botanical, βοτανικ})5 Botany, βοτανική ('^^χρη) Botch, V. ράπτω Botcher, άκ€στ^5, m. ^άτττηε» m. Both, adj. άμφω, αμ(ρ6τ6ρο$, eKarepoSy συναμφότ€ρο5 : on both sides, άμ- φοτάρωθ^ν, €κατ€ρωσ€, αμφοτ€ρωσ€ : from both sides, €κατ€ρωθ€ Both, adv, κα\, re, αμφότ^ρον Bottle, (leathern bottle or lag) άσκ}>5, m. (oil-bottle, casket for unguents, cosmetics, <&c.) \4]KvQosyf, (earthen bottle or jar) στάμνο8, c. Bottom, €Βαφο5, η. ττυθμην, ; adj. ΤΓρυμϊ/hs : from the bottom, peiSdev, TTcMep : at the bottom, ρ€ΐόθι : to the bottom, iridopdc Bottomless, &βυσσο8, α-πύθμ^νο^ Bough, KKabos, m. OaWhs, m. Bought, part. 4μτΓ6Χ'ητο3, (i)V7]Tos : to be or that can be bought, ώρητ4θ5, ώνιο$ Bounce, v. (leap) αλλομαι, πτ^δαω Bound, avvdcTos, σφιyκτhs; {of a ship) T€τayμ€POS Bound, {leap) αΚμα, η. ΐΓ'ί)δημα, η. Bound, Boundary, iipos, m. 'όρισμα, η. 'όρίον, η. τίρμα, η. τίκμαρ, η. μ^θόριον, η. -α,η.ρΐ. : of boundaries, '0pios, μίθ6ριο$\ beyond the boun- daries, vTvepSpLOs Bound, V. (limit) &ρίζω, αφορίζω ; (leap) σκιρτάω, πηδάω, (ΐΛ\ομαι : 340 BOY to be bound, i.e. it is proper that, eoiKa, ζίκαιόε ζΙμι, H^iSs ^Ιμι [μ4νο5 Bounded, part. ωρισμάνο$, αφωρισ- Boundless, ^ttActos, &πΚατο8,ϋμ€τρο5, &σπ€Τ05, αμ4τρητο8, άπξίρωΡ, άπ€ί- peffios, ατέρμων Boundlessly, adv. αμ4τρω5, &σπ€τον Bounds, 'όροι, m. ρΐ, π4ρα$, η. reXos, η. ρ6μο5, m. μάτρον, η. μ4σον, η. : to exceed bounds, υπερβάλλω rh μάτριον : to keep within bounds, αίρ4ομαι rh μάσον Bounteous, Bountiful, €\€υθ4ριο5^ φι- \6δωρο5, μ€ya\όBωpos, δωρητικ})5 Bountifully, Bounteously, adv. δωρη^ ματικώε, δαψίλώϊ Bounty, πολυζωρία, f. μ€yaXo^ωpiaf f. 4λ€υθ€ρι6τη5, f. άφβιΒία, f. Bourgeon, v. βΚαστάνω, θάλλω Bourn, {limit) Spos, m. 'όρισμα, η. Ηρια, η. pi. τ4ρμα, η. (torrent, stream) γ^αραδρα, f. χ^ιμάρροοε, m. Bouse, Boose, v. Βιαπίμω, φιΚοποτύω Bousy, πάροινο8, μ€θυσηκ}>5 Bout, (a drinking bout) worhs, m. συμπόσιον, η. Bow, τόΙον, η. : having a bow, το|ο- Bow, {of a ship) πρώρα, /. [(pSpos Bow, Bow down, v. ημύω, ν^ύω, κύπτω Bow -case, yupuxhs, nn, Bowelless, 6.σπλayχvos, αν€\€'ήμων Bowels, σπλάyχuop, n. -va, n. ph Bower, σκια$, /. \evT€pov, n. jnjBvs, /. Bowery, σκι0€ΐε, σκΐ€ρΙ)5 Bowl, κρατ^ρ, m, δ€πα$, η, (ball) σφαΊρα, /. [κρ^ίμα5 Bowlegged, βαιβ}>5 or ^oikIs π€ρί Bowler, σφαιριστ^ε, m. Bowling-green, σφαιρίστρα, f. σφαι- Bowman, το^ότηε, m. [ριστήρων^ η. Bowshot, τόξ€υμα, η. Bowstring, ayKvXri, f. &€μμα^ η. Box, (tree) πνξο5, f. : boxwood, πνξος, f. : boxwood tablet, πυ^ίον, η. : boxwood box, πυξΐ5, f. : made of boxwood, πυξιphs Box, (chest) ζίτγαστρον, w. κιβωτhs,f. άρτίπηξ, m. κάψα, /. Box, {blow) κ6\αφο$, m. ράπισμα, η. Box, V. πυκτΕυω, ^απίζω, κοΚαφίζω Boxer, πυκτ^ε, m. πύyμaχos, m. Boxing, πυyμ)], f. πυyμaχίa, f. Boy, παΓϊ, m. K0pos, m. παι^ίον, η. παιδάριορ, η. τταιδίσκοϊ, m. : big boy, lad, μ^ράκιον, η. : of boys, Boyhood, παίδβία,/. [τταίδβίοϊ Boyissh, 7Γαιδ$, (youthful) μ^ιρακι- ώδη5 BRA Brabble, θόρυβοί, m. ϋχλυί, m. Brabble, v. 4ρίζω Brace, (a pair) (cvyos, n. (bandage) 4πιζ€σμ})ε, m. Ιμα$, m. τ^λαμίίύν, m. Brace, v. σφίγγω, Secy [σκρ^ν^όνη^ f. Bracelet, tpeMov, n. τΓζρφραχιόνίορ^ η. Brackish, αλμυρ})5 [χλιδώ»/, m. Brad, Ύ0μφθ5, m. Brag, V. καυχάομαι, μ€ya\aυχάoμaι, αΚαζον^ύομαι Braggart, Bragger, αΚάζων, m, άλα- (ouiKhs} m. καυχηματία5, m. ; adj. άλάζωι/ Bragging, μ^ΎαλαυχΙα, f. καύχησΐ5, f. αλαζοι/βία, f, [/cay,/, αμμα^ η. Braid, ττλόκαμοε, m. πλόκοε, m. ττλο- Braid, v. ΐΓ\4κω, συμπλέκω Braided, πλ^κτόε Brain, 4yK4hs, m. Buttocks, yXovTol, m, pi. irvyal, /. pi. σψαιρώματα, η. pi. Button, irepSprj, f. Button, V. ΊΓορττάω, π^ρονάω Buttress, ίρ^ισμα^ η. ύπ4ρ€ΐσμα, η. 67Γαλ|ΐ5, /. B\iy, ν. ών€ομαι, ay οράζομαι, ιτρίαμαι : to buy up, συνωνάομαι: to buy besides, ττροσωνύομαι Buyer, ayoρaσr^s, m. ώνητ^5, m. Buying, ών^,/. ^μιτοΧ^,/. Buzz, βόμβοε, m. : with a buzz, βομ- βηη})ν Buzz, V. βομβίω Buzzing, βόμβθ5, m. βόμβησιε, f. Buzzing, βομβΐ]τικ6$, βομβ·ί]^ι$ By, prep. w. gen. virh, irphs, viral, μ€τοι., €fc ; w. gen. and acc. Sia, τταρα, TTphSf /Λ€τά ; w. acc. κατά By, {by the side of) irapaffTadhv By and by, μικρφ ΰστ€ρορ, δίά χρόνου, αντίκα Byword, παροιμία, /. C. Cabbage, κράμβη,/. Cabin, καλνβη, f. Cabinet, κιβώτιον, η. κί<ττη, f. Cable, κά\ω5, m. ττ^ίσμα, η. Β€σμ65, τη. Cachectical, καχ€κηκ}>5 Cachexy, καχ€ξία, f. Cackle, v. κακκαβίζω Cacodemon, κακοΒαίμωμ, m. Cactus, κάκτο5, f. Cadaverous, P€Kpwdr}s Cadence, βνθμ})9, m. . [rr/, /. Cerate, κ'ηρωτ})ν, η. κΊ]ρωμα, η. κψω· Cerberus, Κερβεροε, m. Cere, v. κηρόω Cerebellum, πaρeyκ€φaλlε, f. Ceremonies, (religious) τελεταΙ,/. pi. Ceres, Αημητ^ρ,/. [τα ίερά, η. pi. Certain, βεβαιοε, σαφ^ε., άσφαλ^ε, πιστ})ε : certain one, τιε, (thing) τι Certainly, adv. ακριβώε, βεβαίωε, σάφα, σαφωε ; (indeed) μεν, μέντσι, μ^ν, ^μ^ν , , /. Certainty, βφαιότηε,/. ασφάλεια,/, ακρίβεια, /. σαφΊ]νεια, /. Certificate, ypάμμa, η. Certify, ν. βεβαιόω, μαρτύρομαι Cerulean, yλaυκhε, κυάνεοε CES Cessation, auawavais, f. -navais, /. diaXvais, f. ^rj^is, f. Cession, anoSotxis, f. ντΓοχωρησΐ5, f. Cestus, Kearhs, m. ζωι/η,/. Cetaceous, κητώΒη^ Chafe, V. (to fret, he angry) ayavuK- τβω, ^υσχ^ραίνω, χολόομαι; (make angry) κuίζω, 4ξορίνω, δάκρω^ χαλε- τταίρω ; (warm by rubbing) θάλπω Chaff, άχυρον, η. κάρψοε, η. : heap of chaff, αχνρμια, f. άχυρων, m. : to eat chaff, αχυροφα-γξω : to strew with chaff, αχνρόω : without chaff, άναχύρωτοε Chaff-bin, αχνροΒόκη, /. αχνροθ-ηκη,/. Chaffer, v. ώνβομαι, άλλάσσομαι, μ€τ- Chafferer, €μπορο5, m. [αμείβω Cha.ffy, αχυρώέΎ]5 Chafing-dish, irvpavvov, η. Chagrin, αχθ-η^ων, m. Βυσθυμία, f. 8υσχ€ρ6ία, f. ανία, /. δάκνον, η. ^Xdosy η. Chagrin, ν, Μκνω, κνίζω, θνμοβορ4ω, ανιάζω : to be chagrined, δυσχβ- ραίνω, βαρύωε εχω or φ4ρω, Βυσ- X€pctis ίχω Chain, δεσ^ίίί, m., ρΐ. ^ζσμα, -μο), αλυσί5,/. πεδτ;, /. Chain, ν. δεω, δβσμΕυω, ττεδάω Chained, δ4σμίο$, ^βσμώτηε Chair, edpa, f. U5, iKaos : of cheerful countenance, φαί^ρωιτ})5 : to be cheerful, φαώρό- ομαι, €υθυμ€ω, φιΧοφρονάομαι Cheerfully, adv. φαίΒρώ5, iKapws, α/γαΐΓητώ5 Cheerfulness, ευθυμία, f. φaιBρότηs,f. Cheering, τταραμυθητικϊίε, irapaKeXcv- στικ})5 Cheering, τταρακ^ΜυσίΒ, f. τταράκ^η- Cheerless, &χαρΐ5, Βύσχιμο5 [σι$, f. Cheerly, Cheery, iXaphs, <^ai5pSs, cvTpdweXos, repirvhs Cheese, rvphs, m. : new cheese, rpo- φαλίε, f. τροφάλίον, η. : small cheese, τνρίδων, η, τνρίσκοε, m. : of cheese, cheesy, rvpSeis : to make cheese, τυρ^ύω, τυρ4ω : to make into cheese, τυρόω : the making of cheese, rvpeia, /. τύ- p€VfflS,f. Cheese-basket, τυροβόλιον, η. Cheese-cake, rvpaKiprjs, m. τυροκόσ- Kivov, n. Cheesemonger, τυροττώλτ^ί, m. : to sell cheese, τυροττωΧ^ω Cheese-scraper, τυρ6κνηστί8, f. Chemistry, χημεία, f χημ^ντικη, f. χυμικ^, f. Cherish, v. τρ4φω, θάλπω, ατιτάλΚω ΤΓοιμαίνω, ττορσαίνω ; {of the feelings, as anger, desire) φυλάσσω, τίθεμαι, ν€μω Cherisher, τροφ€υ$, m. Cherry, κ€ράσιον, η. Cherry-tree, κ4ρασο$, f. Chervil, σκάv^ιl,f. Chesnut, see Chestnut Chess, 7Γ6σσί)^, m. : game at chess, TTCfTrrf ί'α, /. πίσσενμα, 71. : to play 3ύ2 at chess, ττΕσσ^ύω : chess-player, τΓ^σσΕυτ^ε, m. Chess-board, ττ^σσ^ν, η. &βαξ, m. Chess-men, ττ^σσοί, m. pi. ττβοσεύ- ματα, η. pi. Chest, (box) κίστη, f. κιστιε, f. λάρ- m^, f. κιβωτ})9, f. κιβωτών, η. β-^κ-η, f.\ κυ^άλ-η, f. (chest of a man) στίρνον, η. σττιθο$, η. : broad- chested, €ύρύστ€ρνο5 : deep-chested, βαθύστβρνοε : narrow-chested, βα- ρύτονο5 [βοϊκ})ν Chestnut, κάστανα, η. ρΐ. κάρυον Ευ- Chestnut, (colour) adj. ^avehs Chevalier, hTrehs, m. ίπττοβάτηε, m, Cheveril, ίριφοε, m. γρίφων, η. Chew, V» μασάομαι, άναμασάομαι : to chew the cud, μηρυκάομαι, μηρυ- κάζω \σιον, η. Chicken, Chick, ν€οσσ))3, m. ν^όσ- Chide, V. μέμφομαι, 4τΓΐμ4μφομαι Chiding, μ€μψιε, f. κατάμβμχ^ιε, /, μομφ^, /. Chief, άρχων, m. ττροστάτηε, m. αρισ- Tehs, m. κάρανοε, m. άρχ4τηε, on. Tayhs, m,; pi. τα πρώτα, oi κορυ- φοίίοι Chief, adj. πρώτο$, κράτιστοε, κεφά- λαιο s, &κρο5, ϋ^ριστοε, αρχικ})$ : to be chief, προίσταμαι, προύχω : to be chief among, π^ρίζίμι Chiefly, adv. μάλιστα, μ4yιστov Chief-priest, αρχιερευς, m. Chieftain, κάρανοε, m. Chilblain, χείμετλον, η. χίμετλον, η. : to have chilblains, χιμετλιάω Child, παΐε, c. τάκνον, η. βρ4φοε, η. t4kos, η. ν€οσσ'6ε, m. : a little child, παϊ^άριον, η. παιΒίον, η. : of or belonging to children, παίδείο^, παίδί/cbs : to beget children, re/c- νόω, τ€κνοποι4ω : begetting chil- dren, τξκνοποώε : the begetting of children, τεκνοποιία, f, παιΒο- ποι'ί'α, f. : abundance of children, €ijy ovia, f. πολυπαιΒία, f. : having good children, eijTCKvos, εϋπαιε : the having good children, εύπαιΒία, f. εύτεκνία, f. : having many chil- dren, πολύτ€κνο5 : fond of chil- dren, φιλόπαιε, φιλότεκνοε Childbed, Childbirth, λοχεία, f. τό- Kos, m. o)h\s,f. λόχοε, m. yov^,f. : of or belonging to childbirth, λό- Xios, λοχεΊοε, λεχώϊθ5 : to be in childbed, ώ^ίνω : woman in child- bed, λ€χώ,f λ€χωts,f. Childhood, παιδεία, /. νηπι6τη$, /. : CHI CHU from childhood, 4κ naibhs, 4κ veaSy 4k yaffrphs Childish, ϊ/ηττίοί, iraidiKhs, iraiBeios : to be childish, ι/ηπιάχω Childishness, ι/ηττιότηί, f. Childless, liieKvos, άπαι^, &τοκοί Childlessness, άπαίδία, f. Childlike, νηπιώδηε [f\ ^lyos, n. Chill, κρυμ})5, m. Kpvos, n. ^υχρ6τΎΐ3, Chill, V. ψυχω, 7Γ6/9ίψυχω ; {esp. of fear or grief) τΐαχνόω : to be chilly, l)ίyόω : to get a chill, yuera- φρίσσω Chill, Chilling, (esp. of the feelings, of fear, war, (ΐ;ο.) Kpvcphs, KpuSeis, oKpvScis ; (cold) xj/vxphs, plyio^ Chilliness, Chillness, {of the air) Kpvos, n. κρυμ6$, m. {of the body) κρυμ}>5, m. Chilly, κρυμαλ€05 Chimsera, χίμαιρα, f. Chime : to chime in with, v. ττροσάΒω Chimerical, ττλασματώδηΒ, μυθώδηε, ^Γ\aστbs [juez/ajs Chimerically, adv. πλαστών, ττβπλασ- Chimney, καττι/οδόχη, f. κάττνη, f. Chimney-board, τΎ]Κια, f. [οπ^, /. Chin, y4vos, f. yei/eioy, n. kvdepeooVj m. Chine, vootos, m. νώτα, η. pi. Chink, χάσμα, η. κλ^ιθρία, f. : full of chinks, κλ6ίθρίώΒη5 [ζω, ηχίω Chink, V. {jingle like raoney) κωδωι/ί- Chinky, κλαθριώδηε Chip, Chipping, κάρψο5, η. απόκομμα, η. απόκνισμα, η. Chip, ν. άτΓοκότηω, αττοτ^μνω Chiromancer, χ€φόμαντΐ9, c Chiromancy, χ^ιρομαντζία, /. Chirp, Chirrup, v. πιπιτίζω, τζρβτίζω, λaλay€ω, λαλεω Chirruping, τ€ρ4τισμα, η. Chirurgeon, xeipovpyhs, m, Chirurgical, x^LpovpyiKhs Chisel, T(ipz/os, m. σμί\'η.^f.yKiJ$, m. Christen, v. βαπτίζω Christening, βάπτισμα^ η. Christian, χριστιαν})$, m. : to be a christian, χριστιανίζω Christian, adj. χριστιανικο$ : like a christian, χριστιανικώ$ Christianity, χριστιανισμ})$, w. Christmas, τά yevedKia του Kvpioif Chromatic, χρωματικ'6$ Chronic, xp0vios Chronicle, Koyos, m. χρονικά, η. pi. Chronicle, v. άvaypάψω, διαμν-ημον^ΰω Chronicler, χρovoyράφos, m. Chronicles, χρονικά, η. pi. Ιστορία, /. Chronologer, xpovoXoyos, m. Chronological, xpovoKoyiKos Chronology, χpovoλoyίa, /. Chrysalis, χρυσαλλΐ8, f Chrysanthemum, χρυσάνθβμον, η. Chrysolite, χρυσόλιθο^, f. Chubbed, {stupid) αναίσθητο3, άνόητο5 Chuckle, v. καχάζω Chump, στ4Χζχο3, η. Church, 4κκλΎ)σία, f. Churl, {a rustic) aypoT-qs, m. dypics, m, {niggard) l(bs, m. yλίσχpωv, m. φeιδωλhs, m. Churlish, {rude, uncultivated, harsh) aypics, a-ypoiKo%; {avaricious, my- Q CHU CLA gardly) aveK^vO^pos, yXi^xphs, (peL- ^ωλhs Churlishly, adv. α'γροίκω5 Churlishness, {rudeness, boorishness) ά-γροίκία, f. (stinginess) aueXev- Oepia, f. y\iaxp6T7]S, /. Chyle, xvXhs, m. Cicatrice, ούλτ], f. ώτείλτ/, /. Cicatrised, νπουλοε Cider, μηλίτηε ohos Cincture, ζώι/η, f. ζωσττφ, m. Cinder, τ€φρα, f. Cinerous, τβφρώΒτ^ς Cinnabar, κιννάβαρι, η. Cinnamon, κιννάμωμον, η. Ciaquefoil, ττζί/τάψυλλον, η. Cion, κλάδοι, m. κλα^ίον, η. Cipher; ^Ρηψοε, /. Cipher, v. αριθμάω Ciphering, αριθμητική,/. άριθμ})3, m. Circle, kvkXos, τη. κνκλα, 7ΐ. ρΐ. : in a circle, adv. KVKK^hVf κυκλικώε, κυκλόσζ Circle, v. (to encircle, move in a circle) κυκλ^ω, κυκλόω, κυκλώνω, κνκλο- φορ^ομαι ; (to form into a circle) κυκλόω, κυκΧο-ποιάω [περ/οδοί, /. Circuit, τΓβριβολτ], f. πβρί^βολοϊ, m. Circuit, V. κυκλόω, κυκλόω Circuitous, κυκλοφορητικ})5 Circular, κύκλιο3, κυκλικοε, κυκλ0€ΐ$, κυκλο€ΐΒ7]3 : any circular body or motion, κύκλο5, τα. : circular mo- tion, κυκλοφορία, f. Circulate, v. ττ^ριρρ^ω Circulation, nepippoos, m. irepipoo^, f. Circumambulate, v. ττΕρι^ρχομαι, αμφι- βαίνω, ΐΓ€ριβαίι/ω Circumcise, v. ττ^ριτ^μνω Circumcision, ττςριτομη, f. Circumference, ΊΓβριβολτ}, f. irepi- φ€ρ€ΐα,/. 'π-6ρίμ€τρον, η. Circumflex, ττερισπωμ^νη, f. [ros Circumfluent, Circumfluous, ττ^ρίρρυ- Circumfuse, v. αμφιχ^ω, ττ^ριχάω Circumjacent, κυκλα$,/6)η.'πρόσχωρο5, -πρόσοροΒ [^e|is, /. Circumlocution, ττξρίφρασιε, f. irepi- Circumnavigate, v. ττ^ριπλ^ω Circumnavigation, ττβρίπλοο^, m. Circumscribe, v. -η^ρι-γράφω, ορίζω, Circumscribed, irepiypaivThs [δίορίί,ω Circumscription, ττ^ρι-^ραφτ], f. δρισ- μ})5, m. ζίορισμ})ε, m. Circiunspcct, 6υλαβτ]3, ττρόΐΌοε, irpo- ι/υητικ})3, ττ^ρίσκξτττο^ : to be cir- cumspect, ίύλαβίομαι, ττρονοίω, τΐ^ρισκοτνίω 351 Circumspection, €υλάβ€ΐα, f. πρόνοια^ f. φυλακή, f. irepiffKeypis, f. Circumspective, τΐρόνοο$, €ΤΓΐμ€λ^$ Circumspectly, adv. ΐΓ€ρΐ€σκζμμ4ρω$, ^Γ€φυλayμeJ/ωs, €ύλαβώ5 Circumstance, (event, fact) ^Γpayμa, n. (incident, chance) συμφορά, f. Th πίτΓτοι/ : a person's circum- stances, irepiaraaiSjf. ra υπάρχοντα, τα 'πpάyμaτa : under the circum- stances, e/c των υπαρχόντων or ενόντων Circumstanced, κ€ίμ€νο5 [βhs Circumstantial, (ininute, exact) ακρι- Circumstantiate, v. (to describe exactly) aκpιβoλoyioμaι, ακριβόω Circumvallation, ττβριτβίχισιε, f. ττβρί- τξΐχισμ})$, m. αττοτ^ίχισμα, η. Circumvent, v. περιέρχομαι, περι- τρέχω, καταπολιτβύομαι [λθ5, μ. Circumvention, παράκρουσι$, /. δο- Circumvolution, περιφορά, /. περί- στροφ}],/ Circus, στάΒιον, n!^ay(bv, m. Cistern, ^ε^αμενη, f. λάκκοε, m. Cistus, κίστοε, m. Citadel, ακρόπολιε, f. &κρα, f. Cital, Citation, κλησΐ5, /. πρόσκλη- ais, f εy κλήμα, η. Cite, V. ανακαλεω, προσκαλεομαι, πάρα- καλεω, κλητεύω, άνίσταμαι Citizen, πολίτηε,τη. πολΓτί5, /. πολιτι- T7)s, τη. aaThs, m. αστίτηε, rn. αστ}], f : fellows-citizen, Βημότηε, m. συμ- πολίτη s, m. : to be a citizen, πολι- τεύω, εμπολιτενομαι : to be a fel- low-citizen, συμπολιτεύομαι : tho rights of a citizen, πολιτεία,/ City, πόλι$, f. άστυ, η. πόλισμα, η. : mother city, capital, μητρό- πολιέ, f. : great city, μεyaλόπoλιs : of a city, άστι/cbs Citron, κίτρον, η. Citron tree, κιτρέα, f. Civil, (relating to the state) πολιτί' Khs, άστικτε ; (intestine, of war, discord, <^c.) εμφύλιοε, επώημιοε ; (polite) αστεΊο$, εϋμενηε, εϋχαριε Civilise, ι;, ημερόω, καταπραύνω, τιθασ" σενω Civility, αστειότηε, /. ενμενεια, β Th εϋχαρι: civilities (Jcindncsscs) τα χρηστά Civilly, adv. χαριεντω%, ευμενωε Clack, κτύποε, m. κόναβυε, m. ψ(ί- Clack, ν. κτυπεω, κοναβέω, ^^οφεω; ('ί^ the tongue) στωμνλλω CLA Claim, αϊ^ησιε, f. άξίωσι$, f. avri- \r}\pis, f. Claim, v, 7Γροσποΐ€ομαι, άξιόω, αΙτίω, αντιλαμβάνομαι, αντέχομαι Clammy, 1^ώ^η$, viroyXiaxpos Clamorous, KpatcriKhs, θυρνβητικ})5, ΤΓ€ριβόητο$, KpavyaariKhs CI a m our, βοη, f. κραυ-γη, f. 'ίαχ^, f. θόρυβοι, m. : to raise a clamour, θορυβ4ω Clamour, v. κράζω, ανακράζω, βοάω, αϋτ4ω, ιάχω Clan, φράτρα, f. φΰλον, τι. : clans- man, φράτηρ, τη. : chief of a clan, φρατρίαρχοΒ, m. Clancuiar, Kpvnrhs, κρύφιοι, κρυ- φαΊο$, λαθραίος Clandestine, κρνφαΐος, κρυπτοε, κρύ- φιος, λαθραίος, σκότιος Clandestinely, adv. κρνβδην, κρυφτ}, κρυφφ})ν, λάθρα, λαθραίως, κλοπτ} Clang, Clangour, κλayyγ], f. καναχη, f. κόναβος, m. Clang, V. κλάζω, κροτ^ω, κοναβ4ω, καναχ4ω [tos, in. Clauk, κλayyη, f. χΐ/όφος, m. κρό- Clank, t?. κλάζω, -φοφ^ω, κροτβω Clap, κρότος, m. χ^όφος, m. κτνττος, m. : clap of thunder, βρόντημα, η. Clap, V. κροτ€ω, συyκpoτ4ω, iiriKpo- Τ€ω, συyκpovω Clapper, κρόταλον, η. Clapping, κρότος, m. ιτλατάγημα, η. Clarion, σάλπιyξ,f. Clash, (a clatter, noise, as of arms, d&c.) κόμπος, m. κτύπος, m. πατάγημα, η. Clash, V. (to clatter, make a noise) κομπ4ω, πaτay4ω, καναχ^ω ; {to bring or come into collision) avy- κρονω, κατακρονω, αράσσω ; {to he opposed, disagree) 4ναντιόομαι, Βιαφων^ω, Βιίσταμαί Clashing, {clattering, din) πάτayoς, 'ni. ^ κόναβος, m. άpayμoς, m. (striking together, collision) σύy- κρουσις, f. Clasp, περόνη, f. πόρπη,/. Clasp, V. (huchle) π^ρυνάω, πορπάω, €μπορπάω ; (to grasp, embrace) μάρπτω, διαλαμβάνω Class, τάξις, / μ4ρος, η. μοίρα, f. Class, V. κατατάσσω Clatter, κρότος, m. δονπος, m. κτν- Clatter, v. δουπ4ω, κροτ€ω [πος, m. Clattering, πάτayoς, m. aρayμhς, m. Clattering, adj. πaτayητLκhς Clause, {a sentence) κώλον, η. 355 CLE {clause of a law, stipulation) avy ypaμμa, n. Claw, οννξ, m. χηλτ], f. Clay, πΎ]λhς, m. : potter's clay, Apyi- λος, f. : made of clay, πί]λινος, πηλόπλαστος Clayey, πηλώδης, άρyιλώδης C](i;\n, καθαρός, φαν'6ς Clean, ^ v. καθαιρώ, i κ καθαιρώ, δια- καθαιρώ-, to be clean, καθαρ^ύω Cleaning, κάθαρσις, f. διακάθαρσις, f. Cleanliness, καθαριότης, f. Cleanly, καθάριος Cleanness, καθαρότ-ης, f. Cleanse, v. καθαιρώ, άποκαθαίρω, Cleanser, καθαρτης, m. [βύπτω, σμάω Cleansing, κάθαρσις, f. ρύφις, f. Clear, {in all senses) λαμπρές ; (trans- parent, bright) φα^ννος, διάφανης, λζυκ})ς, άyλaoς ; {manifest, evident) δήλος, φαν€ρος, 4vapy^ης, σαφής; {as a sound or voice) λίyυς, λιγνρος; (innocent) καθαρός; {of the weather or ai?-) α'ίθριος, ΐνδως, πολώς ; {net) ατ€λης Clear, v. (remove, purify) καθαιρώ, eV καθαίρω ; (acquit) απολύω ', {eluci- date) σαφηνίζω, διασαφηνίζω, δη- λοω : to be clear, λαμπρύνομαι Clearance, καθαρμ})ς, m. (acquittal) άπόλυσις, f. Clearly, adv. σαφώς, σάφα, φαν^ρώς, λαμπρώς, hapyώς, προδήλως ; {of sound) λιy€ως, λιyυρώς Clearness, λαμπρότης,/ σαφ-ήν^ια, f. Clearsighted, κριτικ})ς, δικαστικός Cleave, v. {to split) σχίζω, διασχίζω, διατέμνω, διapp■fjyvυμι ; {cling to) αντέχομαι, προσκολλάομαι, προσ- φνομαι Cleaver, κοπ\ς, f. Cleaving, σχίσις, f. σχισμός, m. Cleft, σχιστ})ς, σχισθύς, διαρβίΰξ Cleft, σχισμή, f σχισμός, w. κλ^ι- ^pici,f χάσμα, η. πτυχή, f χηραμος, m. ρωyμ7], f. Clemency, Επιείκεια, f. οίκτος, m. €λ€ος, m. φιλανθρωπία, f. [μοον Clement, ^λ^ημων, ίπίΕΐκης, οίκτίρ- Clemently, adv. φιλανθρώπως Clench, v. κατακάμπτω, κaτaπηyvύω Clergy, κλήρος, m. Clerical, κληρικός Clerk, yρaμμaτ€vς, m. Clever, δφος, σοφ})ς, δ^ινυς, eu- φυης, συνετός, ςπιδβξιος, κομ\\^})ς Cleverly, adv, κομχρώς, €νφυώς, δζξιώς, σοφώς, συνετώς Q 2 1 CLE Cleverness, uvv^aLS, /. h^oT-qs, /. ayxivoia, /. σοφία, /. ^^LvdrriSy / 4τΓΐστΎ]μη, f. Clew, ayadis, f. Client, ττβλάτηί, m. Cliff, TTCTpa, f. κρημι/))5, m. σττιλαΒ, f. Climacter, κλιμακτηρ, m. Climacteric, κΧιμακτηρικ})$ Climate, ovpavos, m. {clime) κλίμα. n. Climax, κλίμαξ, f. €ποικοΒόμησί5, f. Climb, V. αναβαίνω, άνβρχομαι : to climb over, ύπ€ρβαίνω, ύττβρακρίζω Clime, κλίμα, η. Cling to, V. αντέχομαι, -προσφυομαί, προσκολλάομαι, ςτηφνομαι, ίχομαί Clinging to, avde^LS,/. 7Γρόσφυσί3, f. Clinging to, ττροσφνηε Clinical, KXiviKhs, κλινηρηε Clink, V. κροτΕω, άραβ^ω Clip, V. Keipw, ΊΤ^ρικό-πτω, ττ^κω Clippings, ττ^ρικόμματα, η. pi. Cloak, χλαμυ8, f. χλαίνα, f. χλαν\9, f. άμ7Γ€χόνη, f. πεττλοί, m. φάρο3, η. ^ τριβών, m. (screen, pretext) ττρο- κάλυμμα, η. ΤΓρόσχ-ημα, η. τταρα- \ τΓ€τασμα, η. Cloak, ν. [dissemble) τταρακαλύπτω, ι αποκρύπτομαι, περιβάλλω, συσκιάζω j Clock, ωρoλόyίov, η. (icatev-clocJc) j κλεφυδρα, f. : what o'clock is it ? ; πηνίκα μάλιστα ; I Clod, βώλο5,/. βώλαξ, f. βώλιον, η. : I full of clods, βωλάκΐ05, βωλοΕίζηΞ \ Clog, €μπό^ίσμα, η. ^μπό^ιον, η. \ clogs, καλοπβδίλα, η. ρΐ. Clog, ν. βμπο^ίζω Clogged, €μποζισμ€νο5, €μφρακτο$ Cloister, στοά, /. Close, {close together, thick) πυκν}}3, ταρφυ5, σύyκωλos ; {of « βφή στάδί03 : close to, προσφυΎ]$ Close, V. (shut fast) κλ€ίω, κατα- κ\€ίω, συyκλeίω', (make close, pack close) πυκνόω, πνκάζω ; (to close, shut up, of a theatre, house, shop, ρό.πτω [revs, m. Cobbler, pacpevs, m, panTr]S, m. σκυ- Cobweb, αράχνίον, η. αράχνη, f. Cock, άλβκτωρ, m. άλβκτρυων, m. ; (of a watei'-2npe) βπίστόμιον, η. σίψων, m. Cockchafer, μηλολόρθη, f. Cockcrow, aXeKi ομοφωνία, f. Cockhorse, ίππαλ^κτρυων^ m. Cockle, K0yxir}, f, Koyxos, m. : like a cockle, κoyχώδηs Cockle-shell, KoyxvXiov, n. : like a cockle-shell, «τογχυλίώδτ^ί Cockroach, μνλακρ^, f. Coction, '4\\/r,aLs,f (4aLs,f. Code, (of laws) νομοθεσία, /. Codicil^ 'πapάyρaμμa, n. Coefficient, συμπ€pLayωyhs, συν^ργη- Coequal, Xσos, δμαλ})5 [tikos Coerce, v. avayκάζω, €lσavayκάζω, €^Γavayκάζω Coercion, avayKri, f. βία, f. Coercive, avayKaariKus, βίαστικ})^ Coessential, όμοφυη5 357 COL Coetaneous, f/Ai|, δμηλι^, ίσηλιξ Coeval, Ισημίρωε Coexist, V. συνυπάρχω Coexistence, συνύπαρξι^, f. Coexistent, auvvnapxos Coffer, κίστη, f ΚάρναΙ, f. κιβωτhs, f. Cofiin, a0pos, m. ν^κροβ-ηκ-η, f. Cogency, ασφάλεια, f. Cogent, avayKalos, άσφaληs Cogently, adv. ασφαλώς Cogitate, v. ^ννοίω, φρονίω Cogitation, νόημα, η. φροντίς, f. Cognition, yvώσίs, f. iπίyvωσιs, /. σύν^σις, f. Cognizable, €lσayώyιμos Cognizance, iπίyvωσίs,f. κpίσLS, f. Cohabit, v. σννοίκβω, συνναίω, σΰναμί Cohabitation, συvoίκησis,f. συνουσία, f. Coheir, συyκληpovόμos, c. όμόκληρος, C. Coheiress, συyκληpovόμos, f. Cohere, v. συναρμόζω, εφαρμόζω, σνμφύομαι, συyκoλλάoμaL Coherence, iφaρμoyη, f. ξφάρμοσιε, f. συvapμoy^J, f. [aκόλoυθos Coherent, (ύσύνθβΊος, ^ύάρμοστος, Coherently, adv. συyκόλλωs Cohesion, σνμφυσις, f. συνάφ€ΐα, f. Cohesive, συvapμoστίκos, κoλληrικhs Cohort, λόχos, m. Coif, κ€κpύφaλos, m. κρη^^μνον, η. Coil, σπβίρημα, η. σττεΓρα, /, ζλι^^ f. πλβ/ίτ^, /. : in coils, σττζίρηΖον Coil, V. σπβιράω, συστρ^φω, άμφ- €λίσσω ; intrans. Ελίσσομαι Coiled, άμφ€λLκτhs Coiling, (of reptiles) σ^Γ€ιpaχθηs Coin, νόμισμα, η. κόμμα, η. : counter- feit coin, 7Γapaχάρayμa, η. Coin, V. κόπτω, κατακόπτω, χαράσσω Coincide, ν. συντρέχω, συμβαίνω Coincidence, συyκληpίa,f. συνδρομή, f. Coined, Επίσημος Coiner, apyvpoK0iros, m. Coition, σννο^ο5, f. Colander, ηθμos, m. Cold, ψνχοί, η. Kp\}os, η. piyos, η, ; (a disorder) κορύζα, f. Cold, ^pυχphsi K^py^p^s, piyios, Kpv0eis : to be cold, pίyόω, χρύχομαι : to make cold, ψυχω Coldly, adv. \pvxpu>s Coldness, φυχρότηs, f. Colic, στpόφos, m. Collapse, v. συμπίπτω Collar, κλoιos, m. depaiov, n. στρεπ- Collar-bone, κλe]s, f. [rhs, m. Collate, v. πapavayιyvώσκωy παραβάλ- λω, συμβάλλω COL Collateral, (side by side, parcdlel) τταράλληλοε ; (indirect) irXayios, Collation, {comparison) τταραναΎΡω- ais, f. {repast) ^etirvoVj n. epavos, m. Colleague, awepyos, m. δ συνάρχων : to be a colleague, συνάρχω •Colleague, v. συνίσταμαι, συμμί^- νυμαί, ^lyvv^aL Collect, V. συλλeyω, ayeίpω, συν- ayeipw, avvayw, συμφορβω, συμ- φ€ρω, αθροίζω, συναθροίζω, avyKO- μίζω: to collect (/^a^^es), βίσπράσσω: to collect subscriptions or con- tributions, ζρανίζω ; {to come to- gdJier) irUrans. συντρέχω, ayei- ρομαι, συνέρχομαι, συντικω ; {to re- cover from fright or anger, gain command over one^s thoughts) συν- ayeίpoμaL 6αυτ})ν, €μαυτ})ν, ώο., ev- δοί' yίyvoμaι, συvayeίpoμaL θυμ})ν Collectanea, ανάλεκτα, η. ρΐ. e/cAe/c- τα, η. ρΐ. Collected, a^poos, συvayυρτ})S, όμη- yeprjs, ao\A7]s ; {in mind) €vdov εαυτοί S)v Collection, άθροισι^, f. συλλoy^, /. συyκoμLζ7], f. σvvayωy^, f. {of taxes) Είσπρα^ιε, f. irpa^is, f. {of subscriptions) epavos, m. Collectively, adv. συλληβ^-ην, άθρόωε Collector, άποΒξκτηρ, m. πράκτωρ, m. College, άκα^-ημβια, f, [iKXoyehs, m. Collier, ανθρακ^υε, m. CoUiquate, v. κατατ-ηκω, έκττιΚω Collision, συμβολή, f σvyκρoυσLs, f. Collocate, v. τίθημι, καθίζω, τάσσω Collocation, OeVis, /. τάξίε, f. Collop, τ6μο$, m. \ρωμο5, m. Colloquial, XeKTiKhs, δμίλ7]τικ})5 Colloquy, Koyoi, ni.pl. διατριβή, f Collusion, συveρyίa, f. προστασία, f. κaκovpyημa, n. Travoupyia, f. Collusive, άτΓατητικ})^, doAephs CoUyrium, κοΚλνριον, ?i. Colon, κώλον, η. Colonial, αττοίκιοΒ Colonise, v. [to j'ound) κτίζω, πολίζω, 'ώρνω ; {to settle with inhabitants) οΙκίζω, αποικίζω, κατοικίζω ; {to inhabit) οΙκίζομαι, κατοικίζομαι, 4νοικίζυμαι Colouhhv^, ο'ίκισ IS, f. οΙκισμ})5, m. κατ- οίκισι$, f. κατοικισμ))3^ ηι. Colonist. άποικο3, ηι, CJolony, αποικία, f. άποικυ$, f. (Colophony, κολοφώνια, /'. 'Colossal, κολοσσιαίοι, κoλoσσικos 3ϋ8 COM Colossus, κολοσσ})$, m. Colour, χρώμα, η. χροία, /. χρω$, m. of two colours, hixpoos : of the same colour, δμόχροοΒ : of various colours, ποικίλοε, ποικιλ6χροο3 : changing colour, αλλ6χροο3 Colour, V. βάπτω, χροίζω, χρώζω, χρωματίζω Colourable, ζυπρόσωποε, €υπρ€π7]? Colouring, χρώσΐ5, f. [λeυκhs Colourless, άχροοε, αχρωμάτιστο^, Colt, ttcDAos, c. πωλίον, η. Column, κίων, m. στ-ηλη, f. στύλοι, m. (of men) στΊφοΒ, η. φάλayξ, f. K€pas, η. Co-mate, kToipos, m. κοινωνο5., m. Comb, KTeh, m. Comb, V. κτ^νίζω Combat, μάχ'η, f. συμβoλ^),f. άμιλλα, f. Combat, v. ατγωνίζομαι, μάχομαι., μσ,ρ- ναμαι, σνμφβρομαι, σνρράσσω Combatant, μαχ7]ΤΎ]3,ηι. ayωvιστΎ}s,m, Combination, (union, confederacy) σνστασΐ5, f. συνωμοσία, f. (of words, ideas, d:c.) συμπλοκή, f, (uniting, conjunction) σύζ€υξΐ5, f. σννα\^ΐ5, f. σννδ€σΐ5, f Combine, v. ζeΰyvυμι, συνάπτω, συν- ίστημι, συστρέφω, συμπλέκω Combustible, καύσιμο5,καυστο5 : com- bustible matter, ύπέκκανμα, η. Combustion, καυσΐ5, f. έμπρησμο5, m. Come, V. ίρχομαι, Επέρχομαι, παρέρ- χομαι, πρόσ€ΐμι, ΕΪσβιμι, πάρβιμι, ηκω, νέομαι, ίκνέομαι, άφικνέομαι : to come forward, προίσταμαι, παρα- βαίνω : to come out, έξέρχομαι, 'έξβιμι, έκβαίνω : to come togt ther, " συνέρχομαι, συμ^τapayίyvoμaι : to come over (as a gloom, sadnc.-is, ώο.) έμπίπτω, ύπέρχομαι, ΕΪσβιμι, υποδύομαι : to come round, π^ρι- 'ηκω, πΕριέρχομαι Comedian, κωμωδ))8, m. τρυyύ)^hs, m. Comedy, κωμωδία, f. : to write come- dies, κωμωδέω Comelinei^s, κάλλθ5, οι. Ευπρέπξία, f. βύμορφία, f. Comely, κaλhs, €ύπρξπ^9, €νμορφο$, 6υσχΊ]μων Comely, adv. καλώ$^ Ευπρβπώε, Ευβιδώε Comet, κομ'ί]ΤΎ]3, ηι. Comfort, {consolation) παραμυθία, f. παραμύθιον, οι. nap^iyopia, f. (case) Ευπάθεια, f. βύμάρζία, f. Comfort, ν. παραμυθέομαι, πapηyoρέo' juai, €7Γΐμυθ4ομαι Comtbrtable, {of co)uU[io)i) λιπαρ})^ ; COM (of people) €ϋκο\ο9 ; (consolatory) Ίταραμυθικ^ί, 'ΐΓαραμυθητικ})5 Comforter, irap-qyopos, m. παραμυθη- rrjs, m. [7Γαραμυθηηκ})5 Comforting, παυσίΐΓοι/os, irapriyopos, Comfortless, (inconsolable) δυσπαρα- μύθητοε, απαράμυθθ3 Comfrey, σνμψυτορ, η. Comic, κωμω^ίκ})ε, κωμίκ})$ : comic poet, κωμφ^})5^ m. κωμω^οττοιοε, m. κωμωΒοποίηιηε, m. : comic actor, κα)/χωδθ5, Τϊΐ. Comical, y€\o7os, yeXaarhs Comically, adv. y€λoίωs Coming, άφί|ί5,/. €\€vai?,f.: a coming forward, irdpodos, f. τΓαράβασΐ5, f. : a coming in, eiaodos, f. Comma, κόμμα, η. Command, (injunction, order) βντολη, f. €πίτayμa, n. ^rapάyye\μa, n. Κ€λ6υσμα, οι. μνθθ3, m. βτΓίστολη, f. βψβτμτ], f. ^Γpόστayμa, η. (act or office of commanding) apxri,f Tjye μανία, f aTparrjyia, f Command, v. (order) /ceAeuco, κ€λομαι, eVreAAoj, i'πayyeλλω, μνΟβομαι ; (be commander) άρχω, 'dyw, Ύ]y4oμaL, ^]yeμoveΰω, στρατηγεω, κοσμ4ω, τα- yevw, κρατίω : to give the word of command, Trapeyyvaw, παραγγέλλω Commanded, iyKeKevaros, iTriraKTOS Commander, Ύ]yeμωv, m, aTpaT7)yhs, m. arparapx7]s. m. : a fellow-com- mander, avarpar-qyos. m. : a com- mander of cavalry, Υπτταρχοε, m. : commander of a thousand, χιΧίαρ- Xos or -7]s, m. : commander of ten thousand, μνρίαρχοε or -t^s, m. Commandment, ivToX)),f. i'πίτayμa, n. [^μιμι^-ησκω Commemorate, v. μνημονεύω, ava- Commemoration, avάμv'ησLs, f. Commence, v. άρχω, κατάρχω, 'ίστημι, έπιχΕίρβω, καταβάλλω Commencement, αρχτ], f. ττροοίμίον, η. αψορμτ], f καταβολή, f Commend, v. ^-παινάω, αΐν^ω, €yκω- μιάζω, €vλoy€ω [αξιετταινοε Commendable, iTraiuerhs, αΙνητ()5, Commendation, iiraivos, m. ahos, m. eyκώμLOV, n, eiraiveaLS, f. euAoyia, f. Commendatory, συστατικο$, e-naiv^- TLKbs Commended, €υαίρητο$, TroXvatPos Commender, eVaiz/eTT/s, m. Commensurable, σνμμ^τρο$ Commensurate, σνμμΕτρο5, Ισ6μοιρο5 Commensurate, v. συμμ^τρίω 359 COM Commensuration, συμμ€τρ'ησ ι?, f. Comment, iTapaypav,f. [λίω Conduce, v. συμφ€ρω, συντείνω, ώφζ- ConduciΛ'e, προσφβρηε, συμφέρων, χρ-ησιμοε Conduct, (tJie conducting of) πομπτ], f κομιΒη, f. (behaviour) τρόπο3, m. 67Γίτήδ€υ/χα, η. Conduct, V. τγγ€ομαι, πάμπω, παρα- πέμπω, πορβύω, άyω, κομίζω, στ€λλω Conductor, 7]yeμωv, m. riyriTip, m. πομποε, m. Conduit, υhpayωyeLOV, η. χαράδρα, f. Cone, κώνο$, m. [χβίμάρροοΒ, m. Confabulate, v. διαλαλάω, διαμυθολο- Confectioner, οψοποώί, m. [yeoμaι Confederacy, συνωμοσία, f. συμμα- χία. /. Confederate, συνωμότηε, m. σύμμα- χο5, m. ίπίκουρο$, πι. Confederate, σΰμμαχο$, ομόσπονδο3 Confederate, v. συνόμνυμι [^μαχια, f. Confederation, συνωμοσία, f. συμ- Confer, v. (bestoiv) δίδωμι ; {to bring in or upon, as honour, shame, d'C.) €ΐσφ€ρω, πβριτίθημι, πξριάπτω; {dis- course with) Bιaλ4yoμaι, συμβάλλο- μαι, κoιvoλoyeυμaι, συλλαλίω Conference, κoιvoλoyίa, f Confess, v. όμoλoyeω, πpoσoμoλoyeω, συyyιyvώσκω [t^'^^j /· Confession, όμoλoyίa, f. προσομολο- Confide, v. πείθομαι, πιστβύω, βπι- τρβπω, παραδίδωμι [πίστιε, f. Confidence, θάρσο5, η. Ευθαρσία, /. Confident, θάρσυνοε, 6ύβαρση5, πίσυ- VOS, πιστο$: to be confident, πω- τόομαι, θαρσεω, ζυθαρσβω Confidential, πιστ<^3, πιστικ})5 Confidently, adv. θαρσαλβωε, ζύθαρ- σώ$, άδεώί Confiding, ττίστο^, πίστΕυτικ'6$ Confidingly, adv. πιστζυτικώ3 Confine, v. eίpyvυμι, e:φyω or €pyω, κaθeίpyvυμι, κλβίω Confinement, Kadeip^is, f. €ιpyμos, m. Confines, opos, ni. bpia, n. ^il. Confirm, v. βββαιόω. κυρόω, κρατύνω Confirmation, β€βαίωσΐ5, f. Confirmative, Confirmatory, ^e- βαιωτικυ5 [άφαφάω Confiscate, v. Βημξύω, δνμοσιόω, Confiscation, Ζ-ημ^υσίΒ, f. άφαίρ€σιε,/. Conflagration, ^μπρ-ησι$, f. πvρωσιs,f. Conflict, συμβολή, f. ayil)V, m. άμιλ- λα, f μάχη. f CON Conflict, V. αιηα'γωι/Ιζομαι, ivauTi6o- Conflicting, ivavrios [/-tai, ανθίσταμαι Confluence, σύβ^€υσΐ5, f. συβρο-η, f. Confluent, σύββοοε [σνρβοία, f. Conflux, συρροή, f. συ/5/5οία, /. Conform, v. άκολουθίω, όμοιάομαι : to be conformed to, σνμμορψόομαι Conformable, ακόΚουβυ3, σνμμορψο3) σύμμβτροε, όμοιοπρζΤΓ7]3 ConformaVjly, adv. ακολούθω$,οΙκζίω5, ττροσηκόντωε, €μμ€τρω3 Conformation, μορφή, f. μόρφωσιε, /. Conformed to, συμμορφοε Conformity, όμοίότη$,/. συμμορφτ], f. ΐΓροσάρμοσΐ3, f. Confound, v. συνταράσσω^ διαταράσ- σω, συ^χώννυμι, σνγκζράννυμι, δία- σβίω [^Εναντίόομαι Confront, ν. αντιφ^ρίζω, συμβάΚΧω^ Confuse, ν. ταράσσω, διαταράσσω, κυκάω, συΎκυκάω, συΎχ€ω, φυρω Confused, άτακτοΒ, ταραχώΖΎ]$, σύμ- φυρτο$ Confusedly, adv. ατάκτωε, φύρδην, αναμ\1, τεταραγ/χεζ/ωί Confusion, αταξία, /. σύ'/χυσιε, /. ταραχή, /. συντάραξι$, /. : in con- fusion, άτακτο5, ταραχώΒη3 ; adv. Τ€ταρα'γμ4νω3, χύδην : not in con- fusion, ατάρακτο3, ατάραχοε Confutation, eAeyxos, m. i^eXey^is, /. διάλυσιε, f. Confute, V. βλε^χω, διeλeyχω : that can be confuted, eijeAejKTos, ei/6|- eAeyKTOs : not to be confuted, ανβξ- eKeyKTOs Congeal, v. ^Γηyvυμι^ συμπηyvυμι Congealed, 'πηκτ})3 Congealing, irri^is, /. Congenial, δμ6τροττο3, δμάφρων Conger, ySyypos, m. Congest, v. συμφορβω, συναθροίζω Congestion, συμφάρησιε, /. Congiobulate, ν, αθροίζω, συν^λίσσω, σφαιρόω [σφαιρόω Conglomerate, ν. αθροίζω, συν^λίσσω. Conglomeration, άθροισμα, η, σνμφό- ρημα, η. Conglutination, συyκόλλησιs, f. Congratulate, v. συyχaίpω, μακαρίζω Congratulation, μακαρισμοε, m. Congratulatory, συyχaρητικhs, συy^ XapTiKhs Congregate, v. σύν^ιμι, συνέρχομαι, συνηκω, αθροίζω, ay αίρομαι, συνίσ- ταμαι \^τavηyυpιs, /. Congregation, Εκκλησία, /. σύνοΒοε, /. Congress, 'πavηyυριs, /. σύνοδθ3, /. 363 CON Congruity, ^τητηδ^ιότηε, f. συναρ- μογή, /. ^ \jpos Congruous, αρμόδιο$, συν^κων, c^/xe- Congruously, adv. ίμμίτρωε, ακο' λούθω3 [δ/?ϊ Conic, Conical, κωνικ})$, στροβιλο^ι- Conjectural, στοχαστικΙε Conjecture, στοχασμ})3,ιη. στόχος, m, ύττόνοια, /. ζΐκασία, f. Conjecture, v. τεκμαίρομαι, στοχάζο- μαι, εικάζω, συμβάλλω Conjectured, συμβεβλημένος Conjecturer, εικαστη$, m. στοχασ- τής, τη. \^ζεύyvυμι, συνάπτω Conjoin, ν. συναρμόζω, συζεύyvυμι, Conjointly, adv. όμου, άμα, συνημμε- Conjugal, yaμηλιos [νως Conjugate, ν. συζεύyvυμι Conjugation, συζυyίa, f. Conjunction, σύζευζις, f. σύναχ^/ιε, f, (part of speech) σύνδεσμος, m. Conjunctive, συva^ττικhς Conjunctively, adv. δμου Conjuncture, ακμτ],/. [νεία,/. Conjuration, μayευτικ^y f. μayya- Coujure, v. μayyavεύω, μayεύω : to conjure up the dead, ·>\/υχayωyεω Conjure, v. [to call on earnestly, en- treat) εττιμαρτύρομαι, yoυvάζoμaι Conjurer, μάyoς, m. μayyavευτϊ]ς, m. Connect, v. συνάπτω, συνείρω, συγ- κολλάω, επιζεύγνυμι Connection, {junction) σύζευξις, f, συμπλοκή, f. συναφή, f. {alliance by marriage) κηδεία, f. κηδος, v. {a relation by marriage) γαμβρός, m. κηδεμων, m. κηδεστης, τη. Connivance, {acquiescence) συγχώρη- σις,/. (overlooking) ττεριόρασις, f. Connive, v. (overlook) περιοράω, aor, περιεΊδον ; {be a party to) συγχωρεω Connubial, γαμήλιος, γαμικ})ς Conquer, v. νικάω, κρατεω, επικρατεω, δαμάω, ύπεραίρω, καταστρέφομαι : to conquer in a naval battle, κατά- ναυμαχεω : to be conquered, ησ- σάομαι, πλησσομαι [δαμάλης, τα. Conqueror, νικητής, τη. νικομάχας, 7η, Conquest, νίκη, /. επικράτησις, /. Consanguineous, συγγενής Consanguinity, συγγένεια, /. οίκειό- της, f. αγχιστεία, f. Conscience, συνείδησις^ f. σύννοια, f. Conscientious, δίκαιος, ευλαβής Conscious, συνίστωρ : to be conscious, σύνοίδα, συνίσημι Consciousness, σύννοια^ f. [καθαγίζω Consecrate, v. ιερόω, καθιερόω, αγίζω^ CON Consecrated, i€phs, iiyios, άθικτοι : consecrated ground, re/xej/os, ii. Consecration, καθί4ρωσι$^. αράθβσΐί,/. Consecutive, συνακόΚουθο$^ δ<άδοχοί Consent, σνΎχώρησί5^ f. ομόνοια, /. όμοψροσνι^η, f. Consent, v. σιτγχωρζω, iiraivew, συν- Consentient, συyyuώμωy, cvveTraivos Consequence, {result, effect) ακολού- Θησί5, f. ακολουθία, f. rh Ιττόμ^νον, rh συνζ-ηόμζνον \ {importance) oy- Kos, m. ροπ^, f. : a thing of con- sequence, ^Γpayμa, n. Consequent, ακόλουθοε Consequential, avOdBrjs, vir€pi](pavos, αΚάζων Consequently, adv. τφ, €'π·ομ4ρω5 Conservation, σωτηρία, f. Conservative, ψvλaκτLκhs, σωττιρί05 Conserve, v. ταριχεύω Consider, v. ώρορβω, Xoyίζoμaι, 4κλο- , Ρ0€ω. evvoew, νωμάω, BiaKe- yoμaι, φροντίζω, σκοτΐ4ω, σκέτττομαί, θ€ωρ€ω, 4ρθυμ6ομαί,όμμαίρω; {judge, deem) νομίζω, κρίνω, Ύ]y4oμai, ττοίβ- ομαι, τίθ-ημι : to consider before- hand, ττροβουλζνω, ττροσκο-κάω, ττρο- σ κόπτομαι, ιτρονοίω Considerable, σπουδαΓοί, λ6yιμos, άξίόσκ€7Γτο$, iroXvs Considerably, adv. TroWhv, ττολλω Considerate, ιτρομηθ^ς, ττζριφρονεων, ivvoTi]TLKbs \τΓ€ρΐζσκ€μμ€νω$ Considerately, adv. <ρρονηστικώ$, Consideration, λoyiσμhs, m. σκ4^ΐ8, f. φροντΙε, f. iiriaKexpiS, f. 4νΘνμΎ)σΐ5,/. θεωρία, f. 4ννόησΐ5, f. νώμ7)σί3, f. Consign, v. ^ια^ίδωμι, τταρα^ίΒωμι Consignment, napdSoais, f. Consist, V. συνίσταμαι^ σίκγκ^ιμαί Consistency, Consistence, σύστασιε, f. στ€ρ€0τ7]$, f. [ττων Consistent, ττροσηκων, ακ6Κουθο3, Trpe- Consistently, adv. ξπομ^νωε Consociation, κοινωνία, f. ομιλία, f. Consolation, παραμυθία, f. τταραμύ- ϋιον, η. ^ΐapηyopίa, f. κ4]λ7]μα, η. Consolatory, τταραμυθ7]Ίΐκ})$, Trap-qyo- pos, TTap7]yopLKhs [πpoσr)yoρ4ω Console, v. τταραμυθίομαι, ^τap■ηyopίω, Consoler, irap-qyopo^, Ία. Consolidate, v. στ€ρ€0ω, ττυκνόω Consolidation, στ^ρβωσι^. 1. Consonance, συμφωνία, f. αρμονία, f. Consonant, σύμφωνοε \^φωνούντω3 Consonantly, adv. συμφώνων, συμ- Consonants, άφωνα, η. pi. CON Consonous, σύμφωνο$, όμοίόφωνο$ Consort, άλοχο^, f. σύyκoίτos, c. avy' KoiTis, f. σνζυ^, c. Consort with, v. δμιλ4ω, ττροσομιλ4ω, συyyίyvoμaι, θαμίζομαι [rr^s. /. Conspicuity, τη^ριφάν^ια, f. λαμπρό· Conspicuous, λaμπρhs, πβριφαν^ε, π€- ρίβλ€πτο5., 4πίφαν))5, διαπρςπ7]$ : to be conspicuous, πράπω, €μπρ4πω, 4πίπρ4πω, διαφαίνομαι, λάμπω Conspicuously, adv. διαπρζπώ3, iirt- φανώ3, φαν^ρώε Conspicuousness, π€ριφάν€ΐα, /. Conspiracy, συνωμοσία, /. Conspirator, συνωμ6τη5, m. — ρΐ at συvτeτayμ4voι [συμπνεω Conspire, ν. συνίσταμαι, συνόμνυμι, Constable, ραβΒονχο5, m. φύλαξ. m. Constancy, βββαιότηε, f. έμμονη, f. Constant, β4βαιοε, ακίνητο$, €μμονο5 Constantly, adv. πάντοτε, ael. ivBe- Constellation, σήμα, η. [λβχώί Consternation, κατάπλη^ιε, f. B4os, η. φ6βθ3, m. Βζΐμα η. Constituent, ουσιώδης Constituent, χ^ιροτονητ^ς, m. Constitute, v. καθίστημι Constitution, κατάστασι$, f. (frame of body or mind) e|is, /. κατασκ^υ^, f. {of a state) πολιτεία, f. σχήμα, η. σνστασιε, f : a good constitution, {of men) €ue|ia, /. (of states) ευνο- μία, f. : a bad constitution, {ofmeii) καχεξία, f. {of states) κακονομία, f. : having a good constitution, (o/ 7nen) eue/crt/cbs, {of states) ζϋνομοε : having a bad constitution, {of men) Kax^KTiKhs, {of states) κακό- νομο$ : to have a constitution, πολιτζύω [iyyevrjs Constitutional, πoλιτικhs ; {innate) Constrain, v. avayκάζω, 4πavayκάζω, πρoσavayκάζω, βιάζω, καταβιάζομα^ Constraint, άvάyκη, /. βία, f Construct, v. συντίθημι, κατασκευάζω, συμπΎ]yvυμι [f Construction, σύνθβσιε, f. κατασκευή, Construe, v. βρμηνβύω Consubstautial, ομοούσιος Consubstantiality, ομοούσια, f. όμο- ουσιότης, f. [ϋπατοε, m. Consul, πρόξενος, m. (Roman consid) Consular, ύπατικ})ς Consulship, ύπατβία, f. Consult, V. συμβουλεύομαι, επερωτάω, άνακοινόω, κοινόομαι ; {eonsidt an oracle) χράομαι, χρηστηριάζομαι Consultation, βούλευσι^, /. CON Consume, v. φθίω, τρύχω, αναλίσκω, τρίβω ; (hy fire) «ιατα^λβγω, ν^μω Consuming, ai5r]\os Consummate, reAezos, Hkos Consummate, v. απαρτίζω, συι/τ€λ4ω Consummately, adv. ατταρτί, άπαρτί- ζόι/τω$ [σίϊ, /. συντ€λΕΐα, f. Consummation, airapTiais, f. τβλ^ίω- Consumption, {consuming) ανάΚωσίΒ, f. (disease) φθίσΐ9, f. ψθοτ}, f. Consumptive, (pdiaiKhs, φΘινώΖη$ : to be consumptive, φθισιάω Contact, συναφή, f. αφ)], f. : to come in contact with, συγγί'γνομαι, άπτο- μαι, μί-γνυμαι Contagion, Aoi^bs, m. λοιμία, f. φθο· Contagious, Ko^iKhs [pa, f. Contain, v. χωρέω, κατέχω, κεύθω, στβ-γω [φθείρω, λυμαίνομαι Contaminate, ν. μιαίνω, μολύνω, συμ- Contamiuation, μίασμα, η. μίανσιί,/. ay OS, η. Contemn, v. καταφρονεω, ύπερφρονεω, ολί'γωρεω, άθερίζω, φαυλίζω [τ^ρ, m. Contemner, ύπερόπτηε, m. ατιμασ- Contemplate, v. θεωρεω, σκoπεωy σκέπτομαι, άποσκοπεω, διασκέπτο- μαι, επισκέπτομαι, φροντίζω Contemplation, σκε\Ι/ι$, /. επίσκεχ^/ιε, /. θεώρησι$, /. θεωρία, /. Contemplative, θεωρητικ})3 Contemporary, συΎχρονοε Contemporary, ^λιξ, c Contempt; καταφρόνησιε, f. καταφρό- νημα, η. ολίΎωρία, /. υπεροψία, /. Contemptible, άτιμο$, απότιμοε, μεμπ- Ths, ευκαταφρ6νητο3, φαΰλοε Contemptibly, adv. καταβεβλημενωε Contemptuous, όλί-γωροΞ, καταφρονη- TiKhs [ταφρονητικω5 Contemptuously, adv. 6λιyώpωs, κα- Contend, v. ερίζω, αμιλλάομαι, άyω- νίζομαι, διayωvίζoμaι, διαμάχομαι, εριδαίνω Content, αυτάρκεια, /. Content, ν. αρέσκω, πληροφορεω, ^ρα φερω \ to be content, στερyω, αρκεω, ayaπάω Content, Contented, αύτάρκηε Contentedly, adv. αύτάρκωε Contentedness, αυτάρκεια, f. Contention, epis, /. νε7κο$, η. μάχη, f. Contentious, φιλόρεικο5, φίλεριΞ, μα- XTjTiKhs, φιλαπεχθημων : to be con- tentious, φιλονεικεω Contentious! y, adv. φιλονείκωε, φιλ- απεχθημόνωε [απεχθημοσύνη, f. Contentiousness, φιλονεικία, f. φιλ- 36^ CON Contentment, αυτάρκεια, /. Conterminous, 'όμορο5. μεθόριοε Contest, άμιλλα, /. aya}V,m. άθλοε,7ϊΐ. άyώvισμa, η. [αθλεω, ^ρίζω Contest, ν. άyωvίζoμaι, αμιλλάομαι, Contestable, άμφιδηριτος, δύσκριτυ^, αμφισβητήσιμοι, άμφίλoyos Contexture, πλοκή, /. συμπλοκή, f. Contiguity, yειτovίa, f. yειτvίaσ^s, f. Contiguous, πρ6σχωρο3, πλησιόχωρο$, πρόσοικο$, 'όμοροε, πρόσουρο$ Contiguously, adv. iyyhs, πλησίον Continence, Continency, ε'^κράτεια,/, σωφροσύνη, /. Continent, ^πειρο3,/. Continent, iyKpaTrjs, σώφρων : to be continent, εyκρaτεύoμaι Continental, ηπειρωτικ})3 Continently, adv. iyKpaTccs, σωφρόνωε Contingency, συμφορά, f. σύμβαμα, η. Th τυχ})ν Contingent, αύτόματοε, δ τυχών, 6 εντυχών, Th συμβεβ-ηκ})$ Contingently, adv. τυχηρώε, τυχhv Continual, συνεχ^ε, διατεληε, ενδε- λεχ^ε [δελεχώε Continually, adv, συνεχωε, άε\, εν- Continuance, διαμοντ], /. Continuation, συνέχεια, Continue, v. διατελεω, διayίyvoμaι, επιμένω, ανεχω Continuity, συνέχεια,/. [jK^ Contort, V. συστρεφω, διαστρέφω, λυ- Contortion, διαστροφή,/, λυyισμhs, m. Contraband, εκθεσμοε Contract, συμβόλαιον, η. συyyρaφ^, /. συvάλλayμa, η. (contract for work) εpyoλaβίa, f. : to make a contract, συyypάφoμaι : to break a contract, πapaσυyy ράφω Contract, v. συναιρέω, συστέλλω, συν· ελκω, συσπάω ; (as friendship, mar- riage, ώο.) συvάyω, συνάπτω, συμ- βάλλομαι ; (bargain for work, Sc.) ερyoλaβεω, μισθόομαι Contraction, συστολή, f. συvayωy^), f. Contractor, ερyoλάβos, m. Contradict, v. άντεΐπον, άvτιλεyω, εvavτιoλoyεω Contradiction, avτιλoyίa, f. ενάντιο- λογία,/, εναντίωσιε,/. Contradictory, άvτιλoyικ}■s, αντίλο- yos, εναντίοε Contrariety, εναντιότηε, f. έναν- τίωμα, η. εναντίωσιε, f. Contrarily, adv. εναντίωε Contrariwise, adv. άντην, εξ εναντίαε Contrary, εναντίοε, ύπεναντίοε, άντίοε: CON contrary to, irapa, uTrh, ircpa, τταρίκ^ €ξω, €μΐΓαλυ/: on the contrary, av, avre, rovj/aurioi/, e| evavrias Contrast, ανομοίωαί$, f. ά^ομοι6τη5, f. Contrast, v. αντΕπι^^ίκνυμι Contravallation, αντη^ίχισμα, η. Contravene, v. ανθίσταμαι, αντώομαι Contravention, auTLaraais, /. Contribute, v. ασφβρω, συμβάλλομαι, συμψβρω, €ρανίζω Contribution, ζίσφυρα^ f. epauos, m. Contributory, συντ€λ7]5 Contrite, μ€ταμ€λητικ})5 Contrition, μετάνοια, f. μζτά-yvoLa, f. μΕταμ€λΕΐα, f. Contrivance, τβχν-η, f. μηχανή, f. TTopos, m. εύρημα, η. βττίνοια, f. σόφισμα, η. Contrive, v. μηχανάομαι^ Τ€χνάομαι, βπινοΕω, ευρίσκω, €ξ€νρίσκω, συντί- θημι, ΤΓορίζω, ττράσσω, ττλβκω Contriver, ei)per7]s, m. μηχανιώτη^,'/π. Control, κράτοε, η. αρχη, /. : self- control, iyKpareia^ f. Control, v. κατέχω, κρατάω, €πικρατ4ω Controversial, αμφισβ-ητ-ητικ^ε, άντι- λoyικhs [λoyίa, f. Controversy, αμφισβ{)τησιε, f. αντι- Controvert, v. avτLλάyω, αμφισβητάω Controvertible, αμφισβητ-ησιμοε Contumacious, αύθαΒη^, δυσπβίθτ/^, στ€ρ6})ε [ττείστω^, αύθαδώε Contumaciously, adv. στερρών, δυσ- Contumaciousness, Contumacy, αύ- θάδζία, /. φιλονζικία, /. αττΕίθεια, /. Contumelious, ϋβριστικ})3, νβριστΎ]9, ϋβριστο5 [aσeλyώ<ί Contumeliously, adv. νβρίστικώί, Contumely, ϋβρΐ5, f. aσ€λyειa, f. Contuse, v. φλάω, συντρίβω Contusion, σμώδι^, f. θλάσμα, η. Convalescence, άνωΒυνία, f. Convalescent, ανοσο5 Convene, v. άy€Lpω, συvayeίρω, συy- καλζω, συvάyω [pia, f. Convenience, ειτιτ'ηδει6τ7]$, f. εύκαι- Convenient, i-rmrj^eios, σΰμφορο$ Conveniently, adv. eViTT^Seicos, συμ- Conveut, κοινόβιον, η. [φόρω5 Convention, συνθήκη, f. σύνθημα, η. Conventional, σύνθετοί [σνμβασις, f. C(nivei"ge, v. συντρέχω, συμμίyvυμaι Conversant, έμπειροι, €ντριβη8, ϊσ- τωρ, elScis Conversation, λόγοί, ηι. διάλoyos, m. λ^σχτ;, /. οαριστυς, /. δμιλία, /. Conversational, λεκτυώς, όμιλητικhs Conver.Hii, δμιλία,/. κοινωνία, /. C00 Convjrse, ν. διaλ4yoμaί, συyyίyvoμaι^ συμμίyvυμι, δ μιλάω Converse, άναντίοε, αντίθετος Conversely, adv. άντεστραμμάνως Conversion, αντίστροφοι, /. μετα^ στροφή, /. Convert, ττροσ^λυτοί, m. [μεταττείθω Convert, ν. επιστρέφω, αντιστρέφω, Convertible, μεταλλακτίε Convex, κυρτίς Convexity, κυρτότηε, f. Convey, v. κομίζω, αγω, φορεω, φερω, αναφέρω : convey across, διακομίζω, διατΓορεύω : convey away, εκκομίζω Conveyance, άyωyη, f. φορα, f. Convict, v. εξελεyχω, άvελεyχω, κατά- δεω, καταλαμβάνω, αΙρέω Conviction, δικαίωσις, f. αλωσι$, f. καταχειροτονία, f. Convicts, οΐ κατακρίσιμοι [avελεyχω Convince, v. ττείθω, ττροσβιβάζω, αίρεω, Convincing, ασφαληε, avayKalos Convincingly, adv. ασφαλώε Convivial, συμ'κοσιακ})8, συμτΓοτικ})$ Convocate, v. συyκaλεω, συλλεyω Convocation, εκκλησία, f. Convoke, v. συyκaλεω, συλλεyω, ayείpω Convoy, 'ΐΓαρα7ΓομτΓ})5, m. (esp. pi.) ΤΓρότΓομτΓος, m. {esp. pi.) Convoy, v. πέμπω, παραπέμπω, προ- πέμπω, παρακομίζω Convoying, προπομπτ],/. παραττομπτ],/. Convulse, ν. σπάω, σπαράσσω Convulsion, σπάσμα, η. σπασμ'6$, m. σπαδων, f. σπapayμos, Ώΐ. Convulsive, σπασματώδη$ Coo, ν. στενω Cook, μάyειpos, οψοποώϊ, m. Cook, V. πεσσω, ο^^οποιεομαι, μayεl' Cooked, 7Γ67Γτ^5 [ρεύω Cookery, μay ε ιρ ικ)), f. ο^οποιητικη, f, σκευασία, /. : cookery-book, οψαρ- τυσία, f. o\\/oλoyίa, f. Cool, ψυχρ6>5·, ^υχειvhs, αϊθριοε Cool, V. ^Ι^ύχω, άποχρύχω, κατατρύχω Cooling, ψι^|ίί, /. κατά\ρυξΐ9, /. περι- ^pυyμhs, m. Cooling, \ρυκτηριο$, κατανυκτικές Coolness, \1/υχρότηε, f. ψίχοί, η. Coop, οίκημα, η. Coop, ν. κaτείpyω, κατακλείω Co-operate, ν. συyκaτερyάζoμaι, συμ- πράσσω, συyκaτaπpάσσω, συμπονάω, συvεpyάω Co 0[)cration, συvερyίa, f. Co-operativo, συvεpyhs, συvεpyητικhs Co-opcrator, συvεpyάτηs, m. συλλι,π· coo τωρ, m. σνμττράκτωρ, m. συϊ/αγω- viaTTjSf m. Co-ordinate, iaoreArjs Coot, (paXaph, f. Co-partner, μ4τοχοε, m. Cope, V. €ρίζω, άμφισβηΎ^ω, Ίνροσττα- Καίω, αντίτναΧαίω, άι^θίσταμαι Copier, aua'ypaip^vSj m. (^imitator) μιμητ^5, VI. Coping, yeiaov, η, OpiyKhs, m. [πoλ^s Copious, άψΘοι/oSj δαψίλτ/^, βαΘυ£, Copiously, adv. aXis, ποΧυ, -jroXXhi/, δαψίλα'ί [wXrj6os, n. Copiousness, αφθονία, f. evnopla, f. Copper, χαλ/cbs, m. : of copper, χάλ- K60S : copper vessel, χαΧκύον, η. χάΧκωμα, η. : copper coin, χαλ- Kovs, m. Copper-plate, χάΧκωμα, η. Coppersmith, xaXnehs, m. Coppery, xaXKoeidrjs [or n. ν4μο3, η. Coppice, Copse, 5ρυμ})5, m. dpios, m. Copulate, v. μίyyυμL, συμμί'-γνυμί, συν^ιμι, συνέρχομαι, συνουσιάζω Copulation, συνουσία, f. συνουσίασιε,/. Copy, {transcrijpt) άντί'γραφον, η, {of a picture, ώο.) άφομοίωμα, η, {writmg copy) ύπoypaμμhSf m. Copy, V. {transcribe) iyypάφω, ava- ypάφω ; (imitate) μιμβομαι, εκμί- μέομαι; {to jpourtray^ of painters) άφομοίόω [βιαθρύπτομαί Coquet, V. ακκίζομαι, θηΧύνομαι, eV- Coquetry, aκκLσμhs, m. Coquette, Xwyas, f. Coquettish, Χαμυρ})8 Coral, KopdXXiov, n. κουράΧιον, η. Cord, σχο'ινοΞ, c. σχοινίον, η. rSvos, m. Cord, V. δέω, σφίyyω [ττΧόκαμοε, m. Cordial, ασττάσιοε, ιτρόθυμοε Cordiality, -προθυμία, f. φιΧαΧΧιηΧία, f. Cordially, adv. άσττασίωε, ττροθύμωε, ασμ4νού$ [m. Cordwainer, σκυτοτόμοε, m. σκυτ^υε, Coriaceous, σκύτινο$ Coriander, κοοίαννον, η. κορίανον, η. Corinth, Κόρινθοε, f. Corinthian, Kopiv0ios Corinthians, "Εφυροί, m. pi. Cork, φζΧΧ})5, m. Cork, V. βύω Cormorant, Xdpos, m. Corn, σίτο3, m. σιτίον, 7i. (esp.pJ.) : of corn, σιτηphs : scarcity of corn, σι70^€ια, f. Corn-dealer, σιτοττώΧηε, m. Corner, ywvia, f. ayKoov, m. Cornet, K4pas, n. 867 COS Corn-field, Xriiov, n. Corn-flower, κύανοε, f. [y€ΐσυv, n. Cornice, Opiytcos, rn. Θρίyκωμa, n. Corollary, 4τηφυρα, f. ττρυσθηκη, f. Coronal, στίμμα, η. στίφανο3, ra. Coronation, στ€φάνωσΐ3, f. Coronet, διάδημα, 7i. στ€φανίσκο9, m. Corporal, δεκάδαρχοε, m. Corporal, Corpoieal, σωματο€ΐδτ,5, σωματίΐώε Corporation, δημοε, m. ττοΧιτζία, f. Corps, Χόχοε, m. σττεΐρα, f. Corpse, σώμα, 7i. veKphs, m. ν4κυ$, m. Corpulence, ^ΓoXυσaρκίa,f. [τττώμα,η. Corpulent, μ€yaXόσωμos, ττοΧύσαρκοε Correct, όρθ})ε Correct, 1». i-πανορθόω, διορθόω, ευθΰιω, ιθύνω ; {of writinrj) μeraypάφω Correction, 4πανόρθωσιε. f. διόρθωσιε, /. ευθύνη, f. {chastisement) κόΧαοιε, f. κόΧασμα, η. κοΧασμ})$, m. σωφρο' νιστυε, f. Corrective, 4'πανορθωτικ})$, διορθωτικ6$ Correctly, adv. υρθώε, ορθά Correctness, ορθότηε, f. Corrector, βττανορθωτηε, Τϊΐ. σωφρο- νιστής, m. εΰθυνοε, m. Correspond, v. συμβαίνω, αρμόζω, συναρμόζω, συνά,^ω, συμφερω, εττομαι Correspondence, άκοΧυυθία, /. συμ- μετρία, f Correspondent, Corresponding, συν- φδ})ε, άκ6Χουθθ3, άρμόδιοε, σύμμε- τρος, σύνδρομοε Corroborate, ν. βεβαιόω, κρατύνω Corroboration, εττικύρωσιε, /. βεβαί· ωσιε, f. Corrode, v. σηττω, διaτρώyω, δάκνω Corroding, διάβοροε Corrosion, άvάβρωσιs,f. Corrosive, άναβρωτικ})3, σητττικ^ε Corrupt, {rotten) σα-πρίε ; {wrong, unjust) άδικος ; (bribed) δωροδόκος Corrupt, v. φθείρω, διαφθείρω, τταραΧ- Χάσσω, {ivitk bribes) καταδωροδοκίω Corrupter, φθορευς, m. διαφθορευε, 7η. Corruptible, φθαρτές, εύδιάφθορος Corruption, φθορά, f. διαφθορά, f. Corruptive, φθαρτικ})$ Corruptness, κακία, f. φθορά, /. Corsair, Χηϊστ^ρ, m. ττειρατ^ε, m. Corse, τντώμα, η. Corslet, θώραξ, m. ττεριθωρακίδιον, η. Coruscant, άστράπτων, Xaμπρhs, φα- Coruscation, άστραπτ], /. [ειν})$ Cosmetic, κοσμητικ})$ Cosmogony, κoσμoyovίa, f. Cosmographer, κυσμoypάφos, m. COS Cosmography, κυσμoyρaφίa, f. Cosmopolite, κοσμοττυλίτ-ηε, in. Cost, ^αττάνη, f. δαττάνημα, η. ανάλωμα, η. τίμτ), f. reAos, η. Cost, V. Ύί-γι/ομαι, καθίσταμαι Costive, areyvhs [ματία, f. Costliness, τΓυλυτ€λ€ία, f. ττολυχρη- Costly, iroXvreXrjs, ^a^τavηphs, ττολυ- δάτταΐΌί, ΐΓθ\ντίμ7]το3 \δίον, η. Cottage, καλνβη, f. €παυλΐ3, /. οΐκί- Cotton, ξνλυν, η. βύσσοε, f. : of cot- ton, i^vXivos, βΰοσινο3 Couch, K^xos, η. KeKTpov, η. κΚίσμ6$, m. κλίνη, f. eiriKXivrpov, η. κοίτη, f. Couch, V. κβΐμαι, κατάκβιμαί Couchant, κατακΧίνων Covenant, συνθήκη, /. συμβόΧαιον, η. συγγραφή, /. όμολοΎΐα. f. : to break a covenant, τταρασττονδβω Covenant, v. όμολο-γ^ω, συγ/ράφω, συμβάλλω, συντίθημι Covenant-breaker, τταράσ-πονδοε Cover, στ€y ασμα, η. κάλυμμα, η. ττζρικάλυμμα, η. περίβλημα, η. ^Χ- λυμα, η. Cover, ν. καλύπτω, κατακαλνπτω, επικαλύπτω, περικαλύπτω, στ4yω, στeyάζω, συστeyάζω, κρύπτω Covered, στeyaρhs, καλυπτ})5, κατηρβ- φηε \^στeyaσLS, /. CoveriDg, είλημα, η. στeyaσμa, η. Coverlet, στρωματβυε, m. priyos, η. Covert, βησσα, f. dpios, m. or η. Covert, κρυπτ})$ [φίω3 Covertly, adv. κρύβδην, κρυφή, κρυ- Covet, V. €πίθυμ4ω, ποθ^ω, αντέχομαι, ίμΕίρω Covetous, πλ€ον€κτικο9, πλζονάκτη8, φιλάρyυpos, φιλοχρηματοε : to be covetous, πλ€ον€κτ€ω, φιλυκερδίω : covetous man, πλεονεκτηε, m. φί- λο χρηματιστή s, m. Covetously, adv. πλ60ν€κτικώ$, φιλο- χρημάτωΞ Covetousness, πλ€ον€^ία, f. φιλοκέρ- δεια, f. φιλοχρηματία, /. Cough, β^ξ, c. Cough, V. βησσω Coulter, xjvis or ijvvis, f. Council, συνέδρων, η. συνεδρία, f. βουλή, f. αγορά, /. : to hold a coun- cil, άyopάoμaι, συμβουλεύω Council-chamber, βυυλευτηριον, η. Counsel, βυυλ}], f, βούλευμα, n. μη- Tis, f. συμβουλή, f. συμβουλία, f. παραίνεσίί, f. [ύποτιθημι, παραινεω Counsel, v. βουλεύω, συμβουλεύω, Counsellor, σύμβουλοι, in. βυυλeυτ})s, 308 COU m. πρ6βουλο$, m. σύνεδρος, m. : body of counsellors, βουλευτ^ιριον, η. Count, λoyισμhs, m. αριθμ})$, m. Count, V. άριΘμέω, καταριΘμέω, άπαριθ- μέω, λoyίζoμaι : to count up toge- ther, συλλoyίζoμaι Coimted in or among, εναρίθμιοε, μεταρίθμιοε : easily counted, εύ- αρίθμητοε, αριθμητές [οψίϊ, /. Countenance, πρόσωπον, η, ώψ, /. Countenance, ν. αντιλαμβάνω, προ- στατέω Counter, (shop-tahle) τραπέζιον, η. (pebble used for recJco7iing) \1/ηφο$,/. Counter to, adj. ivavTios ; adv. παρεκ, αντϊ [^ανάομαι Counteract, v. αντιπράσσω, αντιμη- Counterbalance, αντιρροπία, f. Counterbalance, v. αντιρρέπω^ olvtl- σηκόω Counterbalancing, αντισ'ί)κωσΐ5, f. Counterbalancing, αντίρροπος, αντί- σταθμοΒ \_άμει·^ις, f. ανταμοιβή, f, Counterchange, avτάλλayμa, η. αντ- Counterchange, ν, ανταλλάσσω, αντ- αμείβω [τίμησιε, f. Counter-estimate, αντιτίμημα,η. αντι- Counter-evidence, αντιμαρτύρησι$, /. Counterfeit, πλάσμα, η. μίμημα, η. Counterfeit, κίβδηλο$, υποβολιμαίος, παράσημος, πλασματώδης, πλασ μα- τιάς [ποιέομαι, πλάσσω Counterfeit, ν. παραποιέομαι, προσ- Countermand, ν. αντικελεύω Countermine, ν. αντορύσσω Counterpane, στρωματευς, m.ρηyoς,n. Counterpart, αντίστροφος [ψί^, /. Counterplea, avτιyρaφ^], f. avTiypa- Counterplead, v. άvτιλέyω, avτιλoyέω Counterplot, v. αντιβουλεύω, αντί- τεχνάζω Counterpoise, αντιρβοπία, f. [κόω Counterpoise, v. άντιρρέπω, άντιση- Countersign, v. παρασημαίνω Countless, μύριος, ανάριθμος, αναρίθ- μητος Country, (as oppos2d to toicns) ay ρhς, m. χώρος, m. χώρα, f. (a region) yri, f. χωρίον, 01. χθων, f. (native land) πατρίς, f. πάτρα, f. η πατρική : of the country, rustic, άyρoικoς, ayρε7oς, ay ρονόμος : of the comitry or region, επιχώριος, εyχώpιoς : of one's native country, πάτριος, πα- τρώος, οΙκεΊος Countryman, (rustic) &ypoικoς, m. άyριoς, m. άyp()της, m. άyρώστης, 'ΐη.χωρίτη^, m. {fdlow-cowntryman) cou ττατριώτης, m. 'πο\Ιτη9, m. συμπο- λίτη s, m. Countrywoman, (rustic) aypSris, f. aypoioiTiSjf. ayp0T€ipa, f. {of (he same country) πατριώτί5, f. no\ii]Tis,f. Couple, Sijo, δύω Couple, V. συνδυάζω, παραζίύγι/υμι Couplet, δίστιχον, η. Courage, άνδρβία, f. θάρσο9, η. μ4νο3, η. τόλμη, /. εύψι/χία, /. αρ€τ^, /. €υτολμία, /. : of good courage, ΐύθαρσ^ε : to take courage, Oap- σ4ω, τολμάω, αναθαρσίω Courageous, Ι^αψυχοί, άλκιμοε, ei/τολ- /uoy, ayadh^, θαρσαλ4θ3, ζύκάρδιοε, KpaT€phs [X«s, €υτόλμω3 Courageously, adv. Θαρσαλέω$, βυψι^ Courier, ^yyapos, m. ημ€ροδρόμο$, m. δρομ€ν5, m. Course, δρόμοε, m. δράμημα, η. δδ})$, ί' (ο/ ο fairs, of the stars, ^c.) φορά, f. {of the sun) δαξοδο$, f. {of an arrow) πορεία, f. {of dinner) π€ρί- οδθ5, f. : of course, άpάyκη, πάνυ μίν oZv Course, v. διώκω, θηράομαι Courser, κ^λη$, m. Court, αύλ^, /. {royal court) βσσί- λ€ίον, η. {court of justice) δικασ- T^jpLov, n. ay ορά, f. . Court, V. {woo, sue for) μνηστ^νω, μνάομαι; {seek to please) θερανβνω Courteous, €ύπρoσ·h,yopos, xapUis, άσ- Courteously, adv γαρ^ντωΒ [τ€ω$ Gourteousness, €irn ρoσηyoρίa, f. Ηη- TUS, /. Courtesan, πόρpη,f.χaμa^τύπη,f. 4πι- Courtesy, €πητΙ$, f. [μισθ\$, f Courtier, μνηστ^ρ, m. Courtly, auAi/cbs, ai^Ae/os Courtship, μνηστάα, f. μρηστ^νμα, η. Court-yard, ανλ^, /. Cousin, au€\pihs, m. av€\\/ia, f. Cow, βου$, f. Coward, Cowardly, ^νανδρο^, 56iAbs, &τολμο$, KaKhs, φιλόψυχοε, πυνηρο$'. to be a coward, φίλο-^υχύω, άτολ- μέω, τρ4ω Coward, άσπιδαποβλ^ε, m. Cowardice, άνανδρία, /. SeiAta, /. ατολμία, f. κακία, f. Cowardly, adv. άνάνδρωε [σω Cower, V. ύποπτησσω, πτ-ί^σσω, π'τώσ- Cowherd, βουκόλοε, m. βοηλάτη$, m βούτηε, m. Cow-shed, βούσταθμον, η. βόαυλοε,τη. Coxcomb, ταώε, m. Coy, αιδήμωί/, αΙδο7ο$ 369 CRE Coyness, αΙδημοσύνη, f [λ^ύω Cozen, V. παρακόπτω, καπηλίύω, συ- Crab, KapKivos, m. κάραβο^, rn. πάyυυ- pos, m. lθpωπhs, σκυθρ})^ Crabbed, δύσκολοι, στυyvhs, σκυ· Crabbedly, adv. δυσκόλω$ [τηε, f. Crabbed ness, δυσκολία, f. σκυθρωπό- Crack, άyμhs, m. κλάσιε, f f)ωyμη, f. σχ'Τα, /. Crack, v. άyvυμι, βηypυμι Crackle, v. βρομίω, σφapay€oμaι Crackling, σφάρayos, m. βρόμο5, m. Cradle, λίκνον, η. Craft, δόλο$, m. δόλωσιε, f κ€ρδο· ούνη, f. δολοπλοκία, f. Craftily, adv. πoικίλωs, κ€ρδαλ€ω$ Craftiness, δολοφροσύνη, f. Craftsman, τ4κτων, m. δημιoυpyhs, m. Crafty, δολβροε, δόλωε, δολόβιε, ποικί- Aos, τΓΟίκιλόβουλοε, Κ€ρδαλ€οε, αί- μνλο$, δολιόφρων Crag, κρημν})$, πι. ^αχία,/. [Αίψ Craggy, άπόκρημνοε, κρημνώδηε, alyi- Cram, v. ύπερπληρόω, 4μπληρόω, άνα- μ€στόω Cramp, σπαδων, /. σπασμΙε, πι. Cramp, ν. άντισπάω, σπάω Crane, yepauos, πι. {an engine) ouos, πι. Cranny, χάσμα, η. σχίσμα, η. Crash, κτύποε, τη, πάτayυs, πι. δοΰ- πο3, πι. Crash, υ. σμapay4ω, κοναβΙω, επικρο- Τ€ω, κτυπάω Crassitude, πaχΰτηs,f. Crate, ταρσ'όε, πι. τρασιά, f. Crave, v. δέομαι, 4ξαιτ€ω, λιπαρ4ω Crawfish, άστα/cbs, m. Crawl, V. €ρπω, €ρπύζω, Ιλνσπάομαι Crawling, €Ϊλητίκ}}ε, lλυσπaστικhs Craziness, 'άλη, /. οΊστροε, πι. παρα- κοπ)), f. πλάι/os φρένων, πι. Crazy, 6.φρων, φρβνοβλαβ^ε, ^Aebs, μανιώδη$ : to be crazy, άφροντίσ- τωε ίχω, παραπαίω Creak, ν. κλάζω, κρίζω, συρίζω Creaking, συpιyμos, m. σύpιyaa, η. Crease, τττι/χ^,/. πτυξ,f [Kpiy^,f. Crease, v. πτύσσω Create, v. ποι4ω, κτίζω Created, yζvητhs, ποιητο$ [(Tis, f. Creation, y4vζσιs, f. yeuvησts, f. κτί- Creative, ποιητικ})$ [κτιστ^ε, m. Creator, y^vv'i\τωρ, πι. ποιητ^ε, m. Creature, κτίσι$, f. κτίσμα, η. φυ- Credence, πίστιε, f. [τ^ν, η. Credibility, πιθανότηε, f. Credible, πιστ})ε, πιθαν^ε Credibly, adv. πιστών CRE CRU Credit, irians, f. h6^a, f. Credit, V. πιστζύω, ττίστιν δίΒωμι Creditable, a^L€7raiuos Creditor, χρήστη s, m. Credulitj^, ζύπιστία, f. Credulous, evmaros, €v-k€ictos Creek, koKttos, m. μυχόε, m. Creep, v. €ρπω, €ρπύζω : creep out, €^4ρπω, €ξ€ρτΓνζω : creep in, νφβρττω, €ΤΓ€ΐσδύω : creep on, ζφβρπω : creep up, ανέρτζω, παρ€ρπω : creep down, καθ^ριτω Creeping, epij/is, /. : creeping thing, kpnerhv, n. Creeping, kpTTvariKbs ; {of plants) τΓ€ρίστ€φη5, 7Τ€ρίαλλόκαυλο$ Crescent, μηρίσκο$, m. σβληι/ϊε, f. Crescent-shaped, μηuoeLBηSf σ^λη- vaios Cre.'^s, κάρΒαμον, η. Crest, \όφο3, m. Crevice, χάσμα, η. κλ^ιθρία, f. Crew, νπηρΕσία, f. ττΑηρωμα^ η. Crib, κάττΎ], f. φάτνη, f. Crib, V. άτταλξ'ίφω, κλέπτω Crier, κήρυξ, m. καλητωρ, m. Crime, KaKoipyia, f. κακονρ'/ημα, η. αμάρτημα, η. Crimeless, avaiTLOs, άβλαβη s Criminal, KaKovpyos, κακοττοώε, a^Tios, 'πονηρ})3 Criminal, KaKovpyos^m. άλ^ίτηε, m. Criminally, adv. iyκλημaτίκώs, κα- κώε Criminate, v. eyκaλίω, μέμφομαι Crimination, διαβολή, f. ϊyκλημa, n. Criminatory, κaτηyopικhs Crimson, φοίνιξ, m. Cringe, v. θώπτω, σα'ινω, ύττέρχομαι Cringing, θωπικ})5, θωπeυτLκhs Crinkle, ρυτ\3, f. Cripple, v. σιφλόω, κνλλόω Crippled, σιφλhs, κυλλ})$ Crippling, κνλλωσιε, /. ττηρωσιε, f. Crisis, ακμη, f. ροττη, f. Kaiphs, m. Crisp, V. ούλόω Crisp, ουλυε Crispness, ουλότηε,/. Criterion, κριτηριον, η. Critic, KpiTiKhs, ni. έττιτιμητ^ε, m. Critical, ακμαΊοε, κριτικόε Criticise, v. κρίνω, Επιτιμάω Criticism, €τητίμησι$, f. Croak, v. κρώζω, κράζω Croaking, κρωyμhs, m. Crockery, τά κεραμικά Crocodile, κροκό^βιλοε, τη. Crocus, up6Kos, ni. Crook, dyKiaTpov, n. Crook, V. άyκυλόω, σκολιόω, κάμπτω Crooked, σκολιόε, ay κύλοε, καμιτύλοε, €7ΓΐκάμτΓνλο$, yvaμ^ττ^s, ^Γλάyιos, yaμ^phs, στρββλόε Crookedly, adv. σκολιώε [τηε, f. Crookedness, σκυλιότηε, f. καμττυλό· Crop, ληΧον, η. φορά,/, {of α bird) T^P'nyopeoov, m. Crop, V. καρπόομαι, δράττομαι Cross, σταυροί, 7η. Cross, 'π■λάyιos,iyκάpσίos,λ€χpιos,λoξhs Cross, V. -π^ραιόομαι, Βιαττβράω, δια- πορεύομαι, διαβάλλω^ διαβαίνω, παρα- βάλλω : to make to cross, π€- ραιόω, διαβιβάζω ; to cross-ques- tion, δίΕρωτάω : to cross-examine, Crosswise, eyκapσίωs, φορμηδ})ν, λέχριε Crouch, ν. πτησσω, καταπτησσω, νπο- πτησσω, οκλάζω Crow, κόραξ, τη. κορώνη, /. : like a crow, κορακώδηε Crow, V. κοκκνζω, φωνέω Crowd, υχλοε, m. πληθοε, η. ομιλοε, τη. ομιλία, f : noisy crowd, oVa^os, m. κολοσυρτ})3, m. : in crowds, aOpoos, πνκιν})5 : in a crowd, adv. lλaδhvf όμίλαδ})ν, άyeληδhv Crowd, r. trans, σννβιλέω ; inirans, €ίλομαι, συν^ιλέομαι, δμιλέω Crowded, {of assemblies, ώο.) λαοσ- σ6ο3, πλζίστόμβροτοε Crown, στ€φανο5, m. στξφάνωμα, ??. {croiun of the head) κορυφή, f. βρeyμa, n. [_νίζ(^, άνά^ίω Crown, v. στ^φανόω, στέφω, στ^φα- Crowned, στ€φανηφόρο3, π€ριστ€φ^5 Cruciate, v. στρ^βλόω Crucible, χόανοε, m. Crucified, έσταυρωμένοε, στανρωθ€ΐ$ Crucifix, σταυρ})3, m. Crucifixion, σταύρωσιε, /. Cruciform, σταυρο^ιδηε Crucif}^, V. σταυρόω, άνασταυρόω, ava- Crude, 'άωρο$ \σκυλοπίζω Crudely, adv. ώμώ$ Crudeness, ώμότηε, f. Cruel, ώμ})5, σχέτλιοε, άμ^ίλιχοε, πικphs, &ypios : to be cruel, ay ριό- ομαι Cruelly, adv. ωμω$, πικρώε, dypia Cruelty, ώμότηε,/ πικρότηε. f. Cruet, ληκυθοε, f. ξμβάφιον, τι. Cruise, (ro?/a//e) διάπλοοε, m. ναυστολία, f. πορεία,/, (small vessel) φιάλη,/. Cruise, v. διαπλέω, vuoτίλλoμaι, ναυ· στολέω CRU CUR Crumb, i|/wyuby, m, ψΐξ, c. (crumh of bread) άττάραγοί, or -χυ$, rn. Crumble, v. ψάω, κατα\ρΎ}χυμαι Crumbling, xl^aOuphs, ψαθαροϊ Crush, V. συντρίβω, θρύπτω, ψλάω Crushing, Opv\pLS, f. Crust, μυστίλη,/. [tos, τραχυε Crusty, {crabbed) hv^icoKos, δυσάρ^σ- Cry, κραυ-γη, f. Ιαχη, /. u\o\uyr], f. υλoλυyμhs, m. βόαμα, η. {war-cvj/) άλαλη, f. (cry of birds) κλayy7], f. {child's cry) βληχτ], f Cry, V. κλάζω, ανακλάζω, κράζω, ava- κράζω, ολολύζω ; {especially of a war-cry, or sliout of joy) αλαλάζω, ζτταλαλάζω, αναβοάω, ζιαβοάω ; {as a child) βληχάομαι ; {weep) Βακρύω Crying, Βάκρυμα, η. Crystal, κρνσταλλοε, m. Crystalline. κρυστάλλινο$ Crystallise, v. κρυσταλλόω, τΐ^υνυμι Crystallised, κρυσταλλόπηκτοε Cub, βρ€φο5,7ΐ. σκνμνυε, m. νβοσσοε,τη. Cub, V. τίκτω Cube, κύβοε, m. Cubic, Cubical, κυβικ})3 Cubit, Tvrixvs, m. ττυγώ^', /. {a cubit long) τΓηχυα7ο5, ττηχνϊοε Cuckoo, κόκκυ^, m. {the cry) κόκκυ : to cry cuckoo, κοκκνζω Cucumber, olkvos, in. σίκυε, m. Cacumber-bed, σικυηλατορ, η. Cucumber-seed, σίκυον, η. Cud, {to chew the cud) μηρυκάομαι, μηρυκίζω, άναμηρνκάομαί [ταλυν, η. Cudgel, ρόπαΧον, η. κορΒνλη, f σκν- Cudgel, ν· ραβ^ίζω [ράπισμα, η. Cuff, κον^υλισμ^Β, m. κόλαφοε, πι. Cuff, ν. κορΒνλίζω, ραττίζω, κολαψίζω Cuirass, θώραξ, f. Cairassier^ θωρηκτ^ε, m. Cuish, τναραμ-ηρί^ίον^ η. Culinary, μayζιpLκhs Culminate, v. μ^σουραν^ω Culpable, αίτωε, μ6μτττ})$ Culprit, aAeiryjs, m. Cultivate, v. y€ωpyeω, €pyάζoμaι, i^ep- yάζoμaL ; {improve, practise) άσκ4ω Cultivation, y€ωpyίa, f. {training, practice) άσκησιε, f. Cultivator, y€ωρyhs, on. άροτηρ, m. {of arts, (tc.) άσκητ^5, m. Culture, same as Cultivate Culver, περιστερά, /. Cumber, v. βαρίρω, βμττο^ίζω Cumbersome, Cumbrous, βαρυε, ετΓαχθτ^^, βμπό^ίοε Cummin, κυμινον, η. 371 Cumulate, v. αθροίζω, συμφίρω, χών- ρυμι [τη. σώp€υσιs,f. Cunuilation, άθροισιε, f αθροισμΙε, Cunning, Ζόλοε, rn. κ^ρ^υσύνη, f. Ίτυλυφροσύρ-η, f μητιε, f τβχνη, /. : cunningtrick, ^τ/χαί/');,/. σί^ψίσ^α,τι. Cunning, δόλωε, δολόβιε, ^ολιάφρων, ποικίλοε, ττοικιλόμητιε, αίμνλυε, Κ€ρ- δαλεοϊ, σoψhε, πυλνπλοκοε : to be cunning, τ^χράζω, -ποικίλλομαι Cunningly, adv. πουάλωε, σ^σοφισ- μύνωε, δολοφρόρωε Cup, κρατΎ]ρ, m κυλίξ, /. φιάλη, /. κύαθοε, m. ίκπωμα, η : small cup, κυλίκιον, η. κυλίχνιον, η. κυλίσκιον,η. Cupbearer, οίνοχάυε, 'ΐη. : to be a cupbearer, υΐνοχυίω Cupboard, θηκη, f. σιπύη, f. Cupidity, ττλζον^ίία, f. 4πιθυμία, f Cur, Kvpidiov, n. Curable, Ιάσιμοε, ιατ})ε, άκ€στ})5 Curb, χαλιρ})ε, m, 7]uia,f. Curb, V. βπιστομίζω, χαλινόω, κολυνω Curdle, v. τρέφω, συνίστημι, TT'i)yvu' μι ; intrans. 'πηyvυμaι, τνρόομαι, Curdled, πηκτοε [τρζφομαι Cure, ϊαμα, η. ίασιε, /. Ιατρβία, /. άκοε, η. άκησμα, η. Cure, ν. Ιάομαι, Ιατρ^ύω, ακ€ομαι, θζρατΓβνω, απαλθ^ομαι, ύyιάζω Curer, ιατ^ρ, πι. ίατρ})ε, m. ακβστηε,πι. Curing, άκβσφόροε, τταιώνιοε, αλθηβιε Curiosity, {inquisitiveness) φιλοπ^νσ- ria,f. Curious, {inquisitive) φιλοπβυθηε, φιλόπ^υστοε, λιχphε, πeρίeρyoε Curl, ττλόκαμοε, m. βόστρυχοε, m. κίκιννοε, m. 6στλιy^, f. Curl, V. τΓλ€Κομαι, βοστρυχίζω Curliness, ουλότηε^ f. Curly, ουλοε : with curly hair, ουλ6- Θριξ, ούλόκομοε, ζλικυβόστρυχοε Current, ρόοε, m. ρο)], /. [δημοτικ})$ Current, {general) όλικοε ; { popular) Curry, v. ψηχω, κτ^νίζω Currycomb, \υστρ\ε, f. ψήκτρα, f. Currying,^ ψ ^|is, / Curse, άρα, f. κατάρα, f. [χομαι Curse, V. καταράομαι, άράομαι, κατεύ- Cursed, κατάρατοε, άραΊοε Cursorary, ταχνε, άμξληε, αμέριμνοι Cursorily, adv. τταρεργωί, ev παρόδφ Cursory, ταχνε, άμ€ληε Curt, σνντομοε, άπότ.ομοε, βραχνέ \λω Curtail, ν. κολούω, σνντ^μνω, σνστ4λ- Curtailed, μάονροε, μνονροε, κολοβοε Curtain, καταπ4τασμα, η. τταρα.,ί- ι τασμα, η. CUR DAN Curvature, καμττ^, f. καμτΓν\ότη9, f. Curve, α-γκω^, m. καμπή, f. Curve, V. κάμπτω, κνρτόω Curved, καμπνλοε, Kvpros, ayKvXos Cushion, rv\r„ f. στοιβη, f. Cuspated, ακαχμένοε Custody, ψυλακϊ], f. Custom, edos, n. Ίρόπο$, m. συρ^θΕΐα,/. 4πίτηΒ€υμα, η. ρόμιμορ, η. {tax) reAos, η. Customary, ν6μιμο$, ρυμιζόμβνοε, idas, €ΐωθώ5 : to be customary, κομίζομαι Customer, ώρητης, m. [rvpiov, η. Custom-house, τ^Χώνων, η. deKarev- Cut, τομη, f. τμήμα, η. τμησιε, f. Cut, τμητ})£, τομαΊο$, κονριμο$ : newl}^ cut, Ρ€0τομο$, ΐ'€0τμητο5, Ρ€0κοπτο£ Cut, V. τάμνω, συντέμνω, κόπτω, σνγκόπτω, Κζίρω, πρίω : cut off, αποτ€μνω, αποκόπτω, ϋποτ^μνω, αποκ^ίρω ; (intercept) απολαμβάνω, νποτ^μνω, αποκΑβίω : cut down, €κκόπτω, βπικόπτω, εκβάλλω : cut through, Βιακόπτω, διατέμνω : cut round, π^ριτ^μνω : cut in pieces, (of an army, ώο.) κατακόπτω, κατα- κτάω : cut up, (as a cook) μιστύλλω, διαμιστνΧλω, αρταμεω, κατακρβούρ- 'γεω : cut the throat, Βειροτομβω, αυχ€ρίζω : cut in two, δίχοτομεω Cutaneous, Sep^ari/cbs Cuticle, δερμάτων, η. Cutlass, μάχαιρα, f. ζίφίδίον, η. [m. Cutler, σίδιηροτ έκτων, m. μαχαιροποά)3. Cutler's shop, σώηρεΊον, η. Cut-purse, βαΚαντιοτόμο3, m. Cutting, τμησιε, f. τομη, f. κοπ^, /. : cutting off, αποτομ^, f. αποκοπή, f. (intercepting) απόλη\Ρί5, f. : cutting in two, διατομή, f. : cutting of a tree, κλήμα, οι. χάρα^, Ίη. Cutting, τμητίκοε, τόμοε Cuttle-fish, σηπία, f. τενθΙε, f. Cycle, κύκλοε, m. Cygnet, kvkvos, m. Cylinder, κύλινδροε, m. Cylindrical, κυλLvδpίκhs, κυλίνδροειδΊΐ9 Cymbal, κύμβαλον, η. Cynic, KwiKhs [ovpa, f. Cynosure (or Little Bear), Κυνόσ- Cypress, κυπάρισσος, f. : cypress grove, κυπαρίσσων, ni. : made of cypress, κυπαρίσσινοε Cyprus, Κύπρος,/. : of Cyprus, Κύπριοι Cyrene, Κυρηνη, f. Cyreneau, ΚυρηναΊος Cyrus, Kvpos, ni. CytisuH, κύτισυς, m. 372 D. Dactyl, δάκτυλοι, 7?i. Daffodil, άσφόδ^λος, m. [μάχαιρα, f. Dagger, εyχειρίδιov, n. ξΐφΊδιον, η. Daily, {by day) εφ-ημεριος,μεθ-ημεριν'ός', (every day) παράμερος, καθ7]μεριν})$, μεθτιμζ:ριν}}$, πανημερος ; adv. καθ' -ημεραν, δσ-ημεραι Daintily, adv. κομ·\\>ώς. τρυφερών Daintiness, τρυφ^, f. λιχνεία, /. κομ- ψβια, /. κομχΐ/ότηε, f. Dainty, λίχνευμα, η. Dainty, κoμ^l/hs, λίχνοε, τρυφερ})3 : to be dainty, κομ\1/ενω Dale, ay Kos, η. νάπη,/. Dalliance, οαριστυς, m. 6αρισμ6$, m, υάρισμα, η. oapos, m. φλυαρία, f. Dally, v. οαρίζω, φλυαρεω [yεφυpa, f. Dam, μητ-ηρ,/. {mole or bank) χώμα,η. Dam, V. (obstruct) aπoyεφυpόω, επι- χώννυμι Damage, ζημία, f. KaKhv, n. λύμη, /. πημα, οι. βλάβη, f. δηλημα, οι. : damages (m a lawsuit), ΰφλημα, η, τίμημα, οι. βλάβοε, οι. Damage, ν. βλάπτω, κακόω, ζημιόω, ελασσόω, σίνομαι Dame, δέσποινα, f. \yιyvώσκω Damn, r. κατακρίνω, καταράομαι, κατά- Damnable, καταλη^ιμος, κατάρατοε Damnation, κaτάyvωσιs, /. κατάκρι- Damned, κατάκριτος [σί5, Damp, ύyρότηs, f. πλάδοε, οι. Damp, 6yphs, πapδaκhς Damp, t\ ly ραίνω, τεyyω', (to dt^'^pirit) παραιρέυμαι : to be damp, πλαδάω Dampness, ύyρότηs, f. πλάδο?, οι. Damsel, κόρη, f. παρθένος, f. Dance, χόρος. on. χορεία,/, χόρευμα,η, υρχημα, οι. ορχησις, /. : war-dance, πυρριχη,/. : stage-dance, κόρδαξ. m. Dance, r. χορεύω, επιχορεύω, ορχεομαι, κωμάζω, σχηματίζω Dancer, ορχηστης, on. χορευτ)]ς, on. : female dancer, ορχηστρ\ς, /. χορεν- ris, / Dancing, χορεία,/, ορχησις, /. Dancing-master, υρχηστοδιδάσ κάλος, on. χοροδιδάσκαλος, on. Dancing-school, xop-nyiov, η. Dandle, v. πάλλω, ayκaλίζoμaι Dand}^ καλλωπιστ^ε, ni. Danger, κίνδυνος, m. ayu}v, on. : with- out danger, ακίνδυνος ; adv. -ως : to incur danu'or, κινδυνεύω, παρα- κινδυνεύω, άναρι^ίπτω κίνδυνον DAN Dangerless, aKivdvuos, ασφα\^$ Dangerous, iiriKiu^vyos, dcivhs, χαλ€- vhs, aipaXephs Dangerously, adv. ζΐτίκίν^ΰνω$ ^ Diiiiirle, V. €κκρ€μά^νυμι, 4κκρ€μαμαι, €^άιηομαί Dank, ^ιάβροχο$, vyphs, v0tlos DanubGj "Ιστροι, m. Dapper, iXacpphs ^ [^^^ Dapple, ttoiklXos, ποικιλόθερμων, σηκ - Dare, v. τολμάω, αποτολμάω, τλαω, κινδυνεύω : to be dared, τολμητ})^ Daring, τόλμη, f. ευτολμία, f. τόλμη- ais, f. Daring, τολ/χ7?ρδϊ, τολμι^€ί9, εϋτολμοε: daring everything, πάντολμο$'. not daring, }ίτολμο$ Daringly, adv. τολμ7}ρώ$, €υτόλμω5 Dark, σκοτάιθ5, σκότιθ5, OKOTeivhs, Ku^ipdios, μ€λα$, SiO^epbs, opcpvaios, Xvyaios ; {dark-coloured) Kvdueos, Kvauo€id^s, Κ€λαΐΡ05, πορψνρ€θ$, πςλ- λhs, μελά-γχιμοε; {of complexion) μ€λά'γχροο$, μελα'γχρωε, μβλανόχρο- 0S : to grow dark, συσκοτάζω Darken, v. αμανρόω, σκοτόω^ επισκο- τέω, κνεφάζω, σκιάζω Darkly, adv. σκοτζΐνώ$ Darkness, σκ6το$, m. & η, σκοτία, /. άχλυ$, / ζόφο^, τη. Kvicpas, η. hv6(pos, m. Darksome, Spo(p€phs, ζοφ0€ΐ9, ζοφώ^ηε Darling, μαλακίων, m. φιλοττάριον, η. Darn, v. ράπτω - Darnel, aJpa, /. ^ · Dart, ακόντων, η. jSeXos, η. βίλεμνον, Dart, V. ακοντίζω, 4ξακοντίζω, βάλλω, €ξαφίημι ; intrans. αϊσσω Darter, ακοντιστ^$, m. Dash, βολ)), /. Dash, v. ρίπτω, βάλλω; dash toge- ther, σν^κόπτω, συναράσσω-, in- trans. παίω, κλνζω : dash against, συμπίπτω Dashing, ρ6θίο$ : dashing against, ττρόσκρονσιε,/. πρόσρη^ιε, /. : dash- ing together, σύΎκρουσι$, f. Dastardj Dastardly, ^.vavhpos, KaKhs, θιιθ'ί]μων, άψι>χο? Date, xp6vos, m. {a fruit) βάλανο s, f* δάκτυλθ8. w. Date, V. άναφίρω eis Dative, η δοτικ^ι Daub, V. αλείφω, εμπλάσσω Daughter, θ^γάτ-ηρ, f. παΊε, /. Daughter-in-law, whs, f. Daunt, V. φοβεω, εκφοβεω, εκπλήσσω Dauntless, άφοβθ5, aSeTjs, άτρεστοε 373 DEA Dauntlessly, adv. άφόβωε, άδ€ώ5, άτρεστωε Dauntlessness, αφοβία, f. ατρεμία, f Dawn, ορΘρο3, m. περίορθρον, η. τ5 λυκαυ-γεε: at dawn, ΰρθριοε, ορθρι- vhs, άμα Trj ήμερα : to rise at dawn, ορθρεύω ' ^ ^ [λάμπω Dawn, V. ύποφαίνω, ύπερφαίνομαι, 4κ' Day, Ύ]μεpaJ. ΐιμαρ, η, : all day, πάνψ μαρ, πασαν ημεραν, κατ ήμαρ : every day, παν^ιμερο^, εφτ^μεροε,^ ήμάτιοε, μεθ7]μεριν})3, όσημεραι, καθ' εκάστην ημεραν, ανά πασαν ημεραν : lasting the Avhole day, πανημεριο$, ήμερη- σιο3 : lasting a day, εφημερο8 : last- ing ten days, δεχνμεροε : by day, ημεριν})3, μεθημεριθ3, ημάτιο$ ; adv, καθ" ημεραν, μεθ' ημεραν, η με pas ; to- day, σ-^μερον, Τ'}]μερα, καθ' ημεραν: the day before, η προτεραία : the next day, η ύστεραία : on the third day, τριταΊοε: on the tenth day, δεκατα7ο5 : to spend the day, ημε- ρεύω Daybreak, 6p0pos, m. : at daybreak, ϋπ' ορθρον, άμα τγ ήμερα Daylight, λύκη, /. Day star, φωσφόρο s, m. Dazzle, v. άμερδω Deacon, διάκονο3, m. Deaconry, διακονία, f. Dead, νεκρο$, νέκυε, θανάσιμος : the dead, ot κεκμηκότεε, ol κάτω : half- dead, ημιθνη$ : newly dead, νεοθν)]$ Deaden, v. άμενηνόω Deadly, όλεθριοε, 0\obs, θανάσιμος, θανατηφόρος, επιθάνατος Deadly, adv. θανασίμως Deadness, νάρκ-η, /. [κωφόομαι Deaf, κωφ))3, av^Koos : to be deaf, Deafen, v, εκκωφόω Deafness, κωφότης, f. \πενκινος Deal, πενκη, /. : of deal, πευκτ]εις, Deal, V. {distribute) νεμω, ταμιεύω ; {traffic or have dealings with) ayo- ράζω, χράομαι : easy to deal with, ενσνμβολος : hard to deal with, δνσνμβολος Dealer, ά-γοραστ^ς, m. έμπορος, m. Dealing, εμπορία, f. : dealings, και- νωνηματα, η. pi. συναλλαη^)], f. Dear, {beloved) προσφιλτ]ς, φίλος, ευ- φίλητος, KTjSeios ; {in pHce) τίμιος, έντιμος, πολυτελτ]ς : too dear, νπερ- τίμιος: to be dear or beloved, χαρίζομαι Dearly, adv. (with fondness) φίλωι, προσφιλώς; {in price) πολΧον^τ ιμίως DEA DEC Dearness, ττολυτζλ€ΐα, f. ττολυχρημα- Dearth, αψορία, f. αύχμ})$, m. [ria, f. Death, θάνατοι, m. μόροε, m. reXevTrj, f. oKeOpos, m. πότ^ο^, m. κηρ, f. : to put to death, θανατόω'. at the point of death, imQavaros : con- demned to death, €πίθαι/άτί05 Deathless, αθάνατοε Debar, v. ε^β/ργω, άποκλζίω Debark, v. €κβαίνω, αποβαίνω Debarkation, άπο)8ασί5, /. Debase, v. διαφθβίρω, κακόω, μ^ιόω^ ταπ^ινόω ; {of money) κιβδηλ^ύω Debasement, ταπβίρωσιε, f. Debatable, αμ(ρί\ο'γο$, αμφισβ-ητ-ητοΒ, όίμψίσβητησίμο^ Debate, αμφίσβΎ}τησι?, f. Βιάκρισιε, f. hvriXoyia^ /. [αμψισβητάω Debate, v. αμφιλά^ω, Εκκλ-ησιάζω, Debauch, v. καταισχύνω, διαφθείρω, μοιχενω [μοιχβντ^ε, m. Debauchee, ακόλαστοε, m. άσωτο5, m. Debauchery, ακολασία, f. ασωτία, f. Debenture, σύμβολον, η. συμβόλαιον, Debile, ασθενή s [η. Debilitate, v. ασθβνόω, καταΎ^υμι Debility, ασθένεια, f. Debt, υφείλημα, η. χρεο?, η, : bad debts, τα άττορα : to be in debt, οφειλεω : in debt, υττόχρεω^ : deep in debt, νττερχρεω8 Debtor, οφειλετηΒ, τη, 6φειλετι$, f. χρ'ί]στη5, m. Decade, δεκα5,/. Decalogue, ^εκάλoyos, m. Decamp, v. ανασκευάζω, άvaζεvyvυμι Decapitate, v. κεφαλοτομεω, καρατο- Decay, φθορά, f. μαρασμ})3, m. \^μεω Decay, v. φθίνω, γηράσκω, μαραίνομαι Decease, θάνατυ$, m. η αττόστασίΫ βίου Decease, ν_ θν^ισκω, τεΧευτάω Thv βίον Deceased, τεθνεώ5, αποθανών, κατοι- χόμενοΞ Deceit, απάτη, /. εξαπάτη, /. BSXos, τη. Deceitful, δόλιος, δολβρ^ί, απατηλ})5, απατ-ητικ^ς, κίβδηλοε Deceitfully, adv. δολερώς, απατηλώς Deceive, ν. απατάω, εξαπατάω, δολόω, κλέπτω, δια-φενδω, παρακρονω Deceiver, εξαπατητηρ, πι. ^Ρενστης,τη, 7\περοπευτΎ]3, m. December, Ποσειδεων, m. Decemvir, δεκάδαρχο3, m. [χία, /. Decemvirate, δεκαρχία, f. δεκαδαρ- Deccncy, κοσμιότης, f. σεμνότη$, f. ευπρέπεια, f. τ5 πρέπον Decennial, δεκαίτηροί, δεκαετής 374 Decent, εϋπρεπ7}ς, πρέπων, εύσχημων, καθΎ]κων [καθηκόντων Decently, adv. ευπρεπώε, εύκόσμως, Deception, απάτη, /. δόλο5, m. Deceptive, απατητικ})$, άττατηλ^ϊ, δόλιος Decide, ν. διayιyvώσκω, διακρίνω, δι- κάζω, εκδικάζω, κρίνω Decidedly, adv. ισχυρώς Decimal, δεκαταΐος Decimate, v. δεκατεύω Decimatiun, δεκάτευσις, f. Decipher, v. avayιyvώσκω \_κρισις, f. Decision, διάyvωσις, f. κρίσις, f. διά- Decisive, τέλειος, τεληεις, περαντικ'ός Decisively, adv. τελείως Deck, {of a ship) κατάστρωμα, η, σανίδωμα, η. [εκστελλω, σχηματίζω Deck, ν. κοσμεω^ κατακοσμεω, ασκεω, Decked, εύκοσμος, κατάφρακτος Declaim, ν. ρητορεύω, τρayq}δεω Declaimer, ρητορεύων, m. Declamation, ρητορεία, f. ατ^ώνισμα, η. λoyoπoιί'a, f Declamatory, ρητορικές [μύθος, m. Declaration, φάσις, f. λόyoς, m. Declarative, εξηyητLκhς, ερμηνευτικός Declaratory, άποφαντικ})ς, μηvυτικhς Declare, v. άποφαίνω, εκφαίνω, ava- φαίνω, ayopεύω, διayopεύω, εξεΊπον, φημΛ, λεyω, σημαίνω, μαρτυρεω ; (as an oracle) χράω ; {ivar) κατ- ayyελλω, προσεΊπον [απόκλισις, f. Declension, κλίσις, f. παράλλαξις, f Declination, άπόκλισις,f. παράλλαξις f. Decline, {a disease) τηκεδων, f. Decline, v. κλίνω, εκκλίνω, αποκλίνω, μεταπίπτω, παραλλάσσω ; {as an invitation) επαινεω Declivity, κλιτυς, f. καταβαθμ'ός, m. Decoct, v. 6ψω Decoction, ε\\/ημα, η. Decompose, v. διαλύω Decompound, v. διαλύω Decorate, v. κοσμεω, α/γάλλω [/χα, v. Decoration, κόσμος, m. εyκaλλώ^nσ' Decorous, ευπρεπής, εύσχ'ί]μων, κόσ- μιος, εύκοσμος Decorously, adv. εύκόσμως, εύτάκτως, εύσχημόνως, πρεπόντως Decorticate, ν. άπολεπω Decorum, εύκοσμία, f κοσμιότης, f. εύσχημοσύνη, f κόσμος, 7)1. Decoy, ; ν. παλεύω Decrease, μείωμα., η. Decrease, ν. μειόομαι, μινύθω .Decree, ^Τ]φος, f. χ^ηφισμα, η. δόyμaf η. βουλ)), f DEC Decree, v. \Ι/ηφίζω, τεκμαίρομαι, χειρο- τονεω, κρίνω, διαΎΐΎνωσκω Decrepit, iraKaihs, υιτεργϊ]ρω^ Decrepitude, παλαιότη':, f. Decry, v. διασύρω, βασκαίνω Decurion, δεκαδάρχη$, rii Decurrent, καταρΙ>εωρ Dedicate, υ. καθιερόω, ανατίθημι, ayίζω, καθαΎίζω, ίερόω Dedication, καθιερωσΐ3, f. ανάθεσΐ3, f Deduce, v. συλλογίζομαι, τεκμαίρομαι, τεκμηριόω, τταρά'γω Deducible, συλλοΎΐστεο5 [βάνω Deduct, ν, αφαιρεω, ύφαιρεω, άπολαμ- Deduction, {inference) συλλoyισμhs, m. ειτίλο^ο3, τη. {abating) μείωσΐ5,/. Deductive, σvλλoyιστικhs Deed, ερ^γον, η. irpa^is, f. ττρα'γμα, η. : good deed, αΎαθοερΥια, f. : evii deed, κακούργημα, η. [υμαι, οΊομαι Deem, v. ηyεoμaι, νομίζω, εχω, ττοιέ- Deep, {the sea) τα λαΊτμα βαλάσσ-ηΒ, Deep, βαθυ3 [θάλασσα, /. Deeply, adv. βαθέως Deer, ελαφος, c. δόρκαε, /. κεμαε, /. Deface, ν. ττερικόπτω, αικίζω Defamation, κακη^ορία, /. βλασφημία, /. διαβολή, /. Defamatory, βλάσφημος, βάσκανος Defame, ν. διαβάλλω, ατιμάζω, βλασ- φημεω, κaκηyoρεω [βλάσφημος, m. Defamer, διάβολος, m. βάσκανος, m. Default, ε-πίλει-^ις, f. ττταΊσμα, η. Defeat, ησσα,/. συμφορά,^/, τροπτ;, / Defeat, ν. νικάω, δαμάω, χειρόω ; {frustrate) διακρούω: to be defeated, ελασσόομαι, ησσάομαι [ενδεές Defect, αμάρτημα, η. έλλειμμα, η. Th Defection, αττόστασις, f. Defective, ελλητ^ς, ενδεΎ)ς Defence, ττροβολ^, f. πρόβλημα,^ η. άλκ^, /. ερυμα, η. {vindication) απολογία» /· Defenceless, έρημος, άνοιτλος, άφρακτοι Defend, ν. αμννω, ττροίσταμαι. άλε^ω, επαρκεω, ερύομαι; {vindicate) άπο- λο^εομαι, ύ'περα'κολο'γεομαι Defendant, δ φεύ^ων, δ κεκριμενος, αντίδικος, C, Defender, προστάτης, m. άλεξητηρ, πι. ττρόβολος, m. aρωyhς, m. Defending, αλε^ητ-ίιριος, aρωyhς, προ- στο.τ^ριος Defensible, εχνρ}>ς, ά'noλόyητoς Defensive, αμυντηριος Defer, ν. αναβάλλω, αποτίθεμαι, μέλλω Deference, εντρο-πη. f. ευλάβεια, f. Deferring, αναβολτ], f. μελλησις, /. 375 DEL Defiance, ιτρόκλησις, f. [έλλειμμα, η. Deficiency, ένδεια, f αττόλειχ^ις, f. Deficient, ενδεής, ελλιττης :^ to be deficient, επιλείττω, ελλείττω, λει,- τΓομαι ; impcrs. δε7, ττροσδει Defile, μυχός, πι. στενόττορον, η. Defile, ν. μιαίνω, καταμιαίνω, αισχύ- νω, μολύνω, φυρω Defiled, μολυνθείς, ττροστρυτταΊος Defilement, μίασμα, η. μάλυνσις, f. Define, v. ορίζω, διορίζω, περη/ράφω, διαιρεω Definite, αφωρισ μένος, ακριβής, βέβαιος Definition, όρισμ})ς, m. 'όρος, m. αφ- όρισμα, η. Definitive, θετικ})ς, δριστικος Deflection, εκκλισις,f. ^ Deflower, ν. διακορεύω, διακορεω^ καταισχύνω, φθείρω Defluxion, κατάβροια, f Deform, ν, αισχύνω, καταικίζω Deformed, άμορφοι, εμττηρος Deformity, αμορφία, /. αίσχος, η. Defraud, ν. αποστερεω, φηλόω, καττη- λεύω Κ Defrauder, αττοστερηττις, πι. φηλητης. Defrauding, a^ΓoστερησLς,f. aπaιoλ^J,f. Defray, v. τελεω, λύω, διαλύω Defunct, νεκρίς, τεθνηκως Defy, ν. ττροκαλεομαι Degeneracy, τταρατροττ)), /. Degenerate, ayεvης, δυσyεv7]ς Degenerate, ν, χείρων yίyvoμaι, εκ- πίπτω (εις) Degradation, ατιμία, f. αίσχος, η. Degrade, ν. ατιμόω, αίσχύνω Degree, τάξις, /. αξίωμα, η. : by de- grees, κατ 6λίyov Deject, V. καταπλήσσω, ταπεινόω : to be dejected, καταθυμεω, αδημυνεω Dejected, άθυμος, κατηφτ]ς, δύσθυμος Dejection, αθυμία, /. κατ-ί^φεια, /. Deify, ν. απυθεόω [ταπεινότης, /. Deign, ν. αξιόω Deity, θε}}ς, πι. δαίμων, m. δαιμόνων, η. Delay, διατριβτ], /. άναβολτι, /. οκνος, ϊϊΐ. μελλημα, η. μελλησις, f. μοντ),/. εδρα, f : without delay, ανεδην, ααελλητΧ Delay, ν, πεδάω, κaτείpyω, διάyω, επέχω ; intrans, διατρίβω, οκνεω, μέλλω, χρονίζω, εyχρovίζω, μένω, Delayer, μελλητης, m. [αναδύομαι Delectable, χαρίεις, ηδύς, θυμηδτ]ΐ Delectation, ηδος, η. τερ\^ις, /. Delegate, πρεσβυς, πρόβουλος, τη. Delegate, ν. επιτρέπω, επιστελλω, πέμπω DEL DEN Delegation, ιτρ^σβ^ία, f. Deleterious, βλαβ€ρ})$, oKiepios Deliberate, evXSyiaroSy wpoaiperhs Deliberate, v. βουλώνω, διαβουλεύομαι, μητιάω, χρηματίζω [λ€υμ4νω$ Deliberately, adv. 4σκζμμ€νω$, βββου- Deliberation, βουλτ], f. βον\€υσΐ5, /. "γνώμη,/. xSyos, m. λοΎισμοε, m. Deliberative, fiovXevriKhs Delicacy, τρυψτ}, f. αβρ6τη3, f. αβροσύνη, f. απαλότ'η5, /. : delica- cies, θάλ€α, η. pi. [aβphs, τβρηί' Delicate, λ€πτο5, άπαλδί, τρυφ€ρ})$, Delicately, adv. Tpvcpepcos, άβρώ5 : to live delicately, τρυφάω Delicateness, άπαλ jr^s, /. Delicious, yAvKvs^ rjBvs, μ€ίλιχο5 Deliciously, adv. ήδβω^ Delight, rep^iSf f. ευφροσνι/Ύ], f, -ηΒοι/η. f. χάρμα, η, χαρμάνη, /. χαρά,/ ηδυπάθεια, f. Delight, V. τέρπω, αρέσκω, ευφραίνω, €πayλdιζω ; intrans. χαίρω, ayaA- Χάομαι Delighted, άσμβνος, ττεριχαρ^^ Delightedly, adv. ασμενω$ Delightful, Tepirvhs, rjBhs, εύτ€ρτΓϊ)$., ipavvos, κ€χαρισμ€νο5 Delightfully, adv. τ€ρπνώ$ Delineate, v. ^πepιyράφω, hιaypάφω Delineation, ^ιayρaφ7], f. Delinquency, πλημμέλεια, f. σφάλμα j n. αμάρτημα, η. Delinquent, άλείτης, m. Delirious, φρενιτικ6$, εκστατικ})$ Delirium, φρενΊτι^, f. εκστασι$, f. Deliver, v. απαλλάσσω, λύω, απολύω, εκλύω, εκσώζω, σώζω, σαόω, ρύομαι, εξαφαιρεω ; {as α letter) δίαδίδω^ι, αποΒίδωμι, αποφέρω ", (of α midwife) λοχεύω, μαιεύομαι Deliverance, λύσΐ9, /. εκλνσιε, /. σωτηρία, /. άπaλλayη, f. Deliverer, σωτηρ, m. λντηρ, m. Delivery, λύσΐ8, f. ελευθερωσιε, f {of a ivoman) t0kos, m. μαίευσΐ3, f. Dell, βησσα,/ νάπη, f. ^yKos, n. Delude, v. απατάω, ύπερχομαι, ύπο- τρέχω, βλάπτω Deluder, ψ€υστη9, m. φεναξ, m. Delve, σκαπάνη, f. 6ρυyμa, η. Delve, v. σκάπτω, ορύσσω Delver, σκαφευε, m. σκαπτ^ρ, m. Deluge, κατακλυσμ})$, m. επίκλυσι$, f. Deluge, V. κατακλύζω Delusion, απάτη, f. Dehisivc, άπατητικ})^, άπατηλιοε Delusively, adv, ποικίλων 376 Demagogue, bημayωyhs, m. Demand, α'ίτημα, η. αίτησι$, f. σ^ί' ωσι$, f αξίωμα, η. επίτayμa, Π. Demand, ν. αΐτεω, εξαιτεω, άξιόω ; (as α debt) €yκaλεω : demand back, άπαιτεω : demand in return, άνταιτέω, άντικελεύω, άνταξιόω Demanded, aιτητhs Demean, v. (behave) εχομαι ; (conde- scend) συyκaθίημι Demeanour, τρόποε, m. σχήμα, η. Dementation, μανία, f. παραφροσύνη,/ Demerit, ava^ia,f. Demesne, κληροε, m. κληρονομιά, /. Demi-god, ημίθεοι, m. Demigration, μετoικίa,f μετοίκησιεφ Demise, θάνατο s, m. Demise, v. καταλείπω Democracy, δημοκρατία, f. : the de- mocracy, 6 δημοε, τ5 πληθοε Democratical, δημοκρατικ})5 Demolish, ν, καθαιρεω, εξαλείφω, 5t- αιρεω, περΘω, ίκπερθω, εξαλαπάζω^ αϊστόω Demolished, άνάστατοε, άϊστο$ Demolition, καθαίρεσιε. /. Demon, δαίμων, m δαιμόνων, η. Demonstrable, άποδεικτ})ε Demonstrate, ν. δείκννμι^ άποδείκνυμι, δηλόω, άποφαίνω Demonstration, aπόδειξLS,f.δεΊyμa, η. Demonstrative, δεικτικοε, άποδεικτικοε Demonstratively, adv. δεικτικώε Demur, οκνοε, m διατριβή, f. Demur, v. οκνεω, διατρίβω ; (in Ιαιν) πapaypάφoμa^ Demure, θεμερωπιε, σκυθρωπ})$, σεμ- vhs : to look demure, σεμνοπροσ- ωπεω Demurely, adv. σκυθρωπωε, σεμνώε [f. Demurrer, πapaypaφη, f. διαμαρτυρία, Den, θαλάμη, f είλυοε, m. άντρον, η. Deniable, αρν'ί]σιμο$ [ιφωλείε, m. Denial, άρνησιε, f. απόφασΐ5, f. Denizen, πολίτηε, m. Denominate, v. ονομάζω, καλεω Denomination, υνομα, η. επωνυμία, f. Denote, v. σημαίνω, επισημαίνω Denounce, v. κaτayopεύω, πρoayopεύω ; (inform against) yράφoμaι, άπoyρά- φω, εκδείκνυμι Dense, πυκvhs, στιφρ}>3, επητριμοε Densely, adv. πυρyηbhv, βύζην Density, πυκνότηε, /. [τρίμμα, 77. Dentifrice, 6δovτ6σμηyμa, η. όδοντό- Donudate, Denude, v. yυμv6ω, ψ<λ(ία> Denunciation, πaρayyελίa,f. φάσι$,/ Deny, V. άρνεομαι, απαρνεομαι, άντει- DEP noi^, αντιλέγω, απόφημι, αναίρομαι ; {on oath) α-πόμνυμι, ί^άμνυμι Depart, v. &7Γ€ΐμι, άττίρχομαι, ατταφω, αψορμάω, αποχ^ωρ^ω, μ€ταχωρίω^ άποβαίι^ω, άφίστημι, αττοίχομαι, ορμάω, μ^θίσταμαι, απαλλάσσομαι Departed, the, υί άτΓθ'γ€ΐ/όμ€ΐ/οι, οΐ κατοιχόμ€ΐ/οι Department, προαφβσίί, /. μζρ\$, f. Departure, 6|o5os, /. άτΓοχώρησι?, f. άτταλλαγτ/, /. Depend upon, v. άι^άκ€ΐμαι, αρτάυμαι, 4ζαρτάομαι, ττβριίσταμαι, 4παι/ακρζ- μάννυμαι [πίστίϊ, /. Depend an ce, πελατβ/α, /. {reliance) Dependant, τΓ€λάτη$, τη. TreAaris, /. Dependent on, vir^vOwos Depict, V. ^ράφω, καταΎράφω Deplorable, oiKipos, αξιόθρηνοε, κλαυ- rhs, πολυ^άκρυτο^ Deplorably, adv. οΙκτρω$ Deplore, v. οδύρομαι, δακρνω, κλαίω, θρηι/€ω, ολοφύρομαι, στ€νάχω Deponent, μάρτυε, m. Depopulate, v. βρημόω, ττορθΐω, κ^νόω Depopulated, ίρ-ημο^, Keuai/dpos Deport, v. βχομαι, προσφέρομαι Deportment, rpSiros, m. Depose, v. βκβάλλω, τταύω, καταπαύω, καταλύω ; {attest) μαρτυράω Deposing, κατάλυσι$, f. κατάπαυσις./. Deposit, παρακαταθ7}κη,/. καταθ-ηκη./, καταβολή,/. Θ4σί$,/. παρακαταβολτ), /. {of earth) πρ6σχωσΐ8, f. πρόσχυ- σί$, /. πρόσχ^υμα, η. Deposit, ν. τίθημι, αποτίθημι, κατα- τίθημι ; {of α river) προσχόω Deposition, ^κμαρτυρία, /. Depravation, παρατροπη, f διαφθορά, /. φθορά, f [τρέπω Deprave, υ. φθβίρω, διαφθείρω, παρα- Depraved, KaKhs, μοχθ'ηρ})5, φανλθ5 Depravity, μοχθηρία, /. κακία, f φαυ- λότΎ)5, /. [προσκυνάω Deprecate, ν. παραιτέομαι, απεύχομαι, Deprecation, παραίτ'ησι$, f Depreciate, v. φαυλίζω, διασύρω, κατα- φρονέω, ολί'γωρίω Depreciation, μικpoλoy>a, /. Depredate, v. συλάω, αρπάζω, διαρπά- ζω, λγστεύω Depredation, λγστεια, /. ^ιαρπα^η, f Depredator, λγστ^ί, m. κλ€πτη9, m. Depress, ν, καταβρίθω, συστέλλω^ συνέχω [f Depression, κατάτασιε, f. κατάθλι\\/ι$, Deprivation, στ€ρησΐ5, /. πaρa(p€σιs,f. Deprive, v. στβρέω. άττοστ^ρεω, αΦαι- 377 ρέω, έ^αιρέω, έρημόω, άμέρ^ω, άμ^ίρω : to be deprived of, έκπίπτω, τητά- ομαι, μονόομαι, χηρεύω, συλάημαι Doptli, βάθο9, η. β€ΐ/θο?, η. : depthf? {of the earth or neJher world), Kiv- n. {in pi.), κ^υθμων, m. {in 2>l.) Deputation, πρ^σβ^ία, f. Depute, v. πέμπω, αντικαθίστημι 1)α[η\ίγ,πρόβουλο$, m. συΎΎραφ€ν$, m. Derange,i;. ταράσσω, σνγχέω, έ^ίστημι^ τυρβάζω [ρ^Ι'^, /· Derangement, σύyχvσι?, f. συντά- Derelict^on,ά7ΓoλeίψίS,/. πapάλ€ι\pιs,f. Deride, v. κατα'γ^λάω, έγγ^λάω, χλευ- άζω Derider, χλ€υασττ]5, m. Ύ^λαστης, τη. Derision, κατάγβλωϊ, πι. χλζυασμ))$, m. Derisive, χλςυαστυώ^, κ€ρτόμ€05 Derivation, παρα-γωΎη, f Derivative, πaρa'yωyhs Derive, v. παρά-γω, •πορίζομαι ; {of words or names) παρωνυμίαζω Derived, παρώνυμο$ Derogate, v. έλασσόω, μ€ΐόω Derogation, μ€ίωσί5, f. άφαίρ€σι?, f. έλάσσωμα, η. Derogatory, μζΐωτικ})$, αφαιρζτικ})3 Descant, v. μακρη'γορέω, διαλέ-γομαι, νμνέω Descend, v. καταβαίνω, κάτ^ιμι, κατ- έρχομαι, καταΒύι/ω, ύποβαίρω : to descend from, έκΎίΎΐ/ομαι Descendant, Ύένο$, η. -γέν^θλον, η. πα?ί, C. νέπου3, C. cKyoi/os, τη. εττί- yoi/Qs, m. : to be a descendant, ^Κ'γί'γνομαι Descended, cKyovos, aπόyouos Descent, κατάβασΐ5, f {birth, race) yέveσιs^ f ανατολή, f. {invasion) απόβασιε, f εισβολή, f. Describe, v. συyyράφω, ^ιaypάφω Description, δίαγραito, άτίμασμ}>$, m. κaκoυpyίa, f. Dcbpoi], r. συλάω, σκυλ^νω, ληιζομαι u7>^ DET Despoliation, σκνλζία, f. σύλησα, f. Despond, v. αθυμ4ω, δυσθυμίω Despondency, άθυμία, f. δυσθιμία, /. Despondent, άθυμοε Desponding, άθυμοε, Ησθυμο$ Despondingly, adv. άθύμω^ Despot, δ€σπότ97ϊ, πι. τύραννο$, m. Despotic, δ6σποτί/<:^5, δεσπόσι/ί/ο^ Despotically, adv. ^^σποτικώΒ Despotism, δεσποτεία, /. Dessert, τρωκτα, η. pi. τpωyάλιov, η, Επιφορηματα, η. ρΐ. Destination, τέρμα, η. προορισμο3, m. Destine, v. τάσσω, τίθημι, τβκμαίρο- Destiny, μο7ρα, f [ααί Destitute, ivdeijs, eVt5e7?s, €ρημο9, Kevos, άκληροε, αμοιρο$ : to be destitute of, σπανίζω : to make destitute, ορφανίζω [δεία, /. Destitution, σπάνιε, f. άπορία, f. ev- Destroy, v. ολλυμι, άπόλλυμι, ^ιόλ- λυμί, φθξίρω, ^ιαφθξίρω, πέρθω, πορθβω, Βιαπέρθω, καθαιράω, ^ξαιρέω, αναλίσκω, έξαλζίφω : to be de- stroyed, φθίνω, καταφθίνω Destroyer, καθαψΕτ-ηε, m. πορθητγ,ε, πι. λυμαντηρ, ηΐ. δηλημων, m. άνα- τροπςυε, m. Destruction, ολώθροε, m. φθορά, /. διαφθορά, /. 6.τη, f. άνάστασιε, f. Destructive, ολέθρωε, 6λohs, ονλιοε, άλιτηριοε, πολυφθόροε Desuetude, ά-ηθβια, f. Desultory, ΒιάΒρομυε, αστατοε Detach, ν. χωρίζω, διαχωρίζω Detachment, μίροε, η. λόχοε, 7η. Detail, διέξοδοε, f. bι'ηyησιε, f. Detail, v. διβξζίμι, Βιβξέρχομαι Detain, v. βχω, κατέχω, ίσχω, κατ- ίσχω, κατακωλνω Detect, ν. λαμβάνω, φωράω, yvωpίζωy αίρέω, Εφευρίσκω : to be detected, αλίσκομαι, καθ^υρίσκομαι Detected, βπίληπτοε, βπίδηλοε Detection, άνακάλυ\Ριε, /. ληχ^ιε, /. Detention, κατοχή, f. Deter, v. έκπλησσω. αποτρέπω Deteriorate, v. βλάπτω, έλασσόω Deterioration, έλάττωσιε, f. Determent, έμπόΒων, η. Determinate, τακτυε, βέβαιοε, άκριβηε Determination, διάyvωσιε, f. βούλευ- μα, η. βουλή, / όρισμα, η. Determine, ν. (nsolvc, purpose) βου- λζύω, βούλομαι, δοκέω, Siayiy- νώσκω ; (fix) ^ρίζ<*}ί διορίζω ; (de- ride) κρίνω, δικάζω [juat Detest, ν, έχθαίρω, μισέω, μυσάττΟ' DET DIF Detestable, ixdphs, arvy^phs, β^€\υκ· rhs, μισ"ητ€05, ά·π:€χθ}}$, arvyir]Ths Detestably, adv. βχΟρώε, arvyepws Detestation, €χΘο5, η. μΙσο$, άπβχθξία, f. Dethrone, v. 4κβάλλω, καταλύω Detract from, v. μ^ιόω, ^Χασσόω, δζα- βάλλω, καταλα\4ω [κατ αλαλία, f. Detraction, μικpoλoyίa, f. μ€ίωσι$, f. Detractory, μζίωτίκ})$, άψαιρ€τικο5 Detriment, ζημία, f. βλαβϊ], f. λύμη,/. Detrimental, βλaβ€phs, (ττιζημιο^ Devastate, v. ιτορθβω, τίμνω, Βηλξομαι Devastation, 4ρ7]μωσΐ5, /. τμησί3, /. ττόρθησιε, /. Develope, ν. ανα^^ίκνυμι, ζηλόω Devest, ν, συλάω, απολύω, 4κ^ύω Deviate, ν. ττλανάομαι, άποττλανάομαι, τταρ^κκλίνω, τταρ^κβαινω Deviation, ττλάνη, /. παρ4κβασί9,/. Device, μηχαρτ],/. Ενθύμημα, η. (em- Mem) σημζίον, η. ^-πίσημον, η. σημα,η. Devil, Βίάβολοε, m. Devilish, δtaβoλικhs Devious, ιτλανοστιβ)]$ Devise, v. μηχανάομαι, ττ^ρίμηχανά- ομαι, ζύρίσκω, ζκψρορτίζω, συνάπτω Devoid, ίρημο3, Kevhs, eViSeT/s Devolve, v. 4ιηβάλλω, ττζρασταμαι^ ύττάρχω Devote, ν, ανατίθημι, καθί(:ρόω : " to devote oneself to, -προσέχω, έπι- Βίδωμι, ττρο'ιημί, ύττβχω Devotee^ ζηλωτ^5, πι. Devotion, €ύσ4βζΐα, /. Devotional, Θ€οσ€βϊ]3 [βρώσκω Devour, ν. κατ^σθίω, κa^aφάyω, βΐ' Devoured, Βιαβ6ρο5 Devouring, Βιαβόροε. ιτολυβ6ρο$ Devout, €ύσ€β^5 Devoutly, adv. €ύσ€βώ5 Dew, ΒρόσοΒ, f. ^ρση, /. Devt^y, Spo^epbs, evBpoaos, €vdpoaus Dexterity, Βζ^ίότηε, f. €τηΒ€ξιότη5, f. Dexterous, Be^ihs, iinde^ios, ταχύχ^φ Dextral, Be^ihs Diabolical, διαβολίκ})£ Diadem, στεφάνη, f. διά^νμα, η. Diagonal, BiayduvLos Diagram, ^ιάypaμμa, n. Dial, στοιχϋον, η. Dialect, 5iaAe/CTos, /. yλωσσa, f. Dialectic, Βιαλ^κτικ^Β Dialogue, Btάλoyos, m. Diameter, Sia/ierpcs, /, Diamond, άδά^ααί, m. Diana, "Αρτεμις, f. Αητωί$, f. Diaphanous, Βιαψανη3, biavyrji Diaphoretic, Βίαφορητίκ})^ Diaphragm, δLάφρayμa, n. νπόζωμα, η. φρην, f. Diarrha3a, διάρροια, f. Diary, (φημζρ\$,/. Diastole, διαστολτ], f. Dice-box, φιμοί, ni. -nvpyos, m. Dice-player, κυβ€υτη$, m. Dice-playing, κυββία, f. : to play at dice, κυββύω, άστρayaλίζω Dictate, ^Γaράyyeλμa, n. δίδayμa, n. Dictate, v. υποβάλλω, πapayy(λλω, 4πιτάσσω, ύ^Γayopeύω, i^ηyζoμaι Dictation, ύπαγορία, /. u7ray0peuaiS,f. Dictator, δικτάτωρ, m. Dictatorship, δικτατωρ^ία, f. Diction, Ae^is, /. φάσΐ3, /. Dictionary, Ae^t/ibi/, n. Didactic, διδακτικ})3 Die, κύβο3, m. aστράyaλos, m. : of oi* belonging to dice, κυβ€υτικ})$ Die, s. & V. {stain, colour). See Dye Die, V. θνησκω, αποθνήσκω, φθίνω or φθίω, ολλυμαι, απόλλυμαι, τ^λβυτάω, διαφθείρομαι, άπoyίyvoμaι, μεθίημι ψυχτ/ι/ : die for, προθνί^σκω, ύπερ- αποθν^^σκω: die in, 4νθνησκω, iv- τβλβυτάω : to be dead, οϊχομαι, άποίχομαι, κβΐμαι Diet, δίαιτα, f. τροφ-η, f. Diet, V. διαιτάω Differ, v. διαφέρω, διίσταμαι, διαλλάσ' σω, εναλλάσσω, ποικίλωε %χω ; {in opinion) avτιyvωμoveω, αντιδοκ4ω Difference, Th διάφορον, διάφορα, /. διάστασΐ5, f. άλλοιότηε, /. άνομοι- 6τη3,/. Different, διάφορο5, άλλο7ο$, eV^pos, avTios, €Τ6ρότροπο$: at different times, in different ways or places, άλλοτ€, 'άλλοθξν, άλλυδι$ Differently, adv. διαφερόντωε, erepct's, €Τ€ρτ]φι, δίχα, άλλοίω3 Difficult, χαλετΓ^ί, δύσκολο3, δυσχ€pηSf άpyaλ€os, άποροε, αμήχανοι, δυσ- κατάπρακτο3 ; {as α road) δύσβα- TOS, δύσπορο3'. very difficult, παγ- χάλ€πο3, ύπepμey€θη3 ; {difficidt to learn or understand) δυσμαθτ^ε, δυσ- καταμάθητο3 : δυσ- prefixed to a word gives it the signification of difficult to do, as, δύσαρκτο3, diffi- cult to govern. Difficulty, δυσχέρεια, f. δυσκολία, f, απορία, f. αμηχανία, f. : diffi- culties, τά άπορα, άvάyκη, f. : greatest difficulties, τά avayKaio- τατα : to be in difficulty, άπορ^ω, Β 2 1% DIF DIS αμηχαν^ω : with difficulty, μολί5, χαλ€πώ5, 7λισχρώ5, μό-γί^ : Avith great difficulty, irayxaXenws : without difficulty, aμoyητl biffidence, άτολ^ιία, /. αισχύνη, f. Diffident, άτο\μθ5, αΙ'^^]μων Diffuse, μακρ})3, πολυλόγο5 : to be diffuse, μaκpo\oy€ω, μηκννω Diffuse, V. 7Γ€ριχ€ω, αμφιχ^ω, δία- στΓζίρω, ^ίασκΕ^άννυμί Diffusely, adv, ζίακζχυμ€νω5, πλατ€ω5 Diffuseness, μaκρoλoyίa, f. ττολνλο- Diffusion, Βίάχυσΐ5, f. [yia, f. Dig, V. ορΰσσω, σκάπτω, Χαχα'ινω : dig through, ζωρϋσσω : dig up, i^- ορύσσω : dig around, ττ^ριορύσσω Digest, V. {of the stomach) ττβσσω, καταττέσσω, ζίαπ4σσω, καθ^χ^ω Digested, σηπτ^$ Digestible, ξνπβτΓτοε, eύκaτ€pyaστos Digesting, σ7]τττίκ})$, σ-ηπτ-ηριοΒ Digestion, ττεψί^, /. κστeρyaσίa, f. : good digestion, ευπεψία, /. : bad digestion, δυσπεψία, /. Digger, σκατηηρ, m. σκαφ€υ5, m. Digging, λάχη,/.: digging^ through, διωρυχ^, f. [αμφίΕννυμι Dight, V. 4πι.κοσμ€ω, παρασκ€υάζω. Digit, δάκτυλοι, m. Dignified, σ^μν})$, €ΐ^τιμο9 Dignify, v. τιμάω, ά^ωω Dignity, τιμτι, f. αξία, f. αξίωμα, η. σ€μρότη3, /. Digress, v. τταρατ ρ έπομαι, τταρ^κβαίνω Digression, τταρ^κβασίε, /. ^κτροπτ], /. Dike, τάφρο5, /. Dilapidate, ν. καταβάλλω, βρημόω Dilapidation , €ρ'ημωσΐ5, f. ανάστασί$, /. Dilate, ν. ^υρύνω, μηκνρω, μaκpηyop€ω Dilatorily, adv. σχολγ, βpa^ξωs, οκνηρώε [ttjs, /. Dilatoriness, σχολαιότηε^ f. βρα^ν- Dilatory, βρα^υ$, oKv-nphs Dilemma, δίλημμα, η. απορία, /. Diligence, σπουδή, /. βπιμβλβια, /. Diligent, σπουδαΓοϊ, eVi/xeAr/s, ψίλό- 7Γ01/05 : to be diligent, φιλοπορ^ω Diligently, adv. σπουδαίων, eVifieAcDs, φί\οπόρω5 Dilucid, φαν€ρ})3, €μφαντι$ Dilucidate, v. εμφανίζω, φαν^ρόω Dilute, V. δη€μαί Dim, άμαυρυε, άμβΚωπ})3, αΒηλο$ Dim, ν. άμαυρόω Dimension, μύτρον, η. μέτρημα, η. Diminish, ν. μ^ιόω, 4Κασσάω, άφαφίω, μινΰθω [μίννθτ]σΐ'ί, /. Diminution, μ^ίωμα, η. auωσLS, /. 3S0 Diminutive, μίκphs Diminutiveness, μικρότη-ϊ,/. Dimly, adv. αμανρώ^ Dimness, άμανρότηε, f. Dimple, y€λaσ7^/os, m. Dim-sighted, άμβλωπhs, αμβλυώπψΐ5 : to be dim-sighted, άμβλυωπ^ω Dim-sightedness, άμβλυωπία, f. Din, κτύποε, m. KXayyv, f. καναχη, f. πάτ ay OS, m. : Λνΐΐΐι a din, KKayyri- δοί/ Dine, v. δείττι/βω, δειπ^οττοίβο/χαί Dingy, ^υσόρφναω3 [_piov, η. Dining-room, τρίκ\ίνο3, w. Ιστίατο- Dinner, ^ζίπνον, η. : to give a dinner Dint, €μβoλη,f.πληy^],f. [to, Βξίπνίζω Diocese, Βίοίκησί5, f. Dip, V. βάπτω : to dip in, 4μβάπτω Diphthong, UφQoyyos, /. Diploma, δίπλωμα, η. Dipping, βαφή, f. βάχ^ιε, f. Dire, deiuhs, ahos, o/cpuoei? Direct, evdhs, opQos, lOvs Direct, v. ζυθννω, ιθύνω, κυβερνάω, τείνω, επιθύνω ; {order) κελεύω Direction, (course) ohos,/. {explana- tion, order) Β'ηλωσί3, f. δέδασκαλία, /. εντολή,/. Directly, adv. (in a straight line) ευθυ, εύθυε, Ιθυ ; {immediately) εύθυ, ευθυ$, εύθεω5, αντίκα Directness, ενθύτης, f. [επιστάτης, ?». Director, εύθυντηε, m. επίμελντη3, m. Direful, ^ειν})3, alvos, οκρυόεΐΞ Dirge, eprjvos, m. ίάλεμο3, rn.tλεyos, m. Dirk, μάχαιρα, f. Dirt, ρύπο8, m. λνμα, η. irriXhs, m. Dirtiness, ακαθαρσία, f. άλουσ'ια, f. αύχμ})3, ra. [tos, ^λουτο3 Dirty, αύχμηρο3, ρυπaphs, άκάθαρ- Dirty, v. μιαίνω, μολύνω, φύρω ' to be dirty, ρυπάω, ρυπαίνομαι, αυχμεω Disability, αμηχανία, f. ασθένεια,/. Disable, v. διαφθείρω, βλάπτω, κατα- λύω [/· Disadvantage, )8λά^3η,/. ζημία. / λύμη, Disadvantageous, ανεπιτηδειο3, αν- ωφελητο$, ζημιώΒη3, αλυσιτελής Disadvantageously, adv. κακώς, φαύ- \ccs L^pios, δύσνοος Disaffected, απ εστ ραμμένος, αλλό- Disaffection, κακόνοια, /. έχθρα, /. άλλοτρίωσις, /. Disagree, ν. διίσταμαι, διαφερομαι, διαφωνεω, l·ιχoyvωμovεω Disagreeable, άτερπ^ς, αχάριστος, άχαρις, λυπηρ})ς, άλyειvhς, ερyaλ(oς Disagreeably, adv. άη^ώς, λυπηρώς DIS Disagreeing, ^ίάφορο?, ασύμφωνο^ Diaagreement, διάφορα, f. διαψωι^ία, f. διχοστασία, f. Diyallow, v. άττβίποι/, fut. άπ^ρώ, άπαγορβυω, απαυΒάω, ζραντιόομαι Disallowed, απόρ^ητο^ Disannul, ν άποκυρόω, αναιρ€ω, απο- δοκιμάζω, άκυρον πο/βω Disappear, ν. αφανίζομαι, άψαντοε 'γΐ'γνομαι^ αττορΡ^ω, ^,φανΎ03 βαίνω Disappearance, αφάνισι$, /. Disappoint, ν. σφάλλω, άττοσφάλλω : to be disappointed, αποτυγχάνω, χ^/ξύΒομαι, διαμαρτάνω Disappointed, άπρακτος [tev^is,/. Disappointment, σφάλμα, η. από- Disapprobation, κατάμ^μχ^ιε, f απο- δοκιμασία, /. Disapprove, ν. μέμφομαι, αποδοκι- μάζω, καταγιγνώσκω Disarm, ν. αφοπλίζω Disarrange, ν. συγκλον4ω, τυρβάζω Disarranged, ασυσκ€ναστο5, άσύντακ- Toy [ταραχή, J. Disarray, αταξία, /. σύγχυσιε, /. Disaster, συμφορά, /. κακοπραγία, /. δυστύχημα, η. πταίσμα, η. Disastrous, διστοχης, 5eii/bs, KaKhs Disastrously, adv δυστυχώ$, κακώς Disavow, V. άρνίομαι, άπαρν^ομαι, άναίνομαι, α.πς.7ποι^ Disavowal, 6.pur\ois,f. άτιάρνησις, f. Disband, v. άφίημι^ διαφίημι, καταλύω, Disbanded, άφβτον [διαλύω Disbanding, καταλυσι^ / διάλυσίΞ, J. άφ6σι$, /. Disbark, same as Disembark Disbelief, απιστία, f Disbelieve, v. άπιστίω Disbeliever, 'άπιστο$ Disburden, v. κουφίζω. αποφορτίζω Disburse, v. αναλίσκω, καταναλίσκω, δαπανάω Disbursement, άνάΧωσίΒ, f. δαπάνη f. Discard, v. αφίημι, €κβάλλω, απορρίπτω Discern, v. νοέω, αισθάνομαι, κατ€75ον, όράω, δίΟ^ιγνωσκω Discernible, opaThs, €μφαν^5, κάτ- οπτο$, φav€phs οξύφρων^ γνωμονικ})$ Discernibly adv. φαν^ρώς, έπιφανώς, Discerning, οί^υδ^ρκης \πξ:φασμΕνως Discernment, σύΐ€σΐ5,/. φρόνησΐ5, f. Discharge, άφ(-σ.ς, f. κατάλνσις, /. διάλυσις, /. {of humours) κατάβρο- 09, m-. Discharge, v. {dismiss) άττοπ^υ,πω, ^κπ€μ.πω, διολύω, σφίημ.^ ; {as an office, promise, dc.) ^πιτ^λίω ; {as a 061 DIS deht) άποδίδωμι, 4πιτζλ4ω, διαλύω] {as a cixlprit) αφίημι ; {as an obli- (jation or duty) άποτ^λίω ; {as Λ river) άν€ρ€ύΎομαι ; {as a sore) άττο- πϋί'σκω Discliarged, {as a servant) άπόμισθοί Disciple, μαθηττ^ς, 'ΐη. όμιλητης, m. Discipline, μάθησις, f. σύντα^ις, f. μ€λ4τη, f. : good discipline, eu- ταξία,/. : bad discipline, αταξία,/. Discipline, v. τταιδβύω, συyκρor4ω, κοσμ4ω, τάσσω Disciplined, εύτακτος : to be disci- plined, ζύτακτ4ω Disclaim, v. άρν4ομαι, άπαρν4ομαι^ άπ^ΐπον, άφίσταμαι, 4ξόμνυμι Disclose, v. άνοίγνυμι, καλύπτω, δια- καλύπτω, 4κφαίνω, μηνύω, γνωρίζω, κατα'γΎ4λλω Disclosure, άνακάλυ\^/ις, f. φαν4ρωσΐ5, /. μΎ]νυμα, η. Discoloured, αίόλος Discomfit, ν. ησσάω, νικάω Discomfiture, ησσα, f. Discomfort, 'όχλος, m. δυσχ4ρ€ΐα. f. Discomfort, v. 4πιλυπ4ω, 4νοχλ4ω Discommend, v. ψεγω, μ4μφομαι Discommendable, 4πί^ο'γο$, μωμητ})5 Discommode, v. 4νοχλ4ω, βλάπτω Discommodious, ανΕπιτηδ^ωε, ασύμ- φορος, άχρηστος Discompose, ν. ταράσσω, 4κπλ'ί]σσω Discomposure, ίκπληξις, /. ταραχή,/ τάραγμα, η. Disconcert, ν. ταράσσω, 4κπλ'^\σσω Disconsolate, δυσπαρα^αυθητοϊ, άθυμος : to be disconsolate, άδημον4ω Discontent, δυσκολία, f. Discontented, δύσκολο£, μ€μ\ρίμοιρος : to be discontented, δυσκολαίνω, άχθομαι, αγανακτ4ω [δυσκολία, f. Discontentedness, Discontentment, Discontinuance, Discontinuation, άνάπαυσις, /. δίάλείψ:^, /. παύλα, f. Discontinue, v. παύομαι, λη-γω, 4π4χω. αφίημι Discord, ίρις, f. στάσις, f. διάφορα, /. διαφωνία, f. διχοστασία^/. {τη music) ασυμφωνία, /. αναρμοστία, /. Discordance, διαφωνία,/, διχοστασία,/. Discordant, ανάρμοστος, ασύμφωνος Discordantly, adv. άναρμόστως, άμού·· σως Discover, ν. βύρίσκω, 4ξ€υρίσκω, βττί- ^ιγνώσκω ; {detect) φωράω ; {reveal) φαίνω, παραγνμνόω, ανακαλύπτω Discoverable, ^ύρίτος Discoverer, ^ύρ4της, m. -τις, /.-, DIS DIS Discovery, εύρημα, η. fvpcais, f. e^- €νρημα, η. Discouuteuance, v. a5o|ea>, αττοΖοκι- μάζω, καταισχύνω Discourage, v. άποσττευδω, αποτρέπω, €κπ\7]σσω, καταπλήσσω Discouraged, άθυμοε, δνσθυμοε : to be discouraged, αβυμ4ω, δυσθυμβω Discouragement, κατάπλη^ιε, /. Discourse, xSyos, m. μνθθ3, m. διαλο- '}Ίσμ})ε, m. [ράομαί Discourse, v. διαΧ^Ύομαι, Keyw, ayo- Discourteous, δυσ7Γ€μφ€λο5 Discous, πλατύς, όμaλhs Discredit, oueidos, n. ά^οξία, f. Discredit, v. ατηστίω, άδοξ^ω Discreet, φρόνιμο5, σώφρων, σνν€τ})5 : to be discreet, σωφρον^ω Discreetly, adv. φρονίμω$, σωφρόνων Discrepancy, Βιαφορα, f. ανομοίότΊ]$, /. 4ναντίωσί8, f. Discretion, σωφροσύνη, f. φρόνησις, f. Discriminate, i'. διακρίνω, Ζια^ι^νώσκω, διαιράω Discrimination, σννβσίΒ,/. διάκρισι$,/. Discursory, XoyiKhs, €vθvμημaτικos Discus, ζίσκos, ra. [διατρίβω Discuss, V. δίaλ€yoμaι, ^πβξ^ρχομαι, Discussion, SicxAe/cros,/. ^vρayμaτξίa.f. λoyισμhs, m. bιaλoyισμhs. m. Disdain, vnepo\l/ia, f. καταφρόνησιε, f. Disdain, v. άνα^ιόω, νπβρφρονξω, κατα φρονξω, ατιμάζω, αποστρ4φομαι Disdainful, υβριστικ})8, ύπβρϋτττικ})^, καταφρον7]τικ})$ \^ώρω? Disdainfully, adv. νβριστικω5, όλι~ Disease, νόσο5, /. νόσ-ημα, η ό,σβ^· veia, f. αρρώστια, f. Diseased, voσ€phsJ νοσώδηε : to be diseased, νοσάω, ασθενίω, αρρωστά χ Disembark, v. βκβα'α-ω, αποβαίνω Disembarkation, άπόβασι$, f. Disembogue, ν, ζκδίδωμ· Disencumber, v. κουφίζω Disengage, r, ά^αλυα, α-ιίαλλάσσω, €\€υθΕρόω, χωρίζω Disengaged, αφ€το$, i\eύθ€pos ' to be disengaged, {at leisure) σχολάζω Disentangle, v. λύω, 4^€λίσσω Disenthral, v. ίλ^υθ^ρόω Disesteem, ατιμία, f άδο^ία, /, ύπβρ- οψία,/. Disesteem, v. ά,τιμάζω, άδοζ€ω, κατα- φρονίω, oλιyωpίω, ύπ^ροράω Diseateemed, ά-^ίμητοί, 6.δοξο5, υπίρ- Disfavour, φθόνο$, m. [οτττοί Disfigure, ν. αισχννω, κννζόω, ρυπαίνω Disfigurement, αΊσχυ?,Ή. 382 Disfranchise, ν. ατιμόω, επιτιμίαν άφαιρ€ομαι Disgorge, ν. €ξ€μ€ω, ζξβράω Disgrace, ΰν€ΐδθ5, ιι. αίσχοΐ, η, αισχύνη, f. λώβη, f. μώμos, in. Disgrace, v. αίσχύνω, καταισχύνω^ κaτ€λeyχω Disgraceful, α<σχρ5ϊ, ονβίδιστο^, eV- ονΕίδιστοε, αίσχυντηλοε, άσχημων Disgracefully, adv. αίσχρώε Disguise, Kpv\pis, f. Disguise, v. κρύπτω, αποκρύπτω, αμαλδύνω, καλύπτω [//i. Disgust, άση, f. βδeλυyμίa, f. κόροε, Disgust, V. άσάω : to be disgusted, δυσχεραίνω, άσάομαι, άδην εχω, βδβλύττομαι Disgusting, βδ€λυρ})ε, ασώδηε Dish, τταροψΐ^, /. λεκάνη, /. λοπα$, f. πατάνη, /". Disheai'ten, ΐ'. καταπλήσσω, εκπλήσσω^ .άθυμον ττοιβω : to be disheai'tened, αθυμεω Disheartened, άθυμον, δνσθυμοε Disherit, v. αποκληρόω, αποκηρύσσω Dishonest, ύδικο$, παλίνδικο$, μοχ- θηρhs : to be dishonest, άδικεω: dishonest action, αδίκημα, η. Dishonesty, αδικία, f. μοχθηρία, f. κιβδηλία, f. Dishonour, ατιμία,- f αδο^ία, f. Dishonour, v. ατιμάζω, άτιμάω Dishonourable, άτιμοε, άτίμαστοε, απότιμοε^ alσχphs [άκλίώ5 Dishonourably, adv. αΙσχρω$, ατίμωε, Dishonoured, άτιμοΞ, άτίμητο$ [/. Disinclination, αποτροπή, /. απέχθεια, Disincline, ν. αποτρέπω, αποστρέφω^ αβονλεω Disinclined, απρόθυμοι Disingenuous, ανελεύθεροι, διπλόοε Disinherit, ν. αποκληρόω, αποκηρύσσω Disinherited, αποκηρυκτο$. άπόκληροε Disinheriting, άποκλτ,ρωσιε, /. άποκη- pv^is, f άπόρβησΐ5, f. Disinter, ν, ανορύσσω Disinterested, αδέκαστοι [κάστω$ Disinterestedly, adv. ελευθερίωε. άδε- Disj oin, v. διaζεύyvυ^xι, aπείρyω, διείρ") ω Disjoint, ν, ε^αρθρόω Disjointed, ε^αρθρο? Disjunct, διαίρετοε, σχιστ})ε, διχοτόαοί Disjunction, διαίρεσιε. / διάζεν^ι$, f. Disjunctive, δLaζευκτ^κhs Disjunctively, adv. διακεκριμενωε Disk, δίσκοε, m. [m. Dislike, εχθο$, η. απέχθεια, f. φθόνοε, Dislike, r. επιφθονεω, στυ-γεω DIS Dislocate, v. 4ζαρΘρδω, τταραρθρίω, ^ι,ασΎρίφού Dislocated, e^apepos, -naXivoppos Dislocation, β^άρθρημα, η. €^άρθρησι^, f. TrapapOpva-LS, f. ^ ^ Dislodge, v. i^eXavuca, απ€λαννω, ίξωθ€ω, τταρωθ4ω, ανίστημι, €^οίκίζω, απαλλάσσω Disloyal, άπιστοι, irpoZoTLKhs Disloyally, adv. απίστων Disloyalty, άττιστία, /. προδοσία, /. Dismal, AevyaXeos, arvyuhs, alau7]S Dismally, adv, λeυyaλ€ωs Dismantle, v. ^υμν6ω, (χνασκ^υ^ψ Dismask, v. 4κκαΚύτΓτω, ανακαλύπτω Dismay, φ6βο$, m. τάρβο$, η. deus, η. καταπληξία, /. ^ ^ Dismay, ν. φοβ4ω, ταράσσω, ςκιτλ-ησ- σω, κατσ.τϊλ-ησσω Dismayed, ιτ6ρίψοβο5, τΓ€ριθαμβ^5, Disme, η^κάτη, /. ^ [βκψοβοε Dismember, ν. σπαράσσω, αμνσσω, κaτaκpeovρyeω, σχίζω, 8ιαρ7αμ4ω Dismiss, ν. άφίημι, Εκπέμπω, άπο- π4μτΓω, διαλύω, μ^θίημι, προίημι Dismissal, 'άφeσLs, /. άπόπε^ψια, /. Dismount, ν. αποβαίνω, καταβαίνω /. Disobedience, άπdθ€La,f, άνηκουστία^ Disobedient, άπβίθηΒ, άρυπ'ί}κοο5 : ^ to be disobedient, 6,π€ΐθ4ω, άνψ κουστάω ^ ^ Disobey, ν. άπαθέω, άπιστ^ω, υπακούω Disoblige, ν. βΚάπτω, χαλβπαίνω, προσκρούω {άττάνθρωποε Disobliging, αχάριστοι, χαλεποί, Disorder, αταξία, /. άκοσμία, /. τα- ραχή, /· rάpaξ^s, /. τύρβη,/. σύyχυ- σιε/ΐ (disease) νόσο5,/, {of α state) νόσημα, η. ^ [κλον^ω Disorder, ν. τυρβάζω, ταράσσω, συγ- Disorderly, άτα«:το5, ταραχώ^ηε, άσυν- TaKTOSj άvaτeτaρayμ4vos : to be disorderly, άτακτεο;, άκοσμ^ω Disorderly, adv. άτάκτωΒ, ταραχώδωα, τ€ταρα7Μ^'^^'^ Disorganise, v. κaτaρp'ηyvυμί, συν- τρίβω, κατακλάω Disorganised, άσυντα/ίτοϊ, άτακτοε ^ Disown, ν. άπ^Ίπον, άναίνομαι, dpveo- μαι, άπα^ίόω Dispand, ν. αναπτύσσω, άναπ^τάννυμι Disparage, ν. διασύρω, κατασμικρύνω, φαυλ'ίζω [φρόνησιε, /. Disparagement, uiKpoXoyia, f. κατα- Disparity, άνισότηε, f. άνομοιότηε,/. Dispassionate, άπαθη$ Dispassionately, adv. άπαθώε Dispatch, same as Despatch 383 DIS Dispel, V. οίττοσκ€δάννυμί, διασκ^^αν- νυμι, δίωθ€ω, ίκβάΚΚω, 4ξ€Καύνω, άπξλαύνω Dispond, ν. δαπανάω, καταοαπανάω, αναλίσκω, καταναλίσκω Dispensation, {distribution) διανομ)), /. διάδοσίϊ, /. μ^ρισμ^, m. (exemp- tion) άτ4λ€ία, f. ^ Dispense, v. ν^μω, διαδίδωμι, ταμι^υω Dispenser, ταμίας, πι. νομ^υ$, ηι. Dispeople, ν. κβνόω, άνυικίζω, ίρημόω, ζξοίκίζω ^ Disperse, ν. σκΕδάννυμι, διασκ^δαννομι, διασπείρω, διαχέω; intrans. δία- λύομαι, σκβδάνννμαι ^ Dispersed, σπορα$ ; adv. σποράδην Dispersion, σκέδασιε, /. ^ Dispirit, ν. &θυμον ποι^ω, €κ:πλήσσω : to be dispirited, άβυμ^ω Dispirited, άθυμοΞ, δύσθυμοε Dispiritedly, adv. δίατζθρυμμ€νω$ Dispiritedness, άθυμία, /. δυσθυμία, /. Displace, v. βξίστημι, ^ξοικίζω Display, 4πίδ€φ8, /. άπ6δ€ΐξί$, f. ^ Display, ν. δΕίκνυμι, Επίδβίκνυμι, άπο- δβίκννμι, φαίνω, ξκφαίνω, όποφαίνω, προτίθημ Displease, ν. απαρέσκω : to be dis- pleased, δυσαρβστβω, δυσφορίω, δυσχεραίνω Displeasing, άποθύμιοε, άπάρβστοα Displeasure, δυσαρεστησί^, /. θυμ})9, τη. opyi), /. Disport, παίδια, /. άθυρμα, η. Disport, ν. παίζω, ^ιάζω Disposal, διάθεσίΒ, /. διαθ-ηκη, /. : at the disposal of, ύπ^, eVi Dispose, V. διατίθημι, διατάσσω, συναρ- μόζω, διασκευάζω : to be disposed, διάκειμαι, φρον4ω, βχω, πάσχω Disposed, δίaτ€τayμevos : well or kindly disposed, ευφυ^ε, εΰνοοε, εϋφρων ^ Disposition, (arrangement) διάθεσιε,/. δίάταξίϊ, /. (of the mind) φυτ], f, ^Qos, η. opyTi, f. τρόπο$, m. νόημα, η. : good disposition, ευφυία, f. : bad disposition, καχεξία, f. : of the same disposition, δμότροπο5, δμοηθηε ^ , Dispossess, v. στερεω, άποστερεω, χφ- αιρεω, αμερδω ^ Dispossession, στερησιε, ./ άποστ€- ρησιε, f. άφαίρεσιε, /. Disposure, διάθεσιε,/, διαθτ^κη, /. Dispraise, \p0yos, m. μεμ\ρΐ5, /. Dispraise, v. \|/εyω, μέμφομαι Disproiit, ζημία, f, βλάβη, /. DIS Disprofit, V. βλάτΓτω, ζημιόω Disproof, €λ€γχοί, m. Avais, f. air- fλeyμhs, m. [/ αρρυθμία, f. Disproportion, άμ^τρία,/. ασυμμετρία. Disproportionate, άσύμμετροε, &μ€· rpos Disproportionately, adv. άσυμμ€τρω$ Disprove, v. eAe^xco, δίeλeyχω, διαλύω Disputable, dvriXeKTos, ipiarhs Disputant, Ρ€ίΚ€στηρ, m> epiar^s, m. (pL\6v^iK0Sf m. Disputation, δίάλεκτοϊ, /. 5iaAe|ty, /. aVTiXoyia, f. άμφισβ7]Ύησί5, f. Disputatious, dvTLXoyLKhs, epiariKhs Dispute, epis, f. peTkos, n. aywy, m. : verbal dispute, λoyoμaχίa, f. Dispute, V. άyτiλ€yω, άμψίσβητβω, διαμφισβητ€ω, διακρίνομαι, νεικίω, ayωvίζoμaι, βρίζω : dispute with, άντ€Ϊπον, άvτayωvίζoμaι Disputed, άμφίλoyos, άμψισβητ'ητοε Disputeless, άναμψισβητ-ητοε, άναμ- <ρισβ'ηΎ'ϊ]σιμο$, weXeyKTOs Disqualification, κώλυμα, η. Disqualify, ν. βλάπτω, διαφθείρω, κωλύω Disquiet, ταραχή, /. άχθοε, η. συγχυ- σ^^»/. [οχλ4ω Disquiet, 1?. ταράσσω, συyχ€ω, θράσσω, Disquietude, ταραχτ), /. ανία, f. σύy- Disquisition, 'π■payμaτeίa, f. [χυσΐ8, /. Disregard, αμέλεια, f. 6λιyωpίa, f. Disregard, v. άμελεω, τταραμελεω, ατιμάζω, ττεριοράω, παρέρχομαι Disregardful, κaτaφpouητικhs, άφρόν- Disrelish, απέχθεια, f. [τιστο$ Disrelish, v. α'ηδώ$ εχω, σικχαίνω Disreputable, aSo^os, αδόκιμοε, αίσ- Disreputably, adv. αισχρώ8 [xp'bs Disrepute, άδο^ία, /. δυσφημία, f. Disrespect, άλoyίa, f. ύπερηφανία, /. Disrespectful, 6λίyωpos, αναιδ^5 Disrespectfully, adv. oλιyώρωs Disrobe, v. εκδύω, άποδύω Disruption, διaβpayΎ], f. βηyμa, n. [/. Dissatisfaction, δυσαρ€ντ77σί5,/. αηδία, Dissatisfactory, δυσάρεστο$, ά-ηδηε Dissatisfy, v. απαρέσκω, δυσαρεστεω : to be dissatisfied, απαρέσκομαι, δυσφορεω, δυσχεραίνω Dissect, V. διατέμνω Dissection, ανατομή, f. Dissemblance, ειρωνεία,/, υπόκρυφι^,/. Dissenible, v. ειρωνεύομαι, ύποστελ- λομαι, αποκρύπτομαι DisKcniblcr, είρων, ηι. Disseinbliiig, ειρωνυώ^ 384 DIS , Dissemblingly, adv. εΙρωνικω$ Disseminate, v. διασπείρω, διαδίδωμ\ Dissemination, διασπορά, f. Dissension, ερΐ3, f. νε7κο5, η. διάστα· .<^*^ί/· διχοστασία, f. [χοστασία,/. Dissent, διάστο.σΐ5, /. διάφορα, f. δι- Dissent, ν. διίσταμαι, διχοστατεω, δι- χoyvωμovεω, διαφωνεω, άττοίδω Dissentious, εριστικ})$, φιλόνεικο$ Dissertation, λ6yos, m,σύyyρaμμa,n. πρayμaτείa, /. Disservice, βλαβ^, f. ζημία, f. λύμη, /. Disserviceable, βλαβερ})5, ασύμφυρύ$, άνωφελ^'ϊ, άνεπιτηδειθ5 Dissever, ν. διaζεύyvυμι, διατέμνω, διχοτομέω, διασχίζω Dissevering, διάζευξΐ5, /. διατομή), /. Dissimilar, άνόμοιοε, ετερότροποε Dissimilarity, ανομοι6τη3, /. διαφορό- Dissimilarly, adv ανομοίω$ [τη$, /. Dissimulation, ειρωνεία,/. απ6κρυ·^ΐ3,/ Dissipate, ν. σκεδάννυμι, διασκεδάννυ- μι, εκχεω, αναλίσκω : to be dissi- pated, ασωτεύομαι Dissipated, d/cpar^s, ^σωτο$ Dissipation, ασωτία, /. Dissolvable, διαλυτ})$, τηκτ})5 Dissoluble, διaλυτhs, τηκτ})$ Dissolve, v. λύω, διαλύω, τηκω, κατά- τηκω, χεω, διαχέω Dissolvent, διαλυτικοε, τηκτικ})5 Dissolver, διαλντηε, πι. Dissolute, &σωτθ5, άσελy^s, ακόλαστος Dissolutely, adv. άσώτωε, ανειμένως Dissoluteness, ασωτία, /. aσελy ε ια, /. Dissolution, λύσΐ5, /. διάλυσΐ5, /. κατάλυσΐ8, /. [death) ολεθρο$, τη. Dissonance, ασυμφωνία, /. διαφωνία /. απΎ}χεια, /. Dissonant, ασύμφωνο$, άμουσο$, διά- φωνοε, άπηχηε : to be dissonant, διαφωνεω, άπηχεω Dissuade, v. αποτρέπω, αποστρέφω, μεταπείθω, παραπείθω, απομνθεομαι Dissuasion, αποτροπή^ /. Dissuasive, αποτρεπτικ})3 Dissyllable, δίσι;λλα/3ία, /. δισύλλα- βον,η.: of twosylla])les,δίσύλλα)8os Distaff*, ηλακάτη, /. : with golden distaff, χρυσηλάκατοΒ Distance, απόστασιε, /. διάστασι$, /. διάστημα, η. : at a great distance, δια πολλού : at a little distance, δί' ύλίyoυ : at an equal distance, δχ' ίσου Distant, άπότροποε, τηλεποροε, τηλον- phs, εκτοποε,μακρί)$: to be distaut, άπεχω, δι^χω, διίσταμαι DIS Distaste, άπίχθβια, f. ναυσια., f. &ση, f. Distasteful, niKphs, άηδη^·, aSeu/cz/s, Distemper, p0aos, f. Distempered, uoaephs, νοσώ^7]3 : to be distempered, νοσ^ω [ττξτάννυμι Distend, v. retVo), διατ€ί^ω, τανύω, Distention, βκτασίϊ, /. didraais, f. Distich, δίστιχον,η. [στάζω, καταββ^ω Distil, V. άπολβίβω, καταΚύβω, άπο- Distillation, άπό(Γτα^ι$, f. Distmct, 4μ(ραν7]$, eVapy-^s, πρόδτρλοε^ (pavephs, aa$, m. άραδίτλω- GIS, f. Doubly, adv. διττλασίωε, δισσωε Doubt, άττορια, f. αμφιβολία, f. άμφι- λογ/α, /. αμηχανία, f. απιστία, f. \ 357 \ ■ ι DRA - : άμφισβητησι^, f. : to be in doubt, I iv άπόροΐΒ €ΐμΙ, απιστίαν %χω Doubt, V. άπορίω, άμφιyvoeω, διαπο- ρ€ω, διστάζω, άμηχανίω, μ^ρμηρίζω, ^νδοιάζω, άμφιλeyω Doubtful, άπορο$·, {of people) άμ-ί}- | χανο3, δίφρονηε, αμφίβυυλο$ ; {of ] things) aμφίλoyos, άμφίβολοε, δύσ- KpiTos, αμφισβητ^ισιμοε \ Doubtfully, adv. άμφιβόλωε, €νδοι- 1 αστώί, δυσκρίτως [τηSf /. \ Doubtfulness, αμφιβολία, f αδηλό- Doubtless, άναμφισβΊ}τητυε, άναμφί- \ λoyos : adv. αναμφισβητ^ιτωε, αν- \ aμφιλόyωs ι OovG, π€pLστζpa,f. πcλeίa,f. φάσσa,f I Dove-cote, πβριστβρξών, m. , Dove-like, π€ριστ€ρο€ΐδη5 ! Dough, στα7ε, η, στίαρ, η. : of dough, ; σταίτινο3, σταιτίτηε Doughty, άλκιμοε, KpaT€ph0€ω, ζκκρονω, διώκω, ζκβαλλω, ίκβιβάζω: to drive round, π^ρι- €\αννω : to drive into or to- wn rds, €ΐΓ€λανί/ω, τΐροσ^Καύνω^ 4μ- βάΚΚω : to drive together, συν- ζΚαυνω Drivel, κόρυζα^ f. σίαλορ, η. {an idiot, fool) aiaKos, m. IBicottjs, m. Di ivel, V. κορυζάω, σιαλοχοβω, Κηρ^ω Driveller, aiaXos, τη. Ιδιώτηε, m. Driver, ελαττ/ρ, w. (of horses or chariots) rjvioxos, m. κ^ντωρ, m. ιτΓπηλάτη5, m. {of a team) (ζυ^γηλά- τη$, m. (of oxen) βοηλάτ-ηε, m. Driving, Driving away, eXaffis, /. e^e\aais,f €KKpovais,f. {of horses or a chariot) διφρ^ία, f. ηνωχ^ία, f. ίπ~ ireia, f. : driving away, e\ari]pios, 4κκρουστικ})$ : fit for driving on, ίππάσιμοε^ Ιτητηλάσιοε Drizzle, v. ^Ρακάζω Drizzling, ^ακαε, f. \1/ακά'5ιορ, η. Droll, y€λωτoπoLhSf m. βωμο\6χο3,η/ι. Droll, yeXolos [m, Drollery, yeλωτo^Γoιi'a, f. χλeυaσμhs, Dromedary, κάμηλο5, c. Drone, κηφ^ν, m. Dronish, κνφηρώΒης Droop, v. μαραίνομαι, 7}μύω, καττιμνω Drooping, προπεττ/ί, προνωπ7]5 Di'op, στayωv, /. στάyμa, η. xj/aKas, f. \^as,ffiavls,f. : in drops, aray^i^v Drop, V. στάζω, σταλάω, καταστάζω, αποστάζω, καταβάλλω, μ^Οίημι, χ4ω ; intrans. καταλβίβομαι, καταχ^ακάζω ; {fall) πίπτω, καταπίπτω : to drop into, 4νστάζω, ενσταλάζω Dropping, στaXayμhs, m. Dropsical, ύδρωπικο$ [νδρωπιάω Dropsy, υδρωψ; m. : to have dropsy, 389 Drosp, σκωρία, f. Dro.ssy, σκωρίθ€ΐδη5 Drove, ay^Ky], f. πυίμνη, f. Drover, βυη\άτΎΐ5, m. βονκό\θ5, m, κ^ντωρ, m. \j^'-o-f /· Drought, αυχμ})$, m. ανυδρία, f. |rjpa- Drown, v. καταπυντόω, καταποντίζω Drowsily, adv. ρaθvμωs, 6κνηρώ$ Di-oWHiness, χάσμη, f νπνωδία, f. K7)Qapyia, f. Drowsy, ύπvώδηs, νπνωτικ})9, ληθαργί- Khs : to be drowsy, ύπνώσσω Drub, τνμμα, η. [ζω Drub, V. τνπτω, παίω, μaστιy6ω, ραπί- Drubbing, ράπισμα, η. Drudge, δυνλοε, τη. ανδράπυδον, η. Drudge, ν. δουλβύω Drudgery, ZuuAda, f. Drug, φάρμακον, η. : of or pertaining to drugs, φαρμακίκ})$ : using of drugs, φαρμακεία, f. φαρμάκ€υσί$. f. Druggist, φαρμακ€ν$, rn, φαρμακοπώ- Kris, m. : to be a druggist, φαρμα- κοπωΚ4ω Druggist's shop, φαρμακοπωΚ^Ιον DruDQ, τνμπανον, η, : to beat the drum, τυμπανίζω ['^Ρ^α, /. Drummer, τνμπανιστ^^, m. τυμπανίσ- Drunlv, μ4θυσο$, μ€θυστίΚοε, ύποπβπω- Kcos, TvapoLVLOs, πάροίνο5^ μβθυσθεί^ : to make drunk, μβθύσκω, κατα- μ€θύσκω : to be drunk, μβθύω, μΕθνσκομαι, οΐνόομαι Drunkard, φιλοπότηε, m. οΐνόφλν^, C. μζθυστ^Β, m. μΕθνστρια, f. Drunken, μ€θυσο$, μ€θυστίκ})$, ττάροι- VOS, υΙνυβαρ7]5, υποπ^πωκω$ Drunkenness, μ^θκ], /. μ€θυσΐ5, f οίνο' φλυyίa, /. φιΚοποσία, /. Dry, |97pbs, καπυρ})3, avos, avaXeos, άζα\4ο$, αυχμώδΎ\3, &βροχο3, άνυ- δρο5: very dry, νπ€ρξηρο3: dry land, -η ξηρά, τ5 ξηρον Dry, ν. ξηραίνω, αύαίνω, σκ€\λω : to be or become dry, ξηραίνομαι, κατά- ξηραίνομαι, σκ4λ\ομαι: to dry up, αποξηραίνω [f^^s, τη. αύον^, f. Dryness, ξηρ6τη$, f. ξηρασία, f. αυχ- Dual, δυaδικhs, δυϊκοε Dubious, δύσκριτο$^ απορο3, αμφισβ'ί)- τητο5, αμφίβο\ο$, aμφίXoyos, 6.δη- \os, μ€τ4ωρο5 [λωϊ, 4νδοιαστώ5 Dubiously, adv. δυσκρίτωε, αμφιβό- Dubitable, same as Dubious Duck, νήσσα, f. βασκα3, f. Duck, V. €μβάπτω, βάπτω Ducking, βαφ^, f. Duckling, νησσάριον, η. DUG EAR Duct, oxerhs, m. [τοί Ductile, €υάyωyos, €νπλαστο$, emjKa- Ductility, euaywyia, vireL^iSy f. Due, npoarjKou, μοίρα, f. οφ^ΊΧημα, 71. {of money) rh yLyv6μevov ; (tri- bute) βίσφορα, f. teXos, n. Due, καθ-ηκων, ττροσ'ηκων, aXaios, μοι- pios ; (of money) ζ'Kίyevόμevos : to be due, οφείλομαι D Liel, μονομαχία, f. Dug, μαστ})ε, m. Tirdhs, m. Dug, opvKrhs Dulcet^ rj^hs, yXvKvs, σχ)μφωνο5 Dull, αμβλύς, αναίσθητος, κωψ})ς : to make dull, αμβλύνω, απαμβλννω : to be dull, αμβλύνομαι Dullness, αμβλύτης^. κωφότης, f. (of sight) aμβλvωyμhsy m. Duly, adv. ακριβώς, κατ alcrav Dumb, κωφ})ς, άλαλος, άφωνος, άyλωσ- σος : to make dumb, κωφάω : to be or grow dumb, κωφάομαι Dumbness, κωφότης, f 4ν€0της, f. Dun, φαώς Dunce, Βν(τμαθ7]ς, άμαθης Dung, κόπρος, m. σπατίλη, f. σκώρ, η. βόρβορος, m. ονθος, m. : sheep- dung, σφύρας, f. : cow-dung, β6λι- Tos, m. -ov, n. Dung, V. κοπρίζω Dungeon, φυλακή, f yopyvρη, f Dunghill, Konpia,f. Dupe, ^υατΐάτητος, €ύ'ί}θης, βυττιστος Dupe, V. απατάω, φ^νακίζω Duplicate, avTiypa0ov, η. Duplicity, Ζιπλόη, f. Durability, βββαιότης, f. Durable, βέβαιος, χρόνιος, πολυχρό- νιος, €μπ€δος, βμμονος [βως Durably, adv. βφαίως, €μμ€νώς, €μπ6- Durance, φυλακή, f. Duration, διαμονή, f χρόνου μήκος During, prep, δια, κατά, παρα Dusk, κνβφας, η. όρφνη, f δβίλη, /. : at dusk, π€ρΙ δβίλην ^ Dusky, 5νοφ€ρ})ς, κν^φαως, 6ρφνα7ος Dust, κόνις, f κονία, f κονιορτος, ηι. σπoδhς,f. : cloud of dust, κονιορτος, m. κονίσαλος, m. Dust, V. (to clear from) σαίρω ; (to sprinkle with) κονίω, κονιορτόω Dusty, κόνιος, κονιορτώδης Duteous, same as Dutiful Dutiful, €ύπ€ΐθης, αΙδοΊος, κατηκοος Dutifullj^ adv. αΙδοΊως Dutifulness, αιδώς, f. Duty, 6φ€ΐλ)ι, f μίρος, η. Th καθήκον: duties, προσήκοντα, 7i. pi. : it is niy 31)0 duty, 4μόν eVrt, fj/cei 0?* καθ4\Κζί μοι, €μοϊ πρόσκειται : to do one's duty, π·οΐ€ω or πράσσω rh προσ- ήκον, τα δάοντα or & προσήκει, τα καθήκοντα αποτελεω or ποιεω : to fail in one's duty, προζίδοναι τα καθήκοντα Dwarf, νάννος, m. Dwarfish, ναννώδης, ναννοφυτ^ς Dwell, V. οίκεω, ενοικάω, κατοικεω, ναίω, 4νναίω, ναιετάω, διαιτάομαι, σκηνάομαι : to dwell near, παρ- οικεω, ττροσοικεω: to dwell with, συνοικβω, συνναιω Dweller, οικ'ί]τωρ, m. οίκηττ^ς, m. Dwelling, oίκησις,f. evaυλoς,m. aύλ^,f. στ€yη,f. : a dwelling in, β^/οίκησίί,/.: a dwelling near, παροίκησις, f : a dwelling together, συνοικία, f. : dwelling beyond, ύπεροικος : to change dwelling, μβτοικεω, μετ- οικίζω Dwindle, v. φθίω or φθίνω Dye, βαφτ], f. βάμμα, η. φάρμακον, η. Dye, V. βάπτω, χρωζο Dyed, βαπτ})ς Dyeing, βαφτί), f χρώσις, f Dyer, βαφευς, m. Dynasty, δυναστεία, f. Dysentery, δυσεντερία, /. Dyspepsj", δυσπεψία, f. Ε. Each, έκαστος, εις έκαστος, εκαστός τις : each of two, each singly, εκάτερος : each other, αλλ-ί^λων : from each side, εκάτερθε : each time, εκάστοτε Eager, πρόθυμος, μεμαως, έντονος, π-ρόφρων, σφοδρ})ς, σπουδαΊος :^ to be eager, προθυμεομαι, σπουδάζω, μαι- μάω, όρμάομαι, εντείνω Eagerly, adv. προθύμως, εντόνως, δρμη- τικώς, σπουδαίως, προφρονεως Eagerness, προθυμία, /. σπουδ)], /. Eagle, άετhς, m. : sea engle, αλιαετος, m. : black e;iglc, μελανάετος, 7ii. : like an eagle, άετώδης Eaglet, άετιδευς, m. Ear, ους (gen. ωτhς), 7i. ουας, η. (of corn) στάχυς, m. άστάχυς, m. αθ),μ, m. άνθεριξ, m. l<]ar-ache, ώταλγία, /. ICarliness, πρω'ιότης, f. EAR EDI Early, irpcJcLos {contr. Trpwos), ττρωϊμος, (jpepios, έφοί : earlier, irpdrepos Early, adv. πρωί', 'ίωθ^ν : earlier, irp6- repov Earn, v. κτάομαι, ^ργά^ο^ααί, i^^pyd- ζομαι, άρνυμαι, Κ€ρΒαίνω Earnest, Earnest money, άβ(>αβωι^, m. irpddoais, f. : to receive as an earnest, ττροΚαμβάνω Earnest, σπουδαίοι, acpo^phs, XiirapTjs, arei/^s, iKTiv))s\ to be earnest, Earnestly, adv. σ'πον^αίω$, σφόδρα, €ΐηστρ€(ρώ5, Siarera/^eVcos, φιλο- τίμω5 Earnestness, σττου^,/. e/creVe/a, /. Ear-ring, €λίκτ^ρ, m. €λιξ, f. Χνώτων, η. άρτημα, η. Earth, 7^, /· 7»^^» /· X^^^ff- "^^^ον, η. βώλοε,/. η οΙκουμ4ν7] : of the earth, χθ6νιο$, yifCvos : in the earth, yd'ios, χαμ'η\})8 : living on the earth, ^πιχθόνιοε, ^yy€ios : on the earth, χαμάΐ : to the earth, χαμαζί, nebovBe : from the earth, χαμόθζϊ/ : to earth up, ττροσχώννυμι, auri- Ίτροσαμάομαι Earth-born, yηy€P^s Earthen, Κ€ράμω3, κ€ράμζωε, Κ€ρά- ULVOSf πήλίί/οϊ, χντρ€ίοε ικ€ραμΐ5, f. Earthenware, κεράμων, η. κ^ραμο3,ηίί. Earthly, xQ6vlos, iyy^ios, iiriyeios, ^Ίηχθόι/ίθ$ Earthquake, σ€ΐσμ'65, m. βηκτΎ]ε, m. EarthΛVorm, σκώληξ, m. Earthy, yηω^^s Ease, {rest, leimre) σχοΧ)), f. Ραστώνη, f. {comfort) €ύμάρ€ία, f. {facility) ζϋπορία, f. βυττετβία, /. Ease, V. 4λαφριζω, €λαφρννω, αττον^ω Easier, compar. [>4^v, pritrepos Easiest, sttperl. pacrros, priiraros Easily, adv. paBiws, αττόι/ωί, ευπβτώχ·, €ύπόρω5, OLKoyirl, άσπουδί, φαύλως : more easily, pyitrcpov, paou: most easily, Ρηίτβρα, paara Easiness, {ease, convenience) €ύμάρ€ΐα, f. {of work) €VKowia, f. {of disposi- tion) evKoXia, f. vypSrris, f. πραό- TVS.f. East, '^ioiSjf. T]chSf f. ανατολή, f. : from Easter, ττάσχα, η. [the east, τ}ώθ€ν Easterly, ιτροστ]φυ$ Eastern, ii^os, t]oIgs East-wind, E^pos, m, απηλιώτη$, m. Easy, pc^^ioSf βλαφρ^ί, ΐΰττορυ^, evne- r^s, κυνφθ3, φανλοε, anoi/os, evirpaK- Tos, €VKaT4pyaaTos {of dispoai- 891 tion) etjKoXos; {of approach) ^νττρόσ- o5os, (ύτΓρόσίτοε ; {to dujest) (ϋπίττ- ros ; {to be entreated) €ύπαθτ]5^ Eat, V. βσθίω (fiU. ί^ομαί, 2 aor. ίφayov^ inf. φατγ^ΐν), βιβρώσκω, τρώγω, δαί- ι/υμαί," σιτ^υμαι : to eat up, κατ- €σθίω (2 aor. inf. καταφατγ^ν), κατά.- βιβρώσκω, iκτpώyω : to eatgreedily, κάπτω : to eat immoderately, ύτΓζρβσθίω : to eat secretly, ύπο- τpώyω [4δώδιμο? Eatable, Tpco/crbs, τρώξιμοε, βρώσιμο5, Eatables, τά εδώδι^αα Eaten, βδεστϋί: half-eaten, 7)μίβρωτο$ Eater, βδεσττ^ί, m. Eating, βρώσΐ3, f. ίσθησ^s,f. Eating together or with, σύσσιτο$ Eaves, yύσov, n. [τταλίρΡοια, f. Ebb, &μττωτι$, f. : ebb and flow, Ebony, e/36i/os, /. €β€ΐ/'η, f. Ebriety, μβθη,^. oivoφ\υyί(x, f. Ebullition, feVis, /. ο.νάζ€σι$, f. Ecclesiastic, €κκλησίαστΎ}5, m. Ecclesiastical, ^κκ\Ύΐσιαστικ6$ Echo, ηχώ, f. Echo, V. avrrix^oj Echoing, αι^τ'ίιχησίε, f. Echoing, avriboviTos, avrirxmos Eclairciss-ement, φαν€ρωσί$, f. δήλα>- σΐ3, f. €ρμηι/€ία, f. [μία, f. Eclat, λαμπρότηε, f. evBo^ia, f. €υφψ Eclectic, iK\€KTLKhs Eclipse, €K\€i^is, f. μζταβολ^ ηλίου : to be eclipsed, ^κλ^ίττω Ecliptic, iic\€LTTTiKhs Eclogue, iKXoyr), f. Economical (frugal), φ€ΐ^ωλ})5; {of management) οικονομικ})$ : to be economical, φείδομαι Economy {frugality), φβίδώ, /. φ^ι^ω- λία, f. {management or disposition of things) οίκονομία, /. Ecstasy, ^κστασιε, f. Ecstatic, 4κστατίκ})3 Eddy, hivri, f. dTuos, m. στpoφάλιyξ, f. : with deep eddies, βαθυδί^ης, βαΘνΒΐρ^€ίε Eddy, V. 5ίΡ€ω, Ελίσσομαι Eddying, Siu-ijeLs, eXt/cbs EJge (of an instrument), ακωκ^, f. ακμ)), f. y4vvs, f. στόμα, η. {of a cliff, garment, ^c.) xe7\os, n. κράστΓ^^ον, η. : to give an edge to, στομόω Edgeless, αμβλυ5 Edible, εδεστοί, 4ΒώΒιμο9, τρώξιμο5 Edict, iyrok^, f. ^Γpόσrayμa, n. EDI ^ψ€τμΊ], f. (decree, as of an assem- lly)r\^ricpos,f. (/. EdificatioD, ^ι^ασκαλία, f. val^evais, Edifice, οΙκο^όμημα, η. υΙκοΒομη, f. οίκημα, η. ^ώμα, η. κτίσμα, η. Edify, ν. τταώβύω, δώάσκω Edile, α-γορανόμοΒ, m. άστυι/όμοε, τη. Edilesliip, αΎορανομία, /. αστυνομία, f. Edition, ^κδοσιε, f. Educate, v. rp4(pw, iraidevw, eKiraidevw, παίδαγωγεω, δώάσκω, ά-γω : to edu- cate together, συμπαιδβνω Education, naideia, f. Traidevais, f. ^ΓaLδayωyίa, f. τροψ^, f. διδασκαλία, f. μάθησί5, f. [771. Educator, διδάσκαλοε, m. παίδβι/τ^ί Educe, V. β^άγω '^7Χ^^^^) /· iyx€X€LOp, n. Efface, V. έ^αΧ^ιφω, άττοτρίβω, ^κνίζω, ^κτηκω, αποΧύω, αναΚαμβάνω: easy to be effaced, eve^aKeiirros Effect, δΰναμΐ8, f. €Ρ€ργημα, η. atroTe- λξσμα, η. Effect, V. δίατράσσω, a^τepyάζoμaί, ΐΓοΐ€ω, ξπίΤ€λ€ω, αννω Effective, rrpaKTiKos, evepyos, iyepyrjs, αννσιμοε, ανυστικ})8, δραστηριοε Effectively, adv. iyepyccs, ανυσίμω8 Effectless, άττρακτοί, ασθ€ν^$, αδΰνα- TOS, άχρηστοί Effects, (goods) σύσία, f. [riKhs Effectual, αρύσιμοε, reXeios, ivepyr]- Effectually, adv. τ^λ^ίωε [ττλ-ηρόω Effectuate, v. reAew, πληρόω, dva- Effeminacy, μαλακία, /. άνανδρία, f. θηλνττηε, f. αβρότηΒ, f. Effeminate, 6.νανδρο3, μαλακ))$, άβρ}}8, Θηλυ$ : effeminate man, yvvvLs, m. : to be effeminate, μαλακίζομαι, θη- λύνομαι [κ€ίω$, μαλακώ5 Effeminately, adv. άνάνδρωε, yvvai- Efficacious, δραστ'ί}ρί05, άνύσίμο5, '^υστίκ})5 Efficaciously, adv. άνυσίμω8, ei epyws Efficacy, δρaσίs,f. δνναμιε,/. dperrj,/. Efficiency, ζτνη-ηδζΐάτ'ηΞ, /. δύμαμΐ5, f. Efficient, €'πίΤ'ηδ€ΐο$ Efficiently, adv. βπιτηδβίωε Effigy, ^Ικων, f. &yaλμay n. eJSos, n, l^'.ffluvia, οσμτ], f. 6δμ^,/. Effiux, άττόβρυια, f. [ireTpa, f. Effort, €ΤΓΐχ€ίρημα, η. iyχ€ίpημa, η. EffiOntery, άι/αισχυντία, f. άΐ'αίδ^ια, f. θράσο3,η. τϋλμ^, f. [α^λτ], f. Effulgence, avyj], f. λαμπρότη$, f. l^^ffulgent, λαμπρυ$, άyλaυs Eiiuse, V. ^κχίω, άττυχάω, στνίνδω Effusion, 1>€νμα, n. ίκχνσι$,/. ELE Egg, a}hu, 71. : to lay. eggs, ώοτοκ^ω Egiegious, βττίσημοε, iKirp^w^s, virep- οχοε, €ξοχο$ Egregiously, adv. €κπρζπώ5, ^ζόχκε, Egress, e|o?>os, /. [διαψζρόι^τωΒ Egypt, MyvTTTos, f. Egyptian, Alyvnrios Ejaculate, v. άνακράζω, άναβοάω Ejaculation, βόαμα, 7i. ^λoλυy^, f. Eject, V. ζκβάλλω, €ξ€λανρω Ejection, €ξ6λασΐ5,/. €κβολ^,/. Ei.ht, οκτώ : the number eight, OKTds, f. : eight times, οκτάκιε : eight times as much, οκταπλάσιοί : eight months old, οκτάμηνοΒ : eight years old, 6κτα4τΐ5 Eighteen, οκτωκαίδβκα : eighteen years old, 6κτωκαίδ€Κ€τηε, -ns Eighteenth^ οκτωκαιδέκατο$ Eightfold, 6κταπλάσί05 Eighth, oyδoos Eight hundred, οκτακόσιοι Eight hundredth, 6κτaκoσιoστhs Eightieth, 6yδoηκoστhs Eight thousand, οκτακισχίλωι Eighty, δyδoΎ]κopτa Eighty thousand, οκτακισμύριοι Either, eKarepos, oirdrepos ; (both) Either, adv. r). eire [άμφότ€ρο5 Eke or Eek, v. άναπληρόω, χopηyέω, 4κδίδωμι Eke, adv. -προσέτι, χοορίε, ωσαύτως Elaborate, v. διαττον^μαι, δαιδάλλω Elaborate, δαιδάλζοε, δαίδαλος, ττολύ- κμητος, ασκητ})3 Elaborately, adv. διατΐξ-πονημάνωε Elapse, v. διέρχομαι, παραφ€ρω, δια- λζίττω, διayίyvoμaL Elate, ν. 6yκόω, 4τταίρω, φυσάω : to be elated, i^τιyavp6oμaι, yavριάω, μετεωρίζομαι Elated, iwapdels [oyKOs, m. Elation, μετεωρισμός, m. φύσημα, ??. Elbow, ayKcioi', 111. ττηχνς, m. Elder, (compar.) πρεσβύτερος : to be elder, πρεσβεύω Elder, πρεσβύτερος, m. : the elders, oi πρέσβεις, οί yεpaίτεpoι Elder-tree, άκτεα, f. [yερaίτaτoς Eldest, πρεσβύτατος, πρεσβιστος, Elect, V. χειροτορεω, διαχειροτορεω, προκρίνω, αίρεομαι, χΐ/ηφίζομαι Elected, aίpετhs, δια\1/ηφιστος Election, αφεσις, f. χειροτονία, /. διαχειροτονία, f. iκλoy^]>, f. Elective, αιρετός, 4κλεκτ^ώς J^Hector, αιρετές, νι. χειροτονητ^ς, 7)1. Eloctre, ^λεκτρον, η. ^ίλεκτρος, c ELE Electuary, Ux^iKrhu, n. ίκλ^ι-γμα, η. Eleemosynary, ^K€if]riKhs Elegance, χάρις, f. κόμχρ^υμα, η. (ύκοσμία, f. Elegant, /co/av//^s, xapieis, φιλυκαλος, evwpen^s : very elegant, ττβρίκομχΐ/υς Elegantly, adv. κομ^ώ$, χαρι4ντω9, 4κπρ€πώ$ : to act or do elegantly, κομ\Ι/€νω, χαριεντίζομαι Elegiac, iKeyeios Elegy, eAeyoy, m. i\ey€7oj/, n. Element, στοιχ^Ίον, η. στυιχ^ίωμα, η. : to teacli the elements, στοιχειόω Elementary, στοιχειωτιιώς, στοιχαω- ματικ})3, στοιχειώδης : elementary instruction, στοιχείωσις, /. Elephant, e'Ae^as, m. : of an ele- phant, ελζψάντινος : elephant- driver, 4\ζψαι/τιστ})5, m. Elephantine, i\eeTi/cbi/ or Εμ^τ-ηριοι^ φάρ- μακου, συρμαία, f. : to give an emetic, €μ€Τ7}ρίζω : to take an emetic, συρμαιζω Emetic, e^eri/cbs [ανάστ7\ε, m, Emigrant, μ^τοικοε, άττοικοε, μ€τ- Emigrate, v. ανοικίζομαι, μ^τοικίζομαι, μ€Τ0ίΚ€ω, €ξθίκίζομαι, άποίκβω, μ€Τ- ανίσταμαι, εκτοπίζω, ντΓ€ξ€ρχομαί Emigration, μ^τοικία, /. μ€τοίκησι?, /. άττοίκησιε, f. έκτοττισμοε. m. Eminence, {distinction) inLcpapeia, f. 6|οχ77, /. {height, hill) way as, m. 0ψos, n. Eminent, Εττίσ-ημοε, dLairpeirTjs, βξοχοί, eiTi(pav7)s, ύττ€ροχο9 : to be emi- nent, ■προ7}κω, μ€τα7Γρ€Ττω, δίαττρβττω Eminently, adv. δίαπρεττώ^, δίακριδοί/, eloxws, 6|οχα Emissary, ττομιτίε, m. -rrpoaayyeXevs, m. Emission, irpoeaLs,/. [αι^ίημι Emit, V. ί-ημι, αφίημι, ξτταφίημι, e|iry/ii, Emmet, κνίψ, c. μυρμηκων, η. Emollient, μαΚακτικο$, μαλθακτ-ηριοε Emolument, Kep^os, η. χρ-ημαησμόε, m. λήμμα, η. Emotion, τΓτόησι$, f. ττάθοε, η. Empale, ν. 'π€ρίΤ6ίχίζω Emperor, μόναρχοε, τη. αυτοκράτωρ, m. Emphasis, ίμφασιε, f. Emphatic, Emphatical. €μφατικ})ε ^ Emphatically, adv. €αφατίκώ$, απλώε Empire, αρχτ], f. κράτοε, η. Empiric, €μΐΓ€ΐρικ})^, m. Empiric, Empirical, Ιμττ^ιρίκ)) Empiricism, βμτΓξίρία, f. Employ, v. χράομαι, ^Γpoσάyω, ανίημι : to be employed, διατρίβω. διατρι- βην ΤΓΟίζομαι {irepl), αναστρέφομαι Employed, evepyos Employer, €pyυbότηs, m. [epyaala,/. Employment, άσχοΚία, f. διατριβή,/. Emporium, ^μττοριον, η. Empovorisli, v. -ητωχίζω^ €ΚΚ(ν6ω 3"J4 ENC Empower, v. ίζουσίαν δίδωμι or παρ- €χω, eTTirpeVco Empress, βασίλεια, f. Emprise, τόλμημα, η. ττεΤρα,/. Emptiness, κ^νότηε, f. Κζν^ότηε, f. {of mind) κ^νοφροσύνη, /. Empty, Keyhs, Βιάκζροε ; {of the mind ) κΕν^όφρων : an empty space, hiaKevov, n. Empty, V. κ€ρόω, €ΚΚ€ν6ω, λανάζω Emulate, v. ζηλόω, αμιλλάομαι Emulation, άμιλλα, f. ζηλο$, m. Emulator, ζηλωτή s, m. Emulge, v. i^aμ€λyω, παράγω Emulous, aμιλλητικhs, ζηλωτ7]5 Enable, l\ ^νδυναμόω, Ίταρατίθημι Enact, V. ρομοθ€Τ€ω, θ€σμοποι4ω, xet- ροτοΡ€ω Enactment, θ€σμ'6ς, m. νομοθέτημα, η. νόμισμα, η. \^τιφισμα, η. [φιλ4ω, 4ράω Enamoured : to be enamoured of, Encamp, v. στρατοιτζ^Ενω, σκηνέω, σκηνόω, σκηνάομαι, κατασκηναω, αυλίζομαι '. to encamp in, έναυλίζο- μαι, ένστρατοΈ^δ^νω [ττεδευσίί, /. Encamping, στρατοπεδεία, /. στρατό- Encampment, στρατ6πξ:δον, η. Enchain, ν. δβω, δβσ/χευω, ττεδάω Enchant, ν. θeλyω, κηλάω, κατακηλέω, μay€vω, βπά^ω [θέλκτωρ, m. y6ηs, m. Enchanter, μάyos, m. eircv^hs, c. Enchantment, μayeίa, f. επφδτ;, /. θβλκτηριον, η. [κυκλέομαι, στΕφανόω Encircle, v. κυκλόω, κυκλέω, περί- Enclose, ν. €ίρyω, κaτeίpyω, περίεφγω, συyκλeίω, π€ρικαταλαμβάνω Enclosed, 'πeριeιpyaσμevos Enclosure, epKos, η. ττ€ρίβολο5, m» αμφίβλημα, η. Encomium, iyκώμιov, η. Encompass, ν. περικλείω, ττ^ριβάλλω, ΊΤζριχέομαι, ττΕριέρχομαι, εμπεριέχω, ε'^περίλααβά^'ω Encompassing, ε^ττερίλτ^ψι^, /. Encompassing, ααφίΒρομοε [ayiav, w. Encounter, σύνοδοε, f. συμβολή, f. Encounter, v. συμβάλλω, συναντάω, συμμίyvυuι·. to encounter dangers, €yχ€lpίζoμaι κινδννουε Encourage, v. θαρσύυω or θρασννω, τταραθαρσυνω, τναρακαλίω, κελεύω, €ττικ€λ€ύω, ΤΓ αρακ€λ€ύομαι, δίακελευ- ομαι, κέλομαι, Ίταραμυθέομαι, οτρύνω Encouragement, παρακελευσίί, /. τΓαρακ(:λ€υσμα, η. -μhs, m. παρα- μυθία, f. τταράκλησί'ϊ, /. Eucourager, τταρακλητωρ, m. [ση5 Encouraging, παρακελ€υστίκ65, €ύθαρ- ENC Encroach, v. ιταρα^ύυμαι Encroacliiueut, παράΒυσιε, f. Encumber^ v. βαρύνω, i^rιβapίω, ζμττο- Encurnbrance, ίίχΘοε, η. βάροε, η. ζμττόδισμα, η. Εηά,τελοϊ, η.τελευτ);,/. τβρμα, n.-wipas, η. Sid\vffis,f. κατάλυσΐ5, f. : at the end, Τ€ρμίο$, τ^ρμόνωε, rfK^vraios End, V. τβλβω, τ€λ€υτάω, iKreXev- τάω, λύω, καταλύω, €κλύω, τταύω, 4κπαύω, π€ραίι/ω ; i7itrans, άποτ€- λ€υτάω, τΓ€ρΐ€ρχυμαι, αττοβαίνω Endanger, ν. κιν^υν^ύω Endear, ν. <ριλοττοΐζω, χαρίζομαι Endearment, φιλοττοίησιε, f. φιλο- τΓΟί'ία, /. (fondness, good-ινίίΐ) ιτροσ- φίλζία,./. euyUeVeta, /. φιλοφροσννη,/. Endeavour, ireTpa, f. ξτηχζίρημα, η. ^Ύχβίρημα, η, [χεφβω Endeavour, ν. ττ^ιράω, ^ττιχ^φ^ω, iy- Endict, see Indict Endictment, see Indictment Ending, reAos, n. reAeur^, /. Ending, (going to the end) r€p- μί0€ί5 ; (bringing to an end) Τ€λ€υτα7οε, Τ€λ6σφόρο9 Endive, κόνυζα, f. iriKpls, /, Endless, ϋπζψοε, a-nipavroSj άττβφε- (TLOS, ατέρμων, μύριοε Endorse, v. €τη'γράφω, ύττοΎράφω Endorsement, iiriy ράμμα, η. Endow, V, πλουτίζω, προικίζω Endue, v. πορίζω Endurance, καρτ€ρία, f. τλημοσύνη, f. πάθησΐ5, f. αμάσχΕσιε, f. ανοχ)), f. Endure, v, τλάω, καρτ€ρξω, ύ-πομ^νω, ανέχομαι, τολμάω, φ4ρω, υποφέρω, διαφέρω, διακαρτβρ^ω, αθλάω Enduring, τλ'ήμων, τλητ}>ε, ταλαίττω- pos, τaλa€pyhs, σχετλιοε Enemy, ixOphs, m, τΓολ€μιο5, m. αντι- τΓολβμιοε, m. evavTios^ m. ύτν^ναντίοΒ, m. άντιστάτηε, m. αντιτταλοε, m. Energetic, ivepyhs, iy€pyητLKos, ^ρασ- T7]pios, dpaaTiKhs, €θeλoυρyhs, 6τρη~ phs, άοκνοε [υτραλάωε Energetically, adv. ivepycas, αάκρωε, Energy, ii/€py€ia, f. αλκτ], f. όρμτ], f. Enervate, v. κατακλάω, κaτάypυμι, δίαθρύπτω : to be enervated, ^αλα- κίζομαΐ) μαλθακίζομαι Enervating, diddpvxpis, f. \ασΘ€ν€ω Enfeeble, v. ασθ^νόω : to be enfeebled, Enforce, v. aρayκάζω, βιάζομαι Enforcement, apάyκη, f. βία, f. Enfranchise, v. ^Ισοικίζω, αφίημι, άττ- €\€υθ€ρόω 395 ΕΝΟ Enfrnnchisement, Ιίφ^σιε, /. άττελευ- Θίρωσιε, /. Eii<^age, ν. {'promise) ύττισχν^ομαι, €yyυάω, κaτ€yyυάω ; (in battle) συμμίyvυμι x^^pas or "Αρη, συμβάλ- λω ; (enter into an affair, business, dec.) άπτομαι, ανθάπτομαι, 6μιλ4ω ; (occupy, employ) 4π€χω : to be en- gaged in, yiyj/ομαι ττβρί, €Ϊμϊ iv Engagement, (proiuise) €yyύη, f, (m battle) συμβολτ], f. σύνοδο$, f. (occupation) ασχολία,/. [φυτεύω Engender, v. τίκτω, 4ντίκτω, yevyάω, Engine, μηχαρ^, f. Engine-maker, μ-ηχανοποώ^, m. Engrave, v. yλύφω, iyyλύφω, 4ντ€μνω Engraver, yλύπτηs, m. yλυφeυs, m. Engraving, yλυφr), f. avayλυφy}, f. Engraving tool, yλύφavov, n. yλvπ·· T^p, m. Engross, v, (occupy luhoUy) ayρiω : to be engrossed by, ^ρίχομαι Enhance, v. αυξάνω, μ€yaλύvω Enhancement, ανξησιε, f. Enigma, aίvιyμa, n. Enigmatical, alviy ματ (a^ris, alviKThs Enigmatically, adv. aluιyμaτώδωs, αίρικτηρίωε Enjoin, v. 4ντ€λλομαι, τάσσω, Επιτάσ- σω, €φί€μαι, 4πισκ7]πτω, μυθ€ομαι, άyop€ύω Enjoinment, eπίτayμa, η. eVroA^, /. Enj oy, V. απολαύω, καρπόομαι, ονίναμαι^ ατγάλλομαι, Τ€ρπομαι [€παύρ€σΐ5, /. Enjoyment, απόλαυσιε, /. ον-ησιε, /. Enkindle, ν. ανάπτω, άπτω, ανακαίω Enlarge, ν. αυξάνω, πλατύνω Enlargement, αύ^-ησιε, /. Enlighten, ν, φωτίζω, διαφωτίζω, κατα- λάμπω, ζπιλάμπω [ay€ίρω Enlist, ν. κaτaλeyω, σvλλ €yω, αθροίζω, Enliven, ν. φαιδρύνω, φαιδρόω, ίλαρόω Enlivening, ίλαροε, φaι^phs Enmity, ex^os, η. €χθρα, /. απ€χθ6ΐα, /. δυσμ4ν€ΐα, f. Ennoble, v. αυξάνω, ορθόω, λαμπρύνω Enormity, ύπ^ρβολ^, /. φαυλότηε, /. κaκoύpyημa, η. Enormous, ύπ€pμey€Θηs, ύπ€pμ€ya5 (f. ^μeyάλη, η. ^μ€ya), ύπ€ρμ€τρο9, ύπepυyκos, &μ€τρο9 [τρωε Enormously, adv. ύπ^ρμίτρωε, αμά- Enough, iKavhs, i^apK^s : to be enough, αρκ€ω, €ξαρκ€ω; impers, it is enough, άπόχρη, άρκούντω$ €χ€ΐ Enough, adv. ctAts, αρκούντωε, e|ap- κούντωε, &δην, ικανώε : more than enough, μάλλον του Beovros Enquire, see Inquire Enrage, v. ίρβθίζω, οργίζω, i^opyl(w, Ίταρο^ύνω, χοΧόω Enrapture, v. νττβραρίσκω, ενθουσιάζω, τ e pit ω : to be enraptured, εκστατί- KCt)s €χ6ίν, Τ€ρ7Γομαι, χαίρω, wrep- χαίρω Enraptured, τΓ€ριχαρ7]ε, νττζρχαρηε, iKaraTLKhs, ivOovaLaoTLKbs Enrich, v. πλουτίζω, καταπλουτίζω Enriching, 'πλουτηρο5, πλουτοΒότ-ηε, 6λβοφόρο5 Enrobe, v. 4ι/Βύω or εν^ΰνω, αμφιεννυμί Enrol, v. κατα-γράφω, Ύράφω, eyy ράφω : to enrol as a citizen, πoλίτoypaφ€ω Enrolment, κcLτayρaφ^), f. : enrolling as a citizen, ^Γoλίτoypaφίa, f. Ensample, ^Γapάζ€Lyμa, n. Enshrine, v. ΐερόω Ensign, {standard or flag) σημζΐον,η. Ηίσ-ημον, η. {standard-btarer) στη- μ€ίοφόρο5, m. Enslave, v. Βουλόω, κατάΒουΧόω, αν- δρατΓοΒίζω, εξανΒραποΒίζω EnslaΛ^ed, δουλόσυνοε Enslaving, άϊ/δ/)α7Γοδίσ^αο9, ??ι. ^oύλωσLS, /. καταΒούλωσιε, f. Ensnare, v. δολοω, ττβρίβάλλω, σαγη- νεύω, Εμττλεκω Ensue, ν. ακολουθεω, έπομαι Ensurance, βεβαίωσιε, /. άσφάλισιε, /. Ensure, ν. βεβαιόω, ασφαλίζω Ensured, aσφaληs Entangle, v. περιπλέκω, συμπο^ιζω, εμπλέκω, εμπαλάσσω : to be en- tangled, εμπλέκομαι [σζί, /. Entanglement, περίπλοκη, f εμπόζι- Enter, v. είσερχομαι, ύπερχομαι, εμ- βαινω, εϊσειμι, εΙσΒύω, ενδύω, παρ- έρχομαι, εισβάλλω, είσελαύνω, ενέχο- μαι : to enter secretl}', υπεισέρχο- μαι, ύπεισδύω, παρεμπίπτω Enterprise, τόλμημα, η. πείρα, /. επιχείρημα, η. {s2')irit of enter ijrise) τόλμα. Ion. -77, /. εύτολμία, f. Enterprising, τολμηρ})5, εΰτολμο8, τολμηειε, εyχειpητικhs Entertain, v. δέχομαι, υποδέχομαι, είσδεχομαι, ξενόομαι, ξενοδοχεω, εύωχεω ; {amuse) τέρπω : to be en- tertained, δαίνυμαι, επι^ενόομαι Entertainer, ^ενοδόχοε, in. Entertainment, ύποδοχ)], f. ^ενισ- μhs, m. ^ενισΐ5, /. ξενυδοχία, f. (feast) δεΤπνον, η. συμπόσιον, η. {amusement) τί'ρψίϊ, /. Enthral, ν. καταδυυλάω Enthrone, ν. θρυνίζω, ινθρονίζω 3ϋϋ } ENU ι Enthusiasm, ενθουσιασμ})$, τη. ενθουσί- \ ί' ζν^οε, ηι. προθυμία, f. ^ Enthusiast, ενθουσιαστηε, m. ! Enthusiastic, ενθουσιαστικδε, πρόθυ- μο$ : to be enthusiastic, ενθουσιάω, \ προθυμεομαι [^αί, y^υχayωyεω Entice, ν. εφελκομαι, δελεάζω, επάyo- Enticement, δέλεαρ, η. επayωyη, /. i Enticing, επayωyos, εφολκ})5 j Entire, ολοε, παε, απαε, σύμπαε, ατρι- β^ε, διηνεκηε, εκπλεοε j Entirely, adv. ολωε, ττάγχν, λίαν, j αντικρυε, πάντα, δια τελουε, ταν- τελώε, πάμπαν 1 Entitle, ν. καλεω, ονομάζω [φιάζω ' Entomb, ν. θάπτω, καταθάπτω, εντα- ^ Entrails, σπλάyχva, η. 2)1. έντερα, η.ρΐ. \ Entrance, είσοδοε, /. εισβολή, /. j εμβολή, /. στόμα, η. {as an army) \ είσδρομτ}, f. {space before the gates) ] πρόπνλον, η. προπύλαιον, η. {narrow entrance) στενωπδε, f. ρω^, f. {act of entering) ενδνσιε, f. είσδυσιε, /. ; {of anharbour) είσπλοοε, having ' a narrow entrance, στενόποροε : having a double entrance, δίστο- ' μοε, αμφίθυροε [^ύπερχομαι \ Entrap, v. σayηvεύω, περιβάλλω, ' Entreat, v. δέομαι, ικετεύω, εύχομαι, προσεύχομαι, κατεύχομαι, λιτανεύω, | αντιβολεω, καθικετεύω ; {earnestly) I λιπαρεω : to obtain by entreaty, παραιτεομαι Entreaty, ικετεία, f. Ικεσία, f. δετ^συ, ] f. παραίτησιε, f. αντιβο/κία, f. ; Entrench, r. περιταφρεύω, περιτειχίζω j Entrenchment, πpόφρayμa, n. περί- ; τειχισμ})ε, m. j Entrust, v, επιτρέπω, παραδίδωμι, ' είσχειρίζω, πιστεύω Entry, είσοδοε, f. πρόσοδοε, f. ι Entwine, v. περιπλέκω, παραπλεκω j Envelop, v. καλύπτω, κατακαλύπτω^ 1 επικαλύπτω, ενείλλω [ενείλημα, η. ] Envelope, κάλυμμα, η. είλημα, η. Enviable, ζηλωτhε, επίφθονοε Enviably, adv. επιφθόνωε [vos Envious, φθονεροε, επίφθονοε, βάσκα- i Enviously, adv. φθονερώε, επιφθόνωε ^ Enviousness, φθονερία, f. Environ, v. περιί'σταμαι, περικλείω, J εyκυκλόω I Environs, προάστειον, η. περιοικ\ε, f. Enumerate, v. άριθμεω, άπαριθμεω, ε^αριθμεω, κaτa\εyω, διέρχομαι j Enumeration, άπαρίθμησιε, f. «|- ■; αρίθμησιε, f Enunciate, v. άvayυpiύω, απυφαίνω ENU Enunciation, eln-ayyeKiaJ. evBei^LS,/. Envoy, ττρβσβυε, τη. Envy, (pQ6vos, m. ζη^ο$, w. βασκα- νία, f. : free from envy, άφθονος Envy, V. φθονίω, βασκαίνω, /χβγαφω, Ephemera, έφ'^μ^ρον, w. [C'^λ(ίω Ephemeral, €φκ]μ€ριο3, ^φ'}]μ^ρο3, ^φη- Ephemeris, 4φ'ημ€ρ\5, f. [μ€pιvhs Epic, iiroTTouKhs : epic poetry, ^ τα €π?7, eTTOTTOua, f. : epic poet, eVo- iroihs, w. ραψύ^δοϊ, m. Epicure, λίχνοε, άδτ/φάγο^, jJ^Ojjs, m. ΐΓροτ4νθη$, m. : to be an epicure, ΤΕνθ^ύω, ΤΓροτ€ρθ6νω Epicurean, λίχνο5, άδηφάγο5, ακό- λαστο$ Epidemic, 4τΓί^μί05, 4τΓί5'ημο5 : an epidemic, Ετη^ημία,/. : to be epi- demic, ζ'ΐΓί^ημ€ω Epidermis, eViSep^ls, /. Epigram, βπίΎραμμα, η. Epilepsy, €τηλη^ία, f. 6πίλ7?ψί5, /. Epileptic, €πίληπτίκ})5 Epilogue, iiriXoyos, m. Epiphany, Εττιφάνια^ η. pi. Episcopacy, Ετησκοπη, f. Episcopal, €'π■ισκoπLκhs Episode, €π€ίσόΒιον, η. Episodic, eVei^oSios, e7r€i(ro5ico5r]s Epistle, 67Γ(στολ77, /. Epistolary, εττιστολικ^ϊ Epitaph, iπLypaμμa, n. €τητάφίον, η, Epithalamium, βιτίθαλάμων, η. Epithet, Ε-πίθβτον, η. Epitome, βπηομ^,/. Epitomise, v. ^τητάμνω Epoch, Xp6vos, m. inox^, f. Epode, iircf^hs, f. Equability, 6μαΧ6τ7]3, f. Ισότη5, /. Equable, όμαλόε, 'ίσο8 Equably, adv. δμα\ώ5, ίσω$ Equal, ίσο$, όμαλ})5, ομοιο8,Ισ6ρροτΐθ3, avriiraXos, Εφάμιλλο s ; (in age) ΐίλιξ, όμηλίΙ, συνομηλίξ, Ισηλιξ ; (in number) ίσοπληθηε, Ισάρίθμο8 ; (in value) άντάξίοε; {in power or in- fluence) Ισ6\Ρτιφο5, iVo/cparr/s, αντίρ- poiros; {in size or extent) ισομβ- 7607JS, Ισομ€τρητοε ; {in length) ίσομηκ^$ ; {in fighting) αί,ιόμαχοΒ, ΙσοπαλΎ^Ξ : an equal in age, ^λί- κιώτη5, m. Equal to, prep, αντ] Equalisation, ανίσωσι$^. παρίσωσιε,/. Equalise, v. Ισόω, 4ξίσ6ω, Ισάζω, όμα- λίζω, δμοιόω, ανισόω Equality, ίσότη?, /. όμοίότηε, /. δμα- λότηι, /. 397 ERY Equally, adv. i^ίσηs, 6μοίω3, ίσω^, όμαλώς, ίσου Equanimity, 4πΐ€ίκ€ΐα, /. Eυyvωμo' σύνη, /. : with equanimity, ^aStws, eυyvωμόvωs Equator, δ ΙσΎ]μ€ριν})$ κύκλοι Equestrian, iirniKhs, 'Uweios : eques- trian, 5. hirevs, m. Equilateral, ΙσότΓλ€νρο5 Equilibrate, v. ΙσοβΙίοπίω Equilibrium, Ισορροπία,/. δμαλ6τη$,/. Equinoctial, Ισϊ]μζρινο$, Ισ'ημ€ρο5 Equinox, Ισημερία, f. Equip, V. σκευάζω, βτησκΕνάζω,στίλλω, €ξαρτύω, ξντϋνω : to be equijiped, Βίασκ^νάζομαι, στολίζομαι, 4ξαρτά· ομαι Equipage, ττομτττ], /. Equipment, σκουτί, /. σκΕυο3, η. στολτ), /. κόσμοι, w. ivr^a, η. ρΐ. Equipoise, Ισορροπία, /. : to be in equipoise, Ισορροπάω Equitable, ΕπΐζΐΚ7]$, Χσο$, hiKaios Equitably, adv. 4πίΕίκώ<>, δίκαίωϊ Equity, ^πιβίκΕία^/. δικαιοσύνη, f. Equivalent, avra^ios, iVos Equivocal, δμώννμο?, άμφίλoyos Equivocally, adv. δμωνύμωε, άμφι- Equivocate, v. aμφιλoyeω \λ6yωs Equivocation, aμφιλoyίa,f. δμωνυμία,/. Era, xpovos, m. ^ποχη, f. Eradicate, v. €κριζόω, αφαιρ^ω Eradication, ξκρίζωσΐ5, /. [λάπτω Erase, v. Εξαλείφω, αφανίζω, 4κκο· Ere, adv. πρίν, πρότ€ρον Erect, opehs, 6ρθιθ5, δρθοστάτη5; adv, {standing erect) ορθοστάΒην, -bhv Erect, V. δρθόω, κατορθόω, ϊστημι, ανίστημι, ιδρύω Erectness, δρθότηε,/. Eremite, €ρ'ημίτη3, m. Erev^hile, adv. ίμπροσθ^ν, πρότ€ρον Err, V. αμαρτάνω, έξαμαρτάνω, σφάλ- λομαι, Βιαμαρτάνω, πλανάομαι, πλημ- μ^λβω Errand, βπίσταλμα, η. Errant, πλάνο5, πλαν7]τ})$ \αμαρτίνοο$ Erring, πλάνο3, πλανητ})5 ; {in mind) Erroneous, πλημμζλ^5, ay voririKhs, ψ€υδ7?5 Erroneously, adv. πλημμ^λώ^, \p€vb(os Error, πλάνη, f. σφάλμα, η. αμάρ- τημα, η. αμαρτία, /. αμαρτωλτ], f. αμπλάκημα, η. Erst, 7Γ0Τ6 Erudition, παιδεία, /. παίδβυσιε, f. Eruption, 4^άνθημα, η.· αναφύσημα, η, Er3^sipelas, 4ρυσίπ€λα5, η» ESC EVE Ί Escape, (pvy^, f. airoipvyr}, f. κατά- ίω : to let fall, καθίημι, καταβάλλω Fallacious, απατ-ητικ^ε, σοψιστικυε, σφαλ€ρ})$, πapaλoyιστικos Fallaciously, adv. σοψιστικώε Fallacy, σόφισμα, η. πaρaλoyισμhs, m. Fallible, εύαπάτητοε Falling, πτώσιs,f. Falling off, e/cAf (i//is, /. απάνθησιε, f. Fallow, apyhs, 'ίκηλοε Fallow land, yths, c. vea, f. : i)lough- 404 FAN ing of fallow land, rearos, m. : to i plough fallow land, νεάω Fallowed, viaTos ■ False, ψ6υδ7?5 ; {especially of money) I κίβδηλο?, παράσημοε j Falsehood, ^€C5os, oi. ^l/eυ^oλoyίa, f. χ^ευσμα, η. Falsely, adv. ψευδών, εχΡευσμενωε : to , speak falsely, ψίύδομαί, κιαταψεύδο- i μαι ι False note, {in music) πλημμέλεια, /. False prophet, χ\/ευδ6μαντι$, c. \ False report, χ\/ευl·ayyελίa, f. False witness, χ\^ευδόμαρτυ$, m. Falsify, v. χρεύΒομαι, άλλοιόω, παρα- ί τρέπω ; {of money) κιβ^ηλεύω j Falsity, ψβΟδοί, η. απάτη, f. { Falter, v. χ^ελλίζω, πταίω \ Fame, φήμη, f. κλεοε, η. δό^α, /. Fameless, αδο|ο5, άτιμοΞ, αφανηε Familiar, κοινωνο$, m. (demon) δαι- μόνιον, η. Familiar, οΙκε7ο3, συνηθηε : to be fa- miliar with, χράομαι, είσοικειόομαι, ^ πλησιάζω, συζεύyvυμaι Familiarise, r. οικειόω, συνεθίζω Familiarity, οίκειότηε. /. συνήθεια, /. ; Familiarly, adv. οικείωε, yvωρίμωs ι Family, (race) y4vos, η. yεvεa, f. ■ yεvεσιs, f.piCa, f. (household) oJkos, \ ra. οικία, f δόμοε, m. : belonging ; to a family, οίκεωε, yεvεθλιos : of : good family, εύyεvr|s \ Famine, Ai^bs, m. πείνα,/. ^ j Famish, r. λιμayχε'Jύ. λιμayχovεω: to j be famished, λιμώσσω, λιμαίνω ] Famished, λιμayχικhs, λιμηροε, λιμώ- j δηϊ Famous, εϋδοξοε, περιβόητοε, ονομασ- ί Ths. κλυτhs, φανερ})5, πολύκλειτοε, φαίδιμοΒ, κυδάλιμοε : to be famous, : εύδοκιμεω, εύδοξεω. λάμπω i Famously, adv. ενδόξωε, κλυτώε \ Fan, {winnowing fan) πτύον, η. λίκ- \ νον, η. λικμ6$, m. λικμητηριον, η. | (fire fan, lady's fan) ριπ\5,^. ^ \ Fan, V. {winnow corn) λικμάω, λικνίζω; i {aflame, a person) ριπίζω, εκριπίζω . Fanatic, ενθεο$, m. ενθουσιαστή^, ni. j Fanatic. ενθουσιαστικ})3, ενθεοε \ Fanaticism, ενθουσιασμ})3, m. ένθου- σίaσιs,f. ^ [βaιoJ Fanciful, φανταστικ})5, πλάνο$. αβ^- : Fancy, φαντασία, f φάντασμα, η. ζόκη- j μα, η. Βό^ασμα, η. [Βοιάζω Fancy, ν. φαντάζομαι, φαντασιόομαί, - Fane, vabs, m. Ιερυν η. Fang, oBohs, m. ΰνυξ, m. FAN FAU Fantastic, Fantastical, (pavraaTiKbsy μ€τάβονλο$, irKavos Fantasy, φαντασία, f. Far, {distant) μακρυ?, T-qKovphs : to be far off, άιττόκβίμαι, αττοστατάω Far, adv. μακράν, μακρω, πορ/W, ττρόσω, €Kas, τΎ}λ€, τηλον, άποατα^υν : far off (to a great distance), βκπο^ων, τη\όσ€ : far from, iiuevde, απάνβυθβ, μόσψι : from far, &no0€v, τΓρόσωθβν, τη\6θ€Ρ : by far, ττολΚφ, ττολν, μακρω : as far as, 'όσον re, 'όσον, €ψ' 'όσον, ea?s : as far as possible, 5ποι Ίτροσωτάτω, μηκιστον : SO far, μίχρι τούτου, eVi τόσον : it is far from, πολλοΓ Se?: far better, μακρφ άμζίνον Fare, {hire) όΒοιπόρων, η. νανλον, η. vavKos, m. (provisions) δίαιτα, f. Fare, v, πάσχω, ττράσσω [τρυψη, f. Farewell, χάΐρβ, ίρρωσυ, vyiaive Farinaceous, άλ^υρώδη^ Farm, χωρίον, η. χώρα, f. yeωρyίa, f. Farm, ν, (cultivate) yeωpyςω, yeω- Ίτονάω ; (Jdi^e) ων^ομαι, νέμομαι Farmer, yeωρyhs, m. Farm-house, eiravAis^ f Farming, y€ωpyίa, f. Farm-yard, αυΚων, η. Far -shooting, ίκηβόλος Farther, ττροσωτβρω, προτβρω^ irepai- τ€ρω ; (to a farther lolace) irpori- ρωσ€, €τηπροτ€ρωσ€ Farther, 17. ττροψβρω, βτΓίσττζύδω, 'πpoάyω Farthest, ίσχατο$, υστατο3 Farthing, χαλκό is, m. Fasces, ράβδοι, f. pi. Fascinate, v. βασκαίνω, μayyavevω Fascination, βασκανία, f. μayyaveίa, f. Fashion, σχήμα, η, σχ€σΐ5,/. σκ€υ^,/. τρότΓ05, τη. Fashion, ν. σχηματίζω, ττλάσσω, €ΐκο- νίζω : to fashion after or like, συσχηματίζω Fashioning, σχηματισμ})$, m. Fast, νηστβία, f. Fast, v. νηστεύω, ασιτ4ω Fast, (quicJc) ταχυ5, ωκυ$ ; (firm) στ€yavhs, ασφαλϊ]$, στ€pehs', {fre- quent) 4τΓασσντ€ρο9 Fast, ado. (quick) ταχέως, &κα; (as to hold or bite fast) απριξ, νωλβμέωε Fasten, v. ^Γi]yvυμι, δβω, ττβδάω, άπτω, ξξάτΓτω, καθάπτω, κολλάω : to fasten to, -προσάπτω, προσπ€ρονάω, προσ- . αρτάω, προσπασσαλζύω Fastened, πηκτhs, συναπτός, σύμπηκ- TOS, πασσαλ€υτ})$ 405 Fastening, σύνδβσμος, m. πηκτών, η, yόμφos, m. συνοχή, f. όχβυϊ, m. : act of fastening, πηζις, f. : fasten- ing to, προσάρτησις, f. Fastidious, ύπ€ροπτικίς Fastidiously, adv. ύπ^ροπτικως Fastidiousness, ύβρις, f. κόρος, m. Fasting, ασιτία, f. άπαστία, f. Fasting, άσιτος, άy€υστoς, νηστις Fat, στβαρ, η. δημ})ς, m. λίπος, η. πιμζλτ), f. πΐαρ, η. Fat, παχύς, πίων, πίζιρα {feπι.),πιμeλώ^ δης, λιπaρhς : very fat, ύπ€ρπαχυ$ : to be fat, παχύνομαι : to be very fat, ύπ€ρπαχύνομαι : to make fat, παχύνω Fatal, ολέθριος, θανατηφόρος, θανάσι- μος, λoίyιoς, ολο^ί [μως Fatally, adv. καιρίως, όλ^θρίως, θανασί- Fate, μοίρα, /. μόρος, τη. αΊσα, /. κηρ, f. πότμος, m δαίμων, τη. χρ^ών, η, Th π^πρωμένον, 9?. : it is the fate, it is fated, ^ίμαρται, πέπρωται, χρ^ών βστι : contrary to fate, ύπέρμορον Fated, μόρσιμος, θέσφατος, αίσιμος, μόριμος : ill-fated, δυστυχής, δυσ- δαίμων Father, παττ^ρ, τη. yoveh3, πι. yevvif' τωρ, m. yevvητης, τη. : a common father, συyy€vvητωp, τη. : of or be- longing to a father, πατρφος, πάτριος, πατρικ})ς, πατρώϊος : having the same father, δμοπάτριος, δμοπά· τωρ : sprung from a noble father, ευπατρίδης, ευπάτωρ Father-in law, πζνθ€ρ})ς, τη. κηδβστης, Fatherless, απάτωρ [τη. €κυρ})ς, m. Fatherly, πθίτρικhς, πατρφος Fathom, 6pyυιa, f. : a fathom long, Fathomless, άβυσσος [6ρyυιa7os Fatigue, κόπος, τη. κάματος, τη. Fatigue, v. ταλαιπωρέω, βαρύνω, λυ« πέω, κόπτω, κατατρίβω : to be fa- tigued, κάμνω, απ^ίπον, πονέω, aπayopζύω Fatigued, ύπέρκοπος \δης, έτάπονος Fatiguing, κοπώδης, oi(vphs, καματώ' Fatness, παχύτης, /. λιπαρότης, f. Fatted, ση€υτ})ς, τρόφιμος Fatten, ν. σιτεύω, παχύνω, πιαίνω, χορτάζω [δη9 Fattened, σιτ€υτ})ς, σιτιστές, πιμβλώχ Fattening, σίτευσις, /. χορτασία, /. χορτασμός, τη. \τηριο5 Fattening, (calculated to fatten) πιαν- Fatuity, ηλιθιότης,f. αναισθησία,/. Fatuous, ηλίθιος, μωρ})ς Fault, αΙτία, f. αμαρτία, f. αίτίαμα, η FAU haKOvpyia, /. αμάρτημα, η. σφάΚμα, η. άμπλάκημα, η, ττλημμζλημα, η. : finding fault, €πίτίμ'ησΐ5, f. : through my fault, Bl e/^e Faultily, ac?v. κακώ5 Faultiness, ηλημμξλζία,/. Faultless, αναμάρτητοε^ αναίτιος, &μω- μοε, αμώμητθ5 [μ-ήτως Faultlessly, adv. αναμαρτητως, αμω- Faulty, ΤΓονηρ})9, KaKhs, a?. Filter, v. ηθάω, διηθ^ω, α,{ηθ4ω, ύλ'ιζω. Filtered. υλιστ})3 [διυλίζω Filth, ρύπυε, m. -πα, η. ρΐ. λΰμα, η. TTtVoS, J71. Filthily, adv. ρυτζαρω$, σαπρω$ Filth iness, αυχμ})3. m. ακαθαρσία, f. ρυπο5, ηΐ. ρυπαρία, f Filthy, ρυπαρο5, αυχμηρ})$, πιναροε, σαπρ})$, άκάθαρτο$ : to be fi thy, ρυπάω, ρυπαίνομαι, αυχμίω, πινάω Fin, πτζρίτγιον, η. Final, ϋστατυ$, τβλβνταΓοί [rωs Finally, adv.τ€λ€ωsJτeλeυτa7ov. €σχά' Finance, οικονομία, f. {rtvevue) uff- φορά, f. φόρος, m. τίλος, η. Financial, υΙκονομικ})3 Financier, οικονόμος, 7η. Finch, σπίζα, f σπίνος, m. Find, {thing found out) (υρημα, η. Find, V. €ΰρίσκω, €φ€υρίσκω, (ζιυρίσκω, FIN ην καταΚαμβάνω to find out, dis- cover, άν€υρίσκω^ 4ξαν€υρισκω : found out, evperhs Finding, Finding out, eupeais,/. avev- peais, f. i^evpeo-iS, /. Fine, ζημία, f. καταδίκη, f. τίμημα, η. €ΤΓίβολη, f. Fine, {of texture) Aeirrhs, λεπταλβο^ : to make fine, Κ^τττύνω ; (of a ίοιυη, dress, &c. ) σ€μν))3 ; {of people, dress, things) κομ^\/})$,χαρ^ι$·, {of weather) €i/5ios, €u5teii/bs, aWpios : to be fine, εΰδίάω: fine weather, €ύδια, /. o^^P'n.f' , , , Fine, v. ζημιόω, τιμάω, ζημίας βττί^αλ- λα;, €'ηί'γράφω, βπάγω [^^ Finely, adv. \€τττώ$ ; κομ^ρώε, καλώ$ ; Fineness, {of texture, <^c.) λ€πτότη$, f. {having fine particles) λ€πτομ€- p€ia, f. {of j^eople, dress, language, dhc.) κομ\ρότη$, /. κομ^Ρ^ία, f. Finesse, τίχνημα, η. μηχάνημα, η. Finger, ^άκτυΚο3, w. : fore -finger, KiXavhs, m. : a finger long, broad, fee, 5aKTv\La7os : rosy- fingered, podoUKTvXos : long-fingered, ^a/fpo- ^άκτυλοε Finical, Tpv(p^phs Fining, τίμησι$, f. τίμημα, η. Finis, T€\os, n. τ€ρμα, η. Finish, v. τελεω, τβλ^ντάω, eVireAew, α.ποτ€λ€ω, Βίαττράσσω, €^€ρΎάζομαι, ανύω, διανύω, ΐκ-πονέω : to be highly finished, ακριβόομαι, απακριβόομαί Finished, reAeos, reAetos : highly finished, αΐΓηκρίβωμ4νο5 Finishing, TeAetco^iS, /. ττζράτωσιε, f. Finite, π€ρατο6ίδ7?$, ωρισμ4νο3 Fir, τΓ^νκη, f. ελάττ],/. : of fir, Treu/it- vos, kKaTLVos Fire, 'κνρ, η. φλί)|, /. : conflagration, ίμπρησιε, f : a setting fire to, πύρωσιε, f : without fire, cLirvpos, ίπνρωτοε: blazing with fire, TrvpL(p\€'y7]s, TTvpicpXoyos \ breathing fire, irvpiirvooSj ττίψιτν os Fire, v, {to set on firt) €μπυρ€νω, ατττω, €/ίφλ€7ω, αναττυρόω, σνγκαίω ; {to catch fire) ζμ-πυρ^Ιομαι, άπτομαι, άϊ/αλάμπω ; {to lay waste by fire), ττυρπολέω, βκπυρόω Firebrand, Safs, /. δαλοί, m. Fire-pan, Σαχάρα, f. ivvpfiov, n. Fire-place, 4σχάρα, f. Fire-wood, (ppvyavou, n. Firkin, άμφορΕνε, m. Firm, j8ej8atos, Ισχνρ}}$, στ€ρώ$, ασ- (Jos, τη. ρ€νμα, η. Flow, V. ρ€ω, νάω, μνρω : to flow down or away, καταρρέω, αττυβ- pew, καταστάζω: to flow into or towards, ^τνιρρίω, ^Ισρίω, ττροσ- 6ΤΓΐρρ€ω, 4μβά\λω : to flow out or forth, €κρ€ω, βκπρυρ^ω, άττορρβω, ύΐΓ€κρ€ω: to flow through, Ζιαρρ^ω \ to flow by, τταραρρίω : to flow round, τΐ^ριρρίω : to flow together, συρρέω Flower, duOos, n, άνθη, f. ύνθ^μον, η. {ι he prime) αωτο3, m. -op, n. ακμ)], f. : to gather flowers, αττανθίζω, ανθο\οΎ€ω : to strew with flowers, ανθίζω : to feed on flowers, ανθΘ- νομ4ω : bearing flowers, auOrjcpopos: smelling like flowers, ανθοσμία^ Flower, v. ανθ^ω, ^ί,ανθβω Flower-bed, άνΒηρον, η. Floweret, Floweret, άνθ-ηλιον, η. Flowery, avOyiphSy βύαι'θηε, αΐ'θ€μωΒη9, ανθ€μ0€ί3 Flowing, pedffLS, f. po^, f. : a flowing down, καταρρο)), f. : a flowing in, fiapoos, m. : a flowing round, TrepippoT], f. : a flowing together, ffvppevcns, f. Flowing, fivThs, ρ€νστίκ})5, poV/cby, uapbs : flowing from, a-noppvTos : flowing round, TrepippuTos : flowing near, ayxippoos: flowing rapidly, ώκυρόη5, -pocs, ωκύττοροΒ : well or beautiful flowingj ei/pooy, KaXippoos, καλλίιαοε Fluctuate, v. κνμαίρω, κυματόω, ra- ράασομαί ; (m mind) διάν^ιχα μ.ξρμ'ηρίζω, άπορβω [evpoia, f. Fluency, ^υ^Κωσσια, f. eveir^La, f. Fluent, €vyλωσσos, evpoos, evvopoSy στωμνλο$ Fluently, adv ^-πιτροχα^ην Fluid, vyphv, η χνμα, η. χνμ})3, m. Fluid, vyph?, po'iKhs : to be fluid, ύypoβpo€ω Flurry, δρμ^, f. 'όρμημα, η. Flush, €ρ€νθο9, η. Flush, V. Ερυθραίνω [φράσσω Fluster, v. θορνβεω, συyκυκάω, ra- Flute, avXhs, m. ah\iaKos,m. ^όνα^^ m.\ to play the flute, αυΧίω Fluted, Ραβδωτ})3 \αυΧ'ητρ\$, f. Flute-player, αυΧηττίρ^ m. avX-qr^s, w. 411 FOM Fluting, ^ά/3δα;σί 9, /. Flutter, v. ττίτομαι, αναττίτομαι, πτο6- ομαι [β^νμα, η. diapfioia, f. Flux, l>ohy f. f>0os, m. (dysentery) Fluxion, ffevais, f. Fly, μυΊα, f. : fly-flap, μνιοσόβη, f. Fly, V. 7Γ eVo/xat, ποτάομαι : to fly away, €κτΓ€τομαι, ανατν^τομαι : to fly beside, near, by, or beyond, τταρατΓβτο/χαι : to fly to, προσττ^το- μαι, €Ττητ€Τομαί : to fly through, διατΓζτομαι : to fly over, ύττβρ- ΐΓ€τομαί : to fly up, αναπίτομαι : to fly down, καταττετομαι Flying, πτημα, η. τττησίϊ, /. ττοτη, f. Flying, irrrivhs, wercivhs, irr^TLKbs: high-flying, ύψιπίττ^ί Foal, TTCtiXos, c. Foam, a(pphs, m. Foam, v. αφρίζω, παψΧάζω, €p€ύyoμai Foaming, Foamy, αφρώδης, αφρι0€ί3 Fodder, xiXhs, m. νομ^, /. χ6ρτο5, m. Fodder, v. χιΧβνω Foe, exOphs, m. ΐΓθΧ4μίοε, W. Foetus, ίμβρνον, η. Fog, δμίχΧ-η, f. αήρ, C, Foggy, δμιχXoeLZ7]s [τωλή /. Foible, ασθ^ν^ια, f, αμάρτημα, η. αμαρ- Foil, V. σφάΧΧω, τταρασφάΧΧω, κατά- βάΧΧω Fold, (α double, crease) ιττυχ^, f. πτί/|, /. κόΧτΓ05, m, %Xιyμa, η. (sheepfold) σταθμ'05, m. enavXis, /. αΰΧίον,.η, Fold, V. τΓτνσσω : to fold up, συμ- πτύσσω : to fold round, irepi- Ίττύσσω Folded, πτυκτ})5, στοΧιΒωτ})^, ιττυ- χώδη5 : folded round, αμφ4Χικτο3, ΐΓ€ρίπτυχΎ]5 [biKXiBes, f. 2'L Folding, ιττνξι^, /. : folding- doors, Foliage, φυΧΧα5, f. πτβρ^ν. η. χΧοτ], f. : to change foliage, μ^ταβΧαστάνω Folk, oxXos, m. δη^οί, m. Follow, V. €ΤΓομαί, €φ4τΓομαι, συνέττομαι, συνβφΕΤΓομαί, ακοΧουθβω, τταρακοΧην- β4ω, συνακϋΧουθβω, 4τΓακοΧουθ4ω, διώκω, μζταδιώκω, οπάζω, €φομαρτέω, οΊταδ^ύω : it follows, {in arguing) συμβαίνει, συμπεραίνεται Follower, ακόΧουθοε, m. oiradhs, m. Following, ακοΧούθησι$, f. Βίω^ιε,/. Following, ακόΧουθοε, ona^hs Following, adv. μεταδρομά^ην Folly, avoia, f. παράνοια, f. αφροσύνη^ f. μωρία, f. ασυνεσία, f. αβουΧία, /# αβεΧτζρία, f. ευ·ί]θεια, f. ' ^ Foment, V. ίπαντΧίω, προπυριάω FOM FOR Fomentation, χλίασμα, η. 4πάΐ'τλη(Τί9, f. ύπ€κκανμα, η. Foud, ipcvTLKhs, φίλοε, evcpiX^s : very fond of, δυσ€ρω3 : to be fond of, στΕρ-γω, ψίλβω Fondle, v. ασπάζομαι, κορίζομα'ι, ύπο- κορίζομαι, ΐΓ€ρίΐΓτύσσω Fondling, άσπασμα, η. μ^ίλί'γμα, η. Fondly, adv. €ρωτίκώ?, φίλωε [/. Fondness, epcos, in. φιλότηε,/. στοργή. Font, βατττίστ-ηριον, η. Food, σΓτοί, ιη. σιτ'ιον, η. Ύροψ^, /. βρωσιε, /. βρωμά, η. εδωδτ), /. eidap, η. : without food, 6.σιτο5 : to be without food, άσηίω Fool, see Foolish : to play the fool, φΧυαράω [υπ€ρτο\μο5 ; Foolhai'dy, θαρσαλ€0$, piipoKLpBuuos, , Foolish, άνόητοε, άφρων, τζαράψρων, 7}λίθιθ5, μωpbs, μάταιοι, αβουλοε, άσύν€Τ05, σ«αί05, auoos : to be foolish, μωραίνω^ -παραφρον^ω, τταρα- νοάω Foolishly, adv. ανο-ητωε^ μωρώε, αψρό- ρωε, αλογίστωε, μάτην Foolishness, μωρία,/, άνοια, /. αφρο- (τύνη, /. ατασθαλία, /. Foot, TTovs, Μ. : a foot long, &c. TTobiatos : on foot, Tre^^by, adv. ττβ^ : to go on foot, π€ζ€νω, πζζοττορέω : two-footed, δίπυυε : foui-footed, τ€τράτΓον$ : swift -footed, ττοδώκηε, eihrovs : bi'azen-foored, χαλκόττουε : large - foote i, μ€γα\όπουε : bare- foot, νηλίτΓονε, λ^υκόπουε Footman, ακόλουθοε, m. σκ^υοφόροε, m. Footpath, ττάτοε, m. τρίβοε, m. στίβοε, m. Footstep, ίχνοΞ, η.ίχνίον, η, στίβοε, m. Footstool, ύτΓοττόδιον, η. σφ4\α$. η. νπόβαθρον, η. [πβρι, im, αντί, €ν€κα For, conj. yap, 'ότι ; j3?-ep. Trph, irpos, \ Forage, ττρονομη, f. XiAbs, m. Forage, v. ζτησίτίζομαι, ττρονομζύω, σηολογέω Forager, ττρονομζΐη^ε, tn. Foraging, €ΐησιτισμ^$, m. ιτρονομη, f. ττρυνομ^ία, f. σιτυλοη/ία, f. Foraging, σιτολόγοί [μαι Forbear, v. απ4χομαι, ανέχομαι, φζίδυ- Forbe.u'ance, ανοχή, f. μακροθυμία, /. Forbearing, μακροθυμοε Forbid, v. κωλύω, άπ^Ίπον, ίίργω, άτιαγορΕ^ω, άπ€ν(πω Forbidden, άπ(ί/$^τ;το5 Force, βία, f. σθίνο$, η. 6ρμ)], /. Svva- μΐ5, /. Ισχυε, /. (ίώμη, /.^ (hody of men, forces) Ζνναμιε, f. Ια-χυε, f. : ' 412 by force, βία, e/c βίαε, κατ Ισχυν^ χβρσΙν [κάζω Force, V. βιάζομαι, αναγκάζω, iiravay- Forceps, λαβιε, f. καρκίνοε, m. Forcible, βίαιοε, δυνατοί, υβριμοε ; (ο/ argument) ανα-γκαΊοε, ασφαλ^ε Forcibly, adv. βιαίωε, βία, πρhε βίαν, (of argument) ασφαλώε, αναγκαίωε Ford, τνόροε, m. ^LάβaσLε,f. τάναγοε, η. Ford, ν. διαβαίνω, ττ^ράω Fordable, διαβατοε Fore, ττρόσθιοε, βμττρόσθιοε Forebode, ν. μαντζύομαι, οσσομαι, νοΙω, οίομαι (as θυμοε οίισατο μοι, my heart foreboded it) Forecast, -πρόνοια, f. προμ-^ιθ^ια, f. Forecast, v. προνο€ω, προ-γιγνώσκω Forefathers, πατίρ^Β, rd.pl. πρόγονοι, Forefinger, λιχavhε, rn. [//«. }>l. Forego, r. προί'βμαι, απολείπω, παρα- Forehead, μ^τωπον, η. Ιχωρβω Foreign, |eVos, ^evικhε, αλλότριοε, ύπβρόριοε, iξωτ€pίκhε, i^ωτικhs, άλ- λόφυλοε, βάρβαροε Foreigner, ξένοε, m. ςπηλυε, c. Forejudge, v. προκρίνω [θάνομαι Foreknow, v. προ-γιγνώσκω, προαισ- Foreknowing, προ^ιδωε [θ-ησιε, /. Foreknowledge, πρόγνωσιε, f. προαίσ- Foreland, άκρα, f ακρωτηριον, η. Foremost, πρώτοε, πρώτιστοε Forensic, Βικανικοε Foreordain, ν. προορίζω Foreordaining, προορισμΙε, m. ForeiTinner, πρόδρομοε, τα. Foresee, ν. π-ροοράω, ττροβΓδον, ττρο- γιγνώσκω, προνο4ω, προΒβρκομαι Foreseeing, πρόοψι^. /. προνόησιε, /. Foreshow, ν. προφαίνω, προσημαίνω, προδ^ίκνυμι Foresight, πρόνοια, f. προμηθζία, /. Foreskin, ακροποσθία, f. Forest, ϋλη, f. ^ύλοχοε, f. ^ρυμhε, m. Forestall, v. προαγοράζω, προλαμβάνω Forester, ύληωρ})ε, m. ύληκοίττιε, m. Foretaste, πpύγeυμa, η. Foretaste, v. προγ^νομαι Foretell, v. μαντ^ϋομαι, προαγορ^υω, προλέγω, προθ^σπίζω, πρόφημι Foretelling, προαγόρίυσιε./ Forethought, πρόνοια, f. προμ'ηθ€ΐα, f. Foretold, πρόφαντοε, μa^τ€υτbε Forewarn, v. προαγγέλλω, προ€ΐπον, προδ^ίκνυμι, νυυθ€τ€ω Forewarning, προάγγ^λσιε, f. νουθε- σία, f. νουθίτνσιε, f Forfeit, ζημία^ /· Forfeit; r. αποβάλλω, προ'κμαι FOR FOU Forge, χαλκ€ών, m. χαλκ-ηίον, η. Forge, V. χαλκ-εύω, ττρηχαλκβνω, κόπ- τω ; (ίο counterfeit) πλάσσω Forgery, ττλάσμα. η. Forget, ν. Κανθάρομαι, eitiXavQauouai, αμνημον^ω, αμνηστίω : to cause to forget, λανθάνω, βιτιλανθάνω : to be forgotten, ^ξολισθάνω Forgetful, €ΤΓίλ7]σμων, δυσμνημόνβυ- Tos, αμν-ίιμων Forgetfuluesd, λήβτ/, /. επίλησ^ί, /. ληθοε, η. Κ-ησμοσύντ], /. άμνημο- σύνη, f. Forgetting, λήβτ;, /. βττίλησίί, /. Forgive, ν. συγγί'γνώσκω, μβθίημι^ 5ίδωμί, αΐΒ€ομαί [αϊ^€σιε, f. Forgiveness, συγγνώμ-η,/. avyy voia,f. Forgiving, συγγνώμων, έλ^ημων, οίκ- τίρμων [€ξίτη\05 Forgotten, άμνηστοε, αμνημόν^υτοε. Fork, dUeWa, f. Θρΐνα^, m. Forked, 5i|oos; {as lightning) αμψ- 7]K7]s\ forked stick, σχαλΙ$, f. Forlorn, aveKniaroS) €ρημοε, μόνοε, oloir6\os Form, el5os, n. σχήμα, η,μορψ^,/. iSea, /. τύπο5, τη. Form, V. ιτλάσσω, συμπλάσσω, σχημα- τίζω j συντίθημί, μορψόω ; (asaleayue) συνίστημι : to form into one, ίνόω : to be formed, {as lines of soldiers) τάσσομαι, συντάσσομαι- Formal, μ€θo^ικhs, ατρζκ))$, irepUpyos Formality, ακρίβεια, f. aTpeKeia, / Trepiepyta, /. Formally, adv. μ€θοΒικώ5 [m. Formation, ττλάσιε, f, σχηματισμοί, Former, τΓλάστ'η$, m. Former, ττρότβροε, δ, η, or Th ττρίν, δ, η, or Th ττάροί, δ Επάνωθβ, δ Ίτάροιθζ. : the former, δ μ\ρ, the latter, ό δέ Formerly, adv. ιτρότ^ρον, πρΙν, τΓ0τ€^ ττάλαι, TTctpos, ττρόσθβ, ττάροιθΕ, προτού Formidable, ^oySepbs, deivhs, ppiKThs Formidably, adv. deivcvs, φοββρωε Formless, ΐχμορψο5 Fornication, πορνεία, f ; to commit fornication, πορνεύω Fornicator, πόρνοε, m. [ίσταμαι Fors ike, v. καταλΕίπω, αποΚ^Ίπω, αψ- Forsaken. άπολ€ΐφθ€ΐ5, μόνο$ Forsooth, adv, pa, άρα, δήτσ Fors weary ν, (to deny upon oath) απόμνυμι., ί^όμννμι ; {to swear falsely) έττιορκέω Fort, (jypoipiOPf n. ψυΚακτηριον, η. Forth, adv, ψράαβα^ ; {Jorik from) e|« 413 Forth witl), adv. παραυτίκα, €υΘυ?, αΤψα, Fortieth, τβσσαρακοστο^ [άφαρ Fortification, βρυμα, η. τ^Ίχος, η. rei- χισμα, η. €π.τ€ίχισμα, η. π€ριτβι· χισμα, η. φρουρών, η. πaράφρayμa, η. Fortified, 4ρυμν})^ Fortify, ν. τβιχίζω, πβριτΕΐχίζω, 4κτ€ΐ' χίζω, φράσσω, αποφράσσω, όχυρόω Fortifying, 4πιτζίχισι$, f. ^πιτ^ιχισ- /uby, m. [/· Fortitude, άι/δρβία,/. eυφυχίa,f άρ€Τ^, Fortress, φρούριον, η. Fortuitous, αυτόματοι, τυχα7ο5 Fortuitously, adv. αυτομάτω3 Fortunate, ζυτυχ7)$, βύδαίμων, €x^i)μ€- pos, ζΰμοφοε : to be fortunate, Ευτυχίω, €ύ πάσχω Fortunately, a(Jv. εύτυχώϊ, τυχηρωε Fortune, τύχη, f δαίμων, c Ζαιμόνιον, η. : good fortune, βυτυχία, f. ευτύ- χημα, η. : bad fortune, δυστυχία. /. δυστύχημα, η. ατυχία, f. ατύχημα, η. Fortune, {estate, portion) ουσία, f. τα υπάρχοντα Fortune-teller, μάντι$, m. ayύpτηs, m. Forty, τ€σσαράκοντα : forty years old, τ€σσαρακοντα€τηε : period of forty years, τβσσαρακοντάε, f. Forum, ayopa, f. Forward, {confident, hold) τoλμηρhSf προπ€Τ7]5; {eager) πρόθυμοΞ Forward, v. [advance, aid) προφέρω^ προκόπτω ; {bring forward) προφέ- ρω ; {step forward, move or put forward) προβαίνω Forward, adv. πρόσθβ, πρόσω, πόρρω, προτ€ρω, προτερωσβ ; forwards, προ- βάδην, els Th πρόσθζ : backwards and forwards, πάλιν re καΐ πρόσω Forwardly, adv. προθύμω$, σπυυδαίωε Forwardness, προθυμία, f. Fosse, τάφροε, f. 6pυyμa, η. Fossil, 6ρυκτhs Foster, v. τρίφω, θεραπεύω, θάλπω Foster-child, τρόφιμοε, c. τρoφhs, c. Foul, μιaρhs, μυσaphs, ρυπaρhs, δυσ- ώδη$ : foul language, alσχpoλoyίa, f. : to use foul language, αισχρό- λoyεω, αισχρυεπεω Foul, V. μιαίνω, καταμιαίνω Foully, adv. μιαρώε, αισχρω3 Foul-mouthed, aισχρoλόyos Foulness^ μιαρία, f. μυσαρία, /. ακα- θαρσία, /. αΙσχρότηΒ, f. Found, V. κτίζω. Ιδρύω, οΙκίζω, κατοι- κίζω, θεμελιόω, βάλλομαι, καταβάλ- λομαι ; (metal) χοανεύω or χωνεύω Foundation, θεμέλιον^ η. βάθοον, η* FOU FRE κρητΓΪς, f. ρίζα, f. ύττόθ€σΐ9, f. : fr- m the foundation, ιτρόρριζοε, αύτό- Trpe^j/os ; adv. τνρέμνοθζ, ττρόρριζον Founder, κτίστηΒ, m. οΙκίστ7]ε, m. άρ- XVyhs, m. άρχηγεττ^ϊ, τη. (of metal) χων€υτΎ]3, m. [καταδυο/ίαί Founder, v. κατοΐΒύω or -^ΰνω, & mid. Founding, κτίσιε,/. oLKLais, f. 'idpvaLS, f. (metal) χωνβία, f. χώνζυσιε, f. Foundling, €ΰρ'ημα, η. Foundry, χόαροε, m. χων^υτ-ηρων, η. Fount, Fountain, ττηΎΎ), f. κρηι/η, f. πίδαξ, f.: of a fountain, πτίγαΓοί, Kp7]V0U0S Four,T€Vσαpes·, (number four) rerpas: in four ways, τετραχώε, τβτραχη : in four parts, rerpaxri : four years old, T€TpaET7]S, rerpaeuris : space of four years, rerpa^ria, f. Four-cornered, τ^τρά^γωνοε Four-fold, τΕτραπλάσιοε, rerpa^by, Τ€τράμοιροε ; adv. τΕτραπλγ^ τ€τρα- X&is, τ€τάρτωε Four-footed, rerpaTTOvs, TErpanodrjs, Τ€τραβάμων Four-horsed, Terpdopos, contr. τβτρω- pOS, Τ€θρίπ7Γ0$ Four hundred, τετρακόσιοι Four-hundredth, τ€τρακοσίοστ})5 Four-score, oydorjKoura Fourteen, τβσσαρεσκαιδβκα (neut. τ€σ- σαρακαί^Εκα) Fourteenth, τεσσαρεσκαίδεκατοε : on the fourteenth day, τεσσαρΕσκαι- deKaralos Fourth, Terapros : fourth day, re- Tpas, f Ύ) τ€τάρτη : on the fourth day, T€rapia7os : the fourth time, TO τέταρτον : fourth part, rerap- τ-ημόρων, η. Fourthly, adv. τίτάρτωε Four thousand, τ €τρακισ χίλιοι Four times, rerpaxis Four-wheeled, τβτράκυκλοε Fowl, opuis, c. Fowler, ορριθοθηραε, m. ορνιθευτηε. m. Fox, άλώτΓτ/Ι, /. άλωτΓ€Κΐοι/, η. Κ€ρ^ω, f. : young fox, aKwireKidevs, m. : like a fox, ά\ωποε : to be as cun- ning as a fox, άλωτΓ€κίζω Fox-dog, κυναλώπ-ηξ, f. Fraction, κλάσμα, η. θραύσμα, η. /Ufpls, /. απόκομμα, η. Fractious, ερισηκυε, φίλεριε Fracture, ))Ύ\Ύμα, η. κλάσιε, f σΰν- τριμμα, η. [μι Fracture, ν. κατά-γνυμι, θραΰω, pqyuu- 414 Fragile, ενκλαστοε, εΰθραυστοε, et- θλαστο3, KaraKrhs Fragment, θραύσμα, η. κλάσμα, η. κάτayμa, η. θρνμμα, η. Fragrance, εύωδία, /. εύοσμία, /. Fragrant, ζυώδηε, ενοσμοε Frail, ασθενηε, (p0aprhs, πτώσιμοε Frailty, ασθένεια, /. τ^/αθυρότ-ηε, /. Frame, (form, shape) δάμα$, η. Frame, v. συμπηyuυμι, 'πi]yvυμι, κατα- σκευάζω, συι/τίθημι, τεκταίνομαι, ΊΓοιεω, Τζνχω Framed, σνμττηκτοε, tt^kt^s Framing, σνμκηξιε, /. Franchise, βττιτιμία, f. ατέλεια, /. διαχειροτονία, f. [contr. απλονε Frank, ελευθεριοε, ελενθεροε, απλόο5, Frankincense, λίβavos,f. λφανωτ})3, C. : frankincense-tree, λίβανοε, m. : like frankincense, λιβανώ^Ύ\3 Frankly, adv. ελευθερίω$, ελευθέρων, άίτλώί [εν-ηθεια, /. Frankness, a^Γλ6τηs.f. ελεvθeριότηs,f. Frantic, μανικοε, εκφρων, εμμανΊ)3, μαινα8, μανια3, παραττληΙ, τταράνοοε, φοιταε, εuθoυσιaστικhs : to be fran- tic, μαίνομαι, βακχενω Fraternal, άΒελφικ})3, άζελφ})9 Fraternity, φράτρα, f φρατρία, f. Fratricide, άύελφοκτόνοε, m. Fraud, τταράκρουσιε, f. κλεμμα, η. φενάκισμα, η. άπάττ], f Fraudulent, κλετττηε, κάττηλοε, φενα- KIKOS άπατ'ηλ})3 Fraudulently, adv. απατητικώε Fray, νε7κο$, η. εριε, /. Freckle, φάκο$, ίπ. Freckled, φάκο\ρΐ5 Free, ελενθερο$, ελενθεριοε, άφετοε ; (independent) αυτόνομος, αυτεξού- σιος ; (free from, without) ακήρατος, έρημος, αμέτοχος, 6ρφαν})ς ; (as free loill, by free choice) αυθαίρετος : ■ free from dani^er, ακίνδυνος : free from disease, άνοσος [εξοο Free from, adv. cbprep (lo gen.) εκτίς, Free, v. ελευθερόω, άττελευθερόω, λύω, εκλύω, παραλύω, αφαιρεομαι, άνίημι Freebooter, λ'ρστϊ]ς, ηι. συλητωρ, m. άρτΓακτ})ρ, ηι. Freedman, αττελεύθερος, τη. εξελευ- θερος, m. : belonging to freedmen, ά^ΓελευθεpLκhς, εξελευθερικος Freedom, ελευθερία, f. (from any- thing, as pain, cC-c.) ερημία, /. : freedom of speech, τταρΡησία, f : freedom from fear, or of access, &Βεια, f. FrE Freed-woman, a-neXevdipoL^ f. Freehold, KKrjpos, m. Freeholder, κληρονόμοι, m. Freeing, i\€v9epwais, f. Freely, adv. iXevOipws, ^λ^υθξρίω^ άν€δην ; {confidently) άδεώϊ, μ^τα ιταββησίαε : speaking freely, e'Aeu- Θζρ6στομο$, ΐΓαρρη(τιαστίκ})ε : to speak freely, ΐΓαρ[)ησίάζομαί, βλει»- θζροστομίω Free-minde 1, iX^vO^pios, iKevOepos Freeness, €λζυθ€ρίότης, f. Free-spirited, eAefOepios Free-will, rh αύτ€ξούσιον Free2ie, v. ΐΓ'ί]'γνυμι, ζτητνη^ρυμι, κρυ<τ- ταίνω ; intrans. πη^νυμαι, καταπη-γ- νυμαι : to be frozen, κρυσταΚΚό- ομαι Freezing, irrj^is, f. Freezing, ττ-ηκτίκόζ \n. vaZXov, n. Freight, yόμo5, m. (popros, m. φόρτιον^ Freight, v. Ύ^μίζω, φορτίζω Frenzied, μανίας, μαριά^η9, ivdov- σιαστικ})3, ζνθουσιώ^η^ Frenzy, μανία, f. 4νθουσιασμ})3, τη. &λη, /. φοΐτοε, m. Frequency, πυκνόττιε, f. πλήθος, η. Frequent, ttvkvos, nvKivhs, συχν})$ Frequent, v. φοιτάω, φοιτίζω, ττροσ- φοιτάω, θαμίζω, ττ€ρίβά\λω, 6μιΚ4ω : to be frequent, do or come fre- quently, συχνάζω Frequented, χρησίμο5, ττολυξζνοε Frsquenting, φοίτ-ησιε, f. Frequently, adv. ττολλάκιε, πολλά, θαμοι,, θαμινά, σνχνάκΐ5, ttvkvws : that which is done frequently, Ίτύκνωμα, η. σνχνασμα, η. Fresh, (new) veos, veaphs, ζ/€αλγ/$, χλωρ})5, ΊτρόσφατοΞ, ανθηρ})3 ; {not fatigued or worn out) veos, veaX^s, άκμ7]8, ^κμΎΐτο^ ; {keen, cool, as the wind) λαμπροί, : afresh, adv. in veov, €κ vias Freshen, v. εμ^\/υχόω, βμψυχω Freshly, adv. veiov, το veov, ν^ωστΧ Freshness, ve6T7]s, /. χλωροτηί, /. Fret, "l^. κνίζω. avLaoc^ Κυττάω, άχθομαι Fretful, δνσκολο?, δυσχβρτ/ϊ, Βυσ- άρ€στο$ Fretfulness, Ζυσχ€ρςια,/. δυσκολία,/. Friability, ^Ραθυρότηε, /. Friable, \1/αθυρο$, θραυστος, €νθραυστθ5 Friar, μοναχ}}3, τη. μοναστη$, m. Friction, τρίψίί,/. τρίβος, c Fried, 'rayηvLστh5 or τηΎανιστ})5 Friend, φίΧοε, m. «ττιτήδεω^, m. avay- Koiios, m. yμώpιμos, m. yvωστ})Sy m. 415 FRO 6ταΓρο5, m. ^eVos, m. {vocative) my friend, ώ ' rav, ώ Αφστ<έ : ful-i ί friend, \υκόφίλθ5, ra. : having m my friends, πoλύφι\os : the h iving many friends, ττολυφιλία, f.: t ie having few friends, όKιyoφι\ίa, f. : to make one's friend, οΙκ€ίόω Friendless, &φιλos [/· eu^eVcia, /. Friendliness, φιλοφροσννη, f. ^ύνοια^ Friendly, φίλο^, φίλιοι, ^tAi/c^y, φι- λόφρων, €vvoos, eu^ej/r/?, ττροσφιλης, eViTT^Seios, oIkcTos, €νμζνικ})$ : to be friendly, €υνο4ω, €ύμ€ν€ω, όμιλ^ω, ήδβωί €χω, οΙκ€ίόομαί Friendly, adv. φίλίως, ττροσφιλώί, φιλοφρόνωε, ζύμΕνωΞ, οίκβίω^ Friendship, φιλία, /. φιλόνηε,/. οΙκ€ΐ- 6t7)s, f. 6ταφ^α, /. (hospitality) ^evia, f. : false friendship, λυκο- φιλία, /. Fright, ίκπληξί9, f. φ6βο5, m. beos, n. Frighten, v. φοβ^ω, ^κφοβ^ω, βκπλήσ*- σω, τΓτοβω, Ββί^ίσσομαι, 4κταράσσω, ^βιματόω, μορμολύττομαι : to be frightened, πτήσσω, καταπτήσσω, ατνζομαι, ταρβέω Frightened, ττβρίφοβοε, φoβepbs, irepi- θαμβ)]3, ΕΚφοβοε Frightful, φοβ€ρ})9, deivhs, Beιμaλ€os Frightfully, adv. ζeιvώs, φοβ^ρώ^ Frigid, ψυχρ^ϊ Frigidity, ψυχρίίτηϊ, /. Frigidly, adv. ι\ιυχρώ8 Fringe, θύσανοι, m. pi. κροσσοί, m. pi. Fringe, v. κροσσόω \σωτ})$ Fringed, θυσανόζΐ$, θυσανωτ}}3, κροσ- Frisk, V. σκιρτάω Friskiness, σκίρτησι^, f. ττροθυμία, f. Frisky, σκιρτητικ})5, yavpos Frith, ΐΓορθμ})5, m. Frivolity, Frivol ousn ess, Xripos, m, λ·ί}ρημα, η. ματαιότη^, f. Frivolous, μάταιο$, ξΙκα7ο3, ληρώΒηί, κ^νβόφρων, φλΰαρο3 Frivolously, adv. ματαίω$, elKrj Fro, contr. of From Frock, ζώμα,, η. ίσθης, f. xXatvayf. Frog, βάτραχο3, m. {of a hoof) χελί- Frolic, Traiyvia, f. παιδιά, /. [Βων, /. Frolic, V. τταίζω Frolicsome, ^Γaιyvιώ^ηs, παιδί/coy, φίλο- ^Γaίyμωv, άκόλαστο5 From, p7'ep. awh, 4κ or e|, vvh, πάρα, μ€τα : 'θ€ν is often added to ii ords, and give^ the signification of from, «5, from on high, υ-^άθ^ν, from without, ί^ωθ^ν, from whence, FRO FUR Front, μίτωττον, η. rb βμπροσθ^ν Front, βμτΓρόσθιοί : in front, άιταω^ ; adv. άντην : iu front of, eiawnhs ; adv. TTpSaOeUy ζμπροσθ^ν, κατά ιτρόσ- ωτΓον, αντα Front, V. ανθίσταμαι ; {to meet, en- counter) άντάω, άτταντάω Frontier, opos, m. opLa, n. pi. μ€θ- 0piou, n. : of the frontier, 'όρω$, μ€θόρί05 : beyond the frontier, vrrepSpLos Frontlet, άμπνξ, c. Ίτρομ^τωττιΒιον, η. Frost, Trayerhs, m. Kpvos, κρυμ})5^ m. Frosty, τταγετώδτ^ϊ, iTay€phs, 7ra7co5?;s, Froth, acpphs, m. άχρη, f. [Kpvephs Frothy, αφρώδης Froward, avda^T^s, λαμυρ})5, iVa/xtis : to be froward, αυβα^ίζομαι Frowardly, adv, αυθαΒώε Frowardness, αυθά^ζία,/. aaeXyeia^f. κακο7]θΕΐα, f. Frown, συνοφρνωμα, η. Frown, i\ οφρυάζω, συνοφρυόομαι, ras υφρύα$ συvάyω, φαρκιδόω Frozen, κρυσταλλόπηκτοε, Trayephs Fructiferous, ιτο\ύκαρττο$, ζνκαρπο9, καρττοφ6ρο5 Fructify, v. καρνοφορ^ω [Χιτοβ6ρο$ Frugal, φΕίθωΚ})$, βύτβληε, λιτόβίοε, Frugality, €ύτ4λ€ία, /. φΕίΒωλία, /. φ€ίδώ, f. Frugally, adv. iyKparcvs, eureXcDs, σω- φρόνω$ Fruit, καρτΓο$,7η.κάρπωμα,η. οττώρα,/.: first-fruits, άτταρχαΐ, f. ρΐ. : to bear fruit, φάρω, καρπόω, καρποφορβω, Έκκαρπίζομαί: to gather fruits, καρττόομαι, οπωρίζω, καρττίζω : to reap fruit from, καρπόω, καριχίζω Fruitful, καρποφόροε, πολύκαρποε, €VKapnos^ 7Γολυφόρο5, €νφοροε, ττολν- yovos, τρόφιμοΒ ; [οηΐι/ of tcomtii) evreKvos, πολντβκνοε : to make fruitful, καρττίζω Fruitfulness, Ευκαρπία,/. ττολυφορία, f. Fruition, ά7Γ0λαΐ'σί5, /. Fruitless, άκαρποΞ, άκάρττωτοε, άττρακ- Tos, άχρηστο8 [^ά,χρηστυν Fruitlessly, adv. μάτην, ματαίωε, Frustrate, v. σφάλλω, €^αν€μόω, δ/α- κζίρω, αλιόω, άφίστημι, ψβι'δομαί : to be frustrated, σφάλλομαι, άπο- σφάλλομαι Frustration, σφάλμα, η. Fry, ν. ταγηνίζω Frying, τηyavισμhs, in. Frying-pan, τάyηvυv ά' T-iriyavov, η. Fuel; Tvvpua, Ion, ττυρηΊα^ η. ρί. Fugitive, φυyάs,c. δραττβτηϊ, m -Tis,f. : to be a fugitive, φυyab€ύω Fugitive, adj. φυyas Fulfil, V. τξλβω, ΤΕλΕΐόω, βπίτβλβα·, Τ(:λ€υτάω, άποττίμπλημι, ττληρόω, άναττληρόω : to be fulfilled, τ€λ€ΐ/- τάω. €κπ€ραίνομαί Fulfilled, Fulfilling, reXfos or reXeios, τ6λ€σφόρο5 [άναπληρωσιε, f. Fulfilment, reAeur);, / πλ-ηρωσις, f. Fulgency, σ€λα$, η. avyrj, f. λαμ- ττρότηε, /. [άyλaos Fulgent, Fulgid, φaeLvhs, λaμ^ΓphSf Full, TrAeos or ττλεΓοϊ, ττλήρηί, τΓλ€οε or βμττλΕωε, άνάπλΕοε. /χβστδ^, άνάμΕστοε ; {complete) 6ντΕλη$ : very full, 'π€ρίπλ€05 ώ -πλΕω$ : to be full, y€μω, ττληθύνω, ττλτ,θω^ μΕστόομαι. : to be very or over full, πΕριπίμπλαμαι, v^ΓEpyEμω Full, adv. ολωε, τταντΕλωε Fuller, κvaφEvs, 7n. [rhs, ΕμττλΕως Fully, adv. ^Γάyχv, reAeioJS, διατταν- Fulminate, v. ΚΕραυνόω, ΚΕραυνοβολΕω Fulness, πλ-ηρωμα, η. ττλήρωσίί, /. Fume, κνίσα,/. Kairvhs, m. άντμ^, f. Fume, V. {smol'e) άναθυμίάομαι, άτ- μίζω; {to be in a rage) οργίζομαι, μΕνΕαίνω Fumigate, v. θυμιάω, νπατμίζω, ττνρόω Fumigation, θυμίασί$,τ'. υ'ίτατμισμ})$,Μ, Fun, παίδια, /. : in fun, Trai^LKcos Function, ivEpyEia. f. δνναμί$, f. Epyov, n. Th καθήκον. μΕροΒ, η. [Βης- Fundamental, αρχικός, Kvpios, ουσιώ- Fundamentally, adr, κυρίωε,ονσιώδω$ Funeral, Krjdos. οι. τάφος, m. ταφ^., f. Εκφορά, f. : funeral pile, ττυρά. /. ττυραια, f. : funeral rites, KTEpEu, n. pL κτΕρίσματα, η. pi. Εντά- φια, η. pi. Funereal, Επιτάφιος, ki]?)eios, ettik^Beios Fungous, μυκ7]τινοε Funnel, χοάνη, f. χώνη, f. Funny, yEλo7os. yEλaστhs Fur, δορά, /. δΕρμα, η. λάχνη, f. : fur garment, σισνρα, f. καυνάκη, f. Furies, ΕυμΕνώΕε, f. pl.'EpivvvES, f.pl. :^Εμνα\,/.ρΙ. Furious, μανικ})$, μάpyos, ΕμμΕμα(^5, λυσσώδης : to be furious, λυσσάω, λυσσόομαι Furiously, adv. ΕττιρροΙβδην, μανικώε Furl, v. στΕλλω, συστΕλλω Furlong, στάδιον, η. Furlough, δίοδος, f. Furnace, κάμινος, f. ίττνος, m. Furnish, v. κατασκΕυάζω, cvyKara* FUR GAR σκευάζω, στίΚΚω : furnish with, συναρτυρω [^κατασκ^υ))^ f. Furniture, σκ€ύη, η. pL βττ^πλα. η pL Furrow, αύΚαΙ,/. b\Kbs, m. ύ-γμο3, m. Furrow, v. άΚοκίζω [ώλαξ, /. Further, adv. πρόσω, ττόρ^ω, irepaL- 7epa>, Trepa, τιροτίρω^ ιτροσωτίρω, Α Η.ττοββωτ€ρω [σιτ^ύδω, (τησιτου^άζω Further, v. όφίλλω, προψίρω, eVi- Furtherance, ΰφίΚοε, η. Furthermore, adv. ert, ττροσβτ· Furthest, Ισχατοϊ ; adv. -προσωτάτω, A lt. ΊΓοββωτάτω, πόρσιστα Furtive, KpvirThs, \αθρα7ο$ Furtively, adv. λάθρη, κρυπτά^ια. Fury, μανία^ f. λυσσά, f. Fuse, V. χωνεύω, σνγχων^ύω Fusible, xwp^vrhs Fusion, xojveia, /. Futile, (poLvKos, μάταιος, K€uhs Futility, φαυλότης, /. ματαιότης, f. Future, μίλλων : to be future, ^e\- λω : for the future, in future, οπίσω, όπισθεν Future, Futurity, μίΚΧον, δ ςπιων Xp6vos, δ έπίλοιπος xpovos^ αί ημίραι ζπίλοιπαί, rh ^σσόμ^νον G. Gabble, λαλαγ^, /. λαλά-γημα, η. λάλημα, η. Gabble, ν. λαλαγεω, λαλβα», στωμύλλω Gable, aeros, m. αέτωμα, η. Gad-fly, οΊστροε, m. : sting of a gad- fly, οϊστρ-ημα, η. Gag, πάσσαλος, m. Gaiety, ίλαρότης, f. φαιΒρότηε^ f. ευθυμία, f. φιλοφροσύνη, f. [rySe'cos Gaily, adv. Ιλαρώς, φαώρώς, €υφρόρως, Gain, /cepSos, η. λήμμα, η. opeiap, η. : gain or the acquiring of gain, χρη· ματισμ6$, m. χρημάτισιε, f. elpya σία, /. : unlooked-for gain, €νρημα^ η. : unjust gain, αΙσχροκβρΒζία : love of gain, φιλοκ^ρ^βια : fond of gain, φίλοκβρΒτιε : to be fond of gain, φίλοκ€ρδ€ω Gain, v. κ^ρΖαίρω, λαμβάρω, πτάομαι^ Ιίατράσσοιχαι, €ύρίσκω, ^κφ^ρυμαι, αίρομαι; {α battle, contest, άο.) νικάω ; {money) χρηματίζομαι ; (α suit) αιρίω ; [to gain from another unjustly) κατακ^ρΒαίρω, πλ€0Ρ^κτ€ω : gain over, (as an enemy) τιαρασκ^υ- άζομαι, -ηροσκτάομαι^ έπά-γομαι, Ίίαρασνάομ,αι 417 Gainful, κ^ρ'^άλ^ος, κ€ρ^υφ6ρος Gc'iinsay, ν. αρτ€ΐπορ, άντίλ^γω, άρρ€' όμαι, 4ζαρΡ€ομαι Gait, βάδισμα, η. βά^ισιε, f. Gaiter, κρημΙς, f. π€ρικΡ'{]μιορ, η. Galaxy, y αλαλίας, m. Gale, άητης, m. αητη, f. odpos, m. πρβϋσις, f. αύρα. f- Gall, χολη, f. χόλος, m. Gall, V. δάκρω, θλίβω Gallant, βραστής, m. [άλκιμος Gallant, ibs ώ ηϋς, ϊφθιμος, Kparephs, Gallantly, adv. άρ^ρβίως, yeppaίωs, Kpareputs Gallantry, αλκ^,/. apery;./, αριστεία,/. Gallery, πζρίδρομος^ m. πβρίστνλορ, η. Galley, άκατος, f. κνμβη, f. Gall-nut, κηκίς, f. Gallon, χόος, πι. Gallop, V. πάλλω, τρΙχω Gallows, σταυρός, m. \κατακυβ^νω Gamble, v. κυβ€ύω : gamble away, Gambler, κνβ^υτης, m. Gambling, fond of, φιλόκυβος Gambling-house, κυβ^υτηριορ, η. σκι» ράφ€ΐορ, η. Gambol, σκιρτηθμ6ς, m. σκίρτησις,/. Gambol, v. σκιρτάω Game, (sport) παώια, f. πaίyPLOP, η, άθυρμα, η. {public game, contest) ayiup, m. άμιλλα, f. αθλορ, η. {unld animal, what is hunted) άypa, f. άyρevμa, n. Orjp, m. : of the games, άyώpιoς : to contend in the games, άyωpίζoμaι, άθλεύω [m. Gamester, κυβεντης, m. σκιραφ€υτ})ς, Gaming-house, κυββΐορ, η. σκιράφει- Gaming-table, τηλία, f. [op, η. Gammon, {of bacon) κωλη,f. Gander, χτ^ρ, m. Gang, ίλη, f. φρατρία, f. ay4λη, f. Gangrene, yάyypaιpa, f. : to have a gangrene, yayypaιpόoμaL Gangrene, v. σηπω : to be gangrened, {mortify) σφακ^λίζω Gangrenous, yayypaiPiKhs, yayypai- ρώδης [e^odos, f. Gangway, αποβάθρα, f. πόρος, m. δι- Gaol, δβσμωτηριορ, η. €ΐρκτΎ}, /. Gaoler, €lρyμoφvλa^. m. Gap, διάλειμμα, η. παράδρομον, η. : tO leave a gap, διαλείπω Gape, V. χαίρω, άραχαίρω, χάσκω, vTt οχάσκω, χασμάομαι : to gape at, χασκάζω Gaping, χάσ^α, η. χάσμη,f. Garb, έσθ-ής, j. σκεχτή, f. Garbage, τραχηλιά, n.pL GAR GEN Garden, Krjiros^ m, ορχο$, m. κηττίον, η. : of a garden, κητταΊοί : garden-plant, κητΓξυμα, η. [σίμοε, κηΐΓ€υτο5 Garden, adj. {opposed to wild) κηττβν- Garden, v. κηττευω, κηττονρ^ω Gardener, Kvn-evs, m. K-qirovphs, m. κητΓοκόμοε, m. (puTOvpyhs, m. φυτη- κόμο3, τη. Gardening, KrjTrela, f. κη^Γoυpyίa, f. φυτoυρyίa, f. : belonging to garden- ing, K'qTvovpiKhs Gargle, avayapy άριστον, η. Gargle, v. yapyapiCw, avayapyapl(u), άvaκoyχvλLάζω lλLaσμhs, m. Gargling, yaρyaρισμos, m. avaKoyxv- Garlamd, στ4φανο9, m. στέμμα, η. στ€φάνωμα, η. : wearing a garland, στ€φανηφόρο5, στ€φανίτη$ ; to deck with garlands, στ^φανόω, στ€φω Garlic, σκόρο^ον, η. yeXyls, f. 'dyXis, f. : to feed or prepare with garlic, σκορο^ίζω Garment, ίμάηον, η. eV0r?s, /. €σθη- μα, η. €Ϊμα, η. ττβπλοϊ, m. στολή, /. άμτΓ€χ6νη, /. Garner, άττοθ-ηκη, f. σιτοβολων, τη. Garnish, Garniture, κ6σμο3, τη. κόμ- μωμα, τι. ατγΧάϊσμα, η. Garnish, ν. κοσμίω, άyλa:ιζω, κομμόω Garret, irvpyos, τη. Garrison, φρουρά, f. φροίφιον, τι. φυ· λακτ], /. {soldiers formmg the gar- rison) φρουροί, τη. pi. φύλακ€3, τη. ρΐ. Garrison, ν. φρουρ^ω, φυλάσσω; {to keep guard) ίμφρυυρ^ω Garrisoned, %μφρουρο3 Garrulity, λαλιά, f. ^ΐoλυλoyίa, f. Garrulous, λαλητικο3, λάλοϊ, ττολν- λαλο9, πoλυλόyos Garter, π€ρισκ6λ]5, f. Gash, Κ0ΤΓ7], f. τομτ), f. άλοξ, f. Gasp, οισθμα, τι. αναττνοΎ], f. [αναττν€ω Gasp, V. αστταίρω, άστταρίζω, ασθμαίνω. Gate, ττυλΎ), f. ττύλωμα, τι. : with double gates, ^ίττυλοε : without gates, άττύλωτο3 : to put gates, ττυλόω Gather, v. συλλeyω, συy κομίζω, συν- άyω, αθροίζω, δρβπω : to gather fruit, οττωριζω Gathered, newly, ν^ό^ρξτττοε, ν€οσπά$ Gatherer, συλλoy€υs, τη. Gathering, συλλο77/, /". συyκoμι?>η, f. ; {assembly) σύλλoyos, τη άθροισμα, τι. Gaudily, adv. λαμΐΓρώ$, φαώρώ$, άyλaώs, ττομτΓΐκώ$ Gaudincsa, avyrj, f. ^πίλα^ψίί, / λαμτιρότη^, f. ττομτηία, J. 418 Gaudy, λαμτΓρ})^, πο^ττίκ^ί, σιyaλ6€l9t άyλahs, φα€ΐν})9, φωτ€ιvh7, φαί5ιμο$ Gauge, μάτρον, τι. Gauge, ν. μ^τρίω Gauger, ^ιατάκτΎ\$, τη. Gaunt, σκζλ€τ})3 Gay, Ιλαρ)}$, 'ίλαο$, ζΰθυμοε, φαι^ρ})$ Gaze, ατζνισμ})^, τη. 'ΐτρ6σο\\ιι$, f. Gaze, V. ατενίζω, άθράω : to gaze at or on, €νατ€νίζω, έφοράω, π€ριβλ€ττω Gazelle, dopKas, f. Βορκτ}, /. Gear, σκ^ύη, τι. pi. Geld, V. €ΚΤ€μνω, ορχοτομάω Gelding, χλούι/η5, wi. 4κτομία$, τη. Gem, λίθο$, c. Gemini, Διόσκουροι or Αιόσκοροι, τη. pi. Gender, yevos, η. Genealogical, y€V€aλoyικhs Genealogist, y€V€aλ6yos, τη. Genealogy, y6V€aλoy^a, f. General, στpaτηyhs, m. ηy€μcύV, m, rayos, m. λoχayhs, τη. στρατάρχηί, τη. : of a general, στρaτΎ]yικos : to be a general, στpaτΎ]yiω, τayeύω General, συντ}θη5, ^Ιωθώε, Koivhs Generality, oi ττολλο), αί ττολλαΙ, τα ΤΓολλά ; Th ττολυ, rb πολλ'όν Generally, in general, adv. koivcos, is Th παν, o?x&js, Kaff ολον Generalship, στpaτηyίa, f. riy αμόνια, f. Generate, v. τίκτω, 7€κν6ω, φύω Generation, yevea, /. yevos, τι. yive- σιε, f. Generative, φυτoυpyhs, iroiriTiKhs Generic, yeviKhs Generosity, €λ€υθ€ριότη5, f. ττολυ^ω- ρία, f. ehyeveia, f. άρ^τη, f. φιλαν- θρωπία,/. [yevT]S, φιλάνθρωπο$ Generous, Ελζυθέριο3, SoTiKhs, ^ eb- Generously, adv. φιλανθρώπω$, eXeu- Genesis, yeveσιs, f. [0eptcos Genial, θaλeρhs Genitive, η yeviKT] (πτωσι^) Genius, {intellectual power) φρ^^,/- ζνναμι$, f. {disposition) opy)], f. ^θοε, τι. {a spirit) δαίμων, m. δαιμό- νων, η. : evil genius, κακο^αίμων, m. Genteel, y€Vva7os, κόσμιο$, άστβιοε, αστικ})^, βΰσχημων, XapieiSy €ύπρ€- πτ]9, κoμ^hs Genteelly, adv. y6vvaίωs, άστ6ΐωϊ, άστί/ίώί, κοσμίω3, κομφώε, χο-ρι^ν- τω$, σ€μνώ5, ζύαρμόστωε : very genteelly, πάνυ κο^ψώϊ, πayκa.λωs Gcnteclness, άστ€ΐότη5, f. €ύπρίπ€ΐα, f. χαρίζντισμ})^, νι. χαριβντότη^, /. Gentian, y^vTiav)}, f. GEN Gentile, iOvinhs Gentility, "Ϋ^νναιότης, f. evyUcia, f. /ίομψ6/α, / κομ\^ότ7}$, f. κοσμιότη^,/. Geπtle,πραί/s,6?α,ύ,, KpaTefhs, λαβρ})ς : to make gveaX,, μεγαλύνω: to become great, αιΙάνομαί . very great, ύπερμεγας, ντίερμε^έθης, μϋριος^ υπερβάλλων, περιώσιος, παμμεΎεθης : to become very great, ύπεραυ^άνομαι, υπερ- βάλλω : so great, τόσος, τοσούτος, τηλικουτος : as groat as, how great, 'όσος, όσσάτιος: how great? ποσοί-, as great as, δπόσος, ηλίκος : how great soever, όπυσοσουν, δπηλίκος: too great, περισσές, μείζων ^ Greater, μείζων, compar., πλέων ώ πλείων, compar., υπέρτερος, μάσσων, πρεσβύτερος, περισσότερος Greatest, μέγιστος, superL, πλεΊστος, superl., μηκιστος, ϋχ^ιστος: for tho greatest part, τά πολλά Greatly, adv.μεyάλως, μειζόνως, corn- par., μεγα, μέγιστα, superl., πολυ, πλέον, compar., πλείστον ώ -τα, su- perl., παμμεγα, πυκνά : so grcatl /, τόσον, τοσούτο ώ -τον, τοσόνδε : how greatly] οσον, οσα Greatness, μέγεθος, η. μεγαλωσύνη,/ μεγαλοπρέπεια, f : greatness of mind, μεγαλοφροσύνη, f. : greatness of soul, ^€7αλοψι;χία, /. Greaves, κνημΙς, f. : wearing greaves, κνημιδοφόρος : well greaved, εύ- κνημις Grecian, Έλληνικ})ς, Έλλην\ς, Άχαώς Greece, Ελλάς, f. Άχαά'ς, f. Greedily, adv. επιθυμητικώς, πλεονεκ- τικώς Greediness, πλεονεξία, f. λαιμαργία, f, μαργότης, f. λαφυγμός, πι. Greedy, πλεονέκτης, πλεovεκτικhς ; (gluttonous, hungry) λαβρ})ς,γάστρις, λαίμαργος, μάργος ; (greedy of gain or money) αισχροκερδ7]ς, φιλάργυρος : to be greedy, πλεονεκτεω, λαιμάσσω, μαργαω, λαιμαργέω : greedy per- son, πλεονεκτης, m. λαφύκτης, on. γλισχρων, τη. Greeks, "Ελλ77ΐ/€ϊ, m. pi. Άχαιο\, m. pi. Ααναοϊ, m. pi. ΆργεΊοι, m. pi. Green, χλωρ})ς : green th.mg,χλόη, f. χλόασμα, η. : greens, λάχανα, η. pi. χλόη, f. : to be green, χλοάζω Greenfinch, χλωρευς, m. Greengrocer, λαχανοπώλης, m. λαχα- νοπωλητρια, f. [χλωροειδης Greenish, χλοαν})ς, χλωρός, χλωηρης, Greenness, χλωρότης, f. Greet, v. ασπάζομαι, δεξιόομαι, πρόσ- φημι, προσφωνεω Greeting, άσπασμ})ς, τη. πρόσρησις, /. Gregarious, άγελαΊος, σύννομος : to be gregarious, άγελάζομαι Gridiron, λάσανον, η. Grief, πένθος, η. άχθος, η. λϋιτη, f. GRI GUA βάρο$, η. irSvos, 'ni. ττ^νθ^Ία,/. Grievance, ireudos, n. βάρο$, η. /crjSos, η, άχθη^ωι/, m. &χθθ5, 7l. πταίσμα, η. βλάβη, f. Grieve, v. trans, (to offllct) Χυττάω, ανιάω, βαρύνω, ο^υνάω, αΚ^γννω, κηδ4ω, Βάκνω ; intrans. {to lament) άλγεω, άχθομαι, λυττβω, α^τημοι/βω, ασχάΚΚω, βαρ4ω5 φίρω'. to grieve very much, ύπεραλγβω, ύπΕράχθο- μαι, nepiaXyew : to grieve at, 6παλ- yeWf 4ι/θυμίάομαι, βαρ€ω5 e%£0 Grieving bitterly, ^θαρυστενάχωι/,τΓβρί- aXy^s, ΤΓ€ρίλυπο5 : adv. βαρυστόνωε Grievous, βαρυε, λυπηρ})5, avLapos, Kvypos, aXye ivhs, 6Bυpηρhsy χαλεποί, δυσχ€ρ'ή5, Βύσφορο$, Βυσαχθ^5, δυσ- ττενθηε ; (causing grief) θυμaλy^s, ταραξικάρΒιοε, θυμοβ6ρο3 Grievously, adv. βαρβωε, λυπηρώε, χαλΕττώε, άλyeιvώs, aviapoos Griffin, Griffon, γρυψ, m. ypviraeTos, m. Grim, yopyhs, γοργώψ, yoρyωπhs, βλοσυρ})Ξ Grimly, adv. yopyhv, ταυρη^ον Grimness, yopy0rr]s, /. Grin, v. σαίρω, ττροσσαίρω Grind, v. άλεω, άλήθω, άλβτρΕνω, κατ- αλύω, Χ^αίνω, tpaiw, μυΧωθρ^ω Grinder, aXer-qs, m. {tooth) μυΧόΒουε, m. μύΧθ5, m. μνΧη,/. Gripe, βίσάφασμα, η. Gripe, v. μάρτττω, Χαμβάνω, σ(pίyyω Grisly, φρικώ^η3, deiphs, φοβ€ρ})5 Gristle, χόΐ/dpos, m. Gristly, xoudpwbrjs, χορΒρον^νρώΒηΒ to be gristly, χονδριάω Grit, ■φάμμθ3, f. 6,μμο$, f. Gritty, ^Ραμμώδη8, αμμώδης Grizzled, {gray) iwiiroXios Groan, Groaning, στevayμhs, ni. στό- pos, m. στοι/αχτ], f. ivy-i], f. Groan, v. στίνω^ στενάζω, στ^νάχω, στ€ΐ/αχίζω, μυκάομαι : to groan be- neath, ϋινοστ4νω, ϋτνοστΕναχίζω Groaning, arovoeis Groat, Groats, x6vhpos, m. Groin, βουβών, m. Groom, ίπποκόμυ$, m. : groom of the chamber, θαΧαμηπόΧθ5, in. Groove, avXhs, m. Grope, v. ι^ηΧαφάω Gross, iraxvs, XLnapbs ; {huge, pal- pable) μeyas, oXos, fiυμίyίθΎjS Orossness, -παχύτηΞ, f. Xnrap6i7]s, f. Grotto, Grot, σπηΧαων^ η. antosy η. άντρον, η. 424 Grove, &Χσο$, η. βησσα,^. opyd.s,j. Ground, -nihov, η. ^^αφο5, η. yij, /, χθων, /. οδδαί, η. (ground for opinion^ hope, 5, m. άρτάνη, f. αιώρημα, η. Halve, V. μ^σοτσμίω, ^ιχοτυμ^ω Ham, κωλη, f. κωλ^ν, f. π^ρνα, f. Hamlet, κώμη, f. χωρίον, η. Hammer, σφνρα, f, αΊρα, f. ραιστηρ, m. τυπ\$, f. Hammer, v. σφυρηλατ^ω, σφυροκοπάω, σφυρόω : to hammer in, 4πικρούω : to hammer or weld together, κροτ€ω, συΎκροτζω Hammered, σφυρηλατο5 Hammock, αΙώρα, f. Hamper, σπυρ\5, f. κάλαθοε, m. Hamper, v. ψ,ποδίζω, κωλύω Hand, χβφ, /. {measure) παλαιστή, f. : the right hand, de^ia, f. : the left hand, αριστερά, f. σκαια, f. : palm of the hand, παλάμη, f. : at hand, πρόχ€ΐρο3) €Τθΐμο5 ; adv. ςμπο- δών, iv ποσϊ, πρ}) πο^ών : in the hands or power οζ χ^ίριοε, ύπο- X^ipios : to take by the hand, shake hands, δζξιόομαι : to take in hand, 4πιχ€ΐρ4ω, μ€ταχ€ΐρίζω : to put into one's hands, €Ύχ€ΐρίζω : to be at hand, υπάρχω : hand to hand, els xeTpas, iv χ^ρσι, αύτο- σχζΒίην, όμόσβ Hand, Hand down, v. παραδίΒωμι : to hand round, π^ριφ^ρω Handbreadth, παλαιστή, f. ^ Handful, Βρά-γμα, η. Βρα-γμη,/. Handicraft, χ^ιρουρ'γία, /. χ^ιρωνα^ία, f. χ€ΐροτ€χνία, f. βαναυσία, f. : be- longing to handicraft, χ€ΐροτ€χνΐ' Khsy βάναυσο3 [ναυσο3, m. Handicraftsman, χ6ΐροτέχνη3, m. βά- Handily, adv. de^icHs, βπιδβξίωί Handiness, Se^ior^s, /. έπώβξιότηε, f. Handiwork, χ^φούργημα, r). Handle, κώπη, f. λαβ^, f. αντ ιλαβιι, f. odas, n. : with handle or handles, κωπη€ΐ5, ώτώ€ΐ5 [χζΐρ€ω, άπτομαι Handle, v. χ^ιρίζω, μζταχΕιρίζω, €πι- Handling, δραγμ^ϊ, m. {taking in hand, management) μ^ταχβίρισιε, f. Handmaid, θβράπαινα, f, Βμωτ], f. οΙκ4· τ IS, f. [in. Handmill, χ^φομύλη, f. χ^φομύλων, Handsome, κaλhs, Εύπρόσωπο$, λαμ- πphs, €λικώπι$, άξιοπρ€π^5 Handsomely, adv. καλώ5, χαρι^ντωε Handy, de^ihs, 4πιζ€ξιο$ Haug, Hang up, v. κρ^μάννυμι^ ava- κρΕμάννυμι, κατακρ^μάννυμι, άρτάω, αναρτάω, αίωρ^ω, άναπτω, 4πιτανυω : to hang down, παρακρβμάννυμι : to hang on or over, ^παρτάω ; intrans. to hang, κρ€μάννυμαι, κρίμαμαι, αιωρίομαι, άβρίθομαι : to hang or hang down, κατακρ^μαμαι, κατά- HAN κρ-^βραμαι, καταιωρΕομαι : to hang upon, (ξάπτομαι, €ξ,αρτάομαι : to hang up, προσκρ^μάννυμαι, ττροσκρ^- μαμαι: to hang over, {impend) €ΤΓαίωρ€ομαι, ^παρτάομαι, eVt/ipe/xa- μαι : to hang, {choke) &7χω, αττά-γχω Hanging, (stranglinfj) α-γχόνη,/. Hanging, {suspended, hover ing) Kpe- μαστ})$, αίώρητο$ Hangman, δημ6κοινο3, m. Hank, κλωστΎ}ρ, m. Hanker after, v. Ύλίχομαι Hansel, v. καιρίζω, μζταχ^φίζω : not hanselled, new, άμβταχείριστο^ Hap, τύχη,/, κλήροι, m. rh σνμβ€- βηκhs Haphazard, rh αυτόματυν, τύχη, f- συμφορά, f. κατά. τύχην, e/c τυχ7?5 Hapless, δυστυχής, Βύσμορο$, ατυχτ]?, κακόποτμο$ ^ Ss^^^ }\ Haply, adv. τυχόν, iVcos, τάχ hv, τάχ Happen, v. τυ-γχάνω, συμβαίνω, τταρα- ττίπτω, τταρα^ί^νομαι, ττροστυη/χανω, παρίσταμαί, αποβαίνω : to happen to, befal, προσπίπτω, καταλαμβά- νω : to happen at the same time, συμπίπτω, συντυ'γχάνω, συμψ^ρω : to happen besides, 4πί^ί^νομαι Happily, adv. eu, ζυδαιμ6νω3, μακα- ρίωε, 6λβίω3, eύτυχώs Happiness, υλβο$, m. ευδαιμονία, f. μακαρίότη3, f. Happy, 6λβω$, ευδαίμων, μάκαρ, μακά- ριοι, ζηΚωτ^ : very happy, παν- 6\βιο$, τρίσόλβίοε, τρισμακάριοΞ : to be happy, εύδαιμονεω^ εύημερέω : to call or pronounce happy, μακαρί- ζω, ζύδαιμονίζω, ζηλόω Harangue, δ-ημ-η^ορία, /. Harangue, v. δημ-η^ορεω, ατγοράομαι, ay ορεΰω Harass, v. λυπεω, βαρύνω, ελαύνω, περιελαΰνω, χαλέπτω Harbinger, πρόδρομο3, m. Harbour, λιμ^ν, m. όρμ'όε, m. ναύσταθ- μον, η. Ιπάζω Harbour, ν. δέχομαι, υποδέχομαι, σκε- Hard, (firm, solid, stiff, stubborn) στερεο$, στερρ})5, στεριψο3·, σκληρ}}3, σιδΎ]ρεο3, απόκροτο5 ; {severe, griev- ous) χαλεποΒ, βαρυε, apyakios ; (dif- ficult) χαλεπ})3, δυσχερηε Hard, adv. {laboriously, diligently) σπουδαίων, επιπόνωε, λιπαρώε, επιμε- λώ5 : hard by, yείτωv, πρόσοικοε, πελα5 Harden, ν. σκληρύνω, περισκληρννω, συνίστημι HAR Hardhearted, σκληρυκάρδιο3, liτεy' KTOS, σιδηρόφρων Hardiness, Ισχυ3,/. αλκη,/. κράτος, η. Hardly, adv. σκληρώ$; {scarcely) μόλΐ3, μόyιs, χαλεπώ3, σχολγ \μο$ Hardmouthcd, σκληρ6στομο3, άστο· Hardness, σκληρότη$, f. {difficulty, severity) χαλεπότη3,/. δυσχέρεια,/. Hardship, KaKhv, η. δυσχέρεια, /. Hare, λayώs, m. λayωhs, m. : of a Hark, ακούετε [hare, λαγαοί Harlequin, φλύαξ, m. Harlot, πόρνη, /. πορνίδιον, η. εταίρα, f. χαμαιτύπη,/. [σίνο$, η. Harm, βλάβη, f. KaKhv, η. πημα, η. Harm, ν. βλάπτω, πημαίνω, κηραίνω, σίνομαι [απ^}μων, αθφυ5 . Harmless, αβλαβη3, ασινηε, άνατο3, Harmlessly, adv. αβλαβεω$, ασινώ$ Harmlessness, αβλάβεια, /. Harmonic, Harmonica), αρμονικά, σύμφωνο S Harmonious, λιyυs, λιyυρhs, λιyΰφω- VOS, αρμόνιο$, εναρμόνιθ3, εΰμουσο3', {in harmony, agreeing) σΰμφωνο3, ευάρμοστο3, συνψδ})3, σύναυλθ3, πρόσχορδθ3 Harmoniously, adv. μουσικω3 Harmonise, v. συμφωνεω, προσα^δω Harmony, αρμονία, f. συμφωνία, f. : in harmony with, συμφωνούντω3 . Harness, i;uai/T€S, m.pl. εντεα 'ίππεια, η. pi. ^ Harness, v. ζεύyvυμι, υπoζευyvυμι Harp, κιθάρα, f. κίθαρΐ3, f. φόρμιyξ, f. μayάδι3, f. πηκτ\3, /. : to play the harp, κιθαρίζω, φορμίζω, μayaδίζω Harper, κιθapci}δhs, m. κιθαριστη3, m, φορμικτη3, m. Harpies, the, "Αρπυιαι, /. pi. Harpoon, τριόδου3, m. Harpy, {a bird of prey) άρπη, f. ^ Harrow, v. βωλοκοπεω, βωλοτομεω Harsh, χaλεπh3, τραχυ3, πικρ>)3, σκληρο3 ^ [πικρώί Harshly, adv. τραχεω3, χαλεπώ3, Harshness, χαλ6πότη5, /. πικρότη3, f τραχύτη3, /. απηνεια, /. σκληροτη3, f : harshness of voice, τραχυφω- via, f Hart, 6λαφο9, m. Harvest, άμητο3, m. θερισμ}>3, m. θερο3, η. συyκoμιδ^ or κομιδη σίτου or καρπού : wheat harvest, πυρα- μητ})3, m. : to get in the harvest, συyκoμίζω Harvest-home, τά συyκoμιστr)pιa, αλώα, η. pL !E2 HAR Harvesting, άμητοε, in. συyκoμι5η, f. Harvest-time, άμητο$, m. β€ρισμ6$, m. Hash, ματτνα, f. Hash, V. κότΐτω, σιτγκόπτω Haste, στΓουδη, f. eT€i|ts, /. : with haste, σπουδαΓο5, adv. -cos Haste, Hasten, v. {to make haste) σπεύδω, ώ -ομαι, σπουδάζω, inL- σπεύδω, 4ΐΓζί^ω, ώ -ομαι, ταχΰνω, ορμάω, κατεπείγω, π€τομαί, σττίρχο- μαί Hasten, ν. {urge on) σπεύδω, επί- σπερχω, οτρΰνω, επειγω, τΛχΰνω, κατεπε:7ω Hastily, adv. ταχέων, δίά σπουδής, προ- πετώί, ΙταμωΞ, vmvLK(jos, ^σσυμάνω$ Hastiness, ωκυτ-ηΒ, /. ταχυτη^, /. τάχο8, η, [σπευστ£/<:^5, ταχύβουλθ5 Hasty, KpaLirvos, ε'πισπερχτ^ί, Ιταμ})ε, Hat, π?λθ5, τη. ττιλίδωρ, η. [σεύω Hatch, ν. εΛλεπω, εκκολάπτω, ν^οσ- Hatches, καταστρώματα, η. ρΐ. Hatchet, πε'λε/cus, m. a^ipr], f. Hatching, ζκκόΚα·^ΐ8, f. ΕΚλ4πίσΐ5, f. Hate, €χθο5, η. μ1σο8, η. Hate, V. μισίω, ςχθαίρω, 4χθραίνω, στυ-γβω : to be hated, απεχθάνομαι Hateful, μίσητ})5, 4χθρ})5, άτΓ€χθ^9, στυγ€ρ}}5, στυγητ^^, πί/cpbs, εχθό- δοπο5, aπoπτvστos, 4πίφθονο$ Hatefully, adv. έχΘρώε, στυγερώί Hatred, μΊσοε, η. εχθοί, η. έχθρα, /. άπεχθεία, /. Have, ν. εχω, κτάομαι, εστί, μετεστί or υπεστί μοί, σοι, d'C. Haven, Κιμ)]ν, m. ορμοε, m. Haughtily, adv. ύπερψιάλωΒ, ύττερη- ψάΐ'ωε, μ€yaλ€ίωs, μ€yaλo(pρόvωs Haughtiness, με^αΚ-ηνορία, ύτνζρηνορ^τι, /. φρόνημα, η. ν^Ρηλοψροσννη, /. ύτΓζρηψανία, f. oyKos, m. αΚαζονβία,/. Haughty, ύπ6ρτ]φανο8, ύττερφίαλοε, μeyaλζ7os, σοβαρ})5, yavpos, ύπερη- νορεων, ύχρηλόφρων : to be haughty, ύπ€ρηφαν4ω, yaυpιάω Haul, V. ελ/cω, όνενω Haunch, πι/γτ/, /. yXovThs, ηι. Haunt, ^0os, w. evauXos, in. επιστροφή, Haunt, V. φοιτάω, θαμίζω, πολεω [/. Havoc, ϋλεθροί, m. κακουχία./, φθορά,/. Hawk, ίερα|, m. KipKos, ni. Hay, χ6ρτο$, m. κάρφη, /. Hazard, κίνδυι/ο$, m. [κυβζύω Hazard, v. κινδυνεύω, παρακινδυνεύω, Hazarding, πaρaκιvδύvευσιs,/. άποκιν- δύνευσΐ3, /. Hazardous, 4πίκivδυvos, τταρακίνδυνοϊ Haze, ί>μίχλ-η, /. άχλί/s, /. 423 HEA I Hazy, όμιχλώδηε, άχλυόειε \ He, iKeTvos, 6, oIjtos, οδε, αύτ6$ Head, κεφαλ-ή, /. κάρηνον, η. κάρα, η. κορυφ-ή, /. κωδία, /. ( Head-ache, κεφa\aλyίa, /. : to have head-ache, κεφaλaλyεω : causing also havinghead-ache, κεφaλaλyηs Head-dress, 'άμπυξ, /. κρτ]δεμνον, η, κεκρύφαλοε, m. Headland, άκρα, /. πρ6βολο3, m. Headlong, πρην^5, προπετηε, επι- kAiv^s ; adv. προπετώε, προτρο- πάδην ; Headstrong, αυθάδηε, αύθαδικοε, προ- πεττ]3, αυτ6βουΚθ8 \υyιά{^ω ] Heal, ν. Ιάομαι, ιατρεύω, άκεομαι, ] Healer, άκεστΎ]5, m. laTphs, m. Healing, άκεσμα, η. ιτγίανσΐ3, /. \ Health, ύyΊειa, /. ευεξία, /. : to drink health, προπίνω \ Healthily, adv. iyiias, ifyieivcos ^ Healthy, 0yi7)s, ύyιειvos, άνοσοε : to j be healthy, ύyιaίvω ' Heap, σωρ})5, m. σώρευμα, η, χώμα, η. θημών, τη. άθροισμα, η. \ Heap, 'V, χώννυμι, συyχώvvυμι, σωρεύω, ! νεω, συννεω, επαμάομαι, αναβάλλω j Heaping up, σώρευσιε, /. συμφόρ-ησιε,/. t Hear, v. ακούω, επακούω, εξακούω, i κατακούω, άκροάομαι, αϊω, κλύω ; \ {to hear ο/, hear neius ο/, hear /rom ] some one else) πυνθάνομαι, παραΚαμ- . βάνω I Hearer, ακουστ7]3, m. ακροαττ]8, m. j Hearing, άκο^,/. άκουσιε, /. άκρόασΐ5, /. : quick of hearing, εϋηκοοε, ' οξυΎ]κοο5 : within hearing, eis επ- TjKOOV, εν επηκόφ i Hearken, v. ακούω, υπακούω J Hearsay, άκο^, /. παρακοή, /. ^ J Heart, καρδία, /. κεαρ, η. κηρ, η. ■?τορ, ^ η. : wath all one's heart, εκ Trjs \\/υχη8, εκ τηε καρδ'ιαε [δ/os Heartbreaking, θυμοβ6ρο3, ταρα^ικάρ· \ Heartburn, 6ξυρεyμίa. /. κaρδιaKyίa,J. j Hearth, εστία, /. εσχάρα, /. [εκ ψυχτ/ϊ 'j Heartily, adv. επιθυμητικώε, προθύμωε, i Heartless, άθυμο$, άκάρδιο$ ; {crml) Hearty, πρόφρων, εΰθυμοε [ώμόθυμοε Heat, θά\πο3, η. θέρμη, /. Θερμότη3, /. < καύμα, η. άλεα, /. Heat, ν. θερμαίνω, θερω, θάλπω \ Heath, ερείκη, /. ' Heatheu, Heathenish, εθvικhs ; Heathen, τά εθνη ' Heave, v. {lift, raise) αίρω, επαίρω, άείρω ; (throb, swell) οίδεω, υΐδάνο- '< μαι, πατάσσω j HEA Heaven, ohpavhs, m. ττόλοε, m. : from heaven, ουρανόθ^ν : in heaven, ουρανόθί Heavenly, ovpduios, iwovpduios : the heavenly bodies, τά μ6τ4ωρα Heavily, adv. βαρίων, βαρυ Heaviness, βάροε, η. βαρντηε, f. Heavy, βαρυ$, 4παχθηε, 4μβριβ)]3 : to be heavy, βρίθω, 4πίβρίθω Hebdomad, €β^ομα$, f. Hebrew, ΈβραΊοε ; (dialect) Εβραίε, f. : in Hebrew, ΈβραϊστΙ : to speak Hebrew, Έβραϊζω Hecatomb, ίκατόμβη, /. Hectic, cKTiKhs [/· Hedge, €pKos, n. φρα'γμ'όε, m. αίμασια, Hedge, v. φράσσω Hedgehog, €x7uos, m. [ττρόνοία,/. Heed, μζλΐτ-η,/. φυ\ακ}),/.€υλάβ6ία,/. Heed, ν, φυλάσσομαι, ^υΚαβ^ομαι, φροντίζω, aλeyίζω, άλβγω : take heed, opa : one must take heed, φυΧακτ4ον, €υλαβητ€ον [koos Heedful, 4τηστρ€φ7]5, eTi^eA^s, vir-fj- Heedless, άμ€λΎ}3, απ^ρίσκβπτοε,^ αν- €πίστρ€ΤΓΤ05, ακη^^ε, άφρονηε, απρο- ν6ητο5, άωρο5 Heedlessly, adv. αμ^λωε, αφροντίσ- TCOS, ανζίμ^νωε, άπ€ρίσκ4πτω$, αβου- λω$ Heedlessness, αμίλ€ΐα, f. ακ-ηΒ^ια, f. ανΐπιστρ^^ρία, f. αβουλία,/. Heel, irripva, /. Heifer, ττόρτιε, f. Βάμαλιε,/ ιχόσχοΞ,/. Height, Οψοϊ, η. μ^-γ^θοε, η. ύ^Ρηλό- rr]s, /. {α height, eminence) άκρα, f. άκρον, η. άκρώρξία, /. κάρηνον, η. (acme, greatest degree) άχμ^, f. άκρον, η. άνΘο5, η. : to be at the height or highest degree, ακμάζω Heighten, v. αίρω, ά^ίρω, μ^yaλύvω Heinous, μίαρ})3, πονηρ})5, τταμττόνηροε, KaKhs, Ίτά'γκακοί Heinously, adv. ττονηρωε, κακώ5 Heinousness, πονηρία, f. φαυλότη5, f. ττανουρΎία., f. κακότηε, f. Heir, κληρονόμοΒ, m. : to be heir to, Heiress, ξπίκληροΒ, f. [κληρονομάω Hell, ^57^9, m. τάρταρο5, m. Hellebore, €λλ4βορο5, m, Hellespont, the, Έλλ-ίισποντοε, m. Hellish, ταρτάρ€ί03, στύ^γιοε Helm, οίαξ, m. ττηδάλιον, η. Helmet, κόρυε, f. κράνο$, η. ττ^ληξ, /. τρυφάλαα, /. Help, ωφζλζία ft- -λία, f. ωφέλημα, η, 6φ€\05, η. βοηθζία, f. ζΐτικουρία, /. άpωy^}, /. Ηάρκ^σιε, f, 429 ΗΕΤ Help, ν. ώφ€λ€ω, 4ΐΓωφ€λ€ω, ^τταρκίω, 4πίΚουρ4ω, ύττηρ^τίω, βοηθβω, τιμω- ράω, ύπoυpy€ω, άρ'ί^'γω, 4τταρΎ\^ω, ονίνημι, τταρίσταμαι, συλλαμβάνω, συμμαχ^ω Helper, βυηθ})$, πι. 4πίκουροε, m. συvayωvLστηs, m. τταραστάτηε, τη, -TIS, f. συλλ-ητΓτωρ, m. Helpless, αμΊ^χανοε, άπορο?, άβο-ηθητοε, άττάλαμνοε [άβοηθησία, /. Helplessness, αμηχανία,/, άττορία, /. Hem, κράστΓ€ζον, η. άκρολίνων, η. Hem in, v. dρyω, κaτeίpyω, περικλείω, iyκaτaλaμβάvω Hemisphere, ημισφαίρων, η. Hemlock, κώνβιον, η. Hemp, κάνναβιε, /. Hempen, καννάβινοε [/. Hen, αλ^κτορΧε,/. άλ^κτρύων, /. opvis, Hence, ^vdev, 'dvOevSe, ivreidev, αυτό- θ€ν Henceforth, Henceforward, adv. τουντ€νθ€ν, rh λοιπόν, airh του νυν, όπισθεν, οπίσω, ξξοπίσω, κατ όπισθεν Herald, κήρυξ, m.: to be a herald, κηρύσσω Herb, πόα, /. φύλλον, η. \ηρο5 Herbaceous, βοτανώΒηε, ποΐ'ί]€ΐ9, ποι- Herbage, χλ^τ^, χλόα, or χλοίη, /. νομοΒ, τη. [ηι. Hercules, ΉρακλΕηε, contr. Ήρακληε, Herd, άyeλη, / νομ)], / βουκόλιον, η. Herd, ν. συvayeλάζω Herdsman, βουκόλυε, πι. βοτηρ, m. βοηλάτη$, πι. βούφορβοΒ, m.^ Here, adv. evOa^e, ενταύθα, τ^δε, αυ- τόθι, ώδε, ταΰτχι, /. : here and there, ένθα κα\ ϊνθα Hereafter, adv. αΙθι$, ζίσαυθίΒ, adTis, ζΙσοπίσω, ύστερον [νομικ}}Β Hereditary, πατρφοε, πατρίκιε, κλήρο- Heresy, αίρ^σι^,/. Heretical, aipeTiKhs Heretofore, adv. ίμπροσθ^ν, πρότζρον Heritage, κληροε, πι, κληρονομιά, /. Hermit, 4ρημίτη5, τη. Hero, ^ρω$, πι. [ηρωϊκ})5 Heroic, Heroical, ηρώϊοε, contr. ηρωοε. Heroine, ηρωί'ε, /<. ηρωίνη, /. ηρφνη, /. Heron, ε'ρωδ/ο^, πι. ευκερώδωί, πι. Hesitate, ν. οκν4ω, κατοκνάω Hesitating, οκνηρ})$ Hesitation, okvos, τη. παλιντροπία, /. Heterodox, kTepo^o^os Heterodoxy, ετεροδοξία,/. άλλοδο|ία,/. Heterogeneous, ετερογεν^ϊ, ακατάλ- ληλοε, άνόμοιοΒ, avojuoioci^s, b.vo μοίο/χερή^ HEW Hew, V. ΤΓξλΐκάω, 'γλάψω Hewing, τΓ€λ€κησι$, f. Hewn, Tr€\eKi]Ths Hexameter, vpcfos, w. i]po.nKhi' or Ίψφον [μζτροΐ'), η. €ξάμ€τρο5, in. Hexameter, €ξάμ€τρο$ Hiatu s, χααμα, η. Hiccup, λυ7|, /. [φί05, KpvnrdBios Hid, Hidden, κρνπτ()$, Kpucpalos.^ κρν- Hide, βύρσα, f. 5epua, u. dicpdepa. f. aKvTos, n. Hide, Γ. κρντττω, απύκρντττω, κατα- κρΰπτω, κβνθω, καλυ^ττω, επικα- λύπτω, στβ-^ω Hideous, μορμορωπ'όε. β\οσνρΙ)5 Hidiug-place. KivSos. η. κ€υθμα:ΐ\ m. Hie, r. σπ€{'δuy Επισιτβύδω Hierareli, Lepap\i]s, hi. Hierarcliy. Upocpxia, t. High, On liigii,, adv. v-^l, ύψου, HoBl. άνω : from on high,, άνωθεν, vioOev High, i^7?\c)s, μβτζωρύ^. CLKpos, v\i- Ι3ατύ$. μςτάρσίος. αΙπν$ High-boiii. -,€yya?os. ev^;6in]S, ayavhs Higher, vπeρτeρos. ν'^ιων Hiiihest, v'^LCTTos. υπερτατοΒ. ανωτατοΒ Highly, adv. μ^-,α, λίαι', μ€'}ά\ω5. νπ€ρηφάΐ'ω5 : more highly, ueit^oyu^s Η igh- m i u d e d . u s-a\ 6 φ ρ ων,μβ-γάθ υ μ ο s, ν'^ίφρωί'. Γν ηλόφρωρ High-priest. ap\Lepevs, Highway, odhs. f. aua^Lrhs. f. Highwayman, o^ovpos. m. \r,aTi]s. m. Hilarity, ί\αρ6τΐ]3, f. γ]θύσύνη. f. χαρά. t. Kill, λϋφύ5, m. Tray OS, m. κρημνύ5. m. άκρα, f. μασΎύ$. m. βϋΐηω$, m. γί]\οφθ5, 'I'll. Hilly, opeLvhs, κρημΐ'χΖη$, βύνΐ'ω3η$ Hilt, κώπη. f. λαβή. f. Himself, herself, itself avrhs, αντη.^ avrh: of himse'.f, of herself, of itself, €auTOv,€avT?]S, eavrov; conir. αυτού, aurrjs, αύτου ; οϋ Hind, Κ€μά5, f. ξλαφοε, /. Hind, άγρότη5, /η. Hinder, οπίσθίθ3 Hinder, v. κωλύω, άποκωλύω, κατα- κωλνω, eίpyω, iζ€ίpyω, αποκλείω, 4μποΒίζω, βχω, 4π€χω, ενίσταμαι, άτΓΟτρεττω Hinderance, €μπό^ί(τμα, ιι. κώλυμα, ν. Hinderer, κωλυτη^. m. διακωλυτη^, ηι. Hindering, κάθβίρ^ιε, /. κώλυσΐ3, t. κωλύμη,/. [adv. έμπορων Hindering, €μττ6^ιο$, εμιτοΖίστικοί ; llnidmost, Hinderuiost, ϋστατο5, oTricTTaTos HOL Hinge, Oaiphs, 7η. στροψευ^, m. στρά- φιy^, ηι. Hint, ν. υπυσημαίνω, αΐνίσσομαι^ υτναι- Hip, Ισχίον^Ίΐ. ϋττοκώλιον,η. [ν'ισσομαι Hippopotamus, 'Lttttos ποτάμιθ5 Hire, μισθοε, m. μισθοφορά, f. : with- out hire, 6,μίσθο$ ; adv. -θ\ Hire, v. μίσθόομαι, -προσμισθόομαι, σννωνεομαι Hired, μ[σθίθ$, μισθωτθ3, ίμμισθο$, ύττόμισθοΒ Hirehng, ^ασί^αφορο^, m. μίσθάρνη$, m. Hn*er, μίσθωτΐ]5, in. μισθύζοτΊ]$, m. Hiring, μίσθωσί'),-. τ'. His, hers, its, os, V';, ov ; ehs, e)?, ehu ; σφ€Τ€ρ03 Hiss, V. σνρίζω, σνρίττω. σίζω, βοιζεω Hissing, σvpLyμhs, ηι. σιyμhs, m. a7^LS, f. ρο7ζο5. c. Historian, συyyρaφevs, m. λoyoyρa- φο9, ni. λoyoπoLhs, m. iaropLKhs, m. Historical, laropLKhs [yρaφ^, f. History, Ιστορία, f. λ6yos, m. avy- Hit, πλ^]y^], f. βολ^, f. βλήμα, η. Hit, V. τύπτω, τυyχάuω, βάλλω Hither, adv. iy9dbe, Bedpo, ενταύθα, ωδβ ; come hither, ^evpo Hither, iyyvTepos, ivBoTepos Hitliermost, iyyύτaτos, eyyiaTOS ^ Hitherto, adv. μέχρι τούτου, μ^χρί του ζεΐφο, ζενρο Hive, σίμβλο5, ηι. σμτ]νο$, η. Hoard, θησαυροΒ, m. [ορνσσω Hoard, ν. θησαυρίζω, άποτίθημι, κατ- Hoarfrost, -πάχνη, /. στίβη. /. δροσο- Hoariuess, πολίότ7]ί, /. [ττάχνη, /. Hoarse, βρayχhs, κ€ρχαλ€05,^ fipay- χα\εο$ : to be hoarse, κερχομαι, βpayχLάω Hoarseness, βpάyχos. m. κερχνο3,ιη. Hoary. πολίΟ^, λευκ})$ [μορμω, /. Hobgoblin, μορμολνκε7οι·, η. μορμών,/. }loe^ σκάλευθρον, η. σκαλευε, m. Hoe, V. σκάλλω, σκαλεύω, εκσκαλευω Hoeing, σκάλσΐ5, f. Hog, ads, c. Is, c. xo7pos, m. Hoist, r αίρω, άείρω, άναείρω Hold, λαβ^,/. άντιλαβ^,.ΐ'· a laying hold of, €7Γίληψί5, /. άντΙλη^ί3, : hold of a ship, αντλία, f. &vτλos, m. κοίλη vads. f. Hold, V. εχω, κατέχω, ^νεχω; (con- tain) χανΒάνω : to hold before, ττροεχω, ττροβάλλομαί : to hold back, 4τΓεχω, κατέχω : to hold out, [in rarious senses) opεyvυμι, επέχω, προτίθημι, νποτείνω : to bold out against, άντεχω, νπεχω : to hold HOL up, ανίχω, ανατ^Ινω : to hold over, ντΓβρβχω, uTTfpTtiVoj : to hold under, ύττίχω, ύτΐοϊσχάι^ω : to hold toge- ther, συνίχω : to lay hold of, άτττο- μα,ι, αντίλαμβάι^ω, €πί\αμβαι/ω Hole, οπη, f. τρήμα, η. τρημη, /. τρύ- πημα, η. : with matiy holes, ττοΚυ- Tpy]Tos, άμ(ρίτρϊ]3 : to make a hole, ζίατ€τραίρω Holiday, kopT^, /. Holily, adv. οσίωΒ, ayiws- Holiness, δσίότη$,/. ay ιότη s, f. Holla, v.yeyωva (per/.), αναβοάω, ava- Hollow, K0\iros, m. Kevdos, n. kvtos, n. κ^υβμων, tri. κοίλωμα, η. Hollow, kolKos, iyKoiKos, yXacpvphs Hollow, V. yλvφω, κοιΧαίνω, κοιΚόω Hollo wness, KoiKoT-qs, /. [(re/^vbs Holy, iio-ios, ayios, ayvhs, Uphs, evayhs, Homage, θζραπβία, f. τΓροσκννησί$, /- σ€βα$, η. : to do homage, -προσ- κυνάω, crejSco Home, oiKos, m. Ιστία, /. ^ of or be- longing to home, oIk€7os : home, to home, o'lfcade, oUovde :^ at home, οίκοι, ο'ίκοθί, epdov; adj. €νΒημο3, οΐκόσιτοε: from home, οίκοθεν; adj. ΕΚ^ημο3, απ6Βημο5 : to be from home, e/iS^/xeoj, άπο^ημέω Homely, oIk67os, airaidevTOS, Kitos Ή.οΐΏ.βν,"Ομηρο$, m. Homeward, adv. οίκ6ν^€, οίκαδβ Homicide, φ6νο5, m. αν^ροκτασία, /. (^murderer) ανΖροφ6νο3, m. φόνευε, m. Homily, ομιλία, /. [όμoLoyeV7]S Homogeneous, δμoyevhs, avyyevrjs, Hone, άκόνη, f, θηyάuη, f.^ ^ ^ ^ Honest, BiKaios, iin€iK7]s, αττλόοε, ^ύθν- TTOpos, χρηστhs Honestly, adv. Βικαίωε, βι^^ίκωε, ορθώε, χρηστώε / ^ Honesty, αλ-ηθ^ια, f. χρη(Ττότη3, /. απλότηε, /. Honey, μ^λι, η. : of or like honey, μβλιτ-ηριοε, μελιτόζΐε : to make honey, μeλιτoυρyeω [μβλίσσιον, η. Honeycomb, κψίον, η. σχαρών, /. Honied, μ^λιχροε ; {of words) μ^λί- yλωσσos Honour, τιμη,/. αξίωμα, η. αξίωσιε, f. αξία, /. δόξα, /. (απ honour or credit to) κοσμ})3, m. άyaλμa, η. στ€φαι/05. m. Honour, v. τιμάω, τίω, σέβομαι, άγα- μαί, αξιόω yζpaΊpω, ayάλλω, κοσμ€ω : to honour very greatly, ττροτιμάω, εκτιμάω Honourable, τίμιο5, ίντιμθ3, καλ})$ 431 HOS Honouiably, adv. καλώε, eVri/xwy, eu/cAews [solid hoof, μωι^υξ Koof, όπλ7?,/. χηλή, f. υνυξ, in. : with Hook, &yκιστpoι', n. Hook, V. ayκιστpόw [(curved) άγκύλοϊ Hooked, ayκιστρωτhs, ayκιστpo^ιhΎ]S ; Hook-nosed, ypvirhs Hoop, σφ€Μνη, f. ^ [κράζω Hoot, V. καταβυάω, €παναβοάω, am- Hop, V. ασκωλιάζω, σκωλυβατίζω Hope, eATrh,/. Hope, V. €λπίζω, ϊλττομαι Hopeful, eueATTis, -τη Hopeless, άν^λτνιε, -ττι, ανέλιτιστο^, δύσελτΓιε, -ττι, δυσελπίστοϊ Horde, ay€λη, f. τνρβη, f. Horizon, ορίζων, m. Horn, Kepas, η. κεράτων, η. Horned, Kepahs, Kepoeis, κ€ραστηε, 't\s, κζρατοφόρο3 : short-horneJ, κολοβ>ϋ3, κολοβ})5 κ€ρίτων: one- horned, μονοκίρατο3, μονόκζρωε : crumple -horned, eλιξ : black- horned, μ€λάyκ€pωs : goldeu- horned, χρυσόκΕρω$ : fine-horned, evK€paos, contr. ^ϋκβρωε Hornet, ανθρηνη, f. Hornless, άκξρωε, oiKepos, aKeparos Horny, κεράτινοε, κβρατώΒηε Horologe, ωρoλόyιov, η. [yλos Horrible, φοβ€ρ})3, alvos, deivhs, ίκτΐα- Horribly, adv. deivccs, φοβ^ρώε Horrid, ^eivhs, φρικτΙε, δασπλ}]3 Horror, φόβοε, πι. 5eos, η. δεΓ^α, η. τάρβοε, η. ορρω^ία, /. Horse, 'ίππο5, C. ττώλοΒ, C. : riding- horse, μόνητποε, C. : little horse, Ιππάριον, η. : breeding horses, ίπ- τΓοτρόφοΞ : the breeding of horses, Ιττποτροφία,/. ττωλ^ία, f. : with four horses, τβθριππο^, ΤΕτράορο5 : of a horse, 'Iwireios, 'lttttios, lirKiKhs Horseman, Iwirevs, m. Ιττποβάτηε, τ(ΐ.\ to be a horseman, iinrevw, ίττιτα- ζομαι ^ ^ Horsemanship, iTrireia, /. Ιττιτικ^, f. : suited for horsemanship, Ιππάσι- μο3, ί'ππαστ})5 Horse-race, Ιπποδρομία, f. [riKhs Hortatory, 'προτρ€πτικ})5, τταρακ^λ^υσ- Horticulture, κηπ^ία, f. [ττολυξενοϊ Hospitable, ^eVios, φιλ6ξ^νο$, eV^evos, Hospitably, adv. φιλοξ4νω3 Hospital, νοσοκομ^ίον, η. [νισμΙε, m. Hospitality, ^evia, /. φιλοξβνία, f.^ Host, ^€Vol0Kos, VI. Trp6^€Vos, m. |eVos, m. {body of men) φνλον, η. Hostage, ομηροε, m. τταραθηκη, /. HOS HUR Hostile, ιτολ€μιθ3, ^υσμβν^ε, ^vavrios, δύσνοο5, 4χθρ})3, TraXiyKOTos, ανάρ- σιο5 : to be hostile to, ivavriws διάκ€ΐμαι, aWorpiws €χω Hostilely, adv. €χυρώε, δυσμζνώ8, πολζμικώε. ^ναντίωΒ Hostility, δυσμβνβια, f. %χθρα, /. : to engage in hostilities, ^χθραν συν- άτΓτω, συμβάλλω or αίρομαι Hot, θ€ρμ})$ : boiling hot, fe^rbs : red-hot, ^idirvpos Hotly, adv. nepiKaajs, τν^ριζαμ^νω^ Hovel, καλνβη, f. Hover, v. ττοτάομαι : to hover over, €7ΓίΤΓθτάομαι : to hover round, τΓΕριποτάομαι Hound, κνωι^, c. κΰων ΘηρΕυτ-ήε, C. Hour, u}pa, f. House, oIkos, m. οΙκία, f. οίκημα, η. οίκησί8, f. δώμα, η. δόμο5, πι. οικο- δόμημα, η. Ιστία, /. μέλαθρον, η. : of or belonging to a house, oIk^Ios, icpearios : in or at the house, €ψ4στΐ05, ύπωρόψιοε, vwSareyos : to the house, oiKade, οΊκόι/Be : from the house, οίκοθεν : to be housed, δωματόομαι Housebreaker, τοιχώρνχο3, m. : to be a housebreaker, τοιχωρυχ^ω Housebreaking, τοιχωρυχία, f. Household, οΙκία, f. oi/cereta, /. ζψβστιον, η. Housekeeper, οϊκον6μο3, m. ταμία, f. οΙκοδ^στΐότηΒ, m. : to be a house- keeper, οΙκονομ^ω, ταμίζύω, οίκουρβω Housekeeping, οικονομία, f. ταμίζία,/. ταμίζυμα, η. Houseless, 6.oikos, ^volkos, avearios How? TTics, ΤΓτ), τΐόθβν, τίρι τρόπφ', how, (in ichich way ?} Trorepws, ' οττως; how, {as, how fresh, sterol, good, οίον, οία, ω$ : how great] iroaos, oaos Howbeit, ομωε, πλην άλλα However, (hoiusoever, in ivhatever way) δ-πωσουν, δττωστιονν, δττωσ· δητΓοτζ, 'όττη Uv ; (but, nevertheless) 'όμω$, πλην, μίντοι, €μ7Γα$ Howl, ν. ολολύζω, νλακτ€ω Howling, ολολυ-γτ], f. ^λoλυyμhs, m. Howsoever, δτνωσουν, οπωσδηττοτζ Hoy, σχ6δία, /· κνμβη,/. Hue, βαφ^, /. χροιά, /. Hug, τΓ^ρηττυχη, /. Hug, ν. π€ριπλ€Κομαι, περιλαμβάνω, περιβάλλω, προσπτΰσσω Huge, πελώριοι, ύπ€ρμ€Ύα3, υπξρο'γκο3, (υμβ'γίθηί) άπλατο^ 432 Hugely, adv. πάλωρα, μ^'^α, λία,ν Hugeness, μί-γ^θο^, η. Hull, σκάφοε, η. Hum, Humming, β6μβο8, m. Hum, V. βομβ4ω [riiffiGS Human, ανθρώπινοε, ανθρώπ€ΐο$, βρο- Humane, φιλάνθρωποε^ €ϋκολο$ρ οίκ· τίρμων Humanely, adv. φιλάνθρωπων Humanise, v. ημ^ρόω, μειλίσσω Humanity, φίλαζ^θρωπία, /. Humble, τaπ€ιvhs Humble, v. ταπεινόω, κολονω, στο- ρβννυμι, κατακλίνω Humble-lDee, βομβνλιοε, πι. Humbling, ταπζίνωσΐ3, /. Humbly, adv. ταπΕΐνώ$ Humid, vyphs, νότων, voTephs Humidity, υΎρότην,/. vorU,/. Ικμαν,/. Humiliation, ταπείνωσιν, f. Humilit}^, ταπ^ινότην,/. ταπζίνωσιν, f, ταπεινοφροσύνη, f. Humour, τρόπον, m. φύσι$, f. : good- humoured, εΰκολον Humour, v. χαρίζομαι, υπηρετίω Hump, κνφον, η. κύρτωμα, η. {of α camel) υβυν, m. [rbs, κυφ})5 Humped, Hump-backed, νβ})ν, κυρ- Hundred, εκατόν ; {the n umber) εκα- TovTas, f εκατοστνν, f. : two, three hundred, διακόσιοι, τριακόσιοι, : hundred times, εκατοντάκιν Hundred-fold, εκατονταπλασίων Hundred-handed, εκατ0Ύχειρο3 Hundredth, εκaτoστhs Hunger, λιμον, m. πεΊνα, f κεvayyίaf. Hunger, v. πεινάω, λιμώσσω Hun^^ry, λιμώδην, λιμηρ})ν, νηστιν, ο^ύπεινον Hunt, Huntinii, θηρα, f. 6,ypa, f κννη- yεσιov, η. θηρευμα, η. : of or be- longing to hunting, θηρευτικ})3, κυvηyετικhs : fond of hunting, φιλοθηραν, φιλoκυvηyετηs Hunt, v. θηρεύω, θηράω, aypεύω, κυνη- yετεω, Ιχνεύω Hunter, θηρευτ)]3, m. θηρατ^ν, m. κυvηyετηs, on. άypευτηs, ηι. Hunting-ground, κυvηyεσιov, η. Huntress, κvvηyετιs, f θηρντειρα, f. Huntsman, θηρευτιρ, m. θηρατΊ]3, m-. αγρευτ7]ν, m. [f>ov, n. Hui-dle, ταρσί)3, Att. Ta^fths, m. y4p- Hurl, v. {>ίπτω, βάλλω, αφίημι, πάλλω Hurling, βολ^, f. Hurricane, λαΤλαψ, /. Hurriedly, adv. προτροπάδην, ^σσυ· \l\\vvy,σπυυ'^)},f. \jxivws IIUR Hurry, v. ϋπίσττέρχω, ^πβίγω, σττ^ύδω, 4πισπ€ύδω,ταχύι/ω', intrans. σπεύδω, ταχύνω Hurt, βλαβτ], f. βλάβοε, η. ττημα, η. τΐ-ημον)), /. Κύμη, /. aivos, η. Hurt, ν. βλάπτω, καταβΚάπτω, σίνο- μαι, ττημαί^ω, αάω, ατάω, δηλ^υμαι, δίαψθέίρω Hurtful, βλαβ€ρ})8, ^τηζ}]μιο$, ζημιώ· δη5, δηλημων HurtfuUy, adv. β\αβ€ρώ$ Hurtless, άβλαβη$, aaii/rjs Husband, irSais, m. ayrjp, m. Ύαμζτη^, m. ρύμψίο'», m. aKoirrjs, m. ζύν'ητη$, m. avuevyos, m. Husbandman, y€ωpyhs, m. αρότη5, m. apoT^p, m. aporpevs, ni. epyaTy]s, m. Husbandry, yewpyia, f. iiporos, m. Hush, V. παύω ; (be silent) aiya Husk, κ^λυψθ5, η. \4μμα, η. Κοπ})$, ΤϊΙ. Κςπΰριον, η. Husky, Κ€ρχι/ώδη3, άχνρώδτιε Hustle, ν. συνωθίω Hut, καλνβη, f\ κλίσιον, η. κλισία,/. Hyacinth, υάκινθο$^ c Hyacinthine, ύα.κίνθίνο3 Hyena, ύαινα, f. yKavos, m. Hymen, 'T^uV, 'Ύμ4ι/αίοε, m. Hymn, χίμνοε, m. : to sing a hymn, Hyperbole, ύπβρβολτ], f. [ύμι/4ω Hyperborean, ύπ€ρβόρξο$ Hypocrisy, υπόκρισί3, f. βίρωνβία, f. Hypocrite, ύποκριτ)]8, m. ei'pcor, ίιι. Hypocritical, υποκρίτίκ6$^ ύρωρικ})$ Hypothesis, ύπόθ€σί5,/. Hyrst, 'aKaos, n. θάμνο$, m. Hyssop, υσσωπο3, f. Hysterical, varepiKhs Hysterics τά υστερικά I. I, pron. iy(Si}, iywye Jackal, βώϊ, m. Jackdaw, KoXoibs, m. κορών-η, f. Jacket, χίτώζ/, rn. Jade, V. καταπονάω. eVoxAecc, κοπόω : to be jaded, κοπιάω, κάμνω Jaded, ύπ€ρκοπο$ Iambic, 'ίαμβοε, m. : iambic ^erse, Iambic, Ιαμβζΐθ5, Ιαμβίκο$ [ΙαμβξΤον,η. Jambs, {of a door) σταθμοί, m. pL παραστάδ€5, f. pi. January, Ταμηλίών, m. Jar, (a vessel) άμφορ€υ3, m. πίθο5, m. κ€ραμο5, m. κεράμων, η, (α qiwrrel) €pi5, /. i/erwos, n. 433 JEW Jar, V. {differ, disagree) διαψωνίω, δί- 'ί'σταμαι, διαφίρομαι ; {to make an inharmoniom sound) μνκάομαι ; {of the strinys of a musical instrument) παρανΕυρίζομαι Jarring, διάφορο5, δνσφωνο^ Jasper, ϊασπιε, f. Javelin, ακόντων, η. παλτ})ν, η. )3e\oy, η. : to hurl the javelin, ακοντίζω : hurling of the javelin, άκοντισμΙε, m. ακόντισις, f. : one who hurls the javelin, ακοντιστεί, m. Jaundice, tKTepos, m. Jaw, Jawbone, yvάθos, f. yews, f. Jsiy,κίσσa,f [σίαγώ;/, /. Ice, κρνσταλλοί, m. πάyos, m. Ichor, ίχώρ, m. Icy, κρυμώδηε, Kpvcphs, πay€τdϋδηs Ida, {mount) "Ίδα, /. Idea, €vvoia, f. διάνοια, f. νόημα, ii. φροντ\$, f. Ιδάα, f. Ideal, φανταστικοί Identical, αϋτότατοί Identity, αντότηε, f. ταυτότηί, f. Idiom, ιδίωμα, η. Idiotic, άνόητοί, dvoos, άφρων Idle, aepyhs, contr. apyos, /ueAeos, ράθυμοί : to be idle, aρy4ω, καθ^ύδω, κάθημαι, 4Κιννω Idleness, apyia,f aπρayίa,f. βαθυμία, f. Idly, adv. apyiiis, σχολαίωί, 1>αθύμω5 Idol, ζίδωλον, η. βΐκών, f. Idolater, Είδωλολάτρηί, m. Idolatry, ζΐλωλολατρξ'ια, f. Idolise, v. σέβομαι Idyll, ζΙδύλλιον, η. Jealous, νποπτοε, ζηλότυποί, ζηλ-ί)- μων: to be jealous, ζηλοτυπ4ω, φιΚονζΐκ4ω [ζ-ηΧοσύν-η, f. Jealousy, ΰποπτον, η. ζηλοτυπία, /. Jeer, Jeering, σκώμμα, η. χλ^ύασμα, η. K€pτoμίayf. [τωθάζω, κ^ρτομύω J eer, v. σκώπτω, 4π·ισκώπτω, χλευάζω, Jeerer, χλ^υαστηί, m. Jeering, adj. κ^ρτόμιοε, κάρτομοε Jejune, ισχνο$ Jelly, ζωμό$, m. ίμβαμμα, η. Jeopardise, ν, κινδυνεύω Jeopard;^, κίνδυνοί, m. [δημα, η. Jest, σκώμμα, η. σκωμμάτιον, η. κωμψ- Jest, ν. σκώπτω, έπισκώπτω, χλευάζω, χαριεντίζομαι ] to jest with, προσ- παίζω τινϊ [βωμολόχοί, m. J ester, y€λωτoπoώ5, m. σκωπτόληε, m. Jesus, Ίησοΰί, m. Jet, yayάτηs, m, Jew, *Ιονδαΐο9 J ewel; λίθο5, f. κ€ΐμήλΐον, η. τ 5 JEW IMI Jewelled, BidAidos If, conj. el (with ind.); ti.u, iau, 7)p, ei' Ke, αίκ€ {luith subj.) Ignite, V. απτω, 4μπίμπρημι Ignition, €μπρησΐ5, f. Ignoble, ayuoDS, ayej^rjs, ay4vvr}Tos, Suayey'^s, alaxpos. αμαυρ})$, ανώνυμο$ Ignobly, adv. ayewoos, άμαυρώε Ignominious, alaxphs, ατίμο$, eV- oveiZiaros, ασχΎ]μων [a/cAews Ignominiously, adv. αΙσχρω8, ατίμωε, Ignominy, ατιμία,/, άδοξία, /. αΊσχο$, η. oueihos, η. Ignorance, ayvoia, f. ατταρία, f. αμα- θία, f. άπαίδβυσία, /. Ignorant, awaidevros, άμα6η5, ay vchs, dweipos, αρζπιστημωρ, aba7]S, avi]- Koos, άμουσο8 : to be ignorant, ay voeoi^ άμηχαν€ω, αμαθαίνω Ignorantiy, adv. αμαθώ$, άπαίδ^υτωί Jmgle, V. κω^ωνίζω, αραβάω Jingling, κω^ωνόκροτοΞ Iliad, Ίλίάί, /. Ilithyia, Είλζίθυια, f. Ill, KaKhs, TT0V7]phs, (pav\os\ {sick) άρρωστοΒ, aadey^js ; adv. κακώε, φανλω5 : to speak ill of, βλασφη- μ6ω, Βυσφημ4ω, φλανρον eiirou οτ K€yω : to be ill or sick, ροσέω 111, κακο-πάθζία, f. rh KaKbv Ill-advised, άβουλοε [σ.βουΚξύτω5 Ill-advisedly, adv. άβούλωε, άβουλ€\, Illative, avWoyiariKos Illegal, άνομοι, τταράνομοε, αθ^ματτοε Illegality, τναρανομία, f. ανομία, f. αδικία, f. Illegally, adv. τταρανόμωε, ανόμωε : to act or do illegally, τταρανομ^ω Illegible, &μυΒρο5 Illegitimacy, voOeia, f. Illegitimate, vodos, μοιχίδιοε, σκ6τΐ03 Ill-fortune, κακοδαιμονία, f. ατυχία, f. δυστυχία, f. αμμορία, f. Illiberal, aveXeijeepos, Βουλοπρξττηε Illiberally, adv. άν€λ€υθ€ρω5 Illicit, &νομο5, άθβμιστοε [ματοε Illiterate, απαίδβυτοε, άμουσοε, ayράμ- Illiterateness, απΕίρία, f. απαιδ^υσία,/. Ill-judged, άκριτοε [αμαθία, f. Ill-nature, δυσκολία, /. κακοΎ}θβια, f. δυσχ€ρ€ΐα, f. δύσνοια,/. [νθηε Ill-natured, Βυσχ^ρηε, δύσκολοε, κακο- lUuess, νόσοε, /. νόσημα^ η. αρρώστια, /. aa9ev€ia, f. Illogical, άσυλ\όyιστos Ill-omened, δύσορνιε, σκαώε, αριστ€- phs ; {of words) δύσφημοε, κακοβ- μων 434 Ill-success, απραξία, /. ατυχία, /. Ill-temper, δυσκολία, f. δυσχ^ρ^ια, f. κακοΎ]θ6ΐα, f. χαλΕπότηε, f. Ill-tempered, δύσκολοε, δυσχ^ρηε, χα- λ€π})5, κακοΎ}θηε Ill-treat, ν. κακόω, υβρίζω, Κυμαίνομαι^ λωβάομαι, αικίζω : to be ill-treated, κακώε ττάσχω, δ^ιν^ν or δ^ινα πάσ- χω, πάσχω Ill-treated, ΚωβητΙε Ill-treatment, υβριε, /. αΙκία, /. Κΰμ% f. λώβη, f. κάκωσιε, f. lUude, V. βμτταίζω Illume, Illumine, Illuminate, v. κατ- aυyάζω, ζΐτιλάμπω, 'π■€pιaυyάζω, φω- τίζω Illumination, λυχνοκαΙί'α,/. aΰyaσμa, η. Illusion, απάτη,/, έξαττάτη,/. iμ^Γaιy' μhε, τη. διάκρουσιε, f. [δηε, δολ€ρ})5 Illusory, aπaτΎ}λhε, a^Γaτητικhε, ψευ- lUustrate, ν. σαφηνίζω, καταλάμττω Illustration, τταραβολτ], /. καλλώπισ- μα, η. aύyaσμa, η. Illustrious, βπιφανηε, €υδο^οε, διαπρβ' ττηε, ^νδο^οε, διαφανηε, €υκ?^€Ύ)ε, ayaκλe'}]ε, αοίδιμοε : to be illus- trious, ΤΓρ4ττω, €μπρ4πω, λαμπρύ- νομαι [€κπρ€πώε Illustriously, adv. eu/cAecos, ^ύδόξωε, lUustriousness, ^ϋκλ^ία, f. ζϋδοξία, f. λαμπρότηε, f. Ill-will, φθόνοε, m. δύσνοια,/. κακόνοια, f. : to bear ill-will, φθονίω, κακο- νοίω, άηδώε %χω or διάκ€ΐμαι, €πι- φθόνωε ίχω : bearing ill-will, δυσ- νοοε, κακόνοοε, €πίφθονοε Image, ζΐκων, /. ξίδωλον, η. &yaλμa, η. Imaginary, φανταστικ})ε [ξ,όαιον η. Imagination, φαντασία, f. δόκηοιε^ β. Imagine, ν. διατυπόω, οΧομαι, τ/γεο^αα/, ύποτυπόομαι, ύπολαμβάνω Imbecile, ασθ€ν7}ε, αδύνατοε, ^,ναλκιι, αφαυρ})ε, άρρωστοε Imbecility, άσθ€ν€ΐα, /. αδυναμία, f. λ€πτότηε, /. αρρώστια, f. Imbibe, v. €μπίνω Imbody, v. ^νσωματόω Imbrue, v. ^μβρίχω, €μβάπτω, €νδ€ύω Imbue, v. χρώζω, παλάσσω Imitable, μιμητhε Imitate, v. μιμ€ομαι, απομιμίομαι, €Κ- μιμξομαι, ζηλόω, απ€ΐκάζω Imitated, μιμητί)ε Imitation, (act of imitating/) μίμησιε, f. αντιμίμησιε, f ζηλωσιε, f. άπ^ικα- σία,/. (copy) μίμημα, η.απίίκασμα,η. Imitative, μιμητικhε [τιμ, m. Imitator, μιμητηε, m μΊμοε, m. ζηλω- IMM Immaculate, αμίαντο$, ayvhs, ακ-^ρατο^: Immaterial, {trifling) Kovαθύμω$ Inactivity, ραθυμία, /. αργία, /. έδρα, /. Inadeqviacy, evBeia, /. Inadequate, ivS€7]s, avayKolos Inadequately, adv. ένδβώε Inadvertence, aXoy ιστία,/. άφυΧαξία, /. άμ^Χβια, /. Inadvertent, άx6yιστos, άπ€ρίσκ€πτο5 άφύΧακτο$, άμβΧ^ε [Χάκτωε Inadvertently, adv. άXoyίστωs, άφν Inane, K^vhs ΙΝΑ Inanimate, άψυχοί, άπροο5 Iimnity, K€v0Tris, f. [φ€λητο$ Inapplicable, axpe?os, ανωφελής, ανω- Inarticulate, ^xvapQpos-, άσημοί laartificial, άτ€χνο$, άκατάσ-κβυυε, ακατασκ€ναστο5 luartificially, adv. ατ4χνω$ Inasmuch ar?, οΓα δτ/, ω$ Βτ], 'όσα Inattention, αμέλεια, f. άνεττίστρεψία, /. αφροσύνη, /. [αφρόντίστο$ Inattentive, a^eAr;s, ανεΐΐίστρειττο3, Inattentively, adv. afteAcDs, ημΕλημζ- Inaudible, αν'ί]κουστο3 [νω$ Inauspicious, ^υσοιώνίστο$, ^ύσορνιε, wapopULS ; {of words) ζνσφημο5, κακορρ'ίιμων Inborn, ίμφυτο8 Inbred, €μφυτο$, eyyLv6μεvos Incalculable, ανάριθμο^, άναρίθμητοε Incantation, eV<^5r;, /. Incapable, α^ύνατοε, areK^s Incapacitate, v. ττηρόω, ΒιαφθξΙρω Incapacity, αμηχανία,/. Incarcerate, v. είρ-γω, Sew Incarnation, 4νσωμάτωσί?, f. ivau- θρώπησιε, f. Incautious, αφύλακτοε, άττερίσκβτττοί Incautiously, adv. απβρισκέπτωε, αφυ- Incendiary, €μπρηστΎΐ3, m. [λάκτω5 Incense, θυμίαμα, η. θύο$, η. : to burn incense, θυμιάω Incense, v. οργίζω, οργαίνω, χολόω, Incensed, τΓ€ρίθνμο5 [τταρο^ννω, θυμόω Incentive, δρμητηριον, η. ύττεκκαυμα, ίΐ. κ€ντρον, η. Incessant, συν€χη5. &παυστο5, eV5e- Aex^s, 'άΚηκτο3 Incessantly, adv. συνεχωε, ενδβλεχώί, Inch, bdtfTvKos, m. [ael, ζμμζν€ω5 Incident, τύχη, f. σύμπτωμα, η. συμ- φορά, f. συντυχία, /. ττάθοε, η. Incidental, τύχων, εμπίπτων Incidentally, adv. τυχ6ντω$, κατα τύχην^ iv παρα^ρομγ [ /. Incision^ εντομή, f. επιτομτ],/. ίγκοπ^, Incite,, ν. ορμάω, εξορμάω, ορνυμι, επαίρω, εξάγω, παροξύνω, ότρύνω, εξοτρύνω, επείγω, επισπερχω, εκ- καΧεω Incitement, δρμ,ητηριον,ν. παρόρμησίί, f. ϋπεκκαυμα, η. δέλεαρ, η. οτρυν- TVS, /. Inciter, 6τρυντη$, m. παροξυντ^$, m. Incivility, ακομ-^ία, /. ακοσμία, f. Inclemency, χα\επ6τη3, f. απηνεια,/. Inclement, χaλεπhs, πίκρ})5 Inclination, €γ/cλiσts, /. ροπ^, f. Incline, v. κΚίνω, εγ κλίνω, ^c'ttw ; (to INC he disposed ) ρίπω, 4γκ\ίνομαι, κλί- νομαι, νεύω, 4πίνεύω, φερω : to in- cline towards, επφρίπω, 4πικλίνω Inclined to, συ-γκλινη^, επιββεπ^ε, προπετ7]5] [αριθμεω, συνεπιφέρω Include, ν. συμπεριλαμβάνω, συγκατ- Incoherence, ασυστασία, /. ασυμμε- τρία, /. αναρμοστία, /. ασυμφωνία, /. Incoherent, ασύνακτο3, ανάρμοστο5, ασύναπτο$, ασυμφυΎ)3 Incombustible, &καυστο3 Income, πρ6σοδο3, /. τά προσίοντα, επικαρπία,/, λήμμα, η. Incommensurable, Incommensurate, ασύμμετρ3$, ασύμβλητθ3 Incommode, ν. ενοχλεω Incommodious, ανεπιτ-ί^δειοΒ, ανάρ- μοστο3, αλυσιτελη$ [tos Incomparable, ασύγκριτοΒ, ασύμβλη- Incompatible, ασυμφυ^^, ασύμφυλθ5, &μικτο5, ασύμφωνο5 Incompetent, ηλίθιθ5, ανεπιτ^ιΒειοί, ενΒε7)3, α^ύνατοε Incomplete, ατελ7]5, ημιτελΎ]5, are- Incompleteness, ατέλεια, /. \λεστos Incomprehensible, ασύλληπτο$, α- κατάληπτο5, δνσκαταμάθητο$, Βυσ- εύρετοΒ, 'άσημοε Incomprehensibleness, ακαταλη^\ιία,/. Inconceivable, αμ'ί]χανο$, &σκοπο$, ανεπινόητο5 Inconceivableness, ανεπινοησία, /. Inconceivably, adv. αμηχάνωε Inconclusive, ασυλλ6'γιστο3, συμπε- pavTos Inconclusively, adv, ασυλλογίστωε Incongruous, ανάρμοστο3, ακατάλ- ληλο3 Inconsiderable, βραχυ$, ^5o|os Inconsiderableness, α^οξία, /. Inconsiderate, άλογοι, αλ6Ύΐστο$, άπρονόητοε, 6.βουλο5, απερίσκεπτο5 Inconsiderately, adv. ασκεπτωε, αβον- Acos, απρονο'ί]τω3, απερισκεπτω5, προπετωΒ, αβουλεΐ Inconsiderateness, αβουλία, /> απρο- βουλία, /. απρονοησία, /. Inconsistence, ατοπία,/. εναντιότηε,/. Inconsistent, άσύμμετροε, άλλοΊοε, ασνμφωνοε, διαφέρων, εναντίθ5, άτ€«· μαρτο5 Inconsistently, adv. ασυμφώνωε Inconsolable, απαραμύθητοε Inconstancy, αστασία, /. μετάνοια, /, μεταβουλία, /. Inconstant, μετάβουλοε, παλίμβολοε, αβεβαιοε, κουφόνοοε Inconstantly, adv. αβεβαίωε INC IND Incontestable, aκa^άβ\ητos, αναντί- X€KT0S, άναντίβρητοε Incontinence, άκράτ€ΐα, f. ακρασία, f. Incontinent, ακρατηε, άκ:όλαστοε Incontinently, adv. άκρατώ5 Incontrovertible, aueKeyKros, ave^- €\eyKTos, 5vae\€yKTOS, άναντίρρητοε Incontrovertibly, adv. aue^eXeyKTws Inconvenience, αχρηστία, f. ά^Εττιτη- δξίότηε, f. Inconvenience, r. ^νοχλβω, τταρ^νοχ- \€ω, βαρύι/ω, λυμαίνομαι Inconvenient, airpoacpopos, άχρηστο$, ασύμ(ρορο5, αν€τητΎι^€ί05, Βνσχρηστο5 InconA'eniently, adv. άνεπιττ^δίΐωί, άχρ-ηστωΒ, ακαίρωε Incorporate, ν. σωματόω, σωματοτΓοΐ€ω Incorporeal, ασώματοε Incorrect, μάταω$, τΓλημμ€λ}]5 Incorrectly, adv. μάτηι/, κακωΒ Incorrigible, aueTrauopOcvTos, ά5ίορ- θωτο3, ατταραμυθητοε, avLaros Incorrigibly, adv. ανιάτο:3 Incorruptible, oBiacpdopos, άφθαρτοε Incormption, αφθαρσία, f. άφθορία, f. ά^ίαψθορία, f. [αν^ησίε, f. Increase, αυξησιε, εττίδοσίί, /. iir Increase, v. αυξάνω, αϋξω, ζΐταυξάνω, όφελλω, άλ^αίΐ'ω, άεξω ; intrans. αυξάνομαι, 4τΓΐΒίΒωμι, eireiui, οψξΚ- λομαι Incredibility, ά.τηθανύτη$, /- απιστία, /. τταρα^οξία, /. Incredible, άττιστοε, απίθανοε, άμη- Xauos, τταράδοξοε Incredibly, adv. απίστωε, αμηχάνωε Incredulity, απιστία, /. Incredulous, άπιστος, δύσπιστο5 Incubation, έττφασμ'ός, m. [πτω Inculcate, ν. ^πά^ω, τταίδβυω. ^πισκη- Inculpable, άμ€μπτθ9, άν^πίληπτοε, avaiTios, άμώμητοε Incumbent, 4πικ€ίμ6ΐΌΒ · it is in cumbent, χρη Incur, V. iπάyoμaι, όφλισκάι'ω, οφείλω, άντιΧαμβάνω, άνβιμι, παραβάλλομαι : to incur danger, κινδυΐ'βνω Incurable, άνίατοε, άv■ηκ€στos, αθξρά- πευτοί, δυσίατο$ Incurably, adv. ανιάτωε, ανηκίστωε Incursion, €πώρομη, f. καταδρομή, f. 4μβoλ^]f f. Incurvate, v. κάμπτω, κυρτόω Indebted, ύπόχρζωε, 6φ€ΐλόμ(ΐΌ5 Indecency, απρβπ^ια, f. άκοσμία, f. ασχ-ημοσύνη, f. βδ^λυρία, t . Indecent, 07rp€7r7;s, άσχημων : to be indecent, ακοσμίω^ άσχημυνίω 4ϋδ Indecently, adv. άπρ€πω$, ασχημόνω^ Indecorous, άπρβπηε, άσχημων Indecorously, adv. άπρβπώε, άσχη- μόνω3 Indeed, adv. μςν, 5??, μην, ye, ρά. -^το/ Indefatigable, ακάματος, &οκνο5, ακμη5 Indefinite, αόριστος, αδιόριστος Indefinitely, adv. αορίστως Indefiniteness,άopiστία,/.άδίOpiστtα,/. Indelible, ά*/€|άλ€ί7Γτο5, Βυσ^κνιπτυς, δ^υσοποιος Indelicacy, άπαιδ^υσία, f. αμουσία. /. άπρ€7Γ€ΐα, f. ασχημοσύνη, f. άκοσ- Indelicate, άμουσος, άπαίδεντο^, άκοσ- μος, άπρ€πης, άσχημων Indemnity, άδ€ΐα, f. Indent, v. iyyλύφω. €yχapάσσω Independence, Independency, αυτο- νομία, f. 6λ€υΘΕρία, f. Independent, αυτόνομος, βλζύθβρος, αυτάρκης, αυτοκράτωρ, άναρκτος Independently, adv. αύτοιόμως, eAeu- θβρως Indescribable, άφατος, όθεσφατος, αμήχανος 1η lestructible, άνώλξθρος, άλυτος, άφθαρτος, άΒιάφθορος Indeterminate, άόριστος India, ■Ιί'δί«:7/, /. Iniian, 'Ίΐ'δοί^ Ίνδ.κ})ς Indicate, ν. σηιχαίνω, ύποσημαίνω^ 4πισηααίνω, μηνύω, δύκνυμι, iv- δξίκνυμι In lication, ζνζξίξις, /. 4π.σηαανσις, / σημα, η. τ€κμηριον, 71. In iicative mood, οριστική, f. Indict, V. ypάφouaι, άv^ιyf}άφoμa^, eyκaλ4ω, €iσayyeλλω, \ayxdvw In licted, eyκλητoς In .iictment, yρaφ^]. f. άvτιyρaφη, f, €ισayyeλίa, /. ey κλήμα, η. ληξις, /. Indifference, αδιαφορία, f. ραθυμία, f. paδιoυρyίa, f. \l/υχpότηs, f. ακηδίΐα,/. Indifferent, (careless, regard' ss) άφρόντιστος, μaλaκhς, ψΐ'_χρ5$ ; [middling, passabh) αδιάφοροι Indifferently, adv. ομοίως, άδιαφόρως Indigence, π(:νΊα, j . χητ^ία, f. άπορΊα.Τ. Indigenous, αυτόχθων, τ^αλαίχθων, aύθιyζvης [eVSfi/s Indigent, π^νης, πτωχός, nevixpbs, Indigestibility, άττβψία, /. Indigestible, βαρυ3, δύσηπτος Indigestion, δνσπ^φία, f. Indignant, ν€μ€σημων, πικρός : to bo indignant, άyavaκτ€ω, δνσφορ(ω, ημ^σάω, δυσχ^^ραίνω, χαλέττώϊ or IND d€Lva>s portable, ^tAtjtos, Βύσοιστος, αφόρητος, ουκ ανασχ(:Τ^$ Insurmountable, 6.μαχο3 Insurrection, στάσις,/. ercavaajaaisj. Integral, iras, ivr^Krjs 442 INT Integrity, dperi], f. δλότης, f. άδια- φθαρσία, f. [η. φρηί',/. διάνοια, /. Intellect, p0os, contr. νους, m. νόημα^ Intellectual, ροητικ}}$, Βιανοητικοε, XoyiKhs Intelligence, (understand i ν g) ayueais, f. yuώμη, f. (news) κληδων. f. i^ay- y€\μaτa, n.pl. [οβνφρων Intelligent, συν€τ})3, euvoos, ίμφρων, Intelligible, yvώpLμos, συveτhs, yvωσ^ -Tc)s, vor]ros, ληπτος Intelligibly, adv. συνετώς Intemperance, άκρασία, f. ακράτεια, f. ακολασία, f. Intemperate, άκρατΊ]ς. άκόλαστοΒ Intemperately. adv. άκρατώς, άκοΚασ- τως [βονλομαι, βττίβουλβύω. φρονεω Intend, ν. νοεω, διανοεομαι, εττινοέω, Intense, σφοΒρ'ός, σύντονος, δειν})ς Intensely, adv. συντόνως, σφοδρα>5 Intension, σνντονία, /. τόνος, m. ^ Intent, Intention, διάνοια, f. irriuoia, f. βουλτ], f. βούλευμα, η. νόος, contr. vovs, m. φρόνημα, η. ττροαίρεσις, /. Intent, ei'TOt'OS, σπουδαΊος, άτενης : to be intent, εντείνομαι, σπουδάζω Intentional, εκούσιος, εκων Intentionally, adv. εκουσίως, εκ προ- αιρέσεως, εττιτηδες, εκ ττρονοίας Intent! ν, adv. συντεταμενως, σττουδαίως liitQY, V. θάπτω, καταθάτττω, ενταφιάζω Intercalary, εμβόλιμος Intercalation, εμβολή. /. ^ ^ Intercede, τ. ενίσταμαι, a^Γoλoyεoμaι {ύπερ), εΊττον {ύττερ), μεσιτεύω : in- tercede for, είαιτέομαι, ιταραιτέομαι Intercept, r. άπολαμβάνω, ιητοτέμ- νομαι, -περιτέμνομαι, άττοκλείω, άπα- φράσσω Intercepting, άπ(5ληψί9. /.^ Intercession, μεσιτεία, f. εξαίτησις, f. παραίτησις, f. ^ Intercessor, μεσίτης, ιη.διαλλακτηε, m. Interchange, μετaλλay^, /. δίαλ- λayη. f. αμοιβή, f. Interchange, v. άλλάσσω, ανταλλάσ- σω, διαλλάσσω, μεταλλάσσω, αμείβω, μεταμείβω ^ Intercourse, ομιλία, /, εττιμβια, /. κοι- νωνία, f. συνουσία, /. εντευ^^ς, /. 4πηΓλοκ'η. /· : to have intercourse, μίyvυμaι, συμμίyvυμι, επιμίyvυμaι, σύνειμι, εvτυyχάvω, συνέρχομαι Interdict, ά^τayόpευσις, f. d^rayόpeυμa, η. άπόρρησις, J. ^ ' Interdict, v. άπayopεvω, κωλύω Interest, (advantage) οφελβς, . η. ώφέλ(ΐα, f. πλεονεξία, f. κέρδος, η. INT ί}ί/ησίί, f. (of money) t6kos, m. : to lend on interest, ^αν^ίζω : to be in the interest of, στΐου^άζω, Bepa- ΐΓ€νω, υπάρχω : it is to my interest, 4μ6ι/ 4στι Interfere, v. 4ι/ίσταμαι, κοινωνίω Interjection, παρεμβολή f. Interior, eVStirepos ; <3, v- rh euoop Interlocution, δίαλογίσμ^^, m. Interlude, eirciaS^iov, n. Intermarriage, βπίγαμία, /. Intermeddle, v. ττολυττρα'γμονεω, ττροσ- άτΓτομαι, επίψαι^ω Intermeddling, τΓολυττρά'γμων Intermediate, άνάμ€σο$, δίά^βσοί Interment, ταψτ], f. τάψο$, m. άναίρζ- Interminable, &Tr€ipos, a-repapTos, aneipeaios, ατέρμων, άνηρίθμοε [ρυμι Intermingle, v. σvyκeράvvυμι, συμμίη/- Intermission, dudnavcrts, f. διάλβζψίί, /. : without intermission, αδία- \€iwros ^ ^ [μίypvμι Intermix, v. μι^νυμι, άναμί-γνυμι, συμ- Intermixture, σνμμιΙι$, f. Kpaais, f. Internal, ivUrepos; δ, η, rh eudop, olKe7os ^Ύράψω, ^νσ^Ίω (in pass.) Interpolate, v. -παρεμβάλλω, τταρβγ- Interpolation, παρεμβολή,/, εμβολτ},/. Interpose, v. εμβάλλω, παρερτίθημι, μεσιτεύω, μετέρχομαι [ciS, /. Interposition, παρεμβολή, f. παρενθε- Interpret, v. ερμηνεύω, κρίνω, υποκρί- νομαι, διαλαμβάνω Interpretation, ερμηνεία, /. ερμήνευ- μα, η. διερμηνευσΐ3, /. Interpreter, ερμηνευ3, m. ερμηνευτηε, πι. εξηyηr^s, πι. Interregnum, μεσοβασιλεία, /. Interrogate, ν. ερομαι, ερωτάω,^ εξετάζω Interrogation, ερώτημα, η. ερώτησιε,/. Interrogative, ερωτηματικ})$ Interrupt, ν. υποβάλλω, ύπολαμβάνω, Επιλαμβάνομαι, ύποκρούω, παρενοχ- λεω Interruption, τταρβι^οχλησ-ί^, /. Intersect, ν. διαλαμβάνω, διατέμνω, διασχίζω, διχοτομεω Intersperse, ν. διασπείρω, κατασκε- δάννυμι, συyκεpάvvυμι Interstice, διάστημα, η. το μεταξύ ^ Intertwine, ν. εμπλέκω, διαπλέκω, επι- πλεκω Interval, διάστημα, η. διάλειμμα, η.^ Intervene, ν διαλείπω, διέρχομαι, iy- yίyvoμaι, διayίyvoμaι, διεχω Interview, σννοδθ5, /. εντευξΐ5, /. συνουσία, f. 443 TNV Intel V/eave, v. πρυσυφαινω, ενυψαίνω, iyκaτaπλεκω, εμπλέκω Intestate, άδιάθετοε Intestine, επιδημιο$, εμ(pυλυs, εμφύλιοι Intestines, έντερα, η. ρΐ. σπλάyχva^ κι. ρΐ. Intimac3% συνήθεια, /. οίκειότη^, /. ^ Intimate, οΙκεω3, συν'ήθη3 : to be in- timate with, πλησιάζω, συyκεpάuvυ^ μαι, χράομαι [δείκνυμι Intimate, ν. σημαίνω, ενσημαίνω, εν- Intimately, adv. οίκείωε [δειξι$, /. Intimation, σημα, η. σημασία, f. εν- Intimidate, ν. φοβεω, εκψοβεω, εκ- πλήσσω [θαμβη$ Intimidated, περίψοβο5, <ροβερο3, περι- Intimidation, εκπληξιε, /. Into, prep, εΐε or is Intolerable, αψόρητοε, δύσφορο5, ουκ or ούδαμώ$ ανασχετο$, άτλητοε, δυσάνεκτοε, άτόλμητοε, δυσaσχετhs Intolerably, adv. άφορητωε^ ατλητω$, δυσοίστω$, αβαστάκτωε Intoxicate, ν. μεθύσκω [oivos Intoxicated, μέθυσοι, παροίνιοε, κάτ- Intoxication, μεθη, /. olvoφλυyίa, /, Intractable, αμ'ί]χανο$, δυσπρόσοιστοε^ κεράσβολοε Intrench, ν. αποταφρεύω, περιταφρ^υω Intrenchment, τάφροε, f. άποτάφρευ- . σι$, /. \άτρομοε, αταρβτ^ε, τολμηρά Intrepid, ^οβοε, αδεηε, 'ό,τρεστοε, Intrepidity, αφοβία, /. ατρεμία, /. Intrepidly, adv. αφόβωε, αδεώε Intricacy, περιπλοκή, /. Intricate, πολύπλοκοε, περιπεπλεyμε- VOS, περίπλοκοι [επιβούλευμα, η. Intrigue, παρασκευτ], /. επίβουλη, /. Intrigue, ν. πoλυπρayμovεω, επιβου- λεύω [λευτ}}5, νι. Intriguer, πoλυπράyμωv, πι. επιβου- Intriguing, πολύπλοκοε, επίβουλοε Intrinsic, εyyεvηs, ετυμοΒ Introduce, ν. εlσάyω. επεισάyω, προίΤ- άyω, εlσηyεoμaι, εισφέρομαι, επεισ^ φρεω Introduction, εlσayωy^, f. προσ ay ω- yh, /· (preface) προοίμιον, η. ttpj- λoyos, πι. Introductory, εlσayωyικhs Intrude, v. είσωθεω Intrust, see Entrust Intwine, v. εμπλέκω, περιπλέκω Invade, v. είσβάλλω, εμβάλλω, επειαι, επέρχομαι, αποβαίνω, επιστρατεύω Invalid, άκυροε Invalidate, &Kvpw πέιεω [υπερτιμιοε Invaluable, πάντιμοε, πολυτίμητοε, IXV JOY Invariable, ακίν7ΐτο5, drpoiros, άμβτά- στροφοε [tws IiiTariably, adv. άκίνΎ]τω$, άμξτακί^η- luvasion, ^Ισβολη, f. €μβολ}), f. iwi- ^ρομ^, f. dw00aaiSj f. Invective, uueiBos, n. Inveigh against, v. eyKc^ai [λ^άζω laveigle, v. τταλζύω, ψυχαγατγβω, Se- Invent, v. ευρίσκω, ζ^ζυρίσκω, κτίζω Invention, Εύρημα, η. evpeaLs, f. Inventive, ^ϋποροε, ζύμηχαροε, μηχα- Inventor, evperrjs, m. -tls, f. [ulkos Inventory, KardXoyos, m. άποΎραψη, f. Inversion, άναστροψη, f. Invert, r. αναστρέφω, μ€ταστρ€φω In\'est, V. {confer) ττΕριβάλλω, ττβρίτί- θημι; {enclose, besiege) ττξρίκάθημαι, ττοΚίορκζω Investigate, v. ^€τάζω, αναζητβω, ανακρίνω, σκοττίω, Βίασκοπ^ω, epeu- ράω, δΐ€ζ€ρ€υνάω : to investigate particularly, ακριβόω, διακριβόω, μίκρολο'/έομαί Investigation, e'lerao-is, /. ζ-ίιτησις, f. ζήτημα, η. αναζητησΐ5, /. ανάκρι- CLS, f. Inveterate, τταλ/γ/ίοτοϊ, ιταΧίνορσο$, iyXpovLaOels : to become invete- rate, €Ύχρονίζομαί, ζΐτίχρονίζω, iy- καταγηράσκω Invidious, €πίφθονο5 Invidiously, adv. ^ττιφθόνωε Invigorate, v. ζΐηρρώννυμι, κρατννω, άρθρόω Invincible, ά^μητοί, αησσητοε, &μα- χο5, Βύσμαχοε, ανίκητοΒ, άθραυστο5, άλητΓΤ05, ανάΚωτοε, ανυπξρβΚητο$, aavXoSf αάατο$ laviolability, ασυλία, f. Inviolable, 6.σ,υΧο$, ασύλητο$, αάατο5 Inviolably, adv. άσυλβΐ [aKepaios Inviolate, αβΚαβηε, άβλατττοε, άσυλοε, Invisible, α6ρατο$, άψανηε, &δηλο$, αόρατος Invitation, κλησιε, f. ττρόκλησιε, f. Invite, v. καΚ4ω, ττροσκαλίω, παρακαλάω Inundate, ν. κατακλύζω, €πίκλύζω Inundation, κaτaκλυσμhs, m. €πίκλυ- σί5, f. ζπιβροη, f. [€^Γayωyη, f. Invocation, άνάκλησίε,/. 4πίκλησιε, f. In\Oke, V. βιτικαλίω, ανακαλίω, καλ€ω, €πίβοάομαι, αύΒάω ; {the gods) θ60· κλυτίω, €ΤΓΐθ€άζω Involve, ν. ζμττλίκω, ττζριβάλλω, iy- κατ€ΐλ€ω: to be involved in, 4μ- Ίτλίκομαι, συνίσταμαι, σύνίίμι, συy- κ-ράννυμαι Involve 1, 4μ^Γeπλeyu€vo^, συνίστωε 44i Involuntary, άκούσιοε, aeKovffios, αίκων, άκων Involution, iyKvXiais, f. €μπλοκη, f. Inure, v. 4θίζω Inured, συνηθηε Inutility, αχρηστία, f. Invulnerable, άτρωτυε, άβρηκτοε Inward, ivdoTepos Inwards, €σω ώ βϊσω Jocose, Jocular, y€Xo7os, €υτράπ€Αο5, yζλωτo'π■oώs Jocosely, adv. ευτράπελων [w. J ocoseness, yeλωτoπoua, f. χλζυασμοε, Jocund, (^aiSpbs, tAap^s : to be jo- cund, φαιδρυνομαί, ίλαρόομαι Jocundly, adv. Ιλαρωε Jog, V. σ^ίω, άνασζίω, συσσ^ίω Jogging, σ€ΐσμ'05, m. τivayμhs, m. Join, V. αρμόζω, συναρμόζω, ζ€ύyvυμlf συζζίτγνυμί, συνάπτω, συvάyω ; in- trans. συμβάλλω, συνάπτω, ττροσ- χωράω, συνίσταμαι Joined, σύyκρaτos, συναρηρ^$ J oining, ζζυ^ίΒ, f. σύζ^υξ^ίε, /. Joint, {of the body) άρθρον, η. άρθρω- σιε, f. yίyyλυμos, in. συyκaμπ^,f. {of stalks) συζυyίa, f. yovάτιov, τι. (in carpentry) yίyyλυμos, m. αρμοσ- μα, η. αρμ})ε, m. αρμονία, f. : to put out of joint, ζξαρθρόω Joint, V. διαρθρόω, €ξαρθρόω Joint, adj. συζύyιos, σύζυyos Jointed, ^vapOpos Jointly, adv. δμου Joist, 5J/coy, /. [πaLyμ})s, m. Joke, σκώμμα, η. σκωμμάτων, η. 4μ- Joke, V. παίζω, βμπαίζω, διασκώπτομαι, JoUily, adv. ίλαρώε [βπίΚ€ρτομίω J ollity, ευφροσύνη, f. Ιλαρότηε, f. Jolly, ίλαρ^ϊ, φαι8ρο$, €νθυμο£ Jolt, ν. τινάσσω, άνασ^ίω, υποσ^ίω Jolting, άνάσ€ΐσμα, η. Ionia, Ιωνία, f. Ionian, Ionic, ^Ιωνικ))ε, ^Ιαόνιοε lonians, "Ιων^ε ώ Ίάον€5, m.pl. Jostle, V. ωθΐω, ώστίζω J ot, στιyμη, f. \χο·ρη5 Jovial, Ιλαρί)5, φαίδρ}>5, ^υθυμοε, π^ρι- Journal, Εφημ^ρϊε, f [στόλοε, ν}. Journey, oBhs^ f. πορεία,/, όδoίπopίa,f. Journey, v. πορεύομαι, όδοποί€ομαι Joy, χαρά, /. T€p\pis, f. χαρμάνη, f. χάρμα, η. ηδυνη, /. yηΘoσύvη, f. Ευφροσύνη, f. Joj'ful, xAapbs, &σμ€νο?. φαώροε, (ϋ- φρων, Ευγηθης, yηΘόσυvos : to be joyful, χαίρω Joyfully, adc. άσμίιωε, φίλωε JOY Joyless, άτ€ρπη? Joyous, ihaphs, &σμ€ΐ/05, χαρμόφρωρ Irascibility, 6pyL\0r7)S, f. rh οξύΘυμον Irascible, 6pyi\os, οξί/s, 6^ύθυμο$ Ire, opyrj, f. χόλθ3, m. θυμ})$, m. kotos, m, μηρίΒ, f. [auiaphs, βαρυ% Irksome, 4παχθηε, δυσχερ^ϊ, λυπηρ^Γ, Irksomeness, Ζυσχίρ^ια, /. €πάχθ€ία, /. βαρντη$, f. Iron, σί^ηροε, m. ; adj. aid-fipcos, σί^ψ ρίτη5 : iron instrument, aiHpiou, Ironical, e/pwi/t/cbs Ironically, adv. βίρωνίκώε Irony, €ΐρων€ία, f. Irrational, {of deeds or men) άλογοι, aXSyiaros ; {of men) &yooSy contr. 6.uovs, άφρωρ Irrationality, ahoyia, f. aXoyiaria, f. Irrationally, adv. aKoyίστωs, aKόyωs, α<ρρ6νω8 [5os, δυσδίάλυτο5 Irreconcileable, άδίάλλακτοϊ, άσπον- Irreconcileably, adv. ακαταλλάκτωε Irrecoverable, avi]K^(nos^ avemffKev- affTOS ['^os, ακατάβλητο5 Irrefragable, aveK^yKros, ave^eXfyK- Irrefragably, adv. αμαμφισβητ7]τωε, avaμφLλόyωs Irregular, ανώμαΚθ3, Βνστακτοε Irregularity, ανωμαλία, f. ανωμαλά- T7]S, /. Ίταρανομία, f. Irregularly, adv. αι/ωμάλωε Irreligion, ασίβ^ια, f. άνοσιότηί, f. Irreligious, a^e/Br^s, auScrios, άθ€08 : to be irreligious, ασ^β^ω Irreligiously, adv. ανοσίω$ [αμ'ί]χανο5 Irremediable, aviiK^GTOs, Βυσίατοε, Irremediably, adv. ανηκΕστωε, ανιάτω$ Irreparable, ά^'€7Γiσ/ceυα(rτos, αν-ηκ^σ- TOS, ^irpaKTOSf dvaiaros Irreprehensible, 'άμ^μπτο$, αναμάρττ,- ros, αμώμητο5, ave^€\€yKT0S Irreproachable, &μ€μτηο5, άμώμητοε, ave^€\€yKTOs, aviyK\ii]TOS, αν^πί^ ληπτοε Irreproachably, adv. αμ^μτττωε, ava- μαρτΊ]τωί, aveinX^TrTws Irresistible, 'άφυκτοε, dvffird\aL(TTOs, δυστΓολ€μητο5, ανυττόστατο8, άσχ6Τ05 Irresistibly, adv. αφνκτωε, ασχ^τω$ Irresolute, έίπορο5, αμφίβου\ο$ Irresolution, απορία, f. Irrespective, άπ€ρίοτττο5 Irresponsible, avevduuos, avvn^vOvvos Irretrievable, άι/βπίσκευαστοί, άι/ήκεσ- ros, αμζτάτρξΤΓΤοΐ Irretrievably, adv. ανηκίστω5 Irreversible, ανβξάλ^ιτττο^^ άμ^τάστα- TOS, άμ€ττάpζπτos 445 JUM Irrevocable, άμ€τάκ\ητο$, aviiKiCTos Irrigate, v. άρ^^ΰω, άρδω \jns, f- Irrigation, ύδρεία, /. υδρβυσίί, /. άρδίΐ/. Irritability, opyiXlrris, f. ο^υθυμία, f. Irritate, v. 4ρβθίζω, 6ρyίζω, παροξύί/ω, κινίω, κνίζω, θi]yω Irritation, τΓαρυξυσμ})5, m.€p€ΘLσμhs,m. Irruption, καταδρομή, f. 4πίδρομ^, /. Island, vriaos, f. νησ\?, f : a little island, νησ'ώιον, η. νησύοριον, η. Islander, vriaicor-ns, m. ρησίώη5, f. Isosceles, Ισοσκ€Κη8 Issue, δί€^οδθ5, /. rh €κβαν, reAos, n. {offspring) y6vos, m. eKyova, n. j)l . Issue, V. Φρχομαί, €Κ βαίνω, 4ξορμάω, εκπίπτω Isthmus, Ισθμ})$, m. It {neuter of He), το, aurb, iKe'ivo Italian, Ίταλιώτ7}8, m. Italy, Ιταλία, /. Itch, {disease) ψώρα, /. kvvos, n. Itch, V. κνησιάω, κν^θομαι : to make to itch, κνίζω [^ts, /· Itching, κνίσμο5 κνησ'μ})8, m. κνη- Ithaca, Ιθάκη, f. Itinerant, πλα7«:τ^ί, ΐΓλανητ}}$, όδοι- πλαν7]5, oBonrSpos Itself (neuter of Himself), avTh Judge, KpLT^s, m. 5ίκασττ}8, m, βρα- β^υτ)]3, m. δικαίθ^6τη8, m. Judge, V. κρίνω, Βίκάζω, προκρίνω ; {form an opinion) δοξάζω, σταθμά- ομαΙ) οίομαι, Βωρίζω Judgment, (judicial) κρίσί5, f. δίκτ;, /. {understanding) yvώμη, f. v0os, contr. vovs, m. {opinion) yvώμη, /. δ(ί|α, /. ^Lάyvωcns, f. Judgment-seat, KpLT'f}pLov, n. Judicature, δικαστηριον^ η. Judicial, Judiciary, BiKaviKhs, δίκασ*- TLKhs Judicious, yvωμoVLκhs, φρόνιμθ8, de^ihs, €μπ€ίρο5 Judiciously, adv. φρονίμω5) σοφω8 Jug, τΓρ6χοο5, /. Trpoxois,f. Juggle, Juggling, γοητεία, /. γοήτευ- μα, η. μayyάv€υμa, η. θαυματοποίΐα, f. Juggle, V. θaυμaτoυρyξω, γοήτευα;, juαγγαI/6υω [Tvoihs, m. Juggler, y6r}s, m. μάyos, m. θαυματο- Jugular vein, φλεψ σφayΊτιs, /. Juice, ydvos, m. xvXhs, m. χυμ68, m, Juiceless, ^χυμο8 Juicy, iyχvμos. δίάχυλθ5 July, Έκατομβαίων, m. Jumble, v. συyχeω, συμμίyvυμ^ Jump, αλμα, η. π'ίι^ημα, η. Ι Jump, V. πηδάω, θρώσκω, αλΛομαι, JUN ορχ4ομαί : to jump over, ζιαπη^άω : to jump up, αναπηδάω Junction, σύί^αψιί, /. συναφή, f. σύ- Juncture, Kaipos, m. άκμη, f. June, '^κιροφορίοορ, rii. Junior, vewrepos Juniper, {tree) άρκ€υθο5, f. Ke^pos,f. (berry) Kedpls, f. apKevdls,/. Juno, "Ηρα, /. Ivory, 6λ€(^α5, m. : of ivory, βλβφάν- TLUOS Jupiter, Zeus, m. Jurisdiction, δικαιοδοσία, f. : to have jurisdiction, κυριεύω Jurisprudence, ρόμοε, m. νομικτ] τ^χνη Juror, δικαστ7]5, m. Just, δίκαί05, €πΐ€ΐΚ7]$, €ννομο$^ ίνδι- Kos, αϊσιμο3, 'ίσο5, opOhs, νόμιμοΒ Justice, δίκτ], f. δικαιοσύνη, /. δικαιό- Τ7]3, /. eViei/ceia, /. (judge) δικασ- m. : court of justice, δικασ- τ-ηριον, η. Justifiable, δΊκαιο3, νόμιμοΒ, iiri€iK7]S Justification, δικαίωσι^, f. δικαίωμα, η. Justify, V. δικαιόω, δικάζω or -ομαι, διαδικαιόω Justly, adv. δικαίω5, 4νδίκω5, συν δίκΐ], Kara δίκην Jut out, V. τΓροβχω, άνβχω, ιτρόκΕΐμαι Jutting out, ττροβληε, 6ξοχο3 Juvenile, veaviKhs, veavls Ivy, κισσhs, m, : of ivy, κίσσινοΒ κ. Keel, TpoTTis, f. τροττιδ^Ίον, η. 6λ- κζίον, η. στίιρα, /, Keen, δριμυ5, o|i;s; (ο/ ivords, )8, άξιόθρηνο3 [τω5 Lamentably, adv. οίκτρώε, πολυδακρύ- Lamentation, θρηνοε, πι. π4νθο$, η. οδυρμ})8, τη. olμωy^, f. στοναχτ], f. στόνο3,7η. στ€vay μhs, τα.θρηνφδία,/. oJktos, πι. οίκτισμόε^ m. yoos, m, 6λοφυρμ})3, 'ηι. Lamenting, πολύκλαυτο5, oiKTpoyoos, πανόδυρτοΒ, στονόβιε Lamp, λαμπαε, /. λύχνο s, πι. λνχνιον, Lampoon, ίαμβο3, τη. [η. στίλβη, /. Lampoon, ν. Ιαμβίζω, σατυρίζω Lamprey, μύραινα, /. σμνραινα, /. Lance, λόyχη, f. δόρυ, η. iyxos, τι. Lance, ν. σχάζω, κατασχάζω, λoyχ^ύv Lancet, σμίλη, /. σμιλίον, τι. φλεβοτό- μον, η. Land, 7^» /· yala, f. χώρο3, πι. δατί^- δον, η. χθίίύν, /. ύαφο3, η. : dry land, Th ξηρ()ν, η ξηρα : arable LAN land, άρουρα, f. άρωμα, η. : grass land, νομτ), f. νομ03, m. Laud, adj. iniyeios, 1'ηροβατικ6$ Land, v. €κβαίνω, €κβιβάζω, άποβαίνω, αποβιβάζω : to bring to land, {of a ship) κατάγω, etVeAavi/co Land-forces, το τΓ€ζον, rh neCiKhu Landholder, Ύζωμόροε, m. Landing, άπόβασιε, f. %κβασΐ8, f. κατ- αγωγτ^, /. Landing-place, ίκβασΐ3, f. άτΓ0βασί5, f. κάταρσιε, f. Landlady, wavdoKevrpia, f. καπηλΪΒ, f. Landlord, ξβνο^όκοε, m. κά'πηΚο3, m. Landmark, στήλη, f. opos, m. Landowner, γημ6ρο3, ni. yeωμ6ρos, m. Lane, η στ€νωτΓ})5, λαύρα, f. [tos, f. Language, γλώσσα, /. φώνη, f. δίαλεκ- Languid, άτοροε, άρρωστοε,^χαλαροε, vyphs, dadeurjs [αρρώστια, f. Languidness, ατονία, f. άσθένβια, f. Languish, v. μαραίνομαι, χαλάω, άτονβω Languishing, vyphs ^ [λυσιε. f. Languor, ατονία, f- άσθξνβια, f. ίκ- Lanigerous, μαλλοφόροε Lank, apaihs, Ισχν})ε Lankness, Ισχνοτηε, f. [xos, m. Lantern, φανοε, m. Invhs, m, λύχνου- Lap, κόλτΓΟΒ, m. Lap, v. λ€ίχω Lapidary, λιθο^όοΒ, m. λιθoυpyos, m. Lapse, ολίσθημα, η. ρο^, f. Larch-tree, λάρίξ, c. Large, μ^^ε, fia/cpbs, eυμζyζθr]S, ττλα- Tvs, ττάμ-πολυΒ : very large, v-rrepoy- Kos : as large as, lσoμeyeΘηs, ϊσομά- τρητο5 Largely, adv. μ€yάλωs Largeness, μ4yeθos, n. τΐλατΰτη$, f. Largess, €π/δοσί5, /. ^ώρον, η. Lark, κ6ρυΖο$, in. κορνδαλλίΒ, f. Lascivious, άσ€λy^s, μάχλοε, λάyvos, μάpyoSf μανΒαλωτοε Lasciviously, adv. άσeλyώs Lasciviousness, άσeλyeLa, f. μαχλοσν- νη, f. μapyoσύvη, /. Lash, μάστι^, f. ίμάσθλη, f. Lash, V. μaστιy6ω, μαστιάω, Ιμασσω Lass, κόρη, /. veavh, f. ^ Lassitude, κόποε, m. κάματο$, m. Last, καλάπουε, m. Last, υστατο5, ίσχατο$, τ€λ€υτα7ο$ : the last of all, ττανύστατο':, τταν4σ- χατ OS : last, adv. ΰστατον : at last, Τίλ^υταων, TeAos, els tcAos Last, V. μίνω, ^ιαμίνω, συμμίνω, άντ- ίχω, δίατ€λ€α> Lasting, ίμμονο^, μ6νιμθ3, χρόνων, 113 LAW I ΐΐολυχρ6νιθ3, ^^απεδοί, β€βαιθ5, όΐφ· Τ6λΎ]3 [τταραμόνιμον Lastingly, adv. βββαίωε, ^^πεδω^, Lastly, adv. τ€λ€υταων, τ5 τ€λ€υταϊ"ν Latch, 4ΐΓΐστΓαστΎ}ρ, m. μοχλ})3, w. Late, 6\ριμο3, o^pios, χρόνιοε : late, too late, adv. oij/e : too late, μβθνστ^· pov : to be late or too late, ύστ€ρ€^, ύστβρίζω, όψιΧω ; Lately, adv. ν€ωστ), veov, ττρώην, άρτι, άρτίωε, evayxos, -πάλαι Lateness, ο·^ι6τη3, f. Latent, κρυπτhs, κρυφα7ο5, άπ6κρυφο<ί Later, ϋστ€ρο$, κατώτβροε Lateral, πλάyιos Laterally, adv. 4κ πλayίoυ, πλayίωs Latest, €σχατο5, ϋστατοε, τελευταΓοϊ Lathe, τόρνοε, m. [μαϊστϊ Latin, 'Ρωμαωε : in Latin, adv. 'Ρω- Latitude, evpos, η. πλάτοε, η. Latitudinarian, eAey^epos, αορίστου Latona, Ατ^τώ, /. Latter, the, 6 δε [πρώην, άρτι Latterly, adv. ν^ωστί, veov, evayxos, j Lattice, κιyκλ\s, f. | Laud, V. αινέω, ^παινβω, eyκωμιάζω Laudable, alveThs, iπaιveτbs, άζί4παινο$ Laudably, adv. ev, άξLeπaίvωs j Laudatory, eπaιveτικhs * Laugh, y έλασμα, η. . \ Laugh, Laugh at, v, yeλάω, eπιyeλάω, · κaτayeλάω, πpoσyeλάω, καχάζω, άνα· κayχάζω : to want to laugh, γελα- σ€ίω : inclined to laugh, yeλaστι' I KOS [mos \ Laughable, y€λo7os, yeλaστhs,yeλάσι^ j Laugher, yeλaστ^s, m. yeλaσΊvos, m. \ Laughing, Laughter, yeλωs, m. καχασ- i μ})3, m. : to cause laughter, yeλω^ : τοποίεω : causiog laughter, yeλω' ' τοποώε Lavish, V. αναλίσκω, €κχ4ω : to be ; Lavish, άφειδήϊ [lavish, άφei5eω \ Lavishly,- adv. άφείδώ^, άφeώ€ω5 , Lavishness, άφ€ΐΖία, f. ^ # i Launch, v. καθ^λκω, κατΘρνω . Laureate, ζαφνηφόροε ^ Laurel, Βάφνη, f. : of laurel, Uiivivoi ■ · Law, νόμο3, m. θeσμhs, m. ee^is, / νόμιμον, η. κύρια, η.ρΐ. σύyy ράμμα, η. : , good system of laws, (ύνομία. f.: ^ bad system of laws, κακονομία, /, i ζυσνομία, /. : to enact laws, τιθημι \ νόμον or θ€σμ})ν, νομοθβτίω, θ^σμο- \ ποιίω : the making of laws, νομό- j θeσίa, f. voμoθeτησιs, f. : skilled in ] law, biKaviKhs : to go to law, δΐκα- j ζομαι, διαΒικάζομαι ^ LAW Lawful, ϊννομο3, ρόμιμο$, BiKaios, θ€μιτ}»3, θίσμιοε : it is lawful, Lawfully, adv. νομίμω$ Lawfulness, νομιμότ-ηε, f, [w. Lawgiver, uoμoθeτ'ηs, m. νομ(>Ύράφο$, Lawless, ίίι^υμοε, άδικοε, άθ€μιστο%, €κθ€σμο3 [ρόμω? Lawlessly, adv. άι/όμωε, άδί/cajs, irapa- Lawlessness, ανομία, f. Lawsuit, ^ίκ7], f. διαδικασία, f. Lawyer, νομίκ})^, m. hiKaviKhs, m. Lax, &ρΙ)ωστο5, χαΰνο3, eicAvros, χα- \aphs Laxness, Laxity, enKvais, f. χαυνό- '^VS, /. χαλαρότηε, f. Lay, V, τίθημι, βάλλω, καθίζω, 'ίστ-ημι, 'ώρνω; (as a stake or wager) ύττο- τίθημι ; (hands on) Εμβάλλω, επι- βάλλω : to lay up or by, κατα- τίθ-ημι, άττοτίθημι, ττροθησανρίζω : to lay on, εττιτίθημι, επιβάλλω, eV- ανατίθημι, επιφέρω : to lay before, παρατίθημι, παρίστημι : to lay aside, απορρίπτω : to lay down, κατατίθημι, νποτίθημι : to lay eggs, ωοτοκέω, τίκτω : to be laid up or by, κε7μαί, άπόκειμαι, ανάκειμαι : to be laid down, κεΐμαι, ύπόκειμαι : to be laid upon, επίκειμαι Lay, οϊμη, f, οΊμο?, m. στίχοι, m. o-ToixoSf n. (song, praises) ο'ίμη, f, κλεα, η. pi. Layer, οΤμος, m. επιβολτ], f. πτυξ, f. Layman, λαϊκ})9, m. [ιδρωτ\, άσπουδί Lazily, adv. ραθύμωε, ασυντ6νω$, av- Laziness, ρα,θυμία, f. ραστώνη, f. απονία, f, νωθρότηε, f. apyia, f. Lazy, apyhs, ρά.θυμο$, νωθρ})3, μαλακ})3, KaKbs : to be lazy, ραθυμεω, ραδι- oυpyεω, νυστάζω, μαλακίζομαι, aρyεω Lead, v. &yω, Ύ}yεoμaι, vφΎ)yεoμaι, Ύ}yεμovεvω, άρχω, πορεύω ; (o^ji^fc tioTL as^a^road) φεράί" yifSftKlfm διάψΰ'Γία lead away, aπάyω, παρ- άyω, ύπάyω, απαίρω : to lead forth, εξάyω : to lead to or into, εlσάyω, είσπορενω, εμβιβάζω : to lead back, κaτayω, avάyω, επavάyω : to lead by or past, πaράyω : to lead across, διάyω, διαβιβάζω : to lead round, περιάyω■. to lead on, προ- άyω, προβιβάζω : to lead on against, επάyω, 'πpoσάyω, εφr]yε- ομαι : to lead on, induce, εvάyω, επισπάω : to lead from, πaράyω : to lead out against, avτιπapάyω .^ead, μόλυβδο5, m. μόλιβο5, in, 449 LEA Leaden, μολύβδινοι : leaden ball or bullet, μολυβδ\$, /. μολύβδαινα, f. Leader, ηyεμωv, m. προστάτης, m. r)yr}τωρ, m. άρχοε, m. εξαρχο$, w. ay OS, m. Leading, άyωyΎ), f. υπayωyr], f. πομπή, /. : a leading forth, eiayωy^],f. Leaf, φύλλον, η, πίταλον, η. Leafless, άφυλλοε, άπετηλοε Leafy, ενφυλλοε, φυλλοφόροε, φνλλώ' δηε, πολύφυλλοε, εύπεταλοε League, συνωμοσία, f. συνθ'ί)ΚΎ}, f, σπονδ-^, f. συμμαχία, f. League together, v. συνόμνυμι Leak, v. παραχαλάω, άντλον δέχομαι Lean, Ισχν^ε, άσαρκο?, σκελετhs, λβττ- Ths : to make lean, ισχναίνω Lean, v. κλίνω: to lean against, up- on, or towards, επικλίνω, εpείδωf προσκλίνω : to lean back, άνακλίνω: to lean away from, αποκλίνω, άτ- ερείδομαι Leanness, Ισχνότη?, f. λεπτότνε, f. άσαφκία, f. Leaj^, άλμα, η, π'ηδημα, η. σκίρτημα, η. π'ί}δησΐ5,/. Leap, ν. πηδάω, σκιρτάω, άλλομαι, θρώσκω : to leap away, αποπηδάω : to leap down or from, εκπηδάω, καταπηδάω, ε^άλλομαι : to leap on or into, είσπηδάω, επιπηδάω, εΙσάλ· λομαι, επιθρώσκω : to leap up, avu' πηδάω, άνάλλομαι : to leap over, διαπηδάω, διάλλομαι Leaper, σκιρτητηΒ, m. Leaping, πηδησι$, f. άλσι$, f. Learn, v. μανθάνω, εκμανθάνω, κατα- μανθάνω, αισθάνομαι, διδάσκομαι, κατανοεω, πυνθάνομαι : to learn beforehand, προμανθάνω : to learn besides, προσμανθάνω, επιμανθάνω Learned, πολυμαθ^$, πολυ'ίστωρ, παι- δευτhs, ελλόyιμos Learner, μαθητ}ΐ9, m. Learning, μάθησιε, f. μάθημα, η. διδασ- καλία, /. παίδευσιε, /. : fond of learning, φιλομαθ}]5, μαθητικ})3 : to be fond of learning, φιλομαθεω : fondness for learning, φιλομάθεια, f. : quick in learning, εύμαθ^5 Learnt, easy to be, ενμαθηε Leash, άyκύλη, f. ΐμαε, m. Least, ελάχιστο5, ^κιστοε, μικρότατοι, 6λίyιστos ', adv. ηκιστα, ελάχιστα : not in the least, ούχ τ^κιστα, ου μεντοι '. at least, yε, περ, αλλά Leather, δέρμα, η. διφθέρα,/. σκΰτο$, η. x6pL0Vy η. : anything made of υ LEA leather, leathern garment, δίφθβρα, /. σπολάε, f. ^ Leathern, σκύτινοε, ^€ρματίΡ09 Leave, i^ovala, f. συγγι/ώμη, /. Leave, v. Κπιτω, καταλείπω, απολείπω, προλείπο), άψίημι ] {only of a place) απαλλάσσομαι, άμπβω, Ερημόω : to leave off, λήγω, άφίνμι, επέχω, Ίτανομαί : to leave by will, δίατίθε- μαι : to leave alone, μονόω ; (take no heed of, allow, suffer) 4άω : leave me alone, εα μ€. Leaven, ζύμη, /. Leaven, ν, ζυμόω Leavened, ζυμίτηε, ζυμώζη9, fv^corbs Leaving, άπ(ίλειψίϊ, /. κατάλε^ΐϊ, /. Leavings, τά λείψαι/α, λ€7μμα,η. Lecherous, λά'γνο5, λά'γρη5, άκόλαστυ5, Lectm-e, σχολ);, /. [μάχλο3, άσ^λyhs Leech, i8δελλα, /. ^ Leek, ττράσον, η. yijreLou, η. γηθυον,η. Lees, τρυ^, f ύττοστάθμη, /. Leeward, νπΎΐι/€μο$ Left, άρίστ€ρ})$, σκαώε, βύώνυμοε,λαώε ; {7^emaining) λοιπόν, επίλοιποϊ : on Che left, επ" αριστερά, εξ αριστεράς, is άριστεράι/, Trphs λαια χεφΙ Left-hand, αριστερά, /. σκαια, f Left-handed, αριστερ55, σκαώ$ : to be left-handed, αριστερευω Leg, σκ€λο3, Tie κν-^ιμη, f- κώλορ, η. Legacy, UσLs,f. λείψαϊ^οι/, η. Legal, ν6μιμο5, Βίκαωε Legality, ρομιμόττιε, /. Legally, adv. ρομίμωε Legate, πρ'^σ)8υ5, πι. πρεσ^ευτ^^ Legend, μνθοε, πι. μυθολόγημα, η. Legendary, μυθίκ})ε, μυθώΒηε Legible, αρά-γνωστοε, €υαι/ά^νωστο3 Legislate, ν. ϊ/ο^αοθετεα» Legislation, νομοθεσία, f. voμoθeτr}σLs.f. Legislator, ρομυθ4τη?, m. voμoyρά(pos, Legitimacy, yuησLότηs, f. \}^· Legitimate, yv'ησLos, νόμιμο3 Legitimately, αάν.^ν-ησίωε Leisure, σχολτ;, /. ησυχία, f. apyia, f. : want of leisure, ασχολία, /. : to have leisure, be at leisure, σχο- λάζω ^ Leisurely, adj. σχολαΓον, 7?συχο5 ; adv. σχολαίωί, σχολγ Lend, v. ^αι/€ίζω, κίχρημι Lending, δαϊ/εισμ^ν, m. Length, ^rjKos, n. μακρότηε, f μάκροε, η. : at length, τελο5, els τελον, iu xp0ucfj [μαιφοπυιεω Lengthen^ v. μηκύιω, rdvw, ^κτΰνω^ Leniitheniiig, μΎ\κυσμ^3, m. ■ 450 ■ LIB Lenient, συyyvώμωv, ττροσην^ε, irpaos, iilTLOS Lenity, συyypώμη, f. ηπιότηε, f. ττρα- Lentil, (paKhs, m. [ότη$, f. Leonine, λε(5ζ/τεΐ05, λεοντώδηί Leopard, παρδαλΐ5, /. λείίπαρδοί, m. : leopard's- skin, παρδαλεη, /. Leprosy, λε'πρα, /. λ^νκη, f. Leprous, λεπρών ^ Less, ελάσσωι/, ησσωρ, μ^ίωρ : adv. -ήσσορ, έλασσον, μ^ιόνωε Lessen, ν.μ^ιάω, ΐλαττόω, μινΰθω Lessening, μιννθησιε, f. ελάττωσιν, /. Lesson, μάθημα, η. μάθθ5, η. δί^ayμa, η. παίδευμα, η. Lest, μτ], '^ν^ Α ^'Γ^^ μήπου : lest at any time, /χήποτε Let, V. {allow, suffer) εάω, αψίημί) αιήημι ; {on hire) μισθόω, αττομισβόω, 4κμίσΘόω : to let out, αττοΒί^ωμι, ε/ί- δίδωμι : to let down, καθίημι, συγ- καθίημί, iy καθίημι : to let alone, εαω, αψίημι : to let in, ύσ^χομαι Lethargic, λi\θapyos, ληθapyLκhs Lethargy, λ7]θapyos, m. ληθapyίa, f. Lethe, λήθτ/,/. Letter, (of the alphahet) ypάμμa, n. {an epistle) έπιστολΎ], f. y ράμμα, η. Lettuce, θρίδαξ, /. θριδα/cifls, /. Level, ΐσοπεδοί/, η. rh ίσον, rh άπεδοι-' ; (instrument) σταφυλή, f. Level, v. όμαλίζω, λ^αίνω [ισόπεδοχ Level, ό^αλο5, δμαλ^ε, ίσυ$, άπεδο5, Levelling, όμαλισμοε, m, Levelness, δμαλότηε, /. Lever, μόχλοε, m. Leveret, λάyLou, η. λayώBιou, η. Levity, ^λαφρότηε, f. ελαφρία,/. χάλι- Levy, εκλογή, /· , [φροσύνη, /. Levy, ν. αθροίζω, καταλέγω, συλλέγω, άydρω ; (money) πράσσω ^ Levying, 'άθροισίΒ, f. iκλoyη, f. (Τυλ- λoyΎ], f. (of money) πpa|ιs, /. ^ Lewd, λάyuos, λάyvηs, ϋβρισττ]5, ασελ- y'f]s, μάχλο$, άκόλαστοε Lewdness, λaypeίa, f. ασέλγεια, /. μαχλοσύρη, f. ^ Lexicographer, λe^ικoypaφos, m. Lexicon, λφκ})Ρ, η. ^ Liable, ύπβύθυροε,^ βροχοε, virobiKos : to be liable, 4ρ^χομαι Liar, ψευστ7]5, m. ν|/ευδ7/9, m. Libation, λοιβτ], f. σπονδτ;, /. xof], f. 4τηλοιβη, f : to make a libation, σπενδω, λ^ίβω, άποσττίρ^ω Libel, βλασφημία, f. Libel, v. βλασφημ^ω Libellou^^, βλάσφημοε LIB Liberal, cXevecpios, eAevdepos, &φθοι/ο$, €ύδάπαί^ο?, φιλόΒωρο$ Liberality, 4\€υθ€ρι6τη^, f. πο\υΒωρία, f. φιλανθρωπία, f. Liberally, adv. €\ζυθ€ρίω$, άφΘόνα5 Liberate, v. €λξυθ€ρόω, λύω, €κλνω Liberation, €λ€υθ€ρωσίς, f. λύσί$, f. Liberator, βλ^υθίρωτ^^, m. Libertine, άσωτοε, άσ€λyr]s Libertinism, άσωτία, f. άσeλy€ίa, /. Liberty, €λ€υθ€ρία, f. Library, βιβλίοθ-ηκη, f. Licence, €λζυθ€ρωσΐ5, f. Εξουσία, f. άδ€ία, /. License, v. 4άω Licentious, άκρατης, ακόλαστος, άσω- τος, άσ€λy■^Sy άτακτος, μαρΎ})ς Licentiously, adv. άκολάστως, άκρα- τώς, ζυχΕρώς Licentiousness, άκολασ.α, /. άκρασία, f. ύβρις, f. evx^peia, f. μαρ-γότης, f. άσ^λ'γβια, f. Lick, V. λείχα», λιχμάω : to lick up, διαλξίχω, άναλ^ίχω : to lick round, ΐΓ€ριλ€ίχω Lictor, ραβδούχος, m. ραβΒοφόρος, m. Lid, -κώμα, η. Επίθημα, η. Lie, v|/eG5os, η. ^6υζoλoyίa,f. χΐ/ζΰσμα, η. Lie, V. κεΤμαι, κατάκ€ΐμαι, κατακλίνο- μαι : to lie on or in, eyKe^ai, ini- Κίΐμαι, eyκaτaκλίuoμaι : to lie with or by, σύyκeιμaι, σvyκaτάκ€ιμaι, παρακλίνομαι : to lie under, ύπόκΕΐ- μαι : to lie before, πρόκΕΐμαι : to lie near, πρόσκ€ΐμαι, παράκ€ΐμαι : to lie down, κατάκ^ιμαι, κατακλίνο- μαι : to lie in wait for, βφΕδρβύω, eVeSpeuw : to lie hid, λανθάνω, κατα- κρύπτομαι Lie, V. ψ€ϋδομαί, κατ arp ξύνομαι, ψ€υδο- λoy€ω Lieutenant, ύπoστpάτηyoς, m. ύπαρ- χος, m. Life, βίος, m. ζωη, f. βιοττ], f. {'prm- ciple of life) ψυχτ/, /. θυμ})ς, m. {of plants) Th φυτικί)ν ; {icay or 7nanner of life) δίαιτα, f. διατριβή, f. διαίτη- μα, η. βίος, m. : to be fond of life, χ€ω Life-giving, βιόδωρος, βιοδότης, φ^ρίσ- Life-guard, δορυφόρος, m. [^βιος Lifeless, αβίωτος, άψυχοι, άπνοος Lifelessly, adv. άβιώτως, οκνηρώς, ψυχρώ S Lift, ν. αίρω, ςπαίρω, 4ξαίρω, άναίρω, κομίζω, κουφίζω, ανακουφίζω, άν^χω : to lift up, 4παίρω, άναίρω; [as the voice) ορθιάζω, ζηορβιάζω 451 LIM Ligament, Ligature, σύνδεσμος, m>, δΕσμ})ς, m. άμμα, η. Light, φάος, contr. φως, η. φ4yyos, η, a^yT], f σέλας, η. : giving light, φα^σφόρος, φωσφόρος, σ^λασφόρος Light, ν. άπτω, λάμπω, 4ναύω : to light upon, meet with, ^πιπίπΐ-ω, επι- βαίνω Light, {of weight) κουφός, €λαφρ})ς ; {bright) λάμπρος, λ€υκhς, φa€vvhς ; (unimportant) ράδιος; {easy, nimble, active) κουφός: to make light of, βαδίως φέρω, ραδίως άνέχομαι Light-armed, \pιλhς: light-armed sol- dier, yυμvης, m. πελτ αστής, w. Lighten, v. {to make light, ease) κου- φίζω, έπικουφίζω, έλαφρίζω ; (flash) άστράπτω, καταστράπτω Light-footed, ωκύπους, ποδώκης Light-hearted, ράθυμος Lighthouse, φάρος, m. Lightly, adv. κούφως, έλαφρώς Light-minded, κουφός, κουφόνοος Lightness, κουφότης, f. έλαφρότης, f. Lightning, αστραπή, f. στεροπη, /. Like, 'όμοιος, προσόμοιος, προσφ€ρ7)ς, €μφ€ρ^ς, προσ€μφ€ρης, ίσος, ίκελος, ζίκζλος, συyyζVΎ]ς, όμοσχημων : near- ly like, παρόμοιος : to be like, εοικα, προσέοικα, ίνδάλλομαι, συμφέρω : to make like, όμοιόω, έ^ομοιόω, εικάζω, προσεικάζω Like, adv. ομοίως, όμοΐον, δμοΊα, δίκην, ίσον, ίσα, εικόνα, iyyυς, προσομοίως, Ικέλως : like as, ώσεί, ωστε, οίόνπερ : in like manner, ωσαύτως Like, V. στ€pyω, ασπάζομαι Likelihood, πιθαν})ν, η. πιθανότης, /. Likely, το εϊκ})ς, είκως, επίδοξος, πιθα- ν})ς, εϋπιστος : to be likely, εοικα Likely, adv. εΐκότως : as is likely, κατά Th εΙκ})ς, τ^ εικότι [προσεικάζω Liken, v. δμοιόω, εξομοιόω, εΙκάζω, Likeness, δμοιότης, f. όμοιοσχημοσύνη, f {image) είδωλον, η. Likewise, adv. ομοίως, ωσαύτως Lily, κρίνον, η. λείριον, η. : like a lily, λειριόεις Limb, άρθρον, η. μέλος, η. yυΊov, η. κώλον, η. : limb by limb, μελεϊστί Limb, V. αρταμέω, διαρταμεω, διαρτάζω Limber, εύκαμπ7]ς, εύκαμπτος, εν- Lime, τίτανος, f. κονία, f. [στρεπτος Lime or Linden-tree, φιλύρα, f. Limit, όρος, in. όριον, η. τέρμα, η» όρισμα, η. [κατακλείω, πεpιyράφω Limit, ν. ορίζω, περιορίζω, διορίζω, Limitation, διορισμ})ς^ ιη. υ 2 LIM LOA Limited, Tr^pLypaivrhs, Βιωρίσμ€ΐΌ5 Limiting, ^ιoρ^(rμhs, m. biopiais,/. Limner, ypacpevs, m. Limp, V. σκάζω, €πΐ(τκάζω, σκιμβάζω Limpet, λ6πά5, /. Limpid, ^Luvyris, ^LaφauΎ]s Linden-tree, φιλύρα, : of the linden- tree, φίλΰρίνο$ Line, ypaμμr], f. (of ivriting) στίχο5, m. {roiv,file, of people, troops, trees, d:C.) (Ττίχο$, fii. στοΊχοΒ, m. ra^is, f. (cord, string, fishing-line) μ'ηρινθοΒ, f, XlvoVf n. [αίμα, η. Lineage, yevos, n. yeuea, f. y^veex-q, /. Lineal, ^vdhs. Whs Linear, yρaμμLκhs Linen, Xivov, n. σιν^ων, f. \\s, f. βΰσ- cros, f. οθόνη, f. Linen, adj. AiVeos, βυσοΊνο^ Linger, v. μβλλω, διατρίβω, 4ρ^ίατρίβω, Lingering, μ^λΑησις, /. [βρα^νι/ω Link, ζ€σμ})5, m. Link, V. συνάπτω, σvζevyω Lint, ράκοε, η. \\s, f. Lintel, ϋττζρθύριον, η. Lion, \4ων, m. x7s, m. : of a lion, \€0uT€Los : like a lion, λ^οντώ^ηε : lion's skin, Xsovrir], contr. λεοι/τη,/. Lioness, X4aiva, f. Lip, χβΐλοϊ, η. χ€Χννη, f. Liquefaction, σύντηξιε, f Liquefy, v. συντήκω Liquid, χυμ'όε, m. χυμα, η. i/yphv, η. Liquid, xjyphs, Bi€phs, πΧα^αρώδηε : to be liquid, ϋypoρpo4ω, ύypaίvoμaί Liquor, i)yphv, n. Lisp, V. τραυΧίζω, ψβλλι^ω Lisping, τραυΧότηε, f ψελλί^ττ^ί, /. Lisping, ^eXXhs, rpauAbs List, KaTaXoyos, m. Listen, v. ακούω, Υπακούω, ύσακούω, ύττακούω : listen to, [approve of^ accept) ^4χομαι, ύπο^€χομαι Listener, ακροατής, m. ακουστές, m. Listening to, ακρόασιε, f. Listening to, κατ-ηκοοε Listless, άμζΧηε, αφρόντιστοζ, μβΟ-ημων Listlessly, adv. άφροντίστωε, αμ^Χητί Listlessness, άμ€X€ιa,f. μ€θημoσύvη,f. Litany, XiTaveia, f. Liteml, κύριος , ^ Literary, >.0yios Literature, η μουσικτ] Litharge, XiOapyvpos, f. [αμφισβητΐω Litigate, v. δικάζομαι, δια^ικάζομαι, Litigation, δίαδ/κασία,/. irpay ματαία, f. Litigious, φιλό^ικυ?, φιΧόν^ικος : to be litigious, φιΧοΒικίω 452 Litter, φορ^ΐον, η. δίφρος, c. (straw) υπόστρωμα, 7i. (refuse) σύρματα, η. pi. συρφ€τ})ε, m. (of animals) τόκοε, m. Little, μικρ})5, oXiyos, βραχύς, τυτθος, τταΰρος : very little, πολλοστοί : so little, τυννουτος, τύννος : how little, οσσιχος : how little ] ποστ^ί Little, adv. oXiyov, oXiycp, μικράν, σμικρως, ήκα, τ]κιστα, &χνην :^ by little and little, κατ oXiyov, ήκα : however little, δσονουν : as little as possible, ώς ηκιστα : to think little of, iv σμικρω ποίΕομαι, irapcL μικρ})ν ιτοΐ€ω or Ύ]y€oμaL Little-minded, μικρόφρων, μικρόψυχος, μικρο'πρζ'π)]ς, μικρoXόyoς Little-mindedness, μικpoXoyίa, /. μι- ^'^ροψνχία, f. Littleness, μικρότης, f. oXιyότ^]ς, f. Live, ζων, ζω})ς, ζμ'ψυχος Live, V. βιόω, ζάω, ζΙμΙ, βιοτ^ύω, ττν^ω, ΒιαττΧ^κω, Βιαιτάομαι, ^ιατρίβω, δια- φέρω : to live through, pass one's life, ζιαβιόω, ^ιαζάω, ^ιάyω βίον, δία- yίyvoμaι : to live with, συνοικ4ω, σύν€ΐμι, όμιΧ€ω, συμβιόω, συζάω, συν^ιατρίβω, συvbLάyω : to live near, τταροικ^ω : to live far off, αποιΚ€ω : to be lived, worth while living, βιωτ})ς, αξιοβίωτος Livelihood, βίος, m. βιoτ)),f. βιoτ€ίa,f. Lively, ζωτικ})ς, \Ι/υχικ})ς, aTaXhs Liver, ήπαρ, η. ηττάτιον, η. Livid, π6Χιδν})ς, π^Χώς : to be livid, ΤΓβΧιΒνόομαι, π^Χιαίνομαι Lividness, πξΧιΒνότης Living, ζω})ς, €μ\1/υχος, ^μττνοος, ζών : living with, σύνοικος, σύννομος : a living with, συνοίκησις, /. συνοικία, f. : mode of living, 8ιατριβ^, f. βιοτ^ία, f. βιότ€υμα, η. : the living, 01 €νθα^€, ol άνωθ^ Lizard, σαυρος, m. σαύρα, f ασκαΧα- βώτης, m. : like a lizard, σαυρο- €ld^S Lo, ίδοι/, fjv, ηνίΒξ Load, άχθος, η. φορτίον, η. βάρος, 7ΐ. Load, ν. y€μίζω, €ΤΓΐνην€ω, βαρύνω : to be loaded, y€μω, βρίθω, άχθομαι Loaf, άρτος, m. [μ€ΧάμβωΧος Loamy, μ€Xάyyaιoς, ·y€loς, ^y€ως, Loan, Βάν6ΐον,η.ζάν€ΐσμα, η. €κBoσις,f. Loath, άκων, ακούσιος, άν^θβΧητος : to be loath, ού θ^λω, ου βονΧομαι Loathe, ν. μυσάττομαι, β^^Χύττοααι, ναυσιάω Loathing, ναυσία, f β^€Xυyμhς, m. LOA Loathsome, ι/αυσιώδη^', άσώδη^, μυ- Lobe, λοβ})5, m. [aaphs Lobster, Kaph, f. καρίδιορ, η. Local, TowiKhs Location, rowodeaia, f. Lock, K\€is, f. {of hail') βόστρυχοι, m. KOvpoL, f. μαΚ\})$ πλοκάμων Lock, V. κλβίω Locust, oLKpls, /. ndpvo\p, m. [ά-γομαι Lodge, V. οΙκ€ω, ναίω, συσκηνίω, κατ- Loftily, adv. ύ\Ι/ηλώ$ Loftiness, v\pos, η. ύ\ρηλ6τη$, f. {of mind) /αεγαλοψυχια, /. Lofty, ύ\l/ηKhs, aiVi/s, aheivhs Log, ξύλον, η. κορμ'6$, m. στ6λ€χο5, η. (pLTphs, m. [συλ\oyισμhs, η. Logic, KoyiK^ MBei^is, f XoyiKhs Logical, KoyiKhs Logically, adv. XoyiKcos Ijoin, oa9, δολιχ^^, eu/xrj- Κ7]$, ravahs, d-qphs : very long, πβρι- μ'ί}κη5, ύπ€ρμτικηε, παμμ'ί]Κ7)$ : too long, δτ/ροί : as long as, Ισομ'ϊ]κη$ : so long, τ6σο$ Long, adv. μακράν, hr]v, Βηθά : too long, driphv : long ago, παλαΙ, rpi- πάλαί, δν : ^or a long time, δηθά, brjv, is μaκphv : long after, δια μα- κρόν : as long as, εω^, υφρα, 'όσον, Ύοσοντον, μ^χρΊ π^ρ Uv : no longer, ουκ6Τί, μηκ4τι Longer, μακρ6τ€ρο5 Longest, μ'ί]κιστο3, μακρότατο$ Longevity, μακροβιάτη^, /. ποΚυΕτία, /. Longing, 4πιθνμία, /. Longitude, μακρότηε, f μηκοε, η. Long-lived, μακρ6βιο$, δηναώ$ Long-suffering, μακροθυμία, /. τλη- μοσννη, f Long-suffering, μακρόθυμοε, τ\'ί]μων Look, o^iS, /. βλ4μμα, οι. 6πίβλ€\ρι$, /. Look, ν. όράω, βλ€πω, σκοπβω, δ^ρκο- μαι, λ€νσσω, β(:άομαΛ : to look at, ζΙσβΚίπω, €μβλ€πω, προσβλ4πω, ζΙσοράω, προσοράω : to look around or round at, π^ριβχάπω, π€ρισκοπ€ω : to look towards, β\€πω προε, όράω πρ65, τρέπομαι vphs : to look up at, αναβκίπω : to look dowm at, καθο- ράω, καταθεάομαι : to look forward, 453 LOV προοράω : to look away, αφοράω : to look askance at, νποβκ^πω^ παρ€μβκ4πω : to look straight at, αντιβκ4πω, διαβκάπω, άνηδίρκομαι : to look sideways at, παροράω, παρα- βλέπω : look, ίδον, ίδβ Looking-glass, ^ίσοπτρον, η. κάτ- οπτρον, η. Look-out, {spy) οπτηρ, m. {in a ship) πρωράτηε, m. πρωρ^νε, (Π. {look-out · pdace) σκοπιά, f. σκοπ^, f. {looking- out, watch) σκοπιά, f. σκοπ^, /. Loom, ιστhs, m. Loop, ayK^Kf], f. αμμα, η. Loose, V. Κνω, απολύω, 4κλνω, διαλύω, χαλάω, αφί-ημι, άνίημι, καθίη^α Loose, χαλαρί$, ζκλυτο$, &v€7os Loosely, adv. χαλαρών, λ^λνμίνωε Loosen, v. λύω, χαλάω, άνίημι [σίί, /. Loosing, λύσιε, /. διάλυσΐ9, /. χάλα- Lop, ν. τ€μνω, αποκόπτω, κ^ίρω Loquacious, λάλο3, στωμνλο5, πολύ- λoyos, πολύλαλοε, άδολέσχηε, φλυ- aphs ^ [λόyωs Loquaciously, adv. λαληηκώε, πολύ- Loquacity, λαλιά, /. στω^νλία, /. άδο- λ^σχία, f πολυλογία, /. [ηι. Lord, δ€σπότΎΐ5, m. κνριοε, m. Ko'ipavos- Lord-lieutenancy, νομαρχία, f. Lord-lieutenant, νομάρχηε, -χο5, m. Lordly, άγβρωχο^, κύριο$ Lose, V. αποβάλλω, μεταβάλλω, ολ· λνμι, άπόλλνμι, €κπίπτω, άποτυ-)- χάνω, αφί-ημι, στάρομαι Loss, ζημία, f απώλεια, /. βλάβη, /. αποβολή, f χητοε, η. : Avithout loss, άζ'ί}μιθ8 : to be at a loss, άμηχανΕα Lot, κληρο$, m . λάχο3, η. (by ballot) κύα- μο5, m. πάλο5, πι. : to cast lots,choose by lot, κληρόω, άποχληρόω, πάλλω : to obtain by lot, λayχάvω, άπολαγ- χάνω : chosen by lot, κληρωτοε, κνα- μ€ντ})$ : choosing by lot, κλi)pωσιs,f. Loth, άκονσιοε, okvos Lotus, λωτο3, m. : of lotus, λώτινοε Loud, λιyvs, λιyvphs, πολυηχηε, βα- ρνηχ^$, βαρνκτνποε, βαρν^ουποε, πολνκροτοε, μeyaλόβpoμos Loudly, adv. λιy4ωs, λίγα, λιγυρώϊ, Loudness, βαρύτηε, f [ορθιον, μακρά Loud-voiced, λιyvφωvos Love, €ρω3, m. φιλία, f. φιλότηε, /. φίλησι$, f. άyάπησιs, f σropy7], f 'ίμ€ρο$, m. πόθοε, πι. : object of love, Ερωε, m. €ρωτ\$, f. άyάπημa, η. Love, υ. φιλάω, άγαττάω, 4ράω, σrepyω, ασπάζομαι: to love very much, ϋπ€ρφιλ4ω, υπεραγαπάω LOV LYI Love-charm or potion, φίλτρορ, οι. στίρ'/ημ.α, η. Loveliness^ ξτταψρο^ισία^ f. Lovely, LoΛ^ed, ζράσμω$, eira(pp6^iros, ipaThs, ipaarhs, ipar^Lvos, ίμ^ρόζΐε, ayaiT-qihs : much loved, ιτοΧυάρασ- ros, ΤΓολνηρατοε Lpver, βραστής, m. φιλητωρ, m. Love-sick, ττολύψιλτροί Loving, φίλο5· {prone to love) φίλ- epcoy : lo\4ng well, ζνφιληε : loving violently, ζύσ€ρω$ [ανθρωττία, f. Loving-kindness, βλζημοσνι^η, f. φιλ- Lovingly, adv. φίΚΊω3,φί\ω$, ^ρωτικώί Lounge, v. oLyopa(u) Lounger, ayopahs Louse, φθβΐρ, c. Lousy, φθ€ΐρώΒη5 Low, V. μνκάομαι [I'ulga?') φορτικω$ Low, adv. κάτω^ raTreipcvs ; (mean, Low, raneii/hs, χθaμaλhs^ βραχυ$ ; (mean, vulgar) φορτικοί, χαμηλ})5 ; {of a note in music) βαρυε ; {loiv- horn) Kanhs, hjayev)]s, a-yevrjS Lower, v. νφίημι^ ταπβίρόω, καταφέρω, χθαμαλόω Lower, iueprepos, veprepos, κατώτ€ρο5 Lowest, κατώτατοε, pearos, ίσχατο3 : the lowest people, ol χείριστοι Lowing, μυκΎ]θμ})5, m. μνκημα. η. Lowliness, TaTr^ivSTT)s, /. ταττξίνο- φροσννη, f. Lowly, raiT^Lvhs, ταττεινόφρων Lowness, ταττει^ότηε./. χθαμαλότηε, f. Low-spirited, άθυμο$, Βνσθυμο?, τα- Loyal, TriaThs [ττειρόφρωί' Loyally, adv. 7Γΐστω5 Loyalty, iriaris, f. iriaTOT'qs, f. Lucid, λαμττροΞ, ^aeij^bs, φωτ€ΐρ})5, ακριβηε Lucidly, adv. ακρίβώ$, λαμττρωε luuck, τύχη, f. : good luck, ευτυχία, f. : bad luck, δυστυχία, f. ατυχία, f. Luckily, adv. ευτυχώ$, alaiws Luckiness, ευτυχία, f. [μο$ Luckless, Βνστυχτι$, ατυχηε, δυσποτ- Lucky, ευτυχής, εύ^αίμωρ, αίσιος : to be luck\% ευτυχεω Lucrative, κερ^αλεος, χρηματιστικΙ)$, τΓολυκερ^ης Lucre, κέρδος, η. κέρμα, η. Ludicrous, yελo7υs, yελaστhs : very ludicrous, ύ^τερyεKoιos Ludicrously, adv. yε\oίωs Lug, V. ελκω [σάyμa, η. liUggage, σκεύη, v. pi. άποσκευη, f. Lugubrious, θρηνώΖης, Kvyphs Lukewarm, χΚιαρος, \\,oxphs 454 Luli, V. κοιμάω, κοιμίζω, ya\ηι^ίCωf ^ίayaληvίζω, ευνάω, εΙνάζω Lumber, yρύτη, f. Lumber-room, ypυτo^όκη, f. Luminary, φάο$, η. φωστ^ρ, m. Luminous, φαειν})3, φωτεινές, Χαμ- TTphs, εvφεyyηs [m. Lump, βώλος, m. τρνφυς, η. θρόμβος^ Lunacy, μανία, f. τταράνοια, f. φρενί- τ IS, f. σε\ηνιασμ})$, 'in. Lunar, σεΚηναω$, σεΧηνιακ'6ς Lunatic, σεΚηνιακ})ς^ σεΧηνόβλητος, παράφρωρ : to be lunatic, σελη- ριάζομαι Luncheon, άριστον, η. Βειελίη,/. Lungs, Ίτνεΰμων, m, ττΚενμων, m. : inflammation of the lungs, ττερι- ττΚευμονία, f. Lupine, θερμός, m. Lure, δέλεαρ, η. Lure, V. Βελεάζω Lurk, V. λανθάνω, ΒιαΧανθάνω, φωλενω, καταδύομαι, ενεδρεύω Lurking, φωλας [εΙλν})ς, 7η, Lurking-place, φω\ε})$, m. ενέδρα, /. Luscious, μελιηδης, yλυκερos Lust, λayvείa, f. επιθυμία, f. ασελ- yειa, f. μαχΧοσύνη, f. ττασχητιασ· μ^9, m. [μο-ΐ, ορεχθεω, έλκομαι Lust, Lust after, v. εττιθυμεω, 6p4yo- Lustful, Xdyvos, μάχλος, ακόλαστος, άσελyηs : to be lustful, ττασχητιάω Lustfulness, λayvείa, f. μαχλοσύνη,/. Lustily, adv. κρατερως, Ισχυρώς Lustiness, ευρωστία, f. Ισχυς, f. Lustre, ahy)), f. λαμττρότης, f. alyλη, f. σέλας, η, λαμπηδων, f. : to shed a lustre, στίλβω, λάμττω, διαλάμιτω, λαμπετάω Lustrous, άyλahς, alyλ7|ειs, λαμ· ^Γpaυyης, λαμττετης Lusty, κρατερ})ς. Ισχυρός, ταλαύρινυς, εύρωστος Lute, κιθάρα, f. λύρα, /. βάρβιτος, C. -ον, η. Luxuriance, ευβλαστία, /. ευφυία, f. Luxuriant, ευβλαστης, νττερβλαστ^ς, εύανθης, τρόφιμος : to be luxuriant, νττερβλαστάνω, εύβλαστεω, τpayάω Luxurious, τρυφερ})ς, άσωτος, άσελy^jς, χλιbavhς, vyphς Luxuriously, adv. τρυφερώς : to live luxuriously, τρυφάω, εντρυφάω, διατρυφάω, χλιδάω, χλώαίνομαι, εύπαθεω, Βιαθρύπτομαι Luxury, τρυφη. f. χλιδή, f. ευπάθεια^ f. Lying, Lying down, κλίσις, f. κατά- κλισις,/. ; adj. κείμενος LYI Lying, (telling lies) i\/€vdo\6yo9, x|/cv- Lydia, ΑυΖία, f. Lydian, Avdios [pwSr}S Lyiripli, Ιχωρ, m. : like lymph, Ιχω- Lynx, λυγξ, w. Lyre, λι^ρα, /. κιθάρα, f. κίθαριε, f. (pόpμLyξ, f. βάρβιτος, c. -op, n. : to play on the lyre, Κυρίζω, κιθαρΊζω, φορμίζω, ιαθαρω^ξω : player on the lyre, κιθαριστηε, m. κιθαρω^ε,^ m. φορμίκτ^5, m. W^y], /· Lyric, Kvpinhs : lyric poetry, Κυρα, /. Μ. Mace, σκΎ^τΐτρον, η. κορύρη,/. ρότταλον, η. [w. σκ'ηΐΓτονχο5, m. Mace-bearer, κορυΡ7}τη$, m. ραβδούχος, Macedon, Μακεδονία,/. Macedonian, MaKedwv, c, Macedonian, MaKcdoviKhs Macerate, v. Ισχναινω Machinate, v. μηχανάομαι, τεχναζω Machination, μ-ηχο.ν^], f- 'τεχνη, /. iniT€Xvr}ais, f. Machine, μ-ηχαντ], /. μηχάνημα, η. Machinist, μηχαρο'ποι})£, m. Mad, μapικhs, μανιώΒη^, €μμανη$, τταρα- <ρρων, μαίΡα5, μανια3, μάpyυs, λυσ- σαΧ4ο$ : mad-woman, μαιρα5, /. : half-mad, ημιμαρ^$:^ to be mad, μαίνομαι, τταραφρονεω, τταρανοβω, διαφθείρομαι, λυσσάω, δαιμονάω ^ Madden, drive mad, v. μαίνω, βκμαίνω, ε^ίστημι, 4^ίστημι φρενών, οίστρεω Maddening, λυσσώδης, φpevoΈXηyηs, μαινα3, /. Made, TroiT^rbs, tukt0s, συμττηκτοε : well-made, ευποίητοε, εΰτυκτοε, ebiray^s, εϋττηκτοΞ : made by hand, χ€ΐροποίητο$ : newly made, veo- Τ€υχ7]$, νεότευκτος, vεoυρyos : to be made, συνίσταμαι, yίyvoμaι^ Madly, adv. μανικώ$, εκφρόνω^, ανοη- Madness, μανία, f. λύσσα, /. τταρα- νοια, f. -παραφροσύνη, /. κακοδαι- μονία, /. ιτΚάνο3 or φοηο$ φρενών Magazine, αττοθηκη, /. σκευοθ-^κη, /. ταμιεων, η. Maggot, εύλ^, /. ^ Magian, Mάyos, m. ; adj. MayiKbs Magic, η μayευτικη, μayείa, f. Magical, μayευτικhs, μάyos ^ Magician, μάyos, m. μayευΎ^s, m. Magisterial, ε^oυσLaστικhs 455 MAK Magisterially, adv. 4^ουσιασηκώς Magistracy, αρχή,/. riXos, rt. Magistrate, &ρχων, m. : magistrates, ol τα τελη έχοντες, τα τεΚη, οι iv τέλει, οί άρχοντες Magnanimity, μεyaλo^pυχίa, f. μεya- λόνοια, f. μεyaληvoρia, f. Magnanimous, μεyaλό^pυχos, μεyaλό^ φρων, μεyaλόθυμos, μεyάθυμos, μ€- yaλi]vωp Magnanimously, adv. 'μεyaλoφρόvωs, μεyaλo^\/ύχωs Magnet, λίθος MayvrjTis,^ f. Magnificence, μεyaλo^Γpε^Γειa, f. μεya^ λoυρyίa, f. λαμττράτης, f. Magnificent, μεyaλoπpεπ^]S, μεyaλε7os, λαμτΓρ})ς, a7Aabs Magnificently, adv. μεyaλo^rpε^zώs, μεyaλείωs, λαμττρώε, διαπρεττώς Magnify, v. μεyaλύvω, αυξάνω, σεμ- ν{,νω [πλήθος, η. Magnitude, μ^^θος, η. 6yKoj, m. Maid, Maiden, -παρθένος, /. κόρη, f. κόριον, η. κορίσκη, /. τταΐς, / :^ maid- servant, θεράπαινα, /. δούλη, /, δμωη, / δμωί'ς, /. ^ Maiden, -παρθενιος, -παρθενειος; [un- married) άνανδρος, αδμης, άδμητος, άζυξ, άλεκτρος Maidenhood, -παρθένια, / τταρθενεια,;. Maidenly, -παρθενιος, -παρθενειος, -παρ- θενικές Majestic, μεyaλε7oς, σεμνές Majestically, adv. μεyaλείως, σεμνως Majesty, μεyaλειότης, / σεμνότης, /. σεμνωμα, η. Mail, -πανοπλία, /. ο-πλα, η. ρΐ. Maim, ν. -πηρόω, αναπηρόω, χωλευω, -περικότντω , [X^^bs Maimed, κολοβές, ιτηρέ5, ανάπηρος, Maiming, -π-ί]ρωσις, /. -π-^ρωμα, η. Main, μεyιστoς, -πρώτος, κεφαλαίος, άκρος, ϋχΐ^ιστος [πόντος, m. Main, (greater part) -πλήθος, η. (ocean) Mainland, iί'πειρoς, /. ^ Mainly, adv. τέ μεyιστov, μάλιστα Maintain, v. ανεχω, Ισχυρίζομαι; (nourish, suppott) βόσκω, τρέφω; (assert boldly) διαβεβαιόομαι, α-πο- μαρτύρομαι ^ [σιτησις, /. Maintenance, τροφ^, / εφόδων, η. Major, μείζων Majority, τέ -πλήθος, τέ μείζον μέρος οί -πλείστοι , Make, ν. -ποιεω, τεύχω, μ/ηχαναομαι, τεκταίνομαι, κτίζω, εpyάζoμaι, τεχ- νάω, -πράσσω; (appoint) ίστημι, καθίστημι, τίθημι MAK Maker, ποιητ}}5^ m. τάκτων, m. Ζημι- ovpyhs, m. \^νησι$, f. Making, τΓοίησί5^ f. yey^ais, f. yey- INlalady, ySaos, f. Malconteut, SvaKoXos Male, 6.ρσην, άρρην, apaevoyev)]s Malediction apa, f. κάτeυyμa, u. Malefaction, KUKovpyia, f. Malefactor, KaKovpyos, m. KaKoiroih'S, m. Malevolence, κακάνοια, /. δνσνοια, f. κακοθυμία, f. βτηχαιρζκακία, f. Malevolent, κακ6νοο$, κακάφρων, δύσ- voos, anexO^js Malevolently, adv. κακοφρ6νω$ Malice, κακο-ηθξία, f. KaKovpyia, f. κακόνοια, f. Svayoia,/. άπβχθβία, f. μ1σο$, η. Malicious, κακοηθηε, kukovoos, κακά- φρων, KaKoupyiKhs, dvavoos Maliciously, adv KaKovpyws, κακον,θωε Maliciousness, κακοήθεια, f. κακόνοια, f. dixiyoia, f. Malignant, κακο'ηθη5 [γωε Malignantly, adv. κα.κοηθα.^$, κακούρ- Malignity, κακο-ηθ^ια, f. κακότηε, f. Malleable, σφυρ-ηΧατοΒ Mallet, σφύρα, f. ραιστ^ρ, m. Mallow, μαλάχη^ f. μοΧάχη, f. Malt, βύνη, f. Maltreat, v. λυμαίνομαι, σvyκ6πτω, υβρίζω, αΙκίζω, τταρανομςω Mamma, μάμμα, f. μαμμία, f. Mammon, ttXovtos, m. Man, &νθρωτΓ05, m. a.v}]p. m. βρoτhs, m. (pcos, m, : little man, ανθρωπίσκο$, VI. ανθρώττίον, η. ^.vdpiov, η. : old man, ykpoiv, m. 'πρζσβυ$, m. : of or belonging to man, audpwneios, av- θρώπινοΒ : like a man, άνθρω7Γ0ζΐ^τ]$: to become a man, ηβάω, άψηβάω, 4ξαν^ρόομαί : loving men, φιΧάν- θρωποε, φίΧανΒροΞ : hating men, σ^υyavωp, αστβργάνωρ [ρόω M^an, V. (as a sJiip) πΧ-ηρόω, ττροσπΧη- Mana^e, v. οΐκέω, ^ωικ^ω, οίκονομίω, ττρασσω, Ζιαττράτσω, Βίατίθημι, δια- χζίρίζω, μ^ταχζίρίζω, Ύαμι^ύω Manageable, ζύμΕταχζίριστυε, €υπ€ΐ- Orjs, ξΰαρκτο$ Management, δωίκησις, /. διαχ€ίρισΐ5, /. οίκονομία, /. ταμι^ία, /. Manager, ταμίαε, m. ^τημξΧητηε, m. οικονόμο$, m iirirponos, m Managing, οΙκονόμοΞ, τβΧβσψόρο^ Mancipate, v. ανδραποδίζω* Mancipation, άνδραπυδισμ})£, m. Mandate, ^nρόσrayμa, η. ivroXr], f. iniTu^is f. 45G MAN Mandatory, τΓροσ7ακτικ}}$ Mandrake, μavδρay6ρas, m. Mane, χαίτη, f. Χοψία, f. ψόβη, f. Manes, Sat^oi^es, ni. pi. oi veprepoi Manful, av^puo^, avdpiKhs, ayqi/wp, Kparephs Manfully, adv. avdpiKws, Kparepivs Maufulness, auBpeia, f. ανδρότης, f. avδρayaθίa, f. ayηvoρίa, f. flange, \pwpa,f. Manger, φάτνη, f. κάττη, f. i\Iangle, v. σπαράσσω, άμύσσω, κνάπτω Mangling, σ^τaρayμhs, m. 6.μυξί$, f. Mangy, \ρωραΧ4ο5 Maaliood, άνδρβία, f. άvδpότηSf f. {man's estate) ηΧικία, f. ξφηββία, f. Maniacal, μανίκ})5, μανιώδη$ Manifest, δηΧο^, 6ττΙδηΧο$, €νδηΧο$, φανξρ})3, 4μφαν)]3, ττ^ρίφαν^ε, iv- apy^s, Xaμπρhs : quite manifest, ζϋδηΧοε : to make manifest, φανξ· ρόω, δηΧόω : to be manifest, φαί- νομαι, έπιπρξπω Manifest, v. δηΧόω, φαν^ρόω, αττυδβίκ· νυμί [/. ξκφανσιε, f. e^ayόpeυσ^s, f. Manifestation, δηΧωσιε, f. φαν€ρωσιε, Manifestly, adv. φανβρωε, 4μφανώ$, διαφανω$, ττΕριφανώε, ivapyiiis Manifold, Έαντο7θ3, τταντοδαπ^$, ττοΧύ- TpoTTOs, ποΧυφυ^5 Manikin, ανθρώπων, η. ανθρωπίσκοε, ιη. Maniple, δράyμa, ?ι. Mankind, άνθρωποι, τα. ρΐ. τ6 ανθρώ- ττινον yevos Manliness, άνδρία, f. ανδρ€ία, f, αγη- νορία, f. άvδpayaθίa, f. ανδρότηε, f. Manly, άνδρβΊοε, avδpiκhs, άνδρώδηε ; adv. άνδρ€ίω5, ανδριστί : to make manly, άνδρίζω Manna, μάννα, f. Manner, τρόποε, m. edos, η. ^θοε, w. σχήμα, η, f>υθμhs, 7ίΐ. : bad manners, κακοηθξία, f. : in like manner, ομοίων : in this manner, ουτωε : in the same manner, όμοίοτρόπωε, κατα τούτον Thv τρόπον : in all manner of ways, τταντοίωε, irav- ταχη Mannerly, άστβΓοϊ, κο^αψι)^ Manoeuvre, τίχνη, f. τ4χνασμα, οι. Mansion, οΊκοε, m. eSpa, /. δώμα, η. μ€yapov, η. Mantle, χΧαΙνα, f. χΧαν\$, f. χΧαμυε, f. τΓβπΧοε, φάροε, η. Manual, €yχ€ιpίδίov, η. : sign manual, χ€ιρόyρaφov, η. Manufacture, iρyaσίay f. χ€ΐροτ€χνΙβ, f. χ€ιpoύpyημa, η. δημιουργία, f. MAN Manufacture, v. χαρουρΎ^ω, δημωυρ- 7€ω, καηρ-γάζυμαί Manufacturer, χ€ίρυτ€χι/7]$, rn. Manumission, άπ€λζυΘ4ρωσι$, f. Manure, κ6ττρο$,/. Manure, v. κοπρίζω Manuring, κοπρισμ})^, m, κόπρισι^, f. Manuscript, x^ipdypacpov, n. χ€ΐρυ- Ύράψημα, η. αυτοΎραφον^ η. Many, πολυε, avxvhs : the many, υΐ πολλοί : very many, vwepnoXvs, παμπ\ηθ^? : so many, τόσος, τυσού- Tos : as many as, '0aos, δπόσοε, dwoarhs, δσσάηο3, 'όσοστηρ ; {in number) Ισοιτληθης, ισάριθμος : as many times as, δσαττλασίων : in many ways, ττολλαχ^, πoλλαχώs : in as many ways, όσαχτ), 6σαχώ$ : in many places, ττολλαχοϋ : to many places, ττολλαχόσ^ : many times, πολλάκις Map, πίί/α|, m. yrjs π€ρίοΒος, f. Maple, σψ^ν^αμνος, f. [ζιαστρΕψω Mar, V. κολούω, βλάπτω, ΒιαψΘίίρω, Marble, μάρμαρος, m. μάρμαρον, η. Marble, of marble, μαρμάρ^ος, μαρ- μάρινος [march, σταθμ})ς, m. March, 05bs, /. πορβία, f. : a day's March, v. βαίνω, πορεύομαι, στρατεύω, 4λαύνω : to march out, ^ξβλαύι/ω, 4κστρατ€ύω, ί^ζίμι, ε'Ιάγω : to march against, Επιστρατεύω, Επελαυνω, αν- τιπορεύομαι : to march out against, Επε^ά-γω : to march through, dUp- χομαι Marching, πορεία, /. Mare, Ίππος, f. [τία, f. Margin, κράσπε^ον, η. χείλος, η. εσχα- Marine, επιβάτης, m, vavTiKhv, η. ναυ- βάτης, τη. ι/αύμαχος, τη. [πόντιος Marine, θαλάσσιος, πελάγιος, άλιος, Mariner, ναύτης, m. Maritime, πελάyιoς, πόντιος, άλιος, πάραλος ; (of places nea7' the sea) αγχίαλος, επιθαλάσσιος, πάραλος : a maritime district, παραλία, f. Marjoram, αμάρακος, m. άμάρακον, η, ο άμι^υχον, η. Mark, σημεΊον, η. σήμα, η. σκοπός, m. χαρακτ^ρ, m. τεκμηριον, η. τύπος, m. Mark, v. σημαίνομαι, επισημαίνω, τεκ- μαίρω, ορίζω, διαλαμβάνω Market, ayopa, f. : belonging to or frequenting the market, άyopaΐoς : clerk of the' market, ay ορανόμος, m. Market-place, ayopa, f. Marksman, στοχαστ}]ς, m. Marriage, yάμos^ m. ννμψεΊον^ η. εϋν^, 457 MAS /. συνοΐκησι^, f. λίκτρον, η, κη^ος, η. ύμίναιος, in. : of or belonging to marriage, yaμικhς, yaμi}λιoς, ευ- ναΤος : marriage - fea.st, yάμoς, m, yaμηλia, f. : marriage-gifts, είνα, η. ρί. Marriageable, επίyaμoς, ωραίος ya- μεΊν : marriageable age, ηλικία, f. Married, σύyyaμσς, σύζυξ : newly married, vεόyaμυς, ve0(vyoi : about to be married, μ(λλόyaμoς Marrow, μυελ})ς, rn. Marry, v. yaμεω, άyoμaι, νυμφεύω, κηδεύω, ζεύyvυμι, συνάπτω yάμov ; {(jive in maniaye) yaμεoμaι, εκδί- δωμι, συνοικίζω, διατίθημι, μνηστεύω : giving in marriage, εκδοσις, f. Mars, "Αρης, m, : of Mars, "Αρεως Marsh, ελος, η. λίμνη, f. τέλμα, η, εΐαμεν)], /. : growing in a marsh, ελειος : to become a marsh, λιμ- νόομαι [διακυσμεω Marshal, v. τάσσω, διατάσσω, κοσμεω, Marshy, λιμναΊος, λψ.νώδης, ελεως, τελματώδη3 Mart, εμπόρων, η. Marten, Χκτις, /. Martial, "Αρεως, φιλόμαχος, πολεμικές Martyr, μάρτυρ, m. Marvel, θαύμα, η. Marvel, ν. θαυμάζω Marvellous, θαυμαστίς, θαυμάσιος, παράδοξος, ϋπερφυης, τερατώδης Marvellously, adv. θαυμαστώς, θαυ- μασίως, ύπερφυώς Masculine, ανδρικός, ανδρείος, άρσην Mask, πρόσωπον, η. προσωπίδων, η. Mason, λατύπος, τη. λαοτύπος, τη. Masonry, λιθοτομία,β Mass, 6yκoς, τη. άθροισμα, η. {mass of the people) 'όμιλος, τη. Massacre, φόνος, τη. φov^],f. Massacre, v. απόλλυμι, κατακόπτω, κατακτείνω, κατασφάζω, φονεύω Massive, Massy, στερεhς, byκώδηSf παχυ8, μεyaς Massiveness, στερεότης, f. παχύτης, f. Mast, Ιστ})ς, τη. ιστάρων, η, {acorns) βάλανος, f. Master, δεσπότης, τη. κύριος, τη. (α teacher) παιδευτώ s, m. διδάσκαλος, τη. : one's own master, αυτοκρά- τωρ, m. : having power over, mas- ter of, κρείσσων : of or belonging to a master, δεσποτικδς, δεσπόσυ- vos : to be master of, κρατεω, επικρατεω Master, ν, κρατεω, κρ§(,τύνω, κυριεύω ϋ 6 MAS Masterly, αγωνίστικ>)$, ^μτΓ€ίρο^, βττίσ- τήμων; adv. αΎωνιστίκώ$, €μπ€ΐρω5 Mastery, Kpdros, η. bvmareia,/. Mastich, {the gum) μαστίχη, f. {the tree) σχίνο$, /. {the berry) σχινΪ3, /. Mastiff, ^[ο\οσσικ))3 κνων, m. Mat, φορμ'όε, m. ψίαθοϊ, /. Match, {contest) aybiv, m. άμιλλα, f. (marriage) yάμos, m. Match, V. συμφ€ρω, συμβάλλω, συν- άγω : to be a match for, Ισόομαι, τταρισόομαί, Ισοφαρίζω Match (for), δμο7θ3, Uos, εφάμιλλοε, 4νάμιλλο$, α^ωμαχοε [ασύμμ€7ρο$ Matchless, ασύγκρίτοε, ασύμβλητοε, Match-maker, ττρομν'ηστρία, f. ττρο- ϋίρηστρί^,/.: to be a match-maker, Ίτρομνάομαι Mate, σΰζυγο3, C. ^υν)), f. kralpos, m. kraipa, f. iraiph, f. συν€ργΙ$, c. Material,'vAi/cbs, ίνυλο$ ; {important) σττουΖοΛΟ^, avayKatos, iira^ios Materially, adv. ττολυ, μiya, &yau Materials, ϋλη, f. Maternal, μητρωο$, μ-ητρικ^ Mathematician, μαθημαηκ})$,^ m. Mathematics, η μαθηματική, μαθή- ματα, η. pi. [Aotas, ?'/?. Matricide, μητροκτόρο5, m. μητρα- Matriculate, v. συγγράφω, καταγράφω Matrimonial, yaμηλίos, yaμLκhs Matrimony, yάμos, m. 'yaμ^]λζυμa, n. νύμφ€υμα, η. Matron, οίκο^ζσττοινα, f. [ταρσόομαι Matted, ταρσώ5η5 : to be matted, Matter, {material) ϋλη, f. {affair) χρήμα, οι. ττραγμα, η. {discharge from a sore) -πυον, η. {subject or matter of a discourse, d-c.) λόyos,m. Mattock, blκeλλa,f σμιvύη,f σμivυs,f. Mattress, στιβά^, /. τΰλτ], f. Mature, ακμαω$, Treireipos, ωρα7ο$ Matm'e, v. ττ^παίνω Maturely, adv. ωραίωε Maturity, ώραίότη9, f cipa, f. ακμΐ], f 7}λικία, f Maul, V. συγκόπτω, συντρίβω Maw, στ6μiaχos, m. ^ [μα, 'n. Maxim, γνώμη, f. αξίωμα, η. απόφθζγ- Mayor, πολιανόμο5, m. Maze, λαβύρινθοε, m. Mazy, λαβυρινθώδη^ Mead, οΐνάμ^λι, η. ύδρ6μ(λι, η. Mead, Meadow, λαιμών, m. πΤίΤοί, η. τΓοά, /. ν€μυ3, η. : of or belonging to a meadow, λ€ΐμώνιο$, λ^ιμωνιά^: 458 MEC with rich meadows, ξυλ€ΐμο$, /3α- θυλξίμων Meagre, Ισχν})5, αλίη7]$, &σαρκο$ Meagreness, Ισχν6τη$, f. ασαρκία, f. Meal, τταιτνάλη, f πάλη, /. άλ^υρον, η. άλφιτον, η. κρίμνον, η. {α repast) τράπεζα, /. hfrnvov, η. Mean, μ€τρον, η. το μίσον, μeσότηs,f. Mean, Taireivhs, φαυλθ3, Bόυλoπρeπ^s, μικρολόγο5; {of people only) αν- eλ€ύθ€pos, yλισχρhs, άδόκιμο3, μι- κp6^υχos Mean, ν. {intend to say) λ^γω, εΟβλω, βούλομαι; {intend to do) μ€λλω; {imply, as loords) νο€ω, έννοζω, σημαίνω, δύναμαι [μί5, f v0os, m. Meaning, γνώμη, f διάνοια, f δυνα- Meanly, adv. ταπβινωε, αν€λζυθ€ρω5, γλισχρώ$, φαύλω5 Meanness, (only of people) φαυλ6τη?, f ταττ€ίν6τη3, f. αν^λ^υθερία, f μικρο\ρυχία, f . , , r Means, {property, substance) ουσία, j. ra υπάρχοντα, χρήματα, η. pL {ability to do) -nSpos, m. μηχανή, f- αφορμγ], f : easy means, ehwopia, f. : by all means, τταντάπασι, e/c TTavThs τρόπου, τταντί τρόπω, παν· τβλώε : by no means, ούΒαμώ5, μηΒαμώ$, μη^να τρόπον : by every means in one's power, πανταχη, παντο^άπω$ ^ [τόφρα Meantime, μ^τα^υ, τίω8, δίά μ^σου, Measles, χαλά^α. /· : to have the measles, χαλα^άω Measly, χαλαζώδη$ Measurable, μΕτρητ})$, σταθμητ})$ Measure, μ^τρον, η. : beyond mea- sure, ύπ4ρμ€τρο$ ; adv. ύπβρμ^τρωε Measure, v. μ^τρ^ω, διαμ^τρ^ω, ava- μζτρ^ω, καταμ€τρ4ω, σταθμαω : to measure out, {allot) 4πιμ€τρ€ω Measured, μξτρΐί]τΙ>$, Βιαμζτρητ})^, σταθμητ})$ Measureless, &μ€τρο$, αμίτρητοε ^ Measurement, μeτρησιs,f αναμβτρη- Measurer, μeτρητ^■|s, m. ^ [σι$, f Measuring, μ€τρησιs,f. σ υ μμίτρησ is J. Meat, σ1το$, m. ίΖ^σμα, η. {flesh) κ peas, η. Mechanic, βάvaυσos, m. βανανσουργ})5, m. δηuιoυργhs, m. χ^ιροτ€χνη5, m. Mechanic, Mechanical, μηχavικhs, βάναυσο5, βavaυσικhs Meclianically, adv. μηχavικωs Mechanics, η μηχανική Mechanism, μηχάvησιs, f Mechanist, μηχανοποώ^, m. MED MEN Meddle, v. ττροσ άπτομαι, ^πίψαυω, ττο- Meddler, ΤΓοΧυττρά'γμων [\υπpayμoι^€ω Meddlesome, aλλoτpιυπράyμωy, πολυ- ΊτραΎμων : not mcddlcKOine, o^npay- μων [aWoTpioirpay^ioaiJvri, f. Meddlesomeness, 'πoλυπpayμoσύyη, f. Meddling, aWoTpionpayia, f. Meddling, ά\λoτpioπpάyμωJ/, πολύ- ^ΐpάyμωv Mediate, v. eViSta/cpiVo), μ^σιηνω Mediation, μ^ση^ία, f. δίαιτα, /. Mediator, μ^σίτ-ηΒ, m. διαλΚακτΎ]$, m. μβσοε Βικαστηε, m. μ€σίΒίο$: to be a mediator, μ^σιτ^ΰω Mediatory, biaWoMTiKhs Medical, iarpLKhs, φαρμακ€υτίκ})$ : medical treatment, larpeia, f. φάρμα^ιε, f. ψαρμακ€ία, f. Medicament, φάρμακου, η. Medicate, v. φαρμάσσω Medicated, φαρμακίτΎ]5 Medicinal, φapμaκώδηs Medicine, φάρμακου, η. φαρμάκων, η. ϊαμα, η. : the using of medicine, φαρμάκ€υσί9, f. φαρμακεία, f. : to administer medicine, φαρμακώνω, φαρμάσσω : the taking of medi- cine, φαρμακοττοσία, f. : to sell medicine, φαρμακοπωλ€ω Medicine, (the art) η Ιατρικτ], φαρμα- κεία, f. Ιατορία, f. : skilful in medi- cine, laTpLKhs Mediocrity, μ4σορ, η. rh μέτρων, μ€- τριότηΒ, f. Meditate, v. φρονεω, φροντίζω, καλ- χαίνω, βουλεύομαι, μελετάω, λoyί- ζομαι Meditation, φροντΙ$, /. σύννοια, /. Meditative, σΰννοο$, φροντιστικ^3 Mediterranean, μεσόyειos, -yaios Medium, μετρον, η. τ5 μέσον, μεσό- 'rvs, /. Medlar, (to^ee) μεσπίλη, f. (fruit) μεσπιλον, η. κοδύμαλον, η. Medley, πoλυμLyίa, /. ττολυμι^ία, /. Meed, yεpas, η. ^,θλον, η. Meek, irpavs, irpaos, μαλθακ})3, πρευ- μενηί, ελαφρ})3, τιμεροε Meekly, adv. ττράω3, ελαφρώ9 Meekness, 'ΤΓραότη?, f. irpavTris, f. Ύ]μερ6τ'ί]3, f. αχολία, f. Meet, V. συνέρχομαι, απαντάω, άντάω, συναντάω, αντιάζω, ύπαντιάζω, συμ- πίπτω, συμβάλλω, συνίσταμαι, συν- τρέχω, σύνειμι, συyyίyvoμaι, τυy- χάνω, εvτυyχάvω, επιτυyχάvω, συν- τυyχάvω, παραπίπτω Meeting, απάντησίΒ, /. απάντημα, η. 459 συνάντ-ησι^, f. σύνο^οε, f. συμβολτ]^ /. συνοχή, /. Meeting, αντίοε, σύν^ρομοε, προστυχ^9 MeetncsB, ^τΓίτηδβίίίτηί, /. [/. Melancholy, δυσθυμία, /. μελayχoλίa, Melancholy, δύσθυμο<ϊ, μελayχoλικhs , βαρύφρων, βαρΰ\\/υχο3 : to be me- lancholy, 5υσΘυμεω, μελayχoλάω Mellifluous, μελιχροε, μελιηδηε, μελί- yλωσσos, μελίπνοοε Mellow, πεπων, πεπεφο9 Mellow, ν. πεσσω, πεπαίνω Mellowing, πεπανσιε, f. Melodious, μελφδθ5, λίyυs, εύηχηε, εϋφωνοε, ευμεληε, καλλιβόαε Melodiously, adv. λίya Melody, μελο$, η. μελφ^ία, /. Melt, ν. τήκω, κατατΎ]κω, διατ-ηκω, μελδω ; intrans. άποτ7]Κομαι, χεομαι, διαχέομαι, παραρρεω Melted, TTjKThs, χυτ})3 : easily melted, εϋτ'ηκτοε : that can be melted, τηκτικοΒ [βων, f. Melting, Trials, f. σύντηξιε, f. τηκε- Member, μελοε, η. κώλον, η. {of society) πολίτηε, m. [y^y^^ f- Membrane, υμ^ν, m. ύμενιον, η. μψ Membraneous, ύμενοεώηε, ύμενώδηε Memoir, απομνημόνευμα, η. λόyos, m. Memorable, αείμν-ηστοε, αξιόμνηστοε, ά^ιομνημόνευτοε, aξιόλoyos Memorably, adv. αειμν-ίιστωε Memorandum, υπόμνημα, η. μνημό- συνον, η. Memorial, μνήμα, η. μνημεων, η. μνημόσυνον, η. υπόμνημα, η. Memory, μνήμη, f. μνημοσύνη, /. μνηστιε, /. μνεία, /. : of or belong- ing to memory, μνημονικ})3 : with good memory, μνήμων, αναμνησ- TiKhs Menace, απειλή, f. Menace, v. απειλεω Menacing, απειλητικ})$, απειλητ^ριοε Mend, v. ακεομαι, εξακεομαι, αναρράπτω Mendacious, ^ευδη$, ^\^ευl·oλόyos Mendacity, ψβυδολογία, /. φιλο^ευΐία, Mender, ακεστη$, m. [/. Mendicant, πτωχόε, m. δεκτηε, vi. προσαίτηε, τη. Menial, {servant) διάκονοε, c. θερά- πων, m. , \θητίΚ05 Menial, δούλιοε, δούλειοε, δοιλικίε, Mensurable, μετρητικ}}ε Mensuration, μετρησι$, /. Mental, ^υχικοε, λoyικos Mention, μν-ίιμη, f. μνεία, /. υπόμνημα^ η, ΰπόμνησΐ3^ /. : worthy of men- MEN MIL tion, worth meutioning, a^iSXoyos, Mention, v. μιμν-ησκομαι, ^τημίμνησ- κομαι, ύττυμιμι/'ησ'κω, μνημονεύω, τταραψζρω [ayopaariKhs Mercantile, e^Tro^i/cbs, ζμττορΕυτίκό^, Mercenary, μίσθωτ'63, μισθοφόροΒ ; (of troops) |eVos, ^ei/iKhs Merchandise, ζμττόρξυμα, 7i. ξμ-πορΊα, f. 4μπολ'ή,/. ζμττόλημα,η. ψορτίοι^, η. Merchant, €μττορο$, m. : to be a merchant, ίμ-ηορ^νομαι Merchant-man, oKkols, /. ττλοΤρρ ψορ- TTiyLKby^ yavXos, m. Merciful, οίκτίρμων, ζΧζ-ημων^ φίλ- οικτίρμων, ζΚζ'ημονίκ})$ Merciless, vii]Xe^qs, av^Ki-qros, aveX^- 'ϊ]μων, ανοίκτίρμων Mercilessly, adv. νηΧζω3, aveXec^s Mercilessness, αν^Χ^-ημοσύν-η^ f. Mercury, Έρμψ, m. [the star) ^τίχ- βων, πι. {quicksilver) v^papyvpos, m. Mercy, oIktos, m. eAeos, n. βΧβημο- Merely, adv. μόνον [συνη,/. Meretricious, iropviKbs Meretriciously, adv. ΐΓορνικώε Meridian, μ€σημβριν})ε (kvkXos), m. μεσημβρία, f. Meridional, μζσημβριν}}$, μ^σημ^ριοΒ Merit, ά|ία, /. [^Ιμι Merit, v. άξιάομαι, 6.^l0s βίμι, δίκαιοΞ Meritorious, άξιοε [dpcos, τβρπνώε Merrily,^ adv. IXapws, €ύθύμω5, φαι- Merriment, ΙΧαρότηε,/. [repni/hs Merry, IXaphs, φαιΒρ})5, πζριχαρηε, Meah, βρόχοί, m. a-^h, f. Mess with, v. συσσίτίω, συσκηνόω Message, ayyeXXia, f. αγγελ^αα, η. ^V'?? /· · to send a message, ^ι.ayyάXXω Messenger, }xyy^Xos, m. μζτάyyeXos, m. ΊΤΟμίΓ^Β, c. Mess-mate, σύσσιτο5, m. δμοτράττ^- ζο$, m, σνσκηνο5, m. Metal, μάταΧΧον, η. [yUeraAAeuTt/fbs Metallic, μ^ταΧΧικό^, ^βταλλίττ^ϊ, Metamorphose, v. μζταμορφόω, μ€τα- ττΧάσσω, μετασκευάζω Metamorphosis, μεταμ6ρφωσΐ3, f. Metaphor, μεταφορά, f. Metaphorical, μεταφυρικ6$ Metaphorically, adv. μεταφορικώε Metathesis, μετάθεσίί, f. Mete, V. μετρεω Method, μεθοΒοε, f. τρ6πο$, m. o5t/s,/. Metre, μετρον, η. Metrical, μετρικΐ)5, ^μμετροα Metropolis, μητρόπυΧί^;, f. 4G0 Mid-day, μεσημβρία, f. μεση ήμερα, f. Mid-day, μεσ'ημβpίvhs, μεσημεριού Middle, rh μέσον, μεσότηε, f. Middle, in the middle, μεσοε, μεσα- ros : more in the middle, μεσαί- repos : in the middle, adv. μέσον, μεσηyυ, μεσσόθι : from the middle. μεσόθεν : middlemost, μεσαίτατο$ Middling, μετρΐ05, μεσο$, μεσηειε Midnight, μεσονύκτιον, η. μεση νυ^, /. : of or at midnight, μεσονύκηοε Midriff, ^ιάφρayμa, η. φρην, f. Midst, rh μέσον: in the midst, ava Midst, μεσο$, μεσαίτατοε [μέσον Midsummer, θέροε σταθερον, η. Midway, μεσακτοε, μέσο3 Midwife, μα'ία, /. μαιεύτρια, f. ακεσ- Tpls, f. : man-midwife, μαίευτ7]ε, m. μαιητωρ, m. Midwifery, μαιεία,/. μαίευσιε,/. Mien, σχήμα, η. οψί5, /. Might, βια, f. Kpdros, η. Βνναμιε, /. Mightily, adv. σφόδρα, κρατερώε, iyKparcos, Ισχυρώε, ερρωμενω$ Mighty, κρατερ})$, Ισχυρο$, hvvarhs, TrayKparrjs, ύπεροχο5, ερισθεν-ηΒ, με- yas : to be mighty, κρατεω, Ισχύω Migrate, v. μεταχωρέω, ανοικίζομαί, αποικίζομαι, ανίσταμαι Migration, μετοίκησιε, /. μετανάστασιε, /. μεταχώρησιε, /. αποικία, f. Mild, Tcpavs, irpaos, ^irios, μaXaκhsy μειΧίχιοε, ευμαρΊ]$^ μετριοε, ayavhs ; {of mild disposition) άyavόφpωv, ττραύμητιε Mildew, ερυσίβη, /. Mildewed, ερυσιβώ^ης Mildly, adv. -πράωε, ηπίωε, μειΧιχίωε, ayavoijs, μετρίωε Mildness, ττραύτηε, f πραότηε, f. ηττι- ότηε, f. ayavoφpoσύvη, f. ευoρyησίa, /. επιείκεια, f. [πϋXεμικhs Military, στρατιωτικ})3, στρaτεύσιμoSy Milk, ydXa, n. : giving milk, yaXaK- τυφόροε : giving much milk, ποΧυ- yaXaKTOs Milk, V. aμεXyω, εζaμεXyω, βδάΧΧω Milk-fed, yaXaκτoφάyos, yaXaκτoθμεμ- Milking, 6.μεΧ^ΐ8, f. [μων Milk- pail, άμυXyιov, n. άμoXyευs, in, πέΧΧα, f. Milk-white, yaXaKTiKhs, yaXaξ'f]είs Milky, yaXaκτώ^ηs, yaXaκτoεώη?, yaXaKTivos, yaXaKTiKhs : to be milky or milk-wiiite, yaXaκτίζω Milky-way, 7αλα|ίαί {kvkXos), m. rh ydXa [χειρομνΧη, f. Mill, μνΧη, f. μνΧων^ m. ; haud-mill^ MIL MIS Millepede, σκολότΓ€ρΒρα, f. Miller, μΰΚωθρο$^ m. aAerphyf. άλψί- τaμoιβhs, m. Millet, Keyxpos, C. μ^Κίνη^/. Million, '4κα.τον μυpιά^€s Mill-stoue, μύΚαξ, m. μύΚη, f. μύ\υ^, m. μυλίαε At0os, m. Mimic, μιμητ^3, m. μ7μυ$, Ίϊΐ, Mimic, V. μιμίομαι Mimicry, μίμησis, f. Minatory, άπ€ιλητικhs Mince, v. μυττωτ^ύω, καταμυττωτΕνω Mincemeat, μυττωτhs, m. -ov, n, nepi- κομμα, η. Mind, 1/60S, contr. vovs^ m. θυμ})5, m. /· φρόνημα, η. 'γνώμη, f. diduoia, f. (ppoi/rls, f. χρυχη, f. : of one mind, όμόθυμο$, 6μoyvώμωv : to change one's mind, oL'πoyιyvώσκω : to recall to mind, αναμιμν-ησκω : calling to mind, ανάμνησιε, f. : to keep in mind, 4ι/θυμ€ομαι : out of mind, &μνηστο$ : to be troubled in mind, Βυσθυμ4ομαί, άχθομαι, ayωvίάω : never mind, άμβλΕί Mind, V. ά\€yω, άkξyίζω, υθομαι, μ€τα- τρ€πομαι^ 4ρτρ4πομαί Mindful, μνήμων, βΰμι/ηστοε : mind- ful of benefits, ^υχάριστοΒ : mind- ful of injuries, μyησίκaκhs : to be mindful of injuries, μνησικακίω Mindfulness, μνημοσύνη, f. Mine, €μοε, ^μ-ή, 4μ6ν Mine, μάταΧΚον, η. μζταλλβΊον, η. {underground ^passage) υπόνομο s, m. : of a mine, μiτa,λλικh5, μ^ταλ- XevTiKhs Mine, v. μ€ταλλ€νω Miner, μ^ταλλΕυε, m. Mineral, μ4ταλλον, η. [\as, f. Minerva, Άθ-^ίνη, f. Αθηναία, f. Παλ- Mingle, v. μίyvυμι, avaμίyvυμι, Kepdv- νυμι : to mingle with or together, συμμίyvυμi, σvyκEpάvvυμι ; intrans. μίyvυμaL, e^nμίyvυμaι Mingled, σνμμικτοε, συμμLy)]s, σύμ- (pvpTOS'i ^^'^' οι,ναμίξ, σvμμLya, φύρ- δην Mingling, μΊξίε, f. σύμμιξιε, /. Mining, μεταλλεία, /. Minister, ΒιάκονοΒ, m. πρόσιτολοε, c. Minister, v. υττηρ^τάω, 4τταρκ4ω, depa- πβυω, διακον^ω Ministration, υτνηρ^σία, f. διακονία,/, XeiTovpyia, f. Ministry, υττηρ^σία, /. Minor, μβίων, τ^σσων, 4λάσσων Minos, Mivws, m. 461 Minstrel, aoi^hs, m. ΰμνητ-})^, m. κιθα' ριστη^, m. κιθαρφΒ})^, rn. αυ\ητηί, in. Minstrelsy, αοώη, f. κιθαρφ^ία, f. Mint, μίνθα, f. καλαμίνθη, f. σισνμ- Miut, V. κόπτω [βριον, η. Miimte, μίκρ^$, σμικρ})$, λεπτών ; {exact) ακριβής Minutely, adv. ακριβώε Minuteness, {ismalhuss) μικpότηs, f. Κ€πτότη$, f. {exactness) ακρίβεια, f. Miracle, θαύμα, η. Ιύπ€ρψυης Miraculous, θaυμaστhs, θαυμάσιοι, Miraculously, adv. Θαυμασίω5, ύπ^ρ- Mire, βόρβοροε, m. πηλΙ$, rn. [ψυώ^ Mirror, κάτοπτρον^ η. ^Χσοπτρον, η. Mirth, ευφροσύνη, /. χαρα, /. Ιλαρότηε, f. yrjOos, η. [€υyηθηs Mirthful, βϋφρων, π€pιχapηs, ίλαρόί, Miry, βορβορώΒη5 Misadventure, ατύχημα, η. Misanthrope, μισάνθρωποε, C. Misanthropy, μισανθρωπία, /. Misapply, ν. μεταφέρω, παραιρίω Misapprehend, ν. πaρayLyvώσκω, παρα- νομώ Misapprehension, παρασύν^σιε, /. Misbehave, ν. ακοσμάω, pcώίoυpyiω, κaκoυpy4ω Misbehaviour, ακοσμία,/. KaKovpyia,/. Miscalculate, v. πaρaλoyίζoμai Miscalculation, πapaλoyίσμbs, m. πapά\oyos, m. Miscarriage, τρωσμ})$, m. €κτρωσΐ9, f. 4^άμβλωμα, η. 4ξάμβλωσΐΞ, f, άμ- βλωμα, η. 6.μβΚωσί$, /. ωμοτοκία, /. {failure, mishap) ατυχία, f. ατύχη- μα, η. aπότeυyμa, η. αποτυχία, /. Miscarry, ν. αμβλίσκω, 4ξαμβλόομαι, 4ξαμβλώσκω, 4κτιτρώσκω ; {fcLil) ατυχ4ω, aπoτυyχάvω [Teu|is,/. Miscarrying, €κτρωσΐ5,/. {failure) από Miscarrying, ώμοτόκο5 Miscellaneous, σύμμικτοε, πάμμικτοε Mischance, ατυχία, /. Βυστυχία, /. ατύχημα, η. Mischief, κακοπάθ^ια, /. τί) Kanhv Mischievous, KaKodpyos, κaκoπpάyμω Mischievously, adv. βλαβ€ρώ5, κα κoύpyωs Misconceive, v. παρανομώ, παρακούω Misconduct, κακουχία, f. KaKoupyia,f. Misconstrue, v. παρερμηνεύω Miscount, V. πaρa\oyίζoμaί Misdeed, κaκoύρyημa, n. αμάρτημα, η. Misdemeanour, πλημμέλεια, f. αμάρ- τημα, η. [m. κυμινοπρίστη5, m. Miser, φίλάpyυpos, w. αισχροκερδή s Miserable, oUTphs^ τάλαε, ταλαίπ^- MIS MOL pos, τλΎ]μων, Xvyphs, iXceivhs, μοχ- θηρίε^ μoy€phs, ^dXios, oi(vphs, μ€- \eos, \€vya\€OS, }χμορο$, ^υσ^αίμων, κακοπαθητίκ})Β Miserably, adv. οίκτρώε, ταλαιπώρωΒ, KUKwSf Kvypoos, κακοιταθώ3, αθλίω5, GTvy^pias Miserly, (piXapyvpos, φβιδωλ^^ Misery, ταλαιπωρία,/. ^vr],f. αθλιότηΒ, f. κακοπάθβια, f. κακ6τΐί]$, f. δυσδαι- μονία, /. οϊζυ$, f. Misfortune, ατυχία, f. ατύχημα, η. δυστυχία, f. δυστύχημα, η. ττταΊσμα, η. κακοτυχία, /. δυσπραγία,/. iraOos, η. Misgive, ν. άμψισβητ€ω, διστάζω, Β^ίδω Misinterpret, ν. τταρερμηΐ'^ύω Misjudge, ν. τταραβραβ^ύω Mislead, ν. απάγω, τταράγω, τταρακρούω, τταρατρίττω, διαβάλλω Misleading, irapaywy)), f. Mismanage, v. έ^αμαρτάνω Mismanagement, αμάρτημα, η. Misreckon, v. 'κaρaXoyίζoμaL Misreckoning, 'πapaλoyLσμhs, m. Misrepresent, v. διαβάλλω, διαστρέφω, ^peυl·oλoy€ω [τύπωσίΒ, f. Misrepresentation, Βιαβολ^, f. irapa- Miss, V. a^τoτυyχάvω, αμαρτάνω, 5i- αμαρτάνω, τταρίημι, τταραπλάζομαί, νΚανάομαί, τναραΧείττω Misshapen, 'άμορ<ρο$, ασύντακτο3^ ασύμμβτρο5 Missile, β4λο5, η. "άκων, m. Mission, ττβμψίί, /. eWe^u^ts, /. άττο- στολ^, /. τΓομπη, f. Missionary, απόστολοι, m. Mis-state, v. διαστρβφω Mist, ομίχλη, f. άχλί/s, /. άηρ, m. Mistake, πταΊσμα, η. ττλάνη, /. αμάρ- τημα, η. ΤΓλημμ€λ€ία, /. τταράκρου- Mistake, v. ^.μαρτάνω, a^τoτυyχάvω, ΊΓλημμΕλ^ω : to be mistaken, ψεν- δομαι, δίαψεύδο/χα/, σφαλλομαι, άττο- σφάλλομαι Mistress, δάστΐοινα, /. heaw6Tis, f. {concubine) βταίρα, f. : mistress of a family or household, oUo^ea- Tvoiva, f. oIk€Tis, f. Mistrust, απιστία, f. ι;ποψία. /. Mistrust, V. απιστίω, δνσπιστ^ω, ύποπτβνω [οπτοί Mistrustful, άτΓΐστο3, Βύσπιστοα, υπ- Mistrustfully, adv. απίστωΞ [5r;s Misty, άχλυώδηι, άχλυ0€ΐ3, ν€φ^λθ€ΐ- MiBunderstand, ν. παρακούω, τταρα- PO€U>, παρασκοπίω Misuse, ν. ταραχράομαι 4ϋ2 Mite, άκαρι, η. (small particle) ^το· flOS, f. Mitigate,'^;.πpαi5^'co, μ^ιλίσσω, μαλάσσω Mitigation, μ^ίωσίΞ, /. πράϋνσΐ3^ /. άνακούφισιε, f. Mitre, μίτρα, f. Mix, V. μίyvυμ.ι, συμμίyvυμι, avaμίyvυ' μι, ΚΕράννυμι, συyκ€pάvvυμι, κυκάω, φύρω Mixed, μικτhs, €πίμικτο3 Mixture, Mixing, μ7ξιε, f. ^πίμι^ιε, f. κρασιε, f. σύyκρaσιs, f. κύκησιε, f. Moan, Moaning, στevayμhs, τη. στο- ναχ)], f. στ6νο3, m. [μυκάομαι Moan, V. στ4νω, στενάζω, στ^νάχω, Moat, oρυyμa, η. διωρυχ)], /. Mob, πληθοΒ, η. οχλοε, πι. Mock, ν. κaτayeλάω, σκώπτω, χλευ- άζω, προσπαίζω, κ^ρτομάω Mocker, χλζυαστη$, m. σκώπτηε, m. κaτayeλaστ'r]S, m. Mockery, κaτάy€λωs, m. κατ ay έλασ- μα, η. y4λωs, m. χλeυaσμb^', m. Mocking, Κζρτ6μιο$, κίρτομοε Mode, τρ6πο8, m. σχήμα, η. προσ- θΊ]κη, /. [πο$, τη,. Model, πaράδeιyμa, η. σχήμα, οι. τύ- Model, ν. έκτυπόω^ πλάσσω Moderate, μ€τριο3, eii/xerpos, 4πΐ€ΐκ^ε, μ4σο3, σύμμ€τρο5, €μμ€τροε ; {only of men) σώφρων, σωφρονικ})$, σω- φρονητικ})5 : to be moderate, μ€- τριάζω, σωφρον4ω Moderate, ν. μετριάζω, κοιμίζω, συ- στέλλω, μβιόω, σωφρονίζω Moderately, adv. μβτρίωε, 4μμ€τρω3, μέσωΒ, σωφρόνωε Moderation, μβτριότηε, /. μ^σότηε, /. μ€τρον, η. €πΐ€ίκβια, /. έμμ^τρία, /. σωφροσύνη, f. Modern^ Kaivhs, σημ^ρινο$ : the mo- derns, οι σημερινοί, οΐ νυν Modest, alBo7os, αΙδημων, αίσχυντηλίε, σώφρων ; (^unpretending) &τυφο5, άκομπο$, ακ6μπαστο$ Modestly, adv. σωφρ6νω$, ayvoiis Modesty, αΙδώ$, f. αίδ^σιε, f. αίσχύνη, f. Th αΙσχυντηλί)ν, σωφροσύνη, f. Modify, V. μ€τριάζω, μεταβάλλω, Modulate, v. αρμόζω, {>υθμίζω [μβιόω Modulation, αρμονία,/, ^υθμόε, ηι. Moiety, τ5 ήμισυ Moist, hyphs, νότιοε, €φυδροε, Bi€phs, voTephs : to be moist, ύyρώσσω, πλαδάω [τ€yyω, &ρδω, ϊκμάζω Moisten, v. ύyρaίvω, νοτίζω, βρέχω, Moisture, ύyρότηs, f. votIs, f. ικμά^, f. Mole, σκάλοψ, ni. ασπάλαζ, m. MOL Molest, V. ταράσσω, οχλίω, ίνοχΚίω, Molestation, ταραχή,/, οχλτ/σίϊ,/. MollificatioD, τΓράϋι^σΐ3, /. μάλθα^ί5. /. μάΚαξι$, /. [(τω, μ^ι^ίσσω Mollify, ν. ττραϋνω, μαλάσσω, μαλθασ- Moment, ^οπ)/, /. (of tl^ne) ακαρΙ$ : in a moment, eV άκαρ^Ί Momentary, τταραύτίκα, -πρόσκαιροί Momentous, σπουδαΓοί, μ€γas, a^i(i- Xpecos, €μβριθ^$ Monarch, μό^αρχοε, m. Monarchical, μοναρχίΗ}>3 Monarchy, μοναρχία, /. Monastery, μοραστηριορ, η. κοινόβιυν, Monastic, μοναστικ63 Money, apyvpiov, η, χρ-ηματα, η. ρΐ νόμισμα, η. : to make money, χρτ;- ματίζομαι : to collect money, apyv- ρoλoy€ω Money-changer, aρyυρaμoιβ'hs, m, Monied, 7Γολνχρ7}ματοε Monitor, παραιρ4τη3, m. Monitory, TrapaiveTiKh^ Monk, μοναχο$, m. Monkey, ττίθηκοε, in. Monody, μονί^^α, f. Monopolise, v. μονο·πωλ4ω Monopolist, μονοΐΓώλη5, m. Monopoly, μονοπώλια,/· μονοπώλιον, η. Monosyllabic, μονοσνλλαβο3 \η· Monster, repas, η. ττίλωρ, η. κνώδαλον, Monstrous, ττίλώρω^, τ€ράστ€ΐο3, τ€- ρατώδ-ηε [^'«^^^ Monstrously, adv. αλλοκ6τω$, τβρα- Month, μΎ]ν, m. : of two months, δίμηνοΒ : of three months, τρίμηνο3 Monthly, €μμηνο5, μψίαΊοε ^ Monument, μνημ€7ον, η. μνήμα, η. Mood, 6py7], /. τρόποε, m. ^ Moon, σ€λΎ}νη, /. σβληναία, / μ-^ν-η, f, : waxing moon, αυ^ομένη : full moon, η ΐΐανσ4ληνο$ : new moon, ν€ομηνία, /. : of the moon, σβλη- vatos: of the full moon, ττανσάλ-ηνοε Moonless, ασεληνοε Moonlight, σεληνόφωε, η. Moonlight, adj. σεληναΊοε Moor, eAos, n. Moor, V. όρμίζω, δρμεω Moot, V. hιaλ€yoμaι, άμφισβητ^ω Mop, κόρημα, η. lyioral, tjOlkos, biKaios Moralist, ηθοποώε, m. Morality, ήθοε, η. Morally, adv. ηθικώε Morals, τά ί^θη Morass, eAos, n. 463 MOV Morbid, νοσώδη^, ^ττίνοσοε More, Ίτλείων <ύ ττλίων ; adv. ττλεΊυΡ <£· τΐλίυν, μάλλον, μ€ίζόνω$, irepa, ττζραιτίρω, ^ίαφζρόντωε Moreover, ert, ττροσίτι, τοίννν, ττό^Ικα Morn, Morning, ήώί, Att. ews, /. Morning, in or of the morning, eoj- Bivhs, 7]cpos, ewos, opOpios, ττρώϊοε ; adv. in the morning, βωθίν, ζωθινον, 9ipi, πρωί" Morning star, φωσφόροε, m. Morose, δύσκολοε, δυσάρεστοε, χαλ€- irhs, τραχυ3, στυyvhs Morosely, adv. δυσκόλω$, χαλεπώε Moroseness, δυσκολία, /. χαλβπότης, /. δυσαρεστία, /. [επαύριον Morrow, αϋρίον, η. : to-morrow, adv. Morsel, ψω^^ϊ, m. χ^ώμισμα, η. τί> Mortal, ySporbs, m. [a/capes Mortal, θvητhs, θνητοεώηε, βρότεο^, βροτ})5, βροτ-ί^σιοε, εφημεριοε ; {dead- ly) θανάσιμο3, Kaipios Mortality, το θνητ})ν Mortally, adv. θανάσιμων, καιρίωε Mortar, ολμοε, m. θυεία, /. ίγδτ/, /. Mortgage, αποτίμημα, η. νποθτ^κη, /. Mortgage, ν. αποτιμάω, ύποτίθημι Mortgaged, υπώβολο$ Mortgaging, αποτιμησιε. Mortification, σφάκελο3, πι. σ-ηπεδων, Mortify, ν. σ'ί}πομαι, αποσ7]πομαι, σφακΕλίζω; (vex) λυπάω Moss, μν'ιον, η. βρνον, η. Mossy, μνιόβιε Most, 7Γλ€ίστο5 ; adv. πλείστον, π/\δ?(Τ- τα, Th πλείστον, τα πλείστα, μάλιστα Mostly, adv. τα μάλιστα, τα πολλά, cos επΙ πολυ Moth, σηε, m. Moth-eaten, σητόβρωτοε Mother, μτίτψ, /. yEwnTeipa,/ TOKas, /. : step-mother, μητρυια, /. εκυρα, /. : of or belonging to a mother, μητρώϊοε, contr. μητρφοε, μ-ητρικόε: having the same mother, δμομ^- Tpios, δμομ-ητωρ, δμoyάστpιos Mother-in-law, πενθερα, /.^ Motherly, μητpικhs, μητρφοε Motion, κίνησιε, /. κίνημα, η. Motionless, άκίνητο3 Motive, προαίρεσιε, /. αιτία, /. Move, V. κινεω, κυκλεω, δχλίζω, νω· μάω; intrans. είμι, αίσσω, διακινε- ομαι : to move quickly, ελίσσω, ερεσσω : to move gently, υποκι- νεω : to move together, συyκιvεω : to move forward, προκινεω : to move, {by entreaty, d'C.) κάμπτω, MOV κο,ΎακΚάω : to move, (to pity, Ίτροα-γω ['''o^? €ύμ6τακίΐ^ητυ9 Moveable, ayώyίμos, klvtitos, ^υκίνη- Moveables, σκ^ΰη, η. pi. Movement, κίι/ησι$, f. κίνημα, η. Mover, KLvr]Tr]s, m. (jof a motion) Moving, KLi/Tjais, f. Mould, τΐΧάθανον, η. Mould, V. πλάσσω, άραττλάσσω, opya- ζω, τυπόω, ζκμάσσω Moulded, 'πXa.στhs: easy to be moulded, ζΰττΚαστο$ Moulder, πλαστεί, m. Moulder, v. μυ^άω Mouldiness, €υρω$^ m. άζα, f. Moulding, κνμα, η. Mouldy, evpcoeis, μυ^αλ€05 Moult, V, πτ€ροβρο4ω Mound, χωμα, η. χόοε, contr. xovs, 7/1. κολώι^η,/. κoKωvhs, m. οχθοί, πι. /. άκρα, f. : to raise a mound, χώνι/υμι, συ^χών^υμι Mount, opos, n. κολώνη, f. Mount, V. αναβαίνω, ύτΓ€ρβαίνω, €μ- βαίνω, ^ΤΓίβαίνω, ^τταναβαίνω, €7Γ€ΐμι Mountain, opos, η. κολώνη, /. : foot of a mountain, ύπώρβια, f. : of or belonging to mountains, opeios Mountaineer, opelrrjs, m. opeivhs, m. Mountainous, open'hs, opeios Mountebank, ayvpr-qs, m. Mourn, v. ττ^νθάω, άλγβω, οδύρομαι, Θρην4ω^ yoάω, κατακΚαίω Mourner, θρην-ητ^ε, πι. y0^s, τη. Mournful, θρηνώΒη$, yoephs, yo0^T)s, Ζυσθρ'ί]νΎΐτο$, K-fjd^ioSf Βύσθροοϊ, στο- Mourning, irevdos, η. /ctjSos, η. ySoSj m. eprjuos^ m. : wearing mourning, κυαν07Γ€ΤΓλθ9, μ^Χαν^Ιμων Mouse, μυ8, m. Mouse- trap, μυάypa, f. Mouth, στόμα, η. στόμιον, η. {of a river) ττροχοτ], f. Εκβολη, f. : with small mouth, μικρόστομο^, σνστο- μο5: with large mouth, μ€yaλ6- στομοΞ : to open the mouth, χαίνω Mouthful, μάσταξ, f, Ενθ^σιε, f. Mow, V. άμάω, θζρίζω, τύμνω : to mow down, ^κθ^ρίζω Mower, θζρίστΎ}$, m. Mowing, θ€ρισΐ5, f. Much, noAus, noWhs : very much, vnepiroXvs: much, αάν.ττολυ,ττολλά, TTuWhv, ΊτάμποΧυ, μάΚα, μ4ya, λίαν, &yau : as much as, οσυ$ ; adv. 'όσυν : so much, -rdaos, τοσουτυί, m MUR τόσοσζς; adv. τόσον, τόσω, τοσού- το, τοσούτφ : how much ? ττόσο^ ; (of police) ττόσου: how much, 'όσο5 Mucid, ^vpdoeiSy ζϋρώΒηε, σαπρ^5 Mucidness, evpojs, m. σατΓρότη5, f. Mud, TTTjAbs, m. βόρβορο5, m. Ιλυ5, f. &σΐ5, f. Muddy, βορβορώΒη5, ττ'ηλώ^τί]$, Ιλυόβιε, Ιλυώ8ηε, θολώΒη5 ; to be mudd}^ βορβορόομαι Mug, ΊΓοτ-ήριον, 71. Κ€ράμιον, η. deVas, τι, Muggy, 0yphs Mulberry, μόρον, τι. Mulberry-tree, μορβα, f. Mulct, ζημία, f. τίμημα, η. ττροστίμη- μα, 71. τιμ^, f. Mulct, V. τιμάω, ζημιόω Mule, ημί6νο3, C. ορςυε, τη. : of or be- longing to mules, ημιόν€ί05, ημιονι- Khs, opiKhs [τη. Muleteer, ημωνηλάτηε, τη. δρ€θκόμοε, Mullet, τρίyλa, f. λινβυε, τη. Multifarious, iravToios, iravTo^airhs, πολύτρο'ΐΓθ5, ΤΓολυ€ώη$ Multifariously, adv. τταντοίω$, παντο- δαττώί, 7Γθλλαχώ$ [τΓολυ€ώη5 Multiform, 'παντόμορφθ5, τΐολύμορφθ3, Multiplication, ττολλαπλασία^σί^, /. ττολλαττλασιασμόί, τη. Multiplicity, 'πληθο$, η. πoλυπληθίa,f. Multiply, ν. ττολλαπλασιόω, ττολλα- Ίτλασιάζω ; intrans. ττληθύω, -θννω Multitude, ττληθθ5, τι. ιτληθυε, f. ομι- λο?, τη. 6χλο5, τη. : the multitude, οί ΤΓΟλλοΙ, οι ΤΓλ€θν€5, τ^ ΤΓολν Multitudinous, 'πολν$, άθρόοε, πολλα- ΤΓλάσιοε Mumble, ν.μορμνρω, ypύζω, μασταρύζω Mummery, yoητeίa, f. Munch, V. μασάομαι, iπ€yκάπτω Municipal, 'JΓoλιτικhs Municipality, κωμ6·πολι$, f. [ρία, f. Munificence, -πολυΖωρία, f. μζyaλo8ω' Munificent, πολνδωροε, μ€yaλόBωρos, μ€γαλυπρ6π^5 [ψίλώί Munificently, adv. μ€yaλoπp€^Γώs, δα- Munition, ^ρνμα, τι. έττιτβίχισμα, τι. ^Γζpιτζίχισιs,f.τeίχos, τι. Εχύρωμα,η. Mural, Teixinhs Murder, (p0vos, τη. φον^, f. σφαγή, f. άνδροκτασία, f. αυτοχειρία, f. Murder, v. κτείνω, αττοκτείνω, φονεύω, μιαιφονίω, άναιρεω Murderer, φόνευε, τη. σφayeυs, τη. αύτόχειρ, τη. αυθεντη$, τη. Murderous, φοίνιοε, φόνιο$, φονικ'όε, μιαιφόνοε, αύτόχειρ, ανδροφόνοα, αν- dpOKTOVOS MUR Murderously, adv. φονικών, αυτοφό^ Murky, ^uoφephs, α.\άμττ€το$ Murmur, $όρυβυ$, m. dpSos, contr. epovs, m. yoyyυσμhs, m. Murmur, v. θυρυβίω, άναθυρυβεω, μορμύρω, ^ογγνζω, avaypv(w, βρίμω^ τρύζω Murrain, λοιμΙε, m. χρώρα, f. Muscle, iS, /. μυ5, m. μυων, m. (fish) K0yx7),f. χοίρινη, j, μν^·, m. μναξ, m. Muscular, μυώ^η^, i/^dyvLOS Muse, Mo Οσα, /. Muse, V. φροντίζω, μ^λ^τάω, λoyίζoμaί Muses, Uiepides, f. pi. 'EAiKwvLades, f. pi. : of 07' belonging to the Muses, μουσύοΒ: fond of the Muses, φιλ6μου(ίθ5 Mushroom, μνκη5, m. βω\ιτη$, m. Music, μουσική, f. /ueAos, n. Musical, μουσικ})5 Musically, adv. μουσικω$^ (^^ικω$ Musician, μoυσικhs, m. Muslin, aivdchv, f. Must, yXevKos, n. Must, xp^y 56?, οφείλω. Must is often rendered by verbal adjectives in -eov, as ιτρακτέον, it must be done Mustache, ύΐΓΎ}νη, f. μνσταξ, m. Mustard, σίναττι ώ -πυ, Ion. σίνηττι ώ -Ίτυ, η. νά-πυ, η. Muster, 4ξαρίθμησΐ5, f. i^eraais, f. Muster, v. 4^€τάζω, 4ξαριθμ€ομαι, αριθμόν τΓ0ί4ω Muster-roll, KardXoyos, τη. [aaTrphs Musty, €ΰρώ€ΐ5, €υρώ^η9, μυδαλ€05. Mutability, αστασία, /. αλλοίωσιε, /. Mutable, ακατάστατοε^ €ύμ€τάβολοε, €ϋμ€τάβλητο5 \aWay^, f. Mutation, μ^ταβολ^, f. μ^τάστασ is, f. Mute, άφωνο$, κωφϊ)$, άλαλοε, αφώ- νητοε, άναυδοε Mutely, adv. αφώνω$, άφωνα Muteness, αφωνία, /. κωφότηε, f. Mutilate, v. ΤΓ€ρικότΓΎω, ακρωτηριάζω, Χωβάομαι, αποκόπτω, κολοβόω Mutilation, κοΚόβωσι$, /. KoXovaiSj f. irepiKOTT^, f. λ(ΰβη, f. Mutineer, στασιώτηε, m. Mutinous, στασιώδη3, στασιωτικ05 Mutiny, στάσΐ5, f. διχοστασία, f. Mutter, V. ypύζω, άvaypvζω, μνζω, Muttering, yoyyυσμos, m. [τονθορύζω Mutual, αμοιβαίο s Mutually, adv. αμοιβαίωε, άλλτίιλοισι, irphs άλλήλουϊ Muzzle, κημ})5, m. Kap^oTvelov, n. 465 NAR Muzzle, V. στομόω^ κημόω My, €μ})5 Myriad, μυρια$, /. Myrrh, σμύρνα, /.: of myrrh, σμνρνα'ιοί Myrtle, μύρτοε, f. μυρσίνη, f. : ol myrtle, μυρσινο5, μυρσινο^ιδ-ί^ε Myrtle-berry, μύρτον, η. [η. Myrtle-grove, μυρΙ>ινων, τη. μυρσινΰον, Myself, ahrhs : of myself, 4μαυτυν, -τη$, -του Mysteries, μυστήρια, η. ρ1. μυστικά^ η. ρΐ. : to initiate into mysteries, μυίω : to be initiated, τίλίομαι, Mysterious, μυστικός, μυστηριώδης^ άρΡητος Mysteriously, adv. αβ^ητως Mystery, μνστηριον, η. Mystic, Mystical, |Uu^Ti/c^s, μυστηρικόε Mythic, μυθικός, μυθώδης Mythological, μυθoλoyικhs Mythology, μυθoλoyίa, /, Ν. ISTag, ίππάριον, η. καβάλλης, m. Naiad, vaU or νηϊς, /. : the Naiads, NaiaSes, /. pi. Nail, ονυ^, m. (oj iron) ^\os, m, yόμφos, m. : fastened by nails, ^Γoλύyoμφos, yoμφo^Γayηs Nail, V. yoμφόω, ηλόω : to nail to, ττροσηλόω, προσττασσαλζύω, πασσα- λζύω Naked, yυμvhs, rpiXhs, αν^ίμο^ν Nakedness, yυμvότηs, f. \1/ιλότης, f. Name, όνομα, η. 4πίκλησι$, f. κλη· σΐ5, f. Ίτρόσρημα, η. πρoσηyoρίa, /. : by name, adv. υνομαστί, ζττίκλην Name, v. ονομάζω, Επονομάζω, ύνο- μαίνω, καΚίω, 'πρoσayoρeύω Named, υναμαστός, Επώνυμος : named after, Επώνυμος : similarly named, ομώνυμος, συνώνυμος : falsely named, \\/ζυδώνυμος : rightly named, υρθώ- νυμος Nameless, ανώνυμος, νώνυμος Namely, adv. δη, δηλαδή Namesake, ομώνυμος, Ισώνυμος Naming, ονομασία, f. ονοματοθεσία, /. ονόματος θ^σις, /. Nap, λάχνη, f. κροκυς, f. Nape, ίνιον, η. Napkin, χεφόμακτρον, η, κκμayζ'Ίov^ η. Narcissus, νάρκισσος, c Narcotic, ναρκωτικός, ύπνικός Nard, νάρδος, /. Narrate, ν. διη^έομαι, €lηyίoμaι, λiyω NAR Narration, Narrative, di-nyvais, /. Narrator, i^vyvr^s, m. divyvr^s, m. Narrow, areuhs, στ€ν6πορο5, urevo- χωρη5, στΕνω'π})5, apaios Narrow, (strait) arelvos, n. areyos, n. στ€ί^ωπο$, /. τά στ€να Narrow, v. στζίνω, στέρω, σηνόω, avuayw Narrowly, adv. μ6yιs, σχολγ, σπov^ Narrowness, στ€ρότη5, f. aTctuos, n. Nastiness, ακαθαρσία, f. ρυπαρία, f. Ν asty, ακάθαρτοε, pvwaphs, irivaphs Natal, yeveQKios, y^veOKiaKbs ^ Nation, ^Ovos, n. yivos, n, (pvKov, n. : of the same nation, δμόΒημο5, National, €νΒημο3, ζ'ημ6σί05, iBuLKhs Native, χωρίτ-ηΞ, πι. πατρίώτηε, m. Native, ττατρωοε, irarpios, €ττιχώριο$, iyXwpios, αυτόχθων, iyy€vr}s Nativity, yeueais, f. yeveTT], f. yov^J. Natural, ^μφυτοε, ιτνμψντοε, avyyeu^js, avj/Tpo(pos, (pvaiKhs ; (not artificial) αντ6ψυτο5, αυτοψν^$, iOayevvs, αντό- KTiaros [ΕΪκότωε Naturally, adv. φυσικώ5, TrecpvKSrws, Nature, ^u^ts, /. : by or according to nature, tV φνσιν, κατα φνσιν, <ρύσ€ΐ, 4κ ψύσ^ωΒ : to be by nature, φύομαι Naval, vavriKhs^ vi]ios Naval battle, ναυμαχία, f. : to figbt a naval battle, ναυμαχάω Nave, ΊΓλημνη, f. χοΊνιξ, /. χνόη, f. Navel, ομφαΧο$, m. Naught, obheh, άχρηο-τοί, φαυλο5 : to set at naught, φαυλίζω, iξov^€vίζω Naughtily, adv. KaKoos, φαύλωε, ττο- νηρω$ Naughtiness, κακότη3,/. κακία,/, φαυ- \6t7js, f. Naughty, KaKhs, φαυλο$, irourjphs Navigable, πλωτ65, ττλώϊμοε, ττλώσιμος, vavai-Kopos [Aeo? Navigate, v. ττλεω, ττλωτζύω, ναυστο- Navigation, irXdos, m. ναυτιλία, f. Navigator, ναύτη$, m. Nausea, ναυσία, f. άση, f. Nauseate, v. ναυσιάω, άσάομαι Nauseous, ναυσιώΒη$, άίτώ5η$ Nautical, vav-riKhs ; {sJciUed in the sea) Θαλάσσί05 Naiitilus, vaoTiKcs, m. [τ^ ραυτυών Navy, στ0Αο3, m. στροτ\)$ vavriKhs, m. Nay, ού ου^αμώί Near, -πλησίον, τταραττλήσ/οϊ, ydτωv, aστυyeΊ7ωv, άyχιτeρμωv, vndyvos : 466 NEG nearer, co?r?j3. ayx0T€pos, ^yy\jT£pos\ nearest, superl. iyy^TaTos, άγχίσ- Tos : to be near, ττάρ^ιμι, τταρίστα- μαι, τταράκζΐμαι, -πρόσκ^ιμαι,υ'πάρχω: to bring near, π€λά^α>, ^ττι-κ^κάζω Near, prejp. τταρα, irphs, αμφϊ; adv. eyyhs, avveyyvs, ιτλησίον, axe^hv, ^yXh TreAas, diaaov, όμου, τταρα- GTo^hv [ζΚάχιστον Nearly, adv. 6λiyoυ, μόνον ου, τταρ Nearness, €77^x779, /. [Θβτοε, aφ€λ7!J Neat, yλaφυpos, €υθ'ημων, K0fVpos, βυ- Neatly, adv. yλaφυpώs, κο^ψώ^ Neatness, ζυθημοσύνη, /. αφ^Αζία, f. yλaφυpότηs, f. ^ Necessaries, τά εττιτήδεία, τά δέοντα Necessarily, adv. avayKaiws, eV- avayKh ^ [sary, xph, Se? Necessary, avayKa7os : it is neces- Necessitate, v. avayKaCw, ^ττανίρκάζω Necessitous, €vZe7]S, πτωχ^9, 'airopos Necessity, avayKT], f. χρ^ία, f. avay- κα7ον, η. [ανχην, m. Neck, τράχηλ05, m. δβρτ] or deipv, /. Necklace, 'όρμο$, m. στρεπτ^ί, m. vTTodepls, f. Upaiov, n. Necromancer, νξκρομαντιε, c. ψυχ- αγωγεί, m. ^ [μαντΕία, /. Necromancy, ν€κρομαντ€ία, f. veKvo- Nectar, νέκταρ, η. Nectareous, Nectarine, veKTapeos Need, xpela, f. χρεώ, /. απορία, /. avayKT], f. ^ Need, v. ^4ομαι, -προσ^Ιομαι, χραομαι, χρτίζω or χρ'ηίζ(^, απορ^ω : there is need, δβΤ, χρτ] Needful, avayKa7os, επιτήδείΟί Needfully, adv. avayκaίωs Needle, ραφ^, f. β€λόνη,/ aKeaTpa.J. Needless, περισσ^ϊ, irepi^pyos, αχρβΊο^ Needlessly, adv. irepiaacvs, αχρήστων, αλυσιτ€λώ8 ^ ^ Needy, xpeTos, ttt^x^s, ^iropos, ivde^s Nefarious, iravodpyos, αθ^μιστοε, av- όσιο3 Nefariously, adv. Tvavovpyus, ανοσίω3 Negation, ^pv7]ais, f. αττόφασιε, f. Negative, apvqTiKhs, στ€ρητικ})$ Negatively, adv. αρνητικώε [deia,/. Neglect, άμέλΕΐα, f. oKiywpia, f. ακτ]- Neglect, v. αμ€Κ4ω, τταραμ^λεω, κατα- μ€λ€ω, Ίταρί-ημι, αφίημι, 6λιyωpeω, ύπζροράω, aXoyiw ^ ^ Neglected, άμίλητοε, αμ€λ^$, αθ^ρά- TreuTOS, ακ-η^^στοε Neglectful, ά^αβλ^, ακη^ε, oXiywpos Neglectfully, adv. αμ€λώ3, άμ(\ητ\, υλιyώρωs NEG Negligence, αμ€λ€ΐα, f μ^θ-ημοσύνη, /. ά/ίήδ€£α, /. ραθυμία, f. [Ρ^Βυμο^ Negligent, ά^βλ^, μ^θημωμ, aurj^s, Negligently, adv. άκη^(στω3, αμζλώ$ Negotiate, v. χρηματίζω, ττράσσω, Βιαττράσσομαί, ττ pay ματ λύομαι Negotiation, χρ'ηματισμ'65, m. -rrpay- ματ€ία, f. \6yos, m. Ι^'^^'· Negotiator,πp6σ/3eus, m. χρ-ημαηστΊμ, Negro, Αίθίοψ, m. μβλάμβροτο^ Neigh, V. χρ6μ€τίζω, χρβμβτάω Neighbour, ye^τωv, c. irpSaoiKos, C. δ ΊΐΧ'ησΙον, τΓ^λάτη^, m. : neigh- bours, TTepLKTLOves, m. pi. irepiKTLTai, m. pi. αμφίκτίονζε, m. pi. Neighbourhood, yeirovia, f. yeird- νημα, η. yeirviaaLS, f. Neighbouring, y€ίτωy, 'όμopos, πρόσ- χωρο3, ΤΓρόσοικο5, TrepioiKos, αστυ- yeiTwv : to be neighbouring, yeiT- νίάω, τΓροσοιΚ€ω, τταροίκ^ω Neighbourly, €υμ€^^$, φιλόφρων Neighing, χρ€μζτισμΙ$, m. φpvayμa, η. Neither, ovBe, οϋτβ, μ'η^€, μητζ Neither, ohderepos, μη^€Τ€ρο9 :^ in neither way, ou^erepcos, μη^βτίρωε Nephew, a5eA(^iSeos, -dovs, m. Neptune, Uoaeid^y, m. Ένοσίχθων, m. 'Euj^oaiyaLos, m : of Neptune, ΤΙοσ€ΐ^ώνιο5 Nereids, Nrjpe'iBes, f. pi. Nerve, i^evpov, oi. Nerveless, 'avevpos, έκλυτος, aaOeu^s Nervous, i/€vp0dr)s - Nest, νξοσσία, f. κάλια, f. λβχοϊ, η. : to build a nest, ν^οσσ^ύω Nestle, v. ι/βοσσβνω, νζοσσοποιίω Nestling, ρ€οσσ})$, m. ve6aaiov, n. Net, ^ίκτυον, η. %ρκο$, η. 'apKvs,^f. ττάγτί,/. ΤΓλ^κτϊ}, f. αμφίβληστρον, η. aayi]vr], f. άyp€υμa, η. Nether, κατώτ€ρο8, iyeprepos : nether- most, κατώτατοε, iuepraros Nettle, ακαλ-ηφη, f. κνί^η, f. Nettle, V. κνίζω, ^ρΕθίζω, κζVΎ(ω,βi]yω Never, ουττοτβ, ouSeVore, μφ^ττοτ^, ovdeirdoTTOTe Nevertheless, adv. δμώ5, ομοίων, irX^u, ^μπα$, μ^τοι, κα\ επβίτα Neuter, Neutral, ovderepos, μίσυ$\ neuter gender, rb oh^erepov : to be neutral, ^etreuw, ζτταμφυτΕρίζω Neutrality, rh Ετταμφοτζρίζζίν New, veos, Kaivhs, ττρόσφατοε, veavias New-born, veoy€v)]s, vedyovos, ρβη- Newly, adv. καινω$, ν€ω$ \y€vi}s New-made, veorevx)]s, yedrevKTOs, UEuvpyhs, αρτίτομο5 467 NIP New-married, pcόyaμυs, v€o^μ^|s, ρ^ό- δμητο$ Newness, Kaivdr-qs, f. ν^ότ-η^, f. News, k\4os, n. κΚφων, f. τά €tV- ayyζλλόμ€Pa, -ηχω, f. άyyeλμa, n. μνθυε, m. Next, iyyvraros, '^yxiaros, &yxiffTOS, πλησιαίτατο3, συν€χη3 ; (of time) 4πίώρ, varepos : the next day, varepaia, f. [μ€ρω8, elra Next, adv. e^^s, avOis, Mr^pov, kiro- Nibble, v. rpooyw, aπoτρώyω, irapa- τpώyω, τταρΕσθίω Nice, άκριβηε, τρυφ€ρ})$, Xaphs, aareTos : to be nice, τρυφάω, ασωηνυμαι Nicely, adv. ακριβώε Nicety, ακρίβεια, f. Nick, εντομή, f. iy κοίτη, /. : in the nick of time, ds 5eoi/, eis αρτίκοΧΚον Nick, V. eyκ6■κτω, ςντ^μνω Nickname, iiriKK-qais, /. Nickname, v. €ΤΓίκαλ4ω Niece, aSeA^iSe??, contr. -δη, /. Niggard, φ€lL^ωλhs, yXiaxphs, μικρο- X6yos ^ [μικpoKoyίa, f. Niggardliness, φβίδώ, /. (/)€ίδωλία, /. Nigh, y€LT(hv, -πλησίοε \Trphs Nigh, adv, iyyvs, axedhv ; prep, τταρα, Night, vh^, f. ορφρη, f. : of or belong- ing to night, pvKT€pLphs, pvxios, eppvxos, ippvxios : all night, ττάρ- pvxos, Trappvxios; adv. ττάρρυχα, τταρρύχιορ : the same night, αντο- ι/νχ\ : by night, adv. ννκτωρ : to pass the night, ρυκτβρζύω, ρυχ^νω, αυλίζομαι Nightingale, άτ^δώϊ/, /. φιΧομηλα, /. Nightly, puKTepiphs, eppvxios Night-mare, €φιάλτηε, m. ^ΓpιyaλίωPf Night-shade, στρνχρο3, c. [ϊ^. Night-watch, ρνκτοφνλαξ, m. Nimble, eAa^pbs, Εύστροφος, jvkl- prjThs, he^L0yvLos [/. €νκίρησία, Nimbleness, Ελαφρότης, f. ευστροφία, Nimbly, adv. Ελαφρώς, Ευκιρ^]τω3 Nine, %ppEa ; {the number) ippeas, f. : nine times, ippaKLS : lasting nine years, ippaeT^s, 4ρρ€ωρο$ : for nine years, eVmeres : for nine days, ζρρημαρ Ninefold, ^ρρΕαττλάσως Nine-hundred, Ερρακόσιοι Nineteen, €ΡΡ€ακαί^€κα Nine thousand, βρρΕαχιλοί Ninetieth, 4ρρ€Ρηκοστο5 Ninety, ΕΡΕΡ-^κοντα UvaTalos Ninth, EPaTOS : on the ninth day, Nip, V. αποκρίζω ; {as frost) αποκαίω NIP Nipple, θηλη^ f. τίτθωρ, η. Nit, κόΐ/is, f. Nitre, v'lrpov or λιτρον, η. No, ου, before a vowel ουκ, hefore an aspirate οϋχ, ούχ\ : by no means, in no manner, oΰ^ΓωSy ού- δέν, ούδαμη, μφαιχΎ], μ-η^^ν, μηΒαμώε Nobility, eu^eVeia, /. yfiVvai0T7]s, f. Noble, 'y^vvoAQS^ eijyeurjs, ayaehs, Ka\hs, δόκίμοε, iaexhs, αγηνωρ, κρζ'ιων, Χ(ρθιμο3, iizKpavT^s [ψυχοί Noble-minded, μζ^άθυμο3, μeyaλό· Nobleness, ehyev^ta, /. yevfaidrris, f. Nobles, OL άριστοι, ol ββλτιστοί, ol doKoduT^s Nobly, adv. yevvalws, ebyevSos, καλώ^ Nobody, ovd^ls, μηδ€Ϊ$, outls Nocturnal, uvKTepiyhs, νυκτ4ρί03, iv- Nod, ν^υμα, η. [t^i^Xos, ορψραΐοε Nod, V. ρζύω, 4την€ύω, καταν^ύω, ν^υ- στάζω ; {in sleep) νυστάζω Noise, κτύτΓο?, m. κ€λαΒο$, m. ^6(pos, m. KXayyr), f. βοη, f. .θόρυβθ5, m. θρόο5, m. ep£\os, m. ivdrayos, m. ΖουΈθ3, m. βρ6μο$, m. οτοβο$, m. φλοΊσβο5, m. : to make a noise, κτυπάω, τροψβω, κλάζω, παταγί'ω, θορυβύω, δουττΕω Noiseless, ά^l^oψos, &θροο$, άβρομοε, ά^^όψητοε Noiselessly, adv. α^οφητί Noisome, Βυσώδη3, κάκυσμο$ I^'oisy, \1/οφώδη5, KeXa^eiphs, βρ6μιθ3 Nomenclature, ονομασία, /. ISominal, 6νοματώδη5, ονομασΎίκ})$ Nominally, adv. ονομαστϊ Nominate, v. ονομάζω Nomination, ονομασία, f. (appoint- ment) κατάστασί^, f. Nominative case, ή ονομαστική Nonage, νηπιότ-ηε, f. 1^ ondescript, ava^ΐ6yρaφos iNl one, ou5eh, μ7]δά$, οΰτΐ3, μ-ητιε Nonsense, φλυαρία, f. ληροε, m. vOXos, m. : to talk nonsense, φλυαρ^ω, Κ-ηρ^ω, τταραληρ^ω [iros, 6.\oyos onseusical, ληρώΒη3, φλυaphs, άτο- Isl ook, μυχ})3, m. yωvίa, f. Noon, α^σημβρία, f. μασούσα Ύ\μίρα, f. : of or belonging to noon, μ^σ-ημ^:- oivhs, μ€σΎ)μβpιl·hs, Ιίΐ€σημ4ρΐ05 Noose, βρ(^χο$^ m. αμμα, η. Nor, ουδί, oi/re, μτ^δβ, μητζ Isorth, άρ,ίτο3, f. βορία$, m. Noi tli-east wind, HaiKias, m. Northern, Northerly, βορΙ>α7υ5, βυ- peios, apKTi'ihs, αρκτ^'Όν Nortli-wiinl, /3opfus in. βυβΙ)ίΐ3, vi. 408 NUM Nose, f>h, f. μυκτηρ, m. poyxos, n. : hook-nosed, ypvwhs, iiriypunos : snub-nosed, σιμhs : to blow the nose, άτΓομύσσομαι Nostrils, p7ves, f. pi. μνκτηρ€$, m. pf. Not, oi), before a vowel ουκ, before an aspirate ουχ, ουχί ; μη : not at all, ovTot, olbev, μηΖ^ν Notable, ^ττίσημοε, δόκιμο9, 4■κιφav^Sy a^ioKoyos, τΓζριβόητο$ [δοκίμωί Notably, adv. περί^οήτω^, aξιoλόyωs, Notary, yρaμμaτeυs, m. δημόσιοε, m. Notch, ζντμημα, η. €ντομη, f. Notch, V. ζντέμνω, iyK0nTW Note, (m music) t6vos^ m. (letter) 4πίστολ^, /. Note, V. σημαίνομαι, Ζιασημαίνομαι Note-book, d4\Tos,f. Noted, €πίσημο3, yvcip^os, ζΰ^νωστο$ Nothing, oh^ev, μηΖ^ν, οϋτι : nothing else, μηδ^ν άλλο Notice, ΕΤΓίστροφ^, f. Notice, V. διασημαίνω, €ΤΓΐστρ€φομαι Notification, 7Γapάyyeλμa, η. σημύον, Notify, V. σημαίνω, yvωpίζω \_n. Notion, yvώμη, f. νόημα, η. Notoriety, /cAeos, n. φήμη, f. Notorious, yvcop^os, €πίσημο3, ivepi- βόητο3, ττρόδηλοε Notoriously, adv. τΓ€ριβοτ]τω3, ^ττιση- μωε, φαν€ρώ$ Notoriousness, κλ4οε, η. φημη, f Notwithstanding, adv. δμώ^, obdhv "ήττον, άλλα μΊ]ν Novel, Kaivhs, αηθη$ Novelty, καίνότη3, f. άηθβια, f. Nought, obdhv : to set at nought, ουδαμου νομίζω Novice, ττρωτότΓβιρος, C. Noun, όνομα, η. [a^'l^fj ο.λδαίνω Nourish, ν. τρ4φω, ανο.τρ€φω, βόσκω^ Nourishing, epenTiKhs, Θρ€πτηρΐ05 Nourishment, τροφ^, f. διατροφΐ], f. ΝοΛν, νυν, νυν\, ίί^η, Βη, άρτι, €νταυβα Nowhere, ουδαμου, μηδαμου, μηδαμη : from nowhere, ουδαμάθ^ν, μηδαμόθ^ν Nowise, ουδ\ν, ουδαμωΒ, ουΒαμου, ούτοι, μηΒαμώε [πολυπημων, α.τηρΙ)5 Noxious, βλaβ€phs, λυyphs, /ca/cbs, Nudge, V. νύσσω, e^ayκωvίζω Nudity, yυμvότηs, /. Null, άκυρο3 Nullify, r. συyχ€ω, καθαιρίω, κατα- λύω, €|αλ6ί(/)ω, άκυρον ττοιίω Numb, ναρκωδη3 Numb, ναρκαν ττοίί'ω, ναρκόω, συμ- τΜω : to be numb, ναρκάω Number, αμιθμο3, in. άρίΟμημα, η. NUM TrAr)0os, η. : of the same number, ισοπ\ηθ^5^ ισάριθμοι Number, v. αριβμ^ω Numberless, άι/άριθμο$, αναρίθμητοι Numbing, νάρκωσι^,/. Numbing, uapKwZrjs Numbness, νάρκη, f. ναρκημα, η. Numerable, άριθμ'ητ})$ Numerate, v. άρίθμίω, λο-γίζομαί Numeration, άρίθμ'ησι$, f. Numerical, αριθμητίκ})$ \ταρφυ$ Numerous, iroXhs, αθρόθ5, τταμττληθηε, Nun, μονάστρια, f. Nuptial, νυμ(ρ^ω$, νυμψω^, ρυμψικ})$, 'γαμικ})5, 'γαμ-^ΚιΟΒ {νυμφαία Nuptials, 'γάμοε, m. τά 'γαμικα, τα. Nurse, rpo^hs, f. ηθ-ήνη, f. τηθη, f. θρ€ΤΓΤ€ΐρα, f. Nurse, v. ηθην^ομαι, ΤίτΘ^υω, τρ€φω Nursing, τιθηνησιε, f, ανατροφή, f. Nursling, Θρ4μμα, η. ανάθρ^μμα, η. ηθηνημα, η. Nut, KapvoVy η. (tree) καρύα, f. Nut- cracker, καρυοκατάκτηΒ, m. Nutricious, τρόφιμος, τροφώδης, €u- τραφ7}5, αΰ^ιμο5 Nymph, νύμφη, f. : of nymphs, νυμ- φαίος Ο, ο, d; : ο that ! e'/^e, αίθζ, ei yap Oak, 5pvs,f. φηyhs,f. : oak-forest, Βρυ- Oaken, Bpmvos [μhs, m. Oar, €ρ€τμ65, m. κχάττη, /. 4κάτη, /. ΤΓλάτη, f. Tapahs, m. : having oars, κωτΓ7]ρης, 4ττηρ^τμο3 Oasis, 6ασΐ5,/. Oath, SpKos, m. 'όρκίον, η, ορκωμοσία, f. όρκωμα, η. : of oaths, 'όρκιοΒ : to take an oath, 'όρκων τνοιάομαι or Ζί^ωμί, ορκον άττοδίδω/χί : to keep an oath, ςυορκ^ω, 'όρκω ^μμ&ω, 'όρκιον φυλάσσω : to break an oath, SpKiov ψεύδομαι or συyχeω, 'όρκον τταραβαίνω or e/cAetVco : to bind by oath, όρκόω, τηστόω Bokols : keep- ing an oath, ^ijopKos : bound by oath, evGpKos Oats, alyίλω\p, m. Obduracy, σκληρότης, f. aireiOeia, f. Obdurate, σκληρ})5, άμζτάπΕΐστο5 Obdurately, adv. σκ\ηρω5 Obedience, τΓβίθαρχία, f. ύττακοΎ], f. €ΐ»7Γ6ίθ6ία, /. πβίθώ, /. Obedient, uir-fjKooSf €ΐ/π€ίβ)?ί, nddap- 469 OBS χο$, κατηκοος^ ευήκοος, mOavhSf ϋττακου})3, (Ήίτταθηε Obediently, adv. βύπβίβώί, €υηνίως Obeisance, ιτροσκύνησις, f. : to do obeisance to, προσκυνάω Obelisk, 6β€λίσκο$, m. 6β€λο^, m. Obey, V. ττ^ίθομαι, π€ΐθαρχ€ω, υπακούω, ακούω, κατακούω, άκοΚουθ^ω, «πακο- λουθ€ω, eVoaai Object, σκοτν'6$, m. 'κρuyμa, η. Object, V. προφέρω, άvτιλ€yω, αντί- τίθημι, 4τΓΐτιμάω ; {be unwilling) αφίσταμαι, μ^λ^δαίνω ; (raise objec- tions in arguimj) ^νίσταμαι, ύτταντάω Objection, αντί\η\ρ is, f. ey κλήμα, η. άvτLλoyίa, f. ^νστασιε, f. Objectionable, ττροσανττ]^ Objector, άvτίλoyos, m. Objurgate, v. ζΐτιτιμάω Objurgation, ^πίληψίί,/. ^τητίμησιε,/. Oblation, ανάθημα., η. προσφορά, f. Obligation, ύπoύpyημa, η. όφ^ίλημα, η, ivoxT], f. : to be under an obli- gation, οφείλω, αντοφ^ίλω Oblige, V. [compel) άvayκάζω, iπavay- κάζω, βιάζω ; (gratify) €ϋ€pyeτ€ω Obliging, evx€pT]s, paBiOS, φιλόφρων Oblique, πλάyιos, \o|bs, λέχριοε, κάρ- σιο$, iyκάpσιos [λβχρίς Obliquely, adv. πλayίωs, iyκapσίωs, Obliquity, πλayι6τηs, f. λο^ότης, f. Obliterate, v. αφανίζω, €^αλ€ίφω, 4κ' νίπτω [w. Obliteration, 6^άλ6ίψΐ5, /. αφανισμο$, Oblivion, λ-^ιθη, f. [μ-ηκΐ^ Oblong, προμ'ί}κηΒ, παραμηκηε, €Τ€ρο- Obloquy, 6v€lBos, η. βλασφημία, /. Βυσφημία, /. Obnoxious, 4πίφθονο$, ίνοχο$, ύπβύ- θυνοε : to be obnoxious, eVexco Obolus, 6βολ})5, m. Obscene, alσχphs, alσχρoλόyos, μια- phs, απρ€πη5, aσ€λy7}S Obscenely, adv. αϊσχρώε, μιαρω$ Obscenity, απράπ^α, /. alσχρ6τηs, /. aσiλyeιa, f. {of language) αίσχρορ- ρημοσύνη, f. Obscure, a^avr/s, αμαυρ})$, άΒηλο$, ασαφ7}§, aμυbρhs, άσημο5, 6.Βο^ο?, ζύσκριτοΒ, σκότιθ5, απόκρυφο$, σκο- Teivhs Obscure, v. 4πισκοτ€ω, μαυρόω, αμαυ- ρόω, κν€φάζω, ηλυyάζω Obscurely, adv. α^ηλωε, ασαφών, σκο- T€iva>s, Βυσκρίτω5 Obscurity, σ kotos, η. αφάνεια, /. ασάφεια, /. ado^ia, f. ατγνωσία, /. ηλύyη, /. (ο/ hirtK) ayeVeta, /. OBS OFF Obsequies, τα Krepea, τά κτερίσματα Obsequious, eepairevTiKhs, KaT7]Koos, 6.peaKos, ν-πείκων Obsequiously, adv. θ€ρατΓ€υτικώ$ [/. Obsequiousness, άρβσκβια./. Oepaweia, Observable, eVi^ai/Tjs, €πίσ7}μο$ Observance, θβραττ^ία, f. βι^τροπη, f. Observant, depawevTiKhs Observation, Τ7]ρησίε, f. -napaTiipriais, f. τταραφυΚαΐίΤ], f. Επιστροφή, f. Observatory, σκοπτ], f. σκοπιά, f. Observe, v. τηρεω, παρατ-ηρύω, φυλάσ- σω, ξροράω, κατοπτβύω, φράζομαι ; (keep, obey) εμμένω, επιμένω, θερα- πεύω [ε^ίτηλοΒ Obsolete, oLKvpos, παλαώε, Obsoleteness, παλαιότηε, f. Obstacle, εχμα, η. κώλυμα, η. εμπό- ρων, η. εμπό^ισμα, η. εναντίωμα, η. Obstinacy, αυθοΒεια, /. απείθεια, /. φιλοι/εικία, /. Βυσαπαλλακτία, f. Βυστροπία, /. Βυστραπελία, /. δυσ- πείθεια, /. Obstinate, αυθα^^ε, Βυσπειθη5, δύσ- πειστοΒ, Βυσανάπειστο3, δύστροπο3, αντίτυπο3, ακίνητο5, φιΚ6νεικο3, στερρ})3 Obstinately, adv. ανθαδωΞ, στερρω3 Obstreperous, άβρομο3, θορυβώδηΒ : to be obstreperous, θορυβεω Obstriction, συyyρaφr],f. κατε^^ύη, f Obstruct, V. εμποδίζω, εμφράσσω, κωλύω, ενίσταμαι Obstruction, εμπόΒισμα, η. κώλυμα, η. εχμα, η. εμφραζΐ3, f. Obtain, v. τυΎχάνω, επιτυ'γχάνω, λο.^χάνω, ευρίσκω^ κτάομαι, επι- κτάομαι, κυρεω, επικυρεω : to obtain by entreaty, παραιτεομαι, εξαιτεομαι Obtainable, ευπ6ριστο3, επιτευκτικο5 Obtaining, επίτευξΐ3, /. Obtrude, v. ώθεω, είσωθεω Obtuse, αμβλυΒ, κωφ'όΒ, αναίσθητο3 Obtuseness, αμβλύτη5, /. Obviate, ν. αποτρέπω, απαντάω Obvious, φανερ})3, iuapyrjs Obviously, adv. φανερών, ivapycvs Obviousness, εmρyειa, f. Occasion, αφορμή, f. Kaiphs, m. Occasion, v. ποιεω, πράσσω, ipyάζo' μαι, εξ€pyάζoμaι, yεvvάω, τίκτω, προσβάλλω \σχεΒιθ3 Occasional, τυχών, παρατυχών, αυτο- Occasionally, adv. ενίοτε, ^στίν 'ότε Occult, κρυπτ})5, 6.δηλο$ Occupation, ασχολία, /. Occupy, ν. εχω, κατέχω, επέχω, νεμω; {tnyacft) ασχολίω ; [take poSoe6i>io)i 470 of) καταλαμβάνω ; (be busij, oc- cupied in) εχω περί, καλινδεομαι εν or περϊ, δμιλεω, είμϊ εν Occur, ν. εισέρχομαι, επέρχομαι, είσ- ειμι, επειμι, παρίσταμαι ; {happen) yίyvoμaι, συμπίπτω, παραπίπτω, τυyχάvω Occurrence, συντυχία, /. σύμπτωμα, η. συμφορά, /. τ5 συμβαίνον Ocean, ώκεαν})3, τη. πελayos, η. : to the ocean, ώκεανόνδε Ocbre, ώχρα, f. [os, m. Oculist, οφθαλμικ)}3, m. οφθαλμόσο- Odd, 'άνισο3, περισσ})5 ; (unusual) αηθηε Oddness, αΎ}θεια, f. περισσότη^, f. Ode, ωδτ], f. υμνο8, m. ασμα, η. Odious, Βυσώνυμο$, μιστί]τ})3, αξιόμισοε^ απεχθηε, Βυσχερ}}3 Odium, μΊσοε, η. έχθρα, f. [TiKhs Odoriferous, ευώδης, εΰοΒμο3, αρωμα- Odorous, εύώδη3, κηώεΐ3, κηώΒτ}3, αρωματικ})3 Odour, οΒμη. /. οσμτ], /. Of, [concerning) περ\, επϊ Off, adv. απ}), εντεύθεν, ένθεν, εκποδώι/ Offal, τραχ7}λια, η. ρΐ. OfiPence, βλάβη, /. πρόσκρουσμα, ν. πρόσκομμα, η. προσκοπτ], f. μηνιμα, η. χρεο3, η. Offend, ν. βλάπτω, προσπταίω, προσ- κρούω, προσίσταμαι, σκανδαλίζω^ λυπεω, ανιάω : to be offended with, διαβάλλομαι, σκανδαλίζομαι, δυσαι/α' σχετεω, δυσαρεστεω Offender, παραβάτη3, m. παράνομο3, m. Offensive, προσαντ7]3, άρyaλεo3, απο- θύμιθ3,άχάριστο3, άχάριτο3, άτερπη5 Offer, ν. προτείνω, παρέχω, προεχομαι, προσφέρω, δίδωμι ; (as offerings) άνατίθημι, θύω, ερδω ; (present itself) inirans. παραπίπτω, πάρα- τυyχάvω Offering, ανάθημα, η. θυμα, η. τιμη, /. Off-hand, παραχρήμα, προχείρω3, εξ αυτοσχεδίη3, εξ ετοίμου, εύθυ3 Office, τελθ3, η. αρχη, f εξουσία, f. χρέθ3, η. τιμη, f. τ6 προσηνον, τά δέοντα Officer, ύπηρετη3, m. Officiate, v. διακονεω Officious, πoλυπpάyμωv, πεpίεpyos : to be ofticious, πoλυπpayμovίω Officiously, adv. περι('pyω3 Officiousness, περι€pyίa, f. πoλυπpay· μοσύνη, f. Offscourings, πβριχ^^ηματα, η. pi. Offspring, yivos, n. yov^, f. -ySvoj, rn. OFT ')€ue0\ov, η. t/jkos, m. σττίρμα, η. (fd\os, η. (abis, f. σπυρα, f. Often, adv. iroWdicis, ττυκν'α, θαμα, θα- μινα, πολλά, ττολλαχου : very oi'tei), , τΓλ€ΐστάκί5, μυριάκί3 : how often Ί ΊΓοσάκίε ; so often, roaaicLS, τοσαυ- raias : as often as, ooaicis, diroaauLs Oftener, τΓ\€ονάκι$ Oh, S) or &, (pev, Ιω Oil, iXoLiov, n. &\(ίφαρ, η, d\€i(pa, η. Oil, V. 4λαιόω Oiliness, λιπαρότη$, f. Κίττασμα, η. Oilman, €λαωπώλη?, m, [πώδηϊ Oily, €λαίηρ})5, €\aiT]eis, 4λαίώδη9, λι- Ointment, μΰρον, η. μύρωμα, η. xp'icr- μα, η. αλοιψτ^, /. άλβίψαρ, 7ΐ. : oint- ment-box, αλάβαστροι, m. Old, yTjpaihs, ycpaihs, yepwi/, irpeafivs, ΐΓαΚαώ?,αρχα7ο$, ττολώ^, iraXa^yovos: very old, 'KoXvy-qpaos, τταμπάλαιοΒ : old age, yvpas, n. ηλικία,/.: a happy old age, evy-qpia, f. : old man, y4pωv, m, ΐΐρζσβύτΐί]$, m. irpeafivs, m. : old woman, ypavs^ f. ypala, f. ΊτρζσβυπΞ, f. : to grow old, yii]pa- σκω, κaτaylf]pάσκωy aTroyi]pdaKw, τταρηβάω : to grow old together with, avyyy]paaKw, ffvyKarayf]- ράσκω : to be old, πρζσββύω : not growing old, ayripaos, ατγτ]ρω$, ay-fiparos : growing old, yrjpavffis,/. Older, yepairepos, ΤΓρ€σβύτ€ρο5, ττρο- ripy]yev)]s [χαίοτροπο^ Old-fashioned, apxahs, αρχαϊκοε, ap- Oldness, παλαίόττ^^, /. Oligarchy, oλLyapχίa, /. : to have an oligarchy, 6λίyaρχeoμaL Oligarchical, 6λLyapχικos Olive, {fruit) Ελαια,/, {tree) €λαία,/. €λαί05, w» €λα'ί·9; /. : wild olive, oTiuos, c. eλaίOS, m. Olympia, 'Ολυ^πία, /. : at Olympia, Olympiad, Όλυμ-Kias, f. \^ΟλυμττΊασι Olympian, Olympic, Όλνμτηο^, Όλυμπια3, fern. Όλυμπίκ})5 : Olym- pian or Olympic games, Όλύμ- ΤΓία, η. ]pl. ^Ολυμπια^, f. 'Ολυμτηκοε aycxiu : conqueror in the Olympic games, 'Ολνμττιονίκηε, m. Olympus, "Όλυ/^ποϊ, w. : of Olympus, Όλνμπιθ5, Όλvμ'πιas Omen, οΙωι/})$, 7)i. οιώνισμα, η. φνμη, f. opvis, c. σύμβολοΞ, m. σύμβολου, η. σ-ημ^Ιον, η. : of good omen, Se^ibs, αΧσιοε, ^νσημοε, ζυώνυμο5, ζϋ(ρημο5 : of bad omen, άριστβροτ, σκαώ^, Ησφημοε, irapopvLs : ill- omened, ^υσοίώνιστοΒ m OPI Omission, παράλειψίί, /. Omit, V. παρίημι, τταραλζίπω, ίλλίίπω, άψαιρβω, τταραβαίνω, υπερβαίνω Omnipotence, -η αντ ο κ par υ ρία, /. Trau- ταρχία, /. Omnipotent, TrayKparrjs, ττανταρχητ, TvavapxoSf παντοκράτωρ, τταντυδυ- νάστη3 Omnipotently, adv. τταντ οκρατορικω^ Omniscient, πάι/σοφο$, 'παντ/)σοφο$, On, επί, eV, ύιτ\ρ, κατα [τΓαμμητι$ Once, adv. απα|, ξΐσάτταζ : once for all, καθάπα^: at once, αμα, αυτόθι, 4ξαυτη5 One, els, μια, %ν ; {α certain one) τι$ : the one, δ μ^ν, erepos : every one, iras TLs : some one, efs tis Onerous, ζτταχθηε, βαρυ$, φορτικ^3 Oneself, aurbs Onion, κρόμμυον, η. Only, μόνο3, olos; adv. μόνον, μ6νω$ : only begotten, μovoyevηs : not only, ού μόνον, μτ] οτι Onset, όρμτ], f. βίσβολη, f. avppa^is,/. Onward, adv. πρόσω, πόρ^ω Onyx, 'όννξ, πι. Ooze, V. στάζω, καταστάζω, σταλάω Opal, 6πάλλΐ03, m. [ζοφώδη5 Opaque, 4ττίσκιο$, κατάσκιοΞ, σκί€ρ03, Open, α.κλ€ΐστο5, avoiKThs : {manifest) φαν€ρο9, €μφανΎ]$ ; {of the air) κα· Qaphs : the open air, αιθρία, f. : in the open air, aWpios Open, V. avoLyvυμι or άvoίyω, oίyvυμι, bLoίyvvμι, ανίημι, αναπτύσσω, δια· πτύσσω, λύω, αναπβτάνννμι ; {as law term) eισάyω : to open a little, πapoίyvvμι, πapavoίyvυμι', {a body) ανατέμνω, άνασχίζω ; intrans. {to be open) δά'σταμαι, χασμάομαι : to lay open, make manifest, ανακαλύπτω, Εμφανίζω, φανΕρόω Opening, άνοι^ΐ5,]^.άνάπτυξΐ5,/ {chasm) χάσμα, η. {of a case at law) etV- αγωγτ/,/. Openly, adv. φαν€ρώ3, 4μφανω3, ανα- φανδόν, άντικρυ5, απροφασίστω3, άπαρακαλύπτωΞ Openness, παρρησία, f απλότηε, /. Operate, ν. €pyάζoμaι, iv€py4ω Operation, cpyov, η. ivepyeia, f. Operative, iρyaστικhs, ivepyhs, ivep- yητικhs Opine, v. νομίζω, δοξάζω, νπολαμβάνω Opinion, δόζa,f δόκησιs,f. δόξασμα,η. yvώμη,f yvώμa, η. διάνοια, f υπόνοια, f. ύττόληψίί, /. : to be of opinion, νομίζω, δοξάζω : it is my opinion. OPI δο/cet μοι : to give one's opinion, yvώμηv τίθεμαι or αιτοφαίνομαι : of the same opinion, bμoyvώμωv : to be of the same opinion, όμο-γρω- μορζω : a bad opinion of, κατα-γι/ω- σΐ5, f. : to have a bad opinion of, κaτayιyvώσκω Opium, μΎίκώνων, η, 6τηον, η. Opponent, avraywviaT^js, m. δ ivaurios Opportune, KaipLos, €ϋκαφο5, ^ττιτη- Opportunely, adv. ζύκαίρωε, καφίω$ Opportunity, Kaiphs, m. άφορμ^, /. ευκαιρία, f. €ύμάρ€ία, f. : there is an opportunity, τταράχ^ι Oppose, V. ανθίσταμαι, ^νητ^ίνω, άντιστατ€ω, b.uτayωvίζoμaι, iyav- τίόομαι, αντητράσσω, ατταντάω ; (with words) avΎ^.\€yω: to be opposed to, αντΙκ€ΐμαι [rtos Opposed to, προσαντ^5, άντίοί, ivav- Opposing, iuavrios, αντίβιθ9 Opposite, avrios, ivaurioSf ύτΓ€ναντίο^, avTLiropos, auTLTTpcfpos, αντ'ί]ρηί : to be or be placed opposite, olutl- καθίσταμαι, αντίκάθ-ημαι Opposite, in opposition, adv. 6.vra, άντην, evavra, 4ξ ivavrias^ κατ^ναν- rioP, αντίκρυ, κατάντικρυ, irepav : from the opposite side, -nipaB^v, τΓζραιόθ^ρ Opposition, αντίβ€σ is, f. αντίτΓραξι$, /. αντΊστασι^, f. €ναμτίωσΐ5, /. ivav- τιότ-ηξ, f. Oppress, v. ττιΐζω, βαρύνω, KaT^irdyo), τρίβω, καταδυναστεύω : to be op- pressed, βιάζομαι, συνέχομαι, βα- ρύνομαι Oppression, βία, f. ek7\pis, f. κατα- τίεσίί, f. εττάχθεια, f. [βαρυ5 Oppressive, βίαιο5, €ΐΓαχθη5, ύιτερβαρ)]$, Oppressor, ύβριστ)]$, m. τύραννο$, m. Opprobrious, ovei^^ios, εττονβίΒιστος Opprobrium, oveiBos, n. \j] εύκτικ)) Optative, εύκτικοε : optative mood, Optical, oirriKhs Optics, 7} οπτική, τα οπτικά Option, α'ίρ^σις, f. eKXoy^, f. Optional, €θελούσιο$ Opulence, πλούτος, m. εύπορία, f. Opulent, πλονσιος, εϋποροί, ποΚυχρί]- ματο5, αφν€ΐ})5 Opulently, adv. εύπόρως Or, ^ΤΟί, €ίτ€ Oracle, μάντεων^ η, μάντευμα, η. μαν- Ttia, /. χρησμός, rn. χρηστ-ηριον, η. χρησμφδια, /. ομφ^, f. φ-ημη, f.: of an oracle, μανη'ίοΞ, μ,αντικΙ)5, 472 ORI χρησμφδος : to deliver an oracle, χράω, μαντεύομαι, χρησμψΒεω : to consult an oracle, χράομαι, μαν- τξύομαι, χρηστηριάζομαι Oracular, μαντεΊοε, μαντικ})5, χρησ- μ(f5ικhs, χρηστΎίριος Orally, adv. anh στόματος Oration, Xoyos, m. μύθος, m. Orator, ρ^ιτωρ, m. δημηyόρoς, m. Oratorical, ρητορικ})ς, ^7]μηyopικhς Oratorically, adv. ρητορικώς Oratory, βητορεία, f. rj ρητορικ·^ Orb, κύκλος, m. Orbicular, κυκλοτερ^ς, σφαιρικ})ς Orbit, πόλος, m. περίοΒος, f. φορα, f. Orchard, ορχος, m. ορχατος, m. μη- λών, m. Orchestra, ορχί)στιρα, f. Ordain, v. πapayy4λλω, επιτίλλω, διατάσσω, αναιρ4ω Ordained, τακτ}>ς, TeTay μένος Ordainer, καταστάτης, m. Order, τάξις, f. ευταξία, f. κόσμος, m. κοσμιότης, f. εύκοσμία, f. εύθημο- σύνη, f. ευνομία, f. {command) πρόστayμa, η. εφετμ)), f. : a setting in order, διακόσμησις, f. κατακόσ- μησις, f. : to be in order, εύνομε- ομαι, εύτακτεω : in order, εξης, εφεξής, 4πισταδ})ν : in order that, so that, ένεκα, -κεν Order, v. (command) κελεύω, διάκε- λεύομαι, παρακελεύομαι, προστάσσω, επιτελλω ; (arrange) τάσσω, κοσ- μεω, διακοσμεω, διασταθμάομαι Orderly, εύτακτος, κόσμιος, έννομος, εύρυθμος; adv. εύτάκτως, εύκόσμως, κοσμίως, ευρύθμως, τετayμεvως Ordinance, πρόστayμa, η. πρόσταξις, /. επίτayμa, ν, ^Ρ'ί]φισμα, η. Ordinarily, adv. εΐωθότως, κοινώς Ordinary, συνήθης, σύντροφος, μέτριος, κοιν})ς, επιπόλαιος, όμαλ})ς Ordination, κατάστασις, /. Ordure, κόπρος, f. σκοορ, η. ονθος, m. Ore, μεταλλον, η. Organ, opyavov, η. Organic, 6ρyavικhς Organicallj^, adv. 6pyavικώς Organisation, σύνταξις, f. Organise, v. συντάσσω, πλάσσω Orgies, opyia, n. ^ίΙ. : to celebrate orgies, 6ρyιάζω Orient, εφος, ηο7ος, ανατολικ})ς Oriental, ανατολικός' Orifice, πύλη,/, στόμα, η. χάσμα, η. Origin, yεvεσις, f. πηy^, f. αρχ}}, /. σπίρμα, η. ρίζα, f. (cause) αιτία, f. ORI Oriijinal, Ίτρωτο-γβι/ης, 'ΐΓρωτ0Ύ0Ρ05, πρώτο5 Originally, adv. πρώτοι, ιτρώτα, 4ξ apxrjs, απ apxrjs Originate, v. άρχω, ψύμι, Ύί-γι/ομαι Ornament, κόσμημα, η. κ6σμο$, m. ά'γαλμα, η. πρόσχημα, η. καΚλώ- Ίτισμα, η. Ornament, ν. κοσμίω, η€ριστ€λλω Ornamental, ay\ahs, iroiKiXos Ornamented, ποικίλο5 Orphan, op(pavhs, opcpavLKhs, απάτωρ Orphanhood, ορφάνια, f. ορφάν^υμα, η. Orthodox, ορθόδοξυε Orthodoxy, ορθοδοξία,/. Orthography, opeoypacpia, f. Osier, ο/σο^, m. οίσνα, f. \vyos, f. Osprey, φηνη,/. aMaUros, m. Ostensive, heiKTLKos Ostentation, 6yKos, m. 4πίδ€ίξί$, f. αλαζονεία, f. κομΐΓασμ})ε, m. Ostentatious, φί\ότιμο$, υβρισμ^νο'ΐ^ αΚαζόύν, βάναυσο$ Ostentatiously,ac?'y. αλαζονικά, ύψτ^λά Ostler, ίπποκόμοε, m. Ostracise, v. οστρακίζω Ostracism, οστρακισμ63, m. τα όστρακα Ostrich, ffTpovdhs, c. μeyas aTpovdhs, m. στρουθοκάμηΧοΒ, c. Other, &\\oSf erepos: the other, cTirpos : from the other side, €Τ€ρωθ€ν : the one, δ μ\ν, the other, 6 Se Otherwise, adv. άλλωε, Μρωε Otter, €i/vdpis,f. σαθ4ρίον^ η. Oval, ώθ6ίδ^9, ώώδη$ [t^^^j Oven, κρίβανο$, m, κρ'φανον, η. ttvl- Over, ύπ\ρ, iirl : to be set over, e<^- ίσταμαι, €πιστατ€ω, €ΤΓ€ΐμι Overawe, v. φοβίω, ταρβάω Overbalance, ροττ)), f. Overbearing, ύΐΓ€ρβί05, ύττ^ρηφανο^ Overbearingly, adv. ϋπ^ρβιον, virep- ηφάνω^ Overbold, ύπβρτολμοε, τταράτολμοε Overburden, v. ύπ€py€μίζω, ύτΓ€ρβαρ€ω Overburdened, υπ^ρβαρηε, ύπ€ραχθη5 Overcast, €ΐηι/4φ€λο5, eVtV/cios, συν- Overcharge, v. υπερτιμάω [ν€φ€λο5 Overcloud, v. συνν^φζω Overclouded, τΓ€ριν€φ€λο5, ^ττινάφζ- Xos, συνν4φζ\ο$ Overcome, v. νικάω, Βαμάω, υπ^ρβάΧ- Κομαι, καταστρέφομαι, vπάyω Overflow, 4πίκλυσΐ5, /. €ΤΓίχυσΐ5, /. 'ττΧημμυρ^, /. Overflow, ν. κατακλύζω, υπςρβαίνω, ΈΑ,ημμυρίω, πλημμυρώ, 4πίκλύζο) 473 OUG Overflowing, κατακλυσμ})$, ηι. κατά· Overflowing, πλημμυρο3 [κλυσί$, /. Overgrown, ύπ€ρφυη^ Overhang, ν. 4πικρίμαμαί Overhanging, 4πηρ€φη5, κατηρ^φη^ Overhead, adv. άνω, ύπ€ρ, υπ^ρθί, καθ- Overhear, ν. παρακούω [ύπ€ρϋ€, €πάνω Overjoyed, ύπ€ρχαρ^5, π€ριχαρη$, π€pιyηθηs Overladen, υπ4pyoμos, ύπ€ρβαρη$ Overlay, ν. 4πιτίΘημι, καλύπτω, κατά* καλύπτω Overload, ν. ύπ€py€μίζω, νπβρβαρέω Overloaded, υπ^ραχθηε, ύπςρβαρη$, Overlong, ύπ€ρμηκη$ [ύπ€pyoμos Overlook, ν. {mperintend) 4ποπτ€ύω, Αφοράω, 4πισκοπ4ω ', {disregard, neglect) π^ριοράω, υπ^ροράω, πάρα" θ€ωρ€ω Overmuch, ύπ4ρπολυ3, ύπ€ρμ€τρο5 ; adv. π€ριπολλ})ν, ύπβρμέτρωε, ayav^ λίαν Overplus, τί> π^ρισο^ν, π^ρίσσ^υον Overpower, ν, νικάω, Βαμάω, ύττερ- βάλλομαι, ύπάyω Overreach, ν. παρέρχομαι, υποσκελίζω, τταρακόπτω, παρακρούω ί'^ρέχω Overrun, ν. καταθέω, κατατρέχω, έπι- Oversee, ν. 4πισκοπέω, Αφοράω, eV- οπτζύω \βπόπτη3, τη. Overseer, €πίσκοπο$, m. €φοροε, m. Overshadow, v. σκιάζω, σκιάω, κατά* σκιάζω, Επισκιάζω Overshadowed, κατάσκιο9 Overshoot, ν. υπερβάλλω, υπερακοντίζω Oversight, παρόραμα, η. πταΊσμα, η, σφάλμα, η. αμάρτημα, η. αβλέπ- τημα, η. Overspread, ν. επιτρέχω, ύπερχέω, επιστρώννυμι, ύτνερτείνω Overstep, ν. προβαίνω, υπερβαίνω Overtake, ν. λαμβάνω, καταλαμβάνω, επικαταλαμβάνω, περιέρχομαι, άπ- τομαι, αίρέω, μάρπτω, κιχάνω Overthrow, ανάστασΐ3, f. ανατροπτ), f, καταστροφτ)^ f. καΘαίρεσι$, /. Overthrow, ν. ανατρέπω, αναστρέφω, καταστρέφω, καταβάλλω, καταλύω, έρείπω, αλαπάζω Overtop, ν. υπερέχω, υπερβάλλω Overturn, ν. ανατρέπω, ττεριτρέπω, αναστρέφω, καταστρέφω, καταλύω, καθαιρέω [ /. Overturning, κατάλυσίΒ, f. καθαίρεσΐ3, Overvalue, ν. υπερτιμάω Overwhelm, ν. καταχώννυμι, έττι- κλύζω, υπερβάλλω Ought, V. οφείλω ; one ought, de?, χρή Χ OUN Onnce, odyyta or οιτγκία, f. Our, ήμβτβροϊ, r]^€Tep€LOS, acpeTepos : (of us two), VdSirepos Out, iK or e|, e|ctf, e/crbs Outbid, V. νπ€ρβά\λω Outcast, €κβολη,/. κάθαρμα,η. (f>vyas,m. Outcast, €κβόλιμο$, €κβολιμαιθ5 Outcry, καταβο^,/. ^ Outdo, V. ύττ^ρβάλλω, νττ€ρβμινω, νΊΓ€ρτ€ίνω, ύπ€ραΙρο} Outer, i^0T€pos Outermost, έσχατοι; β^ώτατοε Outfit, κατάστασίϊ, /. Outflank, v. τΓ€ρί4χω,^ ντΓ€ρ4χω, virep- retVo), vTTcpipaKayyew Outgoing. eioSos,/. Outlandish, vTrepopLOS, ^€VLKhs Outlaw, ^TToAts, c. Outlaw, V. €κβάλλω, φυya^€vω Outlet, e|odosT /. δίεξοδοί, / στόμα, η. €κβολη, /. {for ships) jkttXoos, m. : without an outlet, σ.ν4κβατο$^ Outline, 7Γ€ριγραφ)?,/.ύπο7ρα<|)7ϊ,/. rv- iros, m. ττερίήγησίί, /. Outlive, V, ^r€pίyίyvoμaι, τΓ^ρίαμι, 'IΓ€pί(p€ύyω Outnumber, v. τΓ€ρι4χω, ττ^ρισσ^υω Outpost, φύΚακτΊ]ριον,η. Trpo(pv\aK^,f. Outrage, αΙκία, f. αίκισμα, η. αδικία, f. λώβη, /. λυμτ}, f. ^ Outrage, v. αΙκίζω, λυμαίνομαι, λωβα- ομαι, ιταρανομ€ω Outra,geous, aet/c^s, \ωβ'ί}€ί5, μαρικ})$ Outrun, ν. ττροτράχω, τταρατρέχω, τταρ- (ρχομαί, φθάρω, ύτΓ6ρβα\λω Outside, e/crbs, €^ω, ίκτοθι, θύραθ^ Outstretched, τνροβόΚαιο8 Outstrip, ν. προλαμβάνω, τταρατρ^χω, φθάνω, τταραφθάνω, νΐΓ€ρβάλλω Outward, ^ω, e^corepi/cbs, e/crbs Outwardly, adv. e/crbs ^ [ζομαι. Outweigh, V. καταβρίθω, ντΓ€ρσταθμί- Outwit, V. απατάω, ζξαπατάω, irapep- Outwork, 7Γροτ€ίχΐ(Τμα, η, [χομαι Owe, V. οφείλω Owl, yλa^, /. eAeas, m. βρ\)α$, m. Own, Xhios, oIk€7os Own, V. {acknowledge) δμολογ€ω, 'Jrρoσoμoλoy€ω, i^τLyίyvώσκω ; {have, possess) €χω, κτάομαι Owner, κτητωρ, m. Ox, βον5, m. : of or belonging to oxeu, β0€ΐο$ or βό(05, βo€ίκhs Ox driver, βοτ,λά'^Ψ, ^· · drive oxen, βοηλατίω Ox-goad, βουτληξ. f. Ox-herd. βουΗ0λο$, vi. βοντη5, m. βονη€λάτη5, m. βουβότΥι$, nu iU PAL Ox-hide, jSoeia,/.: of raw ox -hide, ωμοβ66θ$, ωμοβ6ϊνθ3 Ox-stall, βονσταθμον, η. βόαυλο$, m. βόαυλον, η. βούστασί$,/' Oyster, οστρ^ον, η. Ρ. Pace, βήμα, η. βάδισμα, η. Pace, ν. βαδίζω, βαίνω ^ Pacific, τ^συχοϊ, €ΐρηνα7ο$, ζιαλλακτψ pios, διαλλακτίκ})5 Pacification, ^ίaλλay^Ί, f. Pacify, v. Βιαλλάσσω, απαλλάσσω, ίλάσκομαι, Ιλάομαι,πραύνω, αναπαύω, ζίρηνΕυω Pack, (burden) φ6ρτο3, m. φορτίον, η, σάyμa, η. : pack of hounds, κυνη- y4σiov, η. Pack, V. ανασκευάζω, συσκευάζομαι, επισκευάζω, σάττω Package, Packet, φάκεΤΟ^οΞ, m. φορ- τίον, η. σύνΒεσμο$, m. Packing up, συσκευασία, /, Pad, τυλτ], /. τυλεων, η. Paean, παιαν, m. : to sing a paean, Page, σελΪΒ, /. [παιανίζω, παιωνίζω Pageant, θέαμα, η. θεα, f. Pageantry, άγλα/α, /. πομπτ), f. επί- Pail, κάδοί, m. πελλα, /. [δει^ιε, /. Pain, ^λyos, η. aλyΎ\hωv, /. &λy'ημa, η. ύχο3, η. οδύνη, f. λύπη, /. πόνοε, m. {of chUdUrth) ωδ\$, f. : to be in pain, aλyεω, άχθομαι, πονεω, όδυ- νάομαι Pain, V. λυπεω, aλyύvω, οδυναω Painful, 6δυvηρhs, αλχειν}>5, μoyερhst επώδυνοΒ : more painful, aλyίωv : most painful, άλyιστos : very pain- ful, περιώδυνοε, πολυώδυνοε : with- out pain, ανώδυνοε, νώδυνο3 Pains, σπουδή, f. πόνοε, m. : to take pains, πονεω, σπουδάζω, σπουδών ^χω Paint, χρώμα, η. φυκοΒ, η. Paint, ν. ypάφω; {from life) ζωyρa- φεω; {the face) φυκόω Painter, ypaφευs, m. {from life) ζω- ypάφos, m. : portrait-painter, είκο- voyράφos, τη. Painting, ypaφη, f. ζωypaφίa, /. {art of) η ypaφικ)] : of painting, ypaφικhs Pair, ζεύyo5, n. συζευyίa, f. συνωρίς, f. : in pairs, σννδυο, κατά ζvya Pair, V. συνδυάζω, ζεvyvυμι, συναρμόζω Palace, βασιλέων, η. αΰλ?;,/. PAL Palscstra, τταλαίστρα, f. Palatable, €ϋχυμο?, Palate, ύπβρφα, f. ovpauhs, ni. Pale, ci)xphs, \€VKhs, ^νωχρο$, xAwphs, χλοιώδηε : to bo 07- turn pale, ώχριάω, ώχράω, χλωριάω Paleness, ^xpos, m. or n. ώχρ6τη5, /. ώχρίασΐ5, f. ώχρωμα, η. Palfrey, καβάλλης, m. Palisade, aravpos, m. σταύρωμα, η. στανρωσΐ5,/. φρά-γμα, η. χαράκωμα, η. Palisade, ν. σταυρόω, ττροσσταυρόω, χαρακόω [m. στανρωσις, fj Palisading, χαράκωσι^, f. χαρακίσμ})3. Palliate, v. μβιόω, Κ^ιττύνω, κρύπτω, €\ασσόω Palliation, /xe/ojir/s, /. ^Κάττωσιε, f. Pallid, oDxphs, ζνωχρο$, χ\ωρhs Palm, {of the hand) παλάμη, f. Θ4ναρ, η, (measure) παλαιστή, f. : palm- tree, ψοίι/ιξ, c. Palpable, ii/apy^s, S^Aoy, κατάδηλθ5, (pavephs, 4μ<ραν))3, \αμπρ})3 Palpably, adv. (pavepoos, ivapyojs, λαμηρώ5, €μφανώ5 Palpitate, v. άστταίρω, ασπαρίζω^ ττάλλω Palpitation, ^Γa\μhs, m. Palsy, 7Γαράλνσΐ5, f. Paltry, Seikaios, raweiuhs Pamper, v. άτίτάλλω, χλιδαί^ω Pamphlet, 'γραμματ€Ϊον, η. βιβκίδίον, Pan, κζράμιον, η. τρνβλων, η. : frying- pan, TTiyavov, η. Pander, μαστροπ})ε, c. 'π■ρoayωyhs, c. Pander, v. μαστροττζύω [y^'-^, f' Pandering, μαστροττζία, f. ^τpoayω- Panegyric, eiraLvos, m. ^ΓavηyυpLκhs {\6yos) Panegyrical, Trav7]yvpLKhs \yυpίζω Panegyrise, v, αΐν^ω, eVaiz/eco, παν-η- Pang, wh\s, f. οΒυντημα, η. Panic, (fear) iravLKhv (SeT^ua), n. ττά- V€ia (Ββίματα), η. pi. φόβο$, m. Panniers, κανθ-ίιΧια, η, pi. Panoply, -πανοπΚια, f Pant, V. ασθμαίνω, φυσιάω, ασπαίρω Panther, ττανθηρ, m. Pantile, κ€ραμιε, f. Panting, Ζ,σθμα, η. Pantomime, τταρτόμιμοε, m, F■dp,θηλ■ή,f. [ττάζω Papa, παττπαί, m. : to call papa, παπ- Paper, πάπυροε, m. βίβλος, f. xdprrjs, m, : papera, y ράμματα, η. pi. χάρ· ταζ, m. pi. Papyrus, βύβλοε, /. Par, Th ίσον, ισότη$, f, ' Parable, παραβολή, f λόyos, m. PAR Parade, πομπή, f : to make a parade, Paradise, παράΒ^ισοε, m. [πομπ^ύω Paradox, παράδοξον, η. Paradoxical, παράδοξος Paradoxically, adv. παραδόξων Paragraph, πapayρaφ^), f. κώλον, η. Parallax, παράλλαξιε, f. Parallel, παράλληλος ; as adv. €κ παρ- άλληλου, παραλλήλως : to place parallel, παραλληλίζω Parallels, παράλληλαι (ypaμμa\) f. pi. Paralyse, v. παραλύω Paralysis, παράλυσις, /. Paramount, υπέρτατος Paramour, (lover) βραστής, m. ^ρώμς- vos, m. ανηρ, m. (mistress) 4ρωμ4νη, f. παλλακ}], f Parapet, άμβολας, f Paraphrase, παράφρασις, f. ' Paraphrase, v. παραφράζω, eVreiVw Parasang, πapaσάyyηs, m. Parasite, παράσιτος, m. κόλαζ, m. χ^ωμοκόλαξ, m. βωμόλοχος, m. Parasitical, κολακ€υτικ})ς, θωπζυτίκ})5^ παρασιτικός Parasol, σκιάδ^ιον, η. θολία, f. Parcel, φακ€λλος, m. άyκaλϊς, f, σύνδεσμος, m. Parcel, v. διανέμω, διαιρ4ω Parch, v. φρύyω, ξηραίνω Parched, Ιηρ})ς, κατάξηρος, άνικμος Parching, ξηρανσις, f Pardon, συyyvώμη, f. σvyyvoιa, f. Pardon, v. συyyιyvώσκω, δίδωμι Pardonable, συyyvωστhς, συyyvώμωv Pardoning, ovyy νώμων, συyyvωμovtκhs Pare, v. περικόπτω, π^ριτύμνω : to pare the nails, ονυχίζω Parent, τόκους, m. yov€υς, m. y€vvητηs, m. y€V€της, m. : parents, ol yov€ις, 01 y€VV'fJσavτ€s, oi τοκ€7ς [^is, /. Parentage, y€voς, n. γ€ν€θλη, f. ycvc- Parental, πατρφος, πατρώιος, πατρικ})$ Parenthesis, παρ^νθ^σις, f. Parhelion, παρήλιος, m. Paring, άπόκνισμα, η. (of the nails) Parish, παροικία, f. [άποννχισμα, η. Parity, πάρισον, η. Ισότης, f. Park, παρά8€ΐσος, m. Parley, μνθος, m. διάλoyoς, m. λόyoς, m. κoιvoλoyίa, f. evTcv^is, f Parley, v. 8ιaλeyoμaί, συyyίy νομαι, διaμυθoλoyeoμaι Parliament, βουλή, f. σύyκλητos, /, Parody, παρί^δία, f. Parole, πίστις,β Paroxysm, παροξυσμ})ς, m» Parricidal, πατροκτόνος^ πατροφόνοε Χ 2 PAR Parricide, irarpaKoias, m. πατροκτόνοε^ Parricide, {the act) πατροκτονία,/, [wi. Parrot, ψίτταίίο^, m. ψίττά/ίη,/. Parsimonious, 4>6t5ajAbs, €vt€\t]s Parsimoniously, adi\ φ€ί5ωλώs, ev- T€\COS [Τ€λ€ία, /. Parsimoniousness, φ€ΐΒω\ία, f. €v- Parsimony, φβίδώ, /. φ^ιΒωλία, /. Parsley, aeKivou, n. Parsnip, σταφυλΊνοε, c. Part, juepoy, n. μοίρα, f. /ueph, /. μό- ρων, η. : for the most part, π\€7στον μ€ρο5, τα πλείστα, €πΙ το ΊΓολυ part, ν, {separate) Βιακρίνω, ^leipyw, άτΓοκρίνω, δι4χω, διαχωρίζω ; {di- vide, distribute) δίαιρ4ω, διαμοιράω, μ€ρίζω; intrans. δάσταμαι \_ν4ω Partake, ν. μ€τ4χω, συμμ^τ4χω, κοινω- Partaker, μ4τοχο$, C. μ^ρίτηε, m. kol- νων'6$, C. Partaking of, μέτοχοι, iyKXripos Partial, 6.νισο$ ; {friendly to- wards) €νμ€νη$ Partiality, xapis, f. €υμ4ν€ΐα, /. Partially, adv. ανίσω$; {in part) κατα μ4ρο5, μ4ρο5 τι Participate, v. μ€τ4χω, κοινων4ω Participation, κοινωνία, f. μβτουσία, f. μ^τοχ)], f. μ€τά\η^ι$,/. /ue0e|is, /. Participle, μ^τοχ^, f. Particle, μόριον, η. άτομοε, /. Particoloured, -ποικίλο s [ακριβΊ]% Particular, tSios, μ€ρικ})Β; {precise} Particularity, {precision) ακρίβεια, f. Particularly, adv. ^aιρ4τωs, μάλιστα Partisan, στασιώτηε, m. σπουδαστΎ]$, Partition, Βιάφρα-γμα, η. σχίσιε, f. [τη. Partition, v. ν4μω, μερίζω Partly, adv. μ4ρο$ τι, κατα μ4ρο$ ', Th μ4ν . . . , τδ 5e ; τά μ4ν . . . , τά δέ Partner, μ4τοχοε, ο. κοινων'05, c κοι- νών, τη. avv€pyhs, C. συλληπτωρ, τη. σύννομοε, C. [ξυνωνία, /. Partnership, κοινωνία, /. μετοχή, f. Partridge, Tr4pdi^, c. Parturition, τόκοε, m. [a'ip€(Tis, f. Party, στάσιε, f. /uepis, /. τταράταξιε, f. Pass, irdpos, m. στ€νωπ})5, f. rh στ€- vhv, τα στενά, η στενή, εισβολή ^ /. 4μβολ7], /. πορθμ})3, ηΐ. Pass, Pass by, v. παρ4ρχομαι, ττάρειμι, παρελαύνω, παροίχομαι, παροδενω, παραβαίνω : to pass over or across, περάω, περαιόομαι, διαπεράω, διεκ- περάω, διαβαίνω, μεταβαίνω, υπερ- βαίνω, διαβάλλω, υπερβάλλω, εξ- αμείβω, διακομίζομαι, πορθμεύω, δια- 47ΰ PAT πορεύομαι : to pass over, {omii) παραλείπω, υπερβαίνω, εάω : to pass, {time, life, d'C.) διάyω, διαφ4ρω, δι4ρχομαι, διεξ4ρχομαι, διayίyvoμa^, τρίβω, διαπλ4ω, διατελ4ω ; intrans. δι4ρχομαι, προβαίνω, παρηκω Passable, διαβατ})$, βατοε, βάσιμο$, πορεύσιμοε, περατ))$ : easily pass- able, εύπορο$, ευδιάβατο$, ευδίοδο$ ; [tolerable) τλητοε, ανεκτ})$, ανα- σχετοί, μ4τριθ8 Passage, πόρο$, m. δίοδοε, f. δι4ξοδο5,/. εξοδθ5,/.πάροδθ5,/. διάβασΐ3,/. πορθ- μhs, m. εκπλοο3, m. παράπλοο3, m. Passenger, εμβάτηε, m. επεισβάτη$, 711. περίνεωε, Μ. [όδοιπόροε, m. Passer-by, παροδίτη$, m. παροδΊτιε, /. Passion, πάθοε, η. πάθημα, η. {anger) οξυθύμησιε, /. οξυττ/ί, /. θυμ})$, m. opyrj, f' χολη, f. ^ ^ ^ ^ Passionate, 6pyίλos, 6ξύθυμο$, άκρα- χολοε, θυμοειδηε, θνμώδηε, θυμικhs, 6ξυ5, δύσορνοε : to be passionate, 6ξυθυμ4ω Passionately, adv. 6ρyίλωs Passionateness, 6ρyιλότηs, f. οξυθύ- μησιε, f. οξύτηε, f. Passive, παθητικοε, πειθ-ηνιοε Passover, πάσχα, η. Passport, σφρay\s, /. Paste, φύραμα, η. Pastern, μεσοκύνιον, η. [)8^, /. Pastime, παίδια, f. διayωy^i, f. διατρι- Pastor, ποιμτ^ν, πι. Pastoral, νομαε, βουκολικ})ε, ποιμενΐκ})ε Pastry, π4μματα, η. ρΐ. Pastry-cook, πεμμaτovρyhε, τη. Pasturage, νομ'όε, πι. ν4μοε, η. Pasture, νομόε, m. νομ^, /. βοτάνη, /. φορβ)],/. [^βόσκω, χιλόω Pasture, ν. νεμω, νομεύω, διαν4μω, Pat, χ^ηλάφημα, η. Pat, ν, χ^ηλαφάω, ψάω, καταψάω [τω Patch, ν. ράπτω, καταρράπτω, συρραπ- Patched, κατάρβαφοε, ρακώδηε Patent, εvapy^]ε, φανερ})ε, εμφαν^ε, καταφανηε, δηλοε Paternal, πατρφοε. πάτριοε, πατρικ})ε Path, τρίβοε, ο. ατ ραπΙε, /. πάτοε, m, στίβοε, m. οδ^ε, f. πόροε, ??ι. Pathetic, πaθητικhε Pathetically, adv. παθητικωε Pathless, άποροε, αστιβ^ε, ατριβ}ΐ5 Pathos, πάθοε, η. Patience, υπομονή, f. καρτερ.α καρτ4ρησιε, f. καρτ4ρημα, η. Patient, κaρτερικhε, καρτερ})ε, τλημύύν, τληθυμοε, τλητ})ε, ταλασίφρων : to PAT PEN be patient, bear patiently, τλάω, Ka/JTep6w, υττομίνω^ ανίχυμαι Patiently, adv. καρτ€ρίκώ5, καρτ€· povi/rws, τ\τ]μ6νω^ Patriarch, 'πατριάρχη9, m. Patriarchal, πατριαρχικ})$ Patrician, €ί;πατρίϊ, €ΰπατρίΒη$, fv- Ίτάτωρ, πατρίκίοε Patrimony, τά -πατρώα, η. ρΐ. Patriot, ττατριώτηε, ια. Patriotic, φί\όπολΐ8, (piXdirarpLS Patriotism, φιλοττατρία, /. Patrol, οί π^ρίττολοι Patrol, ν. ττεριπολβω Patron, ττροστάτηϊ, τη. irpo^cvos, τη. δβσπίίττ/ϊ 4ιτίκουρο$ : to be a pa- tron, 7rpo|€i/ea>, προστατ^ω Patronage, ιτροστασία, f. ττροστατζία, f. βπικονρία,/. Patronise, v. irpo^euew, ιτροστατίω Pattern, δεΓγ/χα, η. τταράδζΐ'γμα, η, αρχζτυτΓον, η. Tinros, m. Paucity, 6\ί·γότης, f. Pave, V. στορ^ννυμι, β^αψίζω : to pave the way, irpoodoTOLcw Pavement, eSa^os, n. ddireBou, n. Paunch, 'γαστ'ήρ, f. vivoy άστρων, η. Pauper, τττωχ^ϊ, m. ινροσαιτ)]$, m. Pauperism, ireyia, f. πτωχεία, /. σπά- y^s, /· Pause, πανσιε, f. avairavais, f. Pause, V. πανομαι, καταπαύομαι, μ€θ· ίσταμαι, λήγω, λωφάω, μζθί^μαι, Paw, TTovs, m. οννξ, m. χηλ^, f. Pawn, evexvpoVj η. α-ττοτίμημα, η. ύττοθ-ίικη, f. [ράζω Pawn, V. ύίΓοτίθΎίμι, αποτιμάω, 4ρ€χυ- Pawning, α'κοτίμησι$, /. Pay, μισθ})5, τη. μισθοφόρο., /. μίσθωμα, τι. : receiving pay, μισθοφόροε Pay, V. τΊνω, βκτίνω, αττοτίνω, Τ€λ€ω, €πιτ€\4ω, άτΓοτελεω, ύποτελβω, φβρω, αποφέρω, κατατίθημι, καταβάλλω, ατΓοδίδωμι Paymaster, μισθοΒότηε, τη. Payment, φορα, f. ίκτισί8, /. ίκτισμα, η. άτΓοδοσίϊ, /. ^ιάΚυσι$, f. Pea, ΊτίσοΒ, τη. : made of peas, ττίσινοε Peace, εφήϊ'τ;, /. δίάλυσί^, /. ησυχία, f. συναΚΧα-γ)], /. : to make peace, σττάν^ομαι, καταΧύω, συναΧΧάσσομαι Peaceable, €ΐρηνιιώ$, ^lpy]vouos, ^συχο$ Peaceably, adv. €ίρηνικώ5, €ΐρηναίω5 Peaceful, elp^viKbs, elprjualos, i^/uepos Peacefully, adv. €ΐρηνικώ5, ζΙρηναίωε Peacemaker, €ΐρηνοποιο5, τη. δίαλλά/f- Peach, μηΧον ϊΐ€ρσίκ})ν, η, [τηε, τη. Peacock, ταώί ά; ταων, τη. 477 Peak, Χόφος, τη. κορυφή, f. Pear, άπιον, η. οχνη, /. φωκ\3, /. ; pear-tree, 6.τηο$, /. Pearl, μαρΎαρίτη$, τη. [άγροίώττϊΓ, m» Peasant, ayp6T7]s, τη. 6.ypoiKos, τη. Pebble, χ^ηφοε, f. ^'ηφh, f. Pebbly, ποΧυ\ρ7)φι$ Peccant, φαυΧοε, KaKhs Peck, V. δάκρω, η^Χ^κάω Pectoral, στηθικbs Peculation, kXotct}, f. Peculiar, Xbios, i^aip€Tos, oikuos Peculiarity, 'ώιότηε, f. ιδίωμα, τι. Peculiarly, adv. Ιδίωε, ίκκριτον Pecuniary, χρ7)ματικ}>3 Pedagogue, ^raιδayωy})s, m. Pedestal, βάθρον, τι. βάσι$, f. στυΧο' βάτ7)5, τη. [πάτρια, /. Pedigree, y€P€aXόyημa, τι. yeyea, /. Peel, φΧοώ3, τη. XeirU, f. Xeirvpiov, η. Χ4μμα, τι. Xoirhs, τη. Xonls, f. Peel, V. Χ€πω, Χ^ττίζω, αποΧίπω, φΧοίζω Peeling, φΧοϊσμ6$, τη, Χ4μμα, η. /ce- Peep, V. τταρακύπτω [Χυφοί, η. Peerless, aσvyκριτos, άσνμβΧητοε Peevish, δύσκοΧοε, δυσάρ^στοε, δυσ- Peevishly, adv. δυσκόΧωε [x^pv^ Peevishness, δυσκοΧία, f. Peg, πάσσαΧοε, τη. αρμ})$, τη. yόμφos, Peg, ν. πασσαΧ^νω [m. Pelf, Κ€ρδο5, τι, πΧουτοε, m. χρ-ίιματα, τι. ρΐ. [k7vos, τη. Pelican, ireXeKau ώ TreXe/cas, τη. π€λ€- Pellucid, diaxpau^s, diavy^s Peloponnesian, ΪΙζΧοτΓονι/'ήσιοε Peloponnesus, ΠζΧοττόννησοε, f. Pelt, ^ivhs, τη. βύρσα, f. Pelt, V. βάΧΧω, ΧιθοβοΧάω Pen, δόνα^, m. Penalty, ποιν)), f. ζημία, /. ^πιτίμια, τι. pi. τίμημα, η. 4πιβοΧ^, f. : to impose a penalty, ζημίαν Επιτίθημι or Ίτροστίθημι, ζημίαν τάσσω or τΐοιάω : to incur a penalty, ζημίαν οφΧισκάνω : to pay a penalty, ζημίαν αποτίνω or 4κτίνω, ζημίαν Χαμβάνω or φ4ρω Pencil, yρaφ€7ov, τι. yρaφls, f. Pendent, μ€τ4ωρο3, Εκκρζμτ)$ Pendulous, κατγοροε, μ€τ4ωρο5 Penetrable, διϊτικο$ Penetrate, v. βίσδννω or ^Ισδύω, περαί- νω, διατΓβράω, διϊσχάνω Penetration, βίσδυσιε, /. 6ζύτη5,/. [/. Peninsula, χβρσόνησοε ά χεβρόνησοε, Penitence, μετάνοια, /. μζτάyvoιΛ, /. μ€τάγνωσι$, /. μ€τάμ€Χο$, τη. ^era- PEN Penitent, μ€ταμ€λητίκ'65, μζτανο'ητικ})$ Pennant, σ7]μ^ων, η. Penniless, αχρ'ηματο5, αχρ-ημων, ανάρ- •yvpos, ακτΎίμων, άχρυσυ5 Penny, 6βoλhSf m. Pennyroyal, y^'hxtav, f. \τίσηκ}}$ Pensive, cvvvoos, contr. -yovs, φρον- Pensively, adv. (ppovTLariKws Pensiveness, σΰννοια, f. (ppovriSy f. ΊΓ€ρίφρορ4ων, f. Pentagonal, ττξΐ'τά'γωνος Pentateuch, 7Γ€ντάτΕυχο$, m. Pentecost, η ττερτηκοστΎ) (νμ^ρα) Penurious, {stingy, mean) 7λτσχρο?, s, τυχ})ρ : if per- chance, ci πολλά/ίΐί {20. indie), iav or h.v ττυλΚάκι^ {w. subj.) 478 PER Percipient, αισθητικ}>$, vo^TLKhs Percussion, ivK-qy^, f. ττλη^ιε, f. Perdition, φθορά, f. φθόροε, ra. ολ6- θρο3, m. 4ξώλ€ΐα, f. άπώλ^ία, /. Peregrination, 6/i5r?;uia,/. άποΒημία, '. αποικία, f. Peremptorily, adv. dwarcos, ζ^σιτοτι· κώ$, Ισχυρώ3, avriKpvs [τηε. /. Peremptoriness, αύθάδβια, f. Ισχυρό- Peremptory, αυτοκράτωρ, iaxvphs, 5υναστικί)$, δεσποτικοί, B€air0avvos Perennial, aevaos, aidios Perfect, TeXeos, TeAetos, ivTeXrjs, ακρι- βτ)ε : to be perfect, άκριβόομαι, άττακριβόομαι Perfect, v. τελβω, τ€Χ€ΐ6ω, eirtTeAeu), €τητ€λ€ΐ6ω, συντ&Κ^ω, i^eρyάζoμali Βιαπράσσω, ανΰω Perfecter, Τ€λ€ΐώτη$, m. Perfecting, TeKeionoihs, τ€λ€ίωτίκ}>5 Perfection, Τ€λ€ΐ6τηε, f. T€\dwais, f. T€\os, n. ακρίβεια, f. Perfectly, adv, reAetajs ά τελβωί, iravTeXitiS, evTeAws [/. TeAos, n. Perfectness, TeAeioT^s, /. τeX€ίωσιs, Perfidious, άτΓΐστο5, SoAepbs, δόΑιο^, dnrXSos, 4'πίβουΧθ5 [Acds, ΐπιβούΧωε Perfidiously, adv. απίστων, αύτομό- Perfidy, απιστία, f. B0Xos, m. προδο- σία, f. 4πιβούΧη, f. [ρω, Βιαπ^ίρω Perforate, v. τρυπάω, διατρυπάω, ττεί- Perforation, {act of boHng) τρύπησΐ5, f. {hole) τρνπ'ημα, η. Perform, v. πράσσω, ποΐ€ω, TeAeoj, €ΚΤ€Χ€ω, αποτβΧζω, €πιτ€Χ€ω, ipya- ζομαι, κaτ€pyάζoμaι, aπepyάζoμaι, διαπονβομαι [cpyov, η. Performance, πραξιε, f. πρayμa, η. Performer, πράκτωρ, m. πρακτηρ, m. Perfume, μύρον, η. άρωμα, η. Perfume, ν. μυρίζω Perfumed, μυρόχριστο$, μυρoφ€yy^s Perfumer, μυροπώΧη$, ίίι. μυρβψΟί, m. . perfumer's shop, μυροπωΧύον, η. μνρον, η. Perhaps, adv. ίσω$, τυχ})ν, τάχα, τάχ hu, τάχ tLU ίσωε [κινδυν€νω Peril, κίνδυνοε, m. : to be in peril, Perilous, κινδυνώδηε, €πικίνδυνο5, σφα- Perilously, adv. ζπικινδΰνω$ [X^phs Period, π^ρίοδοε, f. ώρα, f. TeAos, n. Periodical, π€pLoδίκhs, oipios Peripatetic, π€ριπατητικι)$: the peri- patetics, 01 π€ριπατητικοΙ, οι ^κ του περιπάτου Periphrasis, π(ρίφρασι$, f. Perish, v. άπόΧΧνμαι, οΧΧυμαι, δχΛ\· Χυμαι, 4^όΧΧυμαι, φθείρομαι, φθίνο}, PER άτΓοφθίνω, €βΙ>ω, ^ιαφθ^ίρομαι^ οίχο- μαι, δίαττίπτω Perishable, (pQaprhs, iiriK-qpos Perishing, άπώλβία, /. okeOpos, m. hiacpdopoL, f. [)uai 'όρκια, \\ι^υΖορκίω Perjure, v. eVtop/ceco, ψβυδο/ααί, ψβύδο- Perjured, imopKos, xpivdopicoSy ψβνδ- SpKLOS Perjurer, ψβυδω/χίίτγ/ί, w. ψ€ύδορΛ:ο5, Perjury, 4τΓΐορκία, f. χ^/ζυ^ορκία, f. Periwinkle, (fiah) i/T/peir^s, m. άί/α- Permanence, /λοϊ/);, /. διαμονή, f. rh Permanent, μ6νιμο3, παραμόι/ιμο5, δίατ€λή$, €μτΓ€Βθ5, β4βαιο$, Xp0uios, 4μμ€ν^5 Permanently, adv. μονίμω$, ιταραμόνι- μον, δίατ€λώϊ, jSejSaiios, €μτΓ4Βω9 Permission, iKevdepia, /. εξουσία, /. συΎχώρησί5, /. συyyvώμ7], /. ^ Permit, ν. eacy, έττιτρβπω, αψίημι, €φΙημι, τταραχωρ^ω Permutation, αλλαγή, /· δίαλλαγτ/, /. Pernicious, 6\€θριοε, βλαβ€ρ})$, φθαρ- Ti/cbs, aTi)phsy Xvyphs, Βηλ^ιμων, λωβητ'όί Perniciously, adv. Xvyptas, βλαβζρωε Perpendicular, dpehs Perpetrate, v, ποίβω, πράσσω, Bia- ττράσσω, χΕίρουρ^^ω, ζρ-γάζομαι Perpetration, πραξί^, /. Βιάττραξιε, /. τΓθίη(Τί$, /. Perpetual, at^ios, alwvLos, aeVaos, ^iflveK^s, άπαυστο3, €μπ€^05, Βιαιώ- Pios, μ6νίμο$·. to be perpetual, παραμένω, μ^ω [fxes, νωλβμΐω^ Perpetually, adv. ael, δίηνβκώ^, νωλ€· Perpetuate, v. ε^ττβδόω, βββαιόω Perpetuity, παραμοι/τ], f. ^ιαμον^, f. αϊΒί6τη5,/. βφαιότηε,/. μονιμ6τ7]3, /. μονι^., /. Perplex, v. πλαςω, παραπλανώ, ττλα- ϊ/άω, τΓαραποδίΧω, es αττορίαν καθίσ- τημι : to be perplexed, αμηχαν4ω, άτΓορεω, ττΧανάομαι Perplexed, αμνχανοε, άττοροί Perplexedly, adv. άπορωϊ, ττολυττλόκωε Perplexity, απορία, /. αμηχανία^ /. ΊΓΚάνημα, η. Perquisite, τΓροσθ7]κη, /. τΓρόσθ€μα, η. Persecute, -i?. βλανρω, δίώ/cco, κατά· Βιώκω, τΓΐ€ζω, βαρύνω, τρίβω Persecution, ^ίωΎμα^ η. δίωκτυ^, /. δίω|ί5, /. δίωγμοί» '"^· ^ιώκων Persecutor, διωκττ/ρ, τη, Ζιώκτωρ, m. Perseverance, Kaprepla, f. τταραμ,ον^, , /. . ζΐΐΐμονί), /. -η ροσμορ^, /. συν^χ^ια, f. λιτταρία,/, 479 PER Persevere, v. κορτερβω, 4yκaρτ€p(ωf ^ιακαρηρίω, Ζιαμίνω^ τταραμίνω, διατ€λ€ω, ^ττίττονίω, Κιτταρ^ω Persevering, Xinapyjs, avu^x^s, irapa* μόνιμος [κώ$, τταραμόνιμον Porseveringly, adv. λίπαρώϊ, καρτέρι.- Persia, Περσίί, /. Persian, Πέρσης, m. Persian, H^paiKbs, Πβρσίί Persist, ι». Ισχυρίζομαι^ Μσχυρίζομαι^ καρτβρεω, διακαρτ€ρ€ω, 4μμ4νω, δία- /xeVco ^ [€i5os, η. Person, (τώ/ΐια, W. δβ/χαί, w. φυ^, /. Personal, ΙίδίΟί Personate, ν μιμ^ομαι, υποκρίνομαι Personification, προσωττοττοιία, /. Personify, ν. ττροσωποποίβω Personifying, προσωποττοώς Perspicacious, δ|υϊ, ο|υδ€ρκ7/Γ,ά7χινοο$ Perspicacity, οξύτ-ης,/. ό^υδερκία, /. Perspicuity, ττ^ριφάν^ια^ f. σαφ·ί)ν€ΐα, /. τρανότ'η8,/.φαν€ρότη5,/. λαμπρό- Perspicuous, ρά, /. Pile, V. ν4ω, νη^ω, νάσσω, συνν4ω, αμάω, 4παμάομαι, σωρεύω, χώννυμι, συμφορβω Pilfer, ν. υφαρπάζω, ύτΓοκλ4πτω, τταρα- κλέπτω Pilgrim, |eVoy, m. Pilgrimage, αποδημία, f. τταροικία, f. Pillage, άρτιαγ);, /. aρπayμhSf m. δίαρ- Tray^, /. Aeia, /. Pillage, v. αρπάζω, Βιαρπάζω, συΚάω, λτίστζύω, Χηίζω, λεηλατεω Pillager, Xyar^s, m. συΚ'ί]τωρ, m. Pillaging, apnay^,f. diapnay^,/. σνλη- Pillar, (ττήλτ;, /. κίων, m. στύλος, m. Pillory, κύφων, m. ξνλον, η. KXoihs, m. Pillow, κώδιον, η. κωδάρων, η. ιτροσ- Κ€φάλαιορ, η. υποκ^φάλαιον, η. Pilot, κυβζρνίιτης, m. ναύκληρος, m. Ίτρυμνητης, πι. Pilot, ν. κυβερνάω, ναυκ\ηρ4ω Pimp, μαστρυΐΓ})5, C. Pimpernel, κ6ρχορο$ ά κ6ρκορο$, τη. Pimple, <^λυ/£ταίνα,/. φ\υκτ\3,/, φλνκ- ^ TaiJ/ls, /. χάλαγα, /. : to have pim- ples, χαλαζάω, χαλαζόομαι Pin, τΓβρόνη, /. eVer^, /. Pin, V. π€ρονάω Pincers, θ€ρμαστρ\5, f. \a0ls,f. Pinch, V. θλίβω, τη4ζω, κνίζω Pinching, θλΓψίί, /. meats, f. Pine, ΐ^. φθίνω or φθίω, τήκομαι, κατα- τ'ίικομαι, συντ^]Κομαί, μαραίνομαι^ λζίβομαι Pine-tree, ττίτυς, /. ττ^υκη, /. 4λάτη, /. : of pine, ΐΓίτνϊνοΒ, nevKivoSf 4λάτινο$ 481 PIT Pining, τηκ^^ων,/. "rn^is, f, συντη^ις^ f. μάρανσιε, f. Pinion, πτ^ρ^ίν, η. πτ^ρυξ, f. Pink, λ€υκ4ρυθρος Pinnace, Κ€λης, m. σκάφος, η. &κατο!, C. ακάτων, η. Pinnacle, &κρα, f. κορυφή, f. Pioneer, d^oiroihs, m. irpdohos, m. Pious, ίυσββτιε, 'όσιο5, θζοσ^β^ς, φιλό- Oeos, 06ou5i;y, ayios : to be pious, €ύσ€β4ω, θ€οσ€β4ω, ay^στξύω Piously, adv. όσίως, ^υσ^βώς Pipe, (musical instrument) avpiy^, f, ανλ})?, m. 5όναξ, m. κάλαμος, m, φυσητ'ίιριον, η. (tube) σωλ^ν, m. Pipe, V. συρίζω, αύλ4ω Piper, αύλητΊ]5, m. αϋλητ^ρ, m. συρικ' T7?y, m. συριστές, m. Piping, συpιyμbs, m. αϋλησις, f. Pique, v. προσκόπτω, λυπ4ω, άκοσμ4ω Piracy, λγστ^ία, f. Pirate, λχιστ^ς, m. ληϊστ^ς, m. neipa- T^s, m. (piratical vessel) λγστρίε, f. : band of pirates, λτιστ'ίιριον, η. : to be a pirate, λγστ^νω, ληίζομαι Piratical, λτ)στικ})5, λγστρικ})$, π^ιρα- Piratically, adv. λγστικώ$ [τικος Pish, interj. βο7, αΙβοΤ Pismire, μύρμηξ, m. Pit, βάραθρον, η. φάpayξ, m. λάκκος, m. Pitch, πίσσα, f. \opυyμa, η. Pitch, V. (cover with pitch) πισσόω, καταπισσόω ; (throw, cast) ρίπτω, βάλλω ', {place, fix) τίθημι, π'f)yvυμ^ Pitch : to such a pitch, is τοσούτον Pitched, πίσσινος, πισσωτ})5 Pitcher, κ4ραμος, m. αμφορ^υς, m, άμφιφop€υs, m. κάλπις^ f. Pitch-fork, θρΐναζ, m. Βίκ^λλα, f. Pitchy, πισσώδη5 Piteous, 4λ€€ΐν})ς, Att. iλ€lvos, οικτρές, ίποίκτος, 4πoίκτιστos', (compassion-' ate) 4λ€Ύ]μων, φιλοκτίρμων Piteously, adv. iλ€ιvώs, οΊκτρώς Pitfall, δρκάνη, f. Pith, μ-ίιτρα, f. 4ντ€ριώνη, f. 4γκ4φα' λος, m. \στpoyyύλos Pithy, (of words and expi^essions) Pitiable, 4λeζιvhs,Att. 4λζΐν\)ς, οικτρός, 4ποίκτιστο5 Pitiful, 4λ6€ιvhς, Att. 4λζΐν})ς, οΙκτρ}>ς, 4ποίκτιστος, λvyphς lyp^s Pitifully, adv. 4λ€€ΐνως, οίκτρώς, λυ- Pitiless, νηλ€^$, άνηλ€^5, άνηλ4ητος, άνοικτος, άνοικτίρμων Pitilessly, adv. νηλ€ώ5, ανηλ€ώς, αν- οικτίστως, άνξλ^ημόνως, ακηδ4σ·.\»,5 Χ 5 PIT Pity, oUrhs, m. οΙκτιρμ6$, m. eXeos, n. KaroiKTiais, f. ^λβημοσύνη, f. Pity, V. eAeeco, βλβαφω, οίκτ^ίρω, κατ- οικτζίρω, οίκτίζω, €ττοικτίζω Pivot, στρόφί-γ^, m. Placable, €υκατάλλακτο5, καταλλακ- ^ TiKhs, στρεπτ^^, τταραιτητ^ί, evirapa- μνθητοί Placard, ν. αναγράφω Place, roTToSf m. χωρο$, m. χώρα, f. χωρίον^ 71. : to give place, παραχω- Place, V. 1(Ττημι, τίθημι^ καθίστημι, καθ- ίζω: to place by or near, παρα- τίθημι, παρίστημι, παρακαθίζω : to place in O?' on, ςπίτίθ-ημι, βντίθημι, ζψίστη.αι, 4νί(ττημι, : to place under, υποτίθημι: to place together, συι/- τίθ-ημι : to place or set over, e^- ίστ-ημι, ττρο'ίστνμί' to place around, Ίτζράσττιμί : to be placed, κζίμαι, κάθημαι Placed, eerhs Placid, μβίλίχίοί, μείλιχο^, μαλθακοί, ayayhs, ζυμ^ν^ε, 'γαληναωε, yaXfivhsy TTpaos, ίίιμ€ροε, τ^συχοί Placidly, adv. ά^ανώ$, μζιλίχωε, ησύ- χωί, μζτρίωί Placidness, μ€ίλιχία, /. νραότηε, /. eu/xeVeia, /. ημβρότηε- /. Placing^ ^eVts, /. Plague, λoLμhs, m. (pQophs, m. φθορά, /. v6aos, f. λνμα, η. [θλίβω Plague, V. \υτ€ω, άνίάω, βασανίζω, Plaice, ύαινα, f. vaiv\s, f. Plain, πεδίον, η. πεδον, η, Ισόττξ^ον, η. yvaXov, η. rh ίσον, πλά|, /. rh άττεδον : mountain-plain, οροττύΖίον, η. Plain, λεΤοί, αφζΧ)]3\ {clear, mani- fest) δηλοί, σαφ7]3, ivapy^s, τρανηε ; {of the voice) rophs, rpav^s ; {art- less, simple) Xirhs, τΐροσ^σιαΚμένο^ ; {unembroidered) Xeios Plainly, adv. φανερώε, ^μφανωε, αρι· Plainness, αφ4λ€ία, f [φραΒίωε Plain-spoken, €υθύy\ωσσos Plaintiff, δ ζιώκων, ^ιώκτηε, m. αντί- diKOS, m. Plaintive, θρηνώ^ηε, aiXivos, Kivvphs : very plaintive, -nav^vpros, τταν- SbvpTos Plaintively, adv. αίΚινα Plait, πλοκή, /. πλί^καμοί, m. πΚόκα- i/ov, 71. [ττλοκίζω, χη\€ύω Plait, V. πλε'κω, συμπλίκω. €μτΓλίκω^ Plaited, πλ6κτί)$, σνμττ\€ΚΤ03, χήλευ- 7 OS : well-plaited, ^ΰτΜκιοε, €v- Tr\oKGs 4S2 ] PL A Plaiting, πλεξίϊ, /. πλοκ^, f. Plan, {scheme) βουλή, f. βούλευμα, n> μητί5, f. μηχανή, f. ένθνμημα, η. iirivoia, f. ύπόθζσιε, f. μη5ο5, η. ; {model, draught) ^ίάypaμμa, n. ; Plan, V. μηχανάομαί, βουλβύω, 4νθυ' j μάομαι, μητιάω, μητίομαι, μη^ομαι, ι ττράσσω, ςττινο€ω, 4ννο€ω : to draw j a plan, Bιayράφω ι Plane, {in geometry) επίπεδοι ; s. τ5 \ επιπεδοζ^; {cai-jpenttr's plane) ξυτιλη, ■ f. ρνκάνη, f. , , 1 Plane, v. ξϋω, |εα>, ρυκανάω, λβαίνω ' Planed, ^earhs, ^varhs [ Planet, ττλάνηε, m. πλανητηε, m. \ Plane-tree, πλάτανοε, f. πλατάνιστοε, j Planing, ρυκάνησιε, f. [/. ] Plank, aavls, f. πίναξ, m dopv, n, j Planned, βουλ€υτ})3 ! Plant, φυτ})ν, η. φύτ€υμα, η. φυτ^υ- \ ττιριον, 71. φυταλία, f. \ Plant, ν. φυτξύω, ξίαφυτξύω, ριζόω, ' κτίζω, κατοικίζω, ορύσσω Plantation, φυτ^υτ-ηριον, η. φυταλία, I Planted, φυτ^υτίε [/· φυτών, m, \ Planter, φυτζυττ]3, πι. ' Planting, φυτεία, /. φύτβυσιε, /. 1 Plash, πίτυλο^, m. j Plash, V. καχλάζω, ττιτυλίζω ι Plaster, κατάττλασμα, η. καταπλασ"· I TUS, /. ε'πίπλαγ^α, η. βμπλαστρον, η. ] -05, /. (lime-plaster) κονίαμα, η, - κονία, /. j Plaster, v. καταττλάσσω, €τηπλάσσω, \ ε|αλείψω, συναλβίφω ; {to plaster ' with lime, whiten) κονιάω, λευκοω j Plastered, καταιτλαστ})3, ε'πίπλαστ^^; {luith lime) KoviaThs Plasterer, καταπλάστηε, m. {mth \ lime) κονιάτηε, m. | Plastering, κατάπλασιε, f. επίπλασί?, ^ /. {with lime) κονίασ is, f. j Plate, πτυΙ, /. τζίναξ,, m, ττινακίε, /. j πίί/α/ίίδιοι^, η. {plate or sheet of ■ metal, ώΰ.) τΓτυ\, f. πε'ταλοΐ', η. ελασ/xbs, m. ίλασμα, τι. {sdver goods) aρyυρώμaτa, η. pi. Plate, V. {loith silver) κaτaρyυρόω Platform, ϊκρια, οι. pi. aavXs, f. Platter, πίί/α|. m. ; Plausibility, ε'πιεί/ίεία, /. εύπρεπεία, /. ; Ίηθαν6ττ]$, f. αξιοπιστία, f. i Plausible, 'κιθavhs, €uirpeTr})S, inieiK^s, άξιότΓίστοε [εύτρεττώϊ PJausibly, adi\ ττιθανώε, i-mfiKws, Play, παιδιά, /. iraiyvia, f. ^ra7yμa, n. \ άθυρμα, η. {drama) δράμα, η. ! Play, V. τταίζω^ Βιατταίζω, αθύρω ; {on , PLA PLU cm instrument) ψαλλα>, κρ4κω : to play with, συμιταίζω Player, ποίκττ/ϊ, m. Playfellow, Playmate, συμπαιστ^ε, m. συμιταίστωρ, m. συμπαικτ^ρ, m. συμπαίκτωρ, m. συμτταίστρια, f. Playful, ^Γaίyvιώ^ηs, παίδίκ^ί, τταιδί- PlayfuUy, adv. παιδικώε [ώδη5 Playfulness, κουροσύρη^ f. Playhouse, Qiarpou, n. Plaything, άθυρμα, η. nalyviou, η. Plea, ^iKULoKoyia, f. a-noXoyia, f. aito- λόyημa, n. πρόψασιε, f. Plead, Plead a cause, v. diKaioKoyi- ομαι, δικάζομαι, δικoλoy4ω, ayopevca : to plead for, avv^yopiwy ύτΓ€ρδικ4ω, o.^ro\oy€oμaι : to plead against, Karriyopiw : to plead against or in reply to, αντίδικίω, auτιyράψoμaι : to plead as an excuse, προψασί- ζομαι Pleader, βητωρ, m, diKaiokSyoSy m. avvi)yopos, m. Pleading, ^iKaioKoyia, /. diKoXoyia, /. anoKoyia, f. Pleasant;^ ηδυε, repirifhSf εττίτβρπτ/ί, XapUiSf &p€aKos, apearhs, evxapis, €VxapiffTOSy iirixapTOS, καταθύμιο5, y\vKvs, θνμηδΎ]$, 5, εττι- τερπ^5 Pleasingly, adv, αρεσκ6ντω$, αρεστω$ Pleasurable, rεp^Γvhs, εύτερπ^ε, κατά- Θύμΐ05, χαρίει$, yλυκύθυμos Pleasure, ηδον}}, /. r^pxpis, /. χάρΐ5, /. χάρμα, η, 6νησΐ5, /. φιληδία, /. : fond of pleasure, φιληδ^ε Plebeian, δημότηε, m. ιδιώτης, m. Plebeian, δημοτικ})3, ayopalos Pledge, ενεχυρον, η. υποθήκη, f. iy- y^Vy f' ^ίβραβών, m. Pledge, v. ύποτίθημι, ενεχυράζομαι : to take in pledge, to take a pledge from, ενεχυράζω : to pledge one- self, promise, εyyυάoμaι, πιστόομαι, τΐίστιν δίδωμι : to give a pledge or 483 warrant, -πιστόομαι : to deposit a pledge in the hands of a third party, μεσεyyυάω Pledging, 4νεχυρασία, f. [pi, Pleiades, ΤΙΚειάδεε, Ion. ΪΙληϊάδεε, /. Plenary, πλ^ιρηε, τε\ειοε, ^ντεΚηε Plenipotentiary, αυτοκράτωρ, τε\οί εχων [π\^ιρωσΐ5, /. τεΚει6τη$, /. Plenitude, πλησμονή, f. πλ-ίιρωμα, η, Plenteously, adv. εΰπόρω$, αφθόνωε Plenteousness, περιουσία, /. εύπορία, f. αφθονία,/, [δαψιληϊ, πο\υ9, aδιvhς Plentiful, άφθονος, εύπορος, περισσ})ς. Plentifully, adv. αφθόνως, εύπόρως, δαψίλώ5, περισσώς Plentifulness, περιουσία,/, ευπορία, /, Plenty, περιουσία, /. ευπορία, /. αφθο- νία, /. : to have plenty, ευπορεω, περιουσιάζω, περισσεύω Pleonasm, πλεονασμός, τη» Plethora, πληθώρη,/. Plethoric, πληθωρικός Pleurisy, πλευρΊτις, /. Pleuritic, πλευριτικός, περιπλευριτικός Pliability, εύκαμφία, /. Pliable, καμπτός, καμπτικός, εύκαμ' π^ς, εύστροφος, εiJyvaμπτoς Pliant, καμπτός, καμπτικός, yvaμπτός, στρεπτός, ύypός, ελιξ Plight, στάσις,/. κατάστασις, /» Plight, ν, εyyυάoμaι, ύπισχνεομαι Plot, επιβουλή, /. επιβούλευμα, η. 4πι· βούλευσις, /. παρασκευή, /. συνω- μοσία, /. σύστασις, /. Plot, ν. επιβουλεύω, μηχανάομαι, συν- όμνυμι Plotter, επιβουλευτ^ς, m, συνωμότης^ Plotting, επίβουλος [m. Plough, άροτρον, η, [αροτριάω Plough, ν. άρόω, αλοκίζω, εύλάζω. Ploughing, άροτος, m. άροσις, /. Ploughman, αροτ^ιρ, m. αρότης, m. άροτρεός, W. [/ Ploughshare, ϋνις or ϋννις, /. €υλάκα, Plough-tail or handle, εχετλη, /. Pluck, V. δρέπω, τίλλω, ολόπτω : to pluck out, εκτίλλω, παρατίλλω, εκκοκίζω Plucked, τιλτός Plug, yόμφoς, m. κύνδαλος, τη. Plum, κοκκύμηλον, η. Plum-tree, κοκκυμηλεα, /. Plumage, πτερωσις, /. πτίλον, η. Plumb-line, στάθμη,/ Plume, λόφος, τη. Plummet, σταφυλή, /. Plump, εϋσαρκος, παχύς, πίων Plumpness, εύσαρκία, / PLU POO Plunder, afjuray^, f. diapway^, f. ap- Ίτασμα, η. dρ^Γayμa, η. \€ia,f.\7]fs,f. Plunder, v. αρηάζω, ^ιαρπάζω, λη- ίζομαι, λγ(ΓΤ6\)ω, \Ξηλατ€ω, συλάω, Βιαφορ^ω, αλαττάζω Plunderer, ληϊστηε, τη. Xycrr^s, m. συ\'{]τωρ, m. αρπακτηρ, τη. Plundering, apwayrj,/. apwoLy^hs, m, λγστξία, f. σνΚησί5, f. Plunge, V. δννω or δύω, ττοντίζω, κατα- δύσω, καταποντίζω, βαπτίζω Plural, -nK-qewTLKhs Plurality, τ5 TrXriQos, Th μείζον Pluto, ΤΙΧούτων, m. Plutus, UKovTos, τη. Ply, πτυχή, f. πλοκ^, f Ply, V. {as ατι oar) ελίσσω, νωμάω Pneumatic, πι/€νματικ}>5 Poacher, wKTepevT^s, m. Poaching", vvKTepeia, f. Pod, λοβίε, m. Poem, ποίημα, Ti. ποίησι^, f. Poet, ποίΎ)τη5, τη. aoiSos, m. : lyric poet, νμνοποί})5, τη. μουσοπόλοε^ τη, ύμνοθ€ΤΎ]$, m. μ^Χοποώε, τη. : epic poet, €ποποώ3, τη. Poetess, ποί'ί^τρια, f. Poetical, ποΐΎ]Τίκ))$ Poetically, adv. ποιητικώε Poetry, ποίησιε, f. : epic poetry, 4ποποιία, f. cttos, ti. Poignancy, δριμύτη5, f. πικρότηε, f. Poignant, δριμυ5, πικρhSf δηκτLκhs, δακι/ώδηε Point, ακμ^, f. ακ^, f. ακ\9, f. ακωκ^, f. &pdLs, f. Tt Χηκτρον, τι. : (α Tnathe- matical point) στιyμ)), f. (stop, period) στ^yμ^, /. : a turning- point, ροπ^, f. : the point of death, ροπ^ βίου: to the point, πρ})5 Xdyov. in many points, πΧζοναχη : to be on the point, {of seeing, doiTig, άο.) €π ακμηε €ΐμΙ Point, V. ακονάω, υ^ύνω : to point out, δ^ίκνυμι, αποδβίκνυμι^ αποφαίι/ω, φράζω [ττ]5, o|us, 6^ύββυyχos Pointed, ακαχμ4νο3, Xoyχωτhs, αίχμη- Pointedness, o^utt/s, /. Poise, V. πάΧΧω, αναπάΧΧω, 'ίστημι, σταθμάομαι, ράπω, δίατζίνομαι Poison, φάρμακον, η. φαρμάκων, τι. lbs, τη. Poison, ν. φαρμάσσω^ καταφαρμάσσω Poisoner, φαρμακ€ν5, m. φapμaκhs, m. φαρμακ^υτ-ήί, τη. Poisonous, φαρμακώδης, ιώδη5 Poke, (as the jirc) σκαΚ^νω Poker, σκάΧ^υθρον, η. Polar, apKTiKhs, βόρ€ΐο5 Pole, K0VTOS, τη, κάμαξ. c. (of the heavens) πόΧο$, τη. (of a carriaye) Ρυμ})$, τη. Pole-axe, κάστρα, f. Pole-cat, yaX^r], coTitr. yaXri,f. Polemic, πoX€μίκhs, ποΧ€μιο8 Police, the, ol πβριποΧοι Policy, ποΧίΤ€ία, f. Polish, yXaφυpίa, f. Polish, V. |€ω, ξύω, Χ^αΙνω Polished, ^eaThs, €i;|oos, yXaφυρhs Polishing, ^€ais,f. X€ίωσιs,f. Polite, άστεΓοί, xapieis Politely, adv^ αστ€ίω5, χαρΐ€ντωε Politeness, αστζΐ6ττ\3, f. αστ^ιοσ ύv7\,f. Politic, φρόνιμοε Political, ποΧιτικΙ>9 Politician, ό πoXιτίκhs [Χιτικα Politics, 7j ποΧιτίκ^ (τ€χνη), τα πο~ Poll-tax, 4πικ€φάΧαίον, η. Pollute, ν. μιαίνω, καταμιαίνω, μοΧννω, Χυμαίνομαι, διαφθείρω, συμφθείρω Polluted, μιαρ})ε, μυσαρ})$, προστρό- παιο5, iξάyιστos Pollution, μίασμα, τι. μίανσιε, /. μια- ρία, /. μύσο$, τι. oLyos, τι. Polygamy, πoXυyaμίa, f. Polyglot, πoXύyXωσσos Polygonal, πoXύyωvos, πoXυyωvo€lδ}|s Polypus, ποΧύπουε, c. : like a polypus, ποΧυποδώδ7]$ : of a polypus, ττολν- π6δζιos Polysyllabic, ποΧυσύΧΧαβο$ Pomegranate, poia, f. poa, f. σίδη, f. : pomegranate-rind, σίδιον, τι. Pommel, Χαβ^, f. κώπ-η, f. Pomp, πομπεία, f. πομπ^, f. παρα- σκευή], f. πρότασιε, f. ayXa'ta, f. Pompous, σοβαρ08, πομπικ6$, μeyaXo' πρεπ)]5, oyKTjphs, πauηyυpLκhs Pompously, adv. πavηyυρικώs, σοβά- pcos, dyKrjpcos, μξyaXoπpζπώs Pompousness, πομπεία, f. Pond, τΊφοε, τι. τεΧμα, τι. Ponder, v. Xoyίζoμaι, φρονίω, 4νθυμ€' ομαι, σκοπίω Ponderous, βαρυε, εμβριθ^ιε, βριθυε Ponderously, adv. βαρεωε Ponderousness, βάρο$, τι. βαρντηε,^ βριθοσύνη, f Poniard, €yχ€ιρίδιov, τι. μάχαιρα, /. Pontiff, apxiepihs, τη. lepibs. τη. Upap- X^s, m. Pontifical, aρχiερευτiκhs Pontificate, ίερωσύνη, f. Pony, Ιππάριον, η. πωΧίον, η. Γουϊ; Χίμνη, /. τίΧμα, η. τ2φο$, ?i. : of POO ρου or belonging to a pool, X^vaios, Poop, ττρνμνα, f. ττρύμνη, f. Poor, πτωχός, irev7]S, irei/ixphs, κατα- Serjs, άχρ'ήματοε, αχρ'ί]μων, 4vb€7]S, άκτημωρ, άχρυσοε, άσθ^νηί ; {of land, barren) ^r)p6s, arelpos : to be poor, Ίΐίνομαί, πτωχβυω, αττορ^ω, ζβομαι, καταζ€€στ€ρω5 ^χω : poor man, TreV^y, m. Poorly, adv. ir^vLXpcos, Kara^ews Poplar, (black) aiyeipoSf f. {white) axepwis,/. Poppy, μτ^κωι/,/. : poppy -juice, μηκώ- j/iou, n. : poppy seed, μ'ί]κων, f. : of poppy, μηκωι/ικόε [m. Populace, υχλο3, m. τό ttAtJ^os, δημο5, Popular, δημοηκοε, €ρδημο$, i-md'f}- μιos ; {beloved by the people) δημο- T€pirr]s : popular leader, δ'ημα^ω- yos, m. Popularity, xapis, f. Popularly, adv. δημοτίκώ5 Populate, v. οΙκίζω Populous, ΐΓθΚυάνθρωΐΓθ$, iroKvcLV^pos '. to be populous, πολυανδρ^ω, ττολυ- ανθρωτΓ€ω [ανδρία, f. Populousness, πολνα^θρωττία, f. ττολυ- Porch, τταστάϊ,/. στοά,/, {of a temple) irpovii'iov, n. 'np6voLos, m. Porcupine, νστριξ, c. Pore, irSpos, m. (^Ύΐρατγ^,/, Pork, Kpeas χοιρβων, η. Porous, σομ<ρ65, σομψώδης, ττολντρη- ros, σηρayyώδΎ|s, xavuos Porousness, σομ<ρότ'η$, /. χαυνότη5, /. Porpoise, φώκαινα, f. φώκο$, m. Porridge, φακή, f. ττολφόε, m. πόλτο5, m. αθάρα, f. eri/os, n. AeKidos, m. Port, Χιμ^ν, m. όρμ0Β, m. : to bring into port, δρμίζω, ζφορμίζω, κaτάyω Portable, ayciy^os, ^opr/rby, evcpopos Portal, irvAri, f. [ββίκνυμι, προφαίνω Portend, v. οσσομαι, ττροσημαίι^ω, προ- Portent, T€pas, η, θαύμα, η. Portentous, τβρατώδηί, θαυμάσιοε Porter, θυρωρ})5, m. πυλωρhs, c. {of burdens) <|)opei;s, m. βασΎακτΊ]5, m. φopτηyhs, m. φορτοβαστάκτη5, m. Portico, στοά, /. τταστάί, /. τταραστάί, /. Ίτρόστωορ, η. Portion, μ4ρο$^ η. κ\ηρο$, m. λάχοε, η. A^|is, /. : marriage -portion, ιτροϊξ, f. edpou, η. Portion, v. {divide) μβρίζω, δατβομαι, Βίαμ€ρίζω ; {a dauglUer) k^vow^ cS- νάομαι Portliness, σeμyότηs,f, Portly, σ€μν})$, ayavphs Portmanteau, Sophs, m. Portrait, ζωyράφημa, n. iriua^, m. Portray, v, ζωypaφ€ω, εικάζω, iurvrd- ομαι Position, 0€(Tis, f. θ^μα, η. rd^is, f Positive, (certain) OeriKbs, atrkdos ; (obstinate in opinion) αυτοκράτωρ, lσχυpoyvώμωVf Ihioy νώμων, αυτο- y νώμων [β-^ιδην, διαρβΎ,δην Positively, adv. άττλώ^, &νηκρυ^, i-πιβ- Positiveness, lσχvpoyvωμoσvvη, f. Possess, V. €χω, κ^κτημαι, ττ^παμαι Possessed, Kr7)Ths Possession, κτ^σίί, /. κτήμα, η. κτ€- ανον, η. e|is, /. : of or belonging to possessions, κτήσωϊ : to get pos- session of, κρατάω, 4τηκρατ€ω, μάρτΐτω Possessor, κτήτωρ, m. Β^σ-πότη^, m. δ Κ6κτημ6νο$, ό €χων Possibility, μηχανή. / τ^ dvvarhv Possible, Swarhs, οίόε re : it is pos- sible, οϊόν τ€ ίστΧν, ivdexerai, δυ- νατόν €στί Possibly, adv. ίσωε Post, (position) στάσιε, f. (pillar) σταθμ})$, m. στήλη, f. : starting- post, νύσσα, f. Post, V. (station) τάσσω : to post up, 'πapaypάφω, ^Γpoypάφω Posterior, ϋστ€ρο5 Posteriors, irvyal, f. pi. Posterity, at eKyovoL, ol eTriyovoi, oi i^ΓLyιyvόμ€V0L, ol ξττόμξνοι, ol Ιπβίτα, ol μ€θνστ€ροι Posthumous, 6\l/iyovos Postman, δρομοκ-ί^ρυξ, m. Postpone, v. αναβάλλομαι, νττζρτίθ^- μαΐ) διαμάλλω Postulate, όμoλόyημa, η. αίτ-ημα, η. Posture, σχήμα, η. Pot, χύτρα, /. xvTp]s, f. χυτρίδων, η. κ4ραμο5, τη. Κ€ράμίον, η. Potable, ΐΐ6τιμο$ [St/s Potash, λίτρον, η. : of potash, λιτρώ- Potation, τΓ0σί5, /. ττόμα, η. Potency, δύναμι$, /. Ισχυ$, /. Potent, ^xvphs, δυνατ})3, KpaT€phs Potentate, &ρχων, m. δυνάστηε, m. Potential, δυνατ})5 Potsherd, οστρακον, η. Pottage, ττόλτοε, m. Potter, κ€ραμ€υ$, m. πλάστης, m. : potter's earth, κ4ραμο5, m. yri κ^ρα- μΊτις, f. : to be a potter, κ€ραμ€νω Pouch, ττηρμ, f. μάρσυπο8, m, βαλάν- TLov, n, ^ POV PRE Poverty, πε^α, /. xpeia^f. αμηχανία, f. αχρηματία, f. αχρημοσννη, f. Poult, veoaahs, m. ορνίθων, η. Poulterer, ορνιθοκάπηλοε, m. Poultice, μοΛα-γμα, η. κατάπλασμα, η. Pound, μνα, f. Κίτρα, f. : weighing or worth, a pound, μνααΙοΒ, μναϊαΐοε, μνα7θ9 [^συντρίβω, ipeiKw, λβαίνω Pound, V. αλοάω or όΛοιάω, τρίβω, Pounded, κατίρ^ικτοί Pour, V. χ6ω, τΐροχ^ω, καταχτώ, λζίβω, στΓ€ν^ω, κατασπεν^ω ; intrans. peco, χ€ομαΛ : to pour in or into, εγχέω, €ί(Γχ€ω: to pour over, επίχεω, θΤΓίπροχβω : to pour out, εκχεω : to pour around, ττερίχεω, αμφιχ€ω : to pour together, συγχέω, συλ- λε//3ω Pouring, χνσιε, f. : pouring forth, €κχυσΐ5^ f. Βίάχυσΐ9, f. ττρόχυσίί, /, Pout, V. μνχθίζω, προμνλλαίνω Powder, kovis, f. κονία, /. Powder, v. κονίάω Powdery, κονίορτώδη9 Power, ζνναμί$, f. bvvaaLS, f. Βυνασ- τεία, /. 1(τχν5, f. κράτοε, η. i^ovaia, f. ρώμη, f. άρχη, f. Kvpos, η. : having power over, to do, ώο. Kvpios, αυτοκράτωρ : it is in the power of, ε|εστί, ττάρεστί Powerful, dwaThs, deivhs, μέ'γα$, iaxvphs, iyKpaTT]s : to be power- ful, ^υναστ€ύω, Ζΰναμαι, ισχύω, ςπιπολάζω Powerfully, adv. Βννατώε, ισχυρών, €Ύκρατώ5 [ακράτωρ Powerless, a^mros, aadcv^s, ακυροε, Practicable, ττόριμοε, ίμΐΐρακτο$ Practical, irpaKTiKhs Practice, άσκησιε, f. 'γνμνασία, f. τρι- β^, f. μ€λ€τη, f. μ€λ€τημα, tt. τταρα- σκ€υτ], /. ε'πίτήδευ^α, η. εττίτήδει/- σΐ9, /. τταίδεία, /. κυλίνδησιε, /. Practise, ν. ασκάω, Επασκίω, μελετάω, δίαμελετάω, ^γυμνάζομαι, 4πιτηδ€ύω, νομίζω, ανατΓ€ίράομαι, €ν€ρ'γάζϋμαι Practised, ασκητ})$, μ€\€τητbs Practiser, ασκητηε, m. πρακττ^ρ, m. Pragmatical, ^τρa■yμaτικbs Praise, iiraivos, ίπ. cdvos, m. elAoyia, f. €υφημία, f, €Ύκώμιον, η. iiraive- ais, f. Praise, v. αινάω, 4παιν€ω, iyκωμιάi^ω, εύλογεω, ^ϋφημ^ω, ΰμνάω : to [)r;iiso too much, υιτζρ^-ηαινίω Praised, aiVr/xby, ύμνητ})$ : nuich praised, ττολναίνητυε Praiser, 4παιν€τη3, m. iyι(ωμιaστ^s, vi. 48(5 Praiseworthy, eiraiv^Ths, a^iiiraivos Prance, v. yaυpιάoμaι, ψριμάσσομαι, μ€Τ€αφίζω, πηδάω Prancing, μετεωροϊ, σοβαρ})5, 6ρθιο5 Prank, τταιδια, f. ivaiyviov, η. Prate, ν, κωτίλλω, άδολεσχεω, στω- μύλλω, ληρ€ω, φλυαρ^ω, λaλay€ω Prater, αδολ^σχηε, m. κωτίλοε, m. Prating, στωμυλία, /. άδολεσχία, /. φλυαρία, /. ['Koλυλόyos Prating, κωτίλοε, στωμύλοε, φλυαρ})9. Prattle, ν. κωτίλλω, στωμύλλω, άδο- λεσχεω, φλυαρ^ω, ληρ4ω Prattler, άδολε'σχτ^ί, m. κωτίλοε, τη. Prawn, Kapls, f. [στωμνληθρης, m. Pray, v. εύχομαι, ττροσ εύχομαι, εττευ- χομοκ, λίσσομαι or λίτομαι, λιτα- ν^ύω, άράομαι : to pray together, συν^ύχομαι^ συνβττζύχομαί [ciJKTaTos Prayed, euKrbs : prayed for, ei/KThs, Prayer, εύχτ/, /. eυyμa, η. εττευχ)/, /. κατζυχτ], f. κάτeυyμa, η. λιτ^, /. apcL, f. : of or belonging to prayer, εΰ/CTaiOS [y€λίζoμaι Preach, v. κηρύσσω, ττροφητβύω, εύαγ- Preacher, κήρυξ, m. €ύayyeλιστηs, m» Preaching, κηρυξιε, f. Preamble, ττροοίμιον, η. 'πpόλoyos, τη. Precarious, ^πισφαλ^ε, ακροσφαλ^ε, αβ€βαιο$, άτΓοροε Precaution, ευλά^3εια, /. προμήθεζα, /. φροντιε, f. ετΓίμελεία, /. μέριμνα, /. Precede, ν. προέχω, ττροοίχομαι, προ- τ€ρ4ω, προαναφέρομαι ; (happen pre- viously) ^τρoyίyvoμaι Precedence, προτέρημα, η. πρωτεΓον, η. πρωτεία, /. προστασία, /. ττρό- στασΐ8, /. Precedent, παράδείγμα, η. Precedent, προτέρου Precept, πaράyyeλμa, η. εττ/ταγμα, η, άκουσμα, η. ύποθ-ίικη, /. δίδαγμα, η. Preceptor, ΒιΜσκαλο$, Ώΐ.'παιδ€υτ^$,Μ, Precinct, τεμεί/os, η. άλσοε, η. Precious, τίμιθ3, €ρίτιμο$, βντιμοε Preciously, adv. τιμίω$, €ντίμω$ Preciousness, τιμι6τη$, /. Precipice, κρημν'όε, m. Precipitate, irpoireT^s, πρην^ε, θ^ρμό- βουλθ3, €ξαίσΐ05, μάταιοε Precipitate, ν. κρημνίζω, κατακρημ- νίζω, 1>ίπτω ; (Jiastcn) ταχύνω, στΐ^ύ- δω, οτρύνω Precipitately, adv. προττετώϊ, προτρο- Precipitation, προττε'τεια, /. [ττάδην Precipitous, άττόκρημνυε, ατότομυί^ άτΓοβ^ωξ, κρημνώδηΞ Precise, άκριβηs, άτρεκ^, aKiBphs PRE Precisely, adv. ακριβώ$ Preciseness, Precision, ακρίβεια, f. Preclude, v. ατνοκΚ^ίω, αττοκωΑνω Precocious, iTpo(p€p7]s, ■προθαΚΊΐ'ί Preconceive, v. ιτροαισΟάνομαί Preconception, ττροαίσθησιε, f. Preconsider, v. προσκοπ€ω, ττρονοίω, προβουλ^νω Precursor, τΓρό^ρομο5, m. Predatory, λτ)στικ})5 Predecessor, 6 npoyeyoyoos, irpSyouos Predestinate, Predestine, v. -προορίζω, ττροτάσσω, ΐΐρο€ρ4ω, 4ΐΓίκλωθω Predestined, ΐΓροθ€σμιο5 Predeterminately, adv. ιτροωρισμ^ί^ωε Predetermination, TrpSra^iSy f. irpo- ορισμ})$, m. [ττροκρίνω Predetermine, v. Ίτροτάσσω, προορίζω, Predicament, κaτηyoρίa, f. {condi- tion) συρτυχία, f. [ρονμζ^ορ Predicate, κaτηyόρημa, n. rh Karriyo- Predicate, v. κaτηyop4ω Predict, v. ^Γpoλ€yω, ιτρο^νά-πω cfc ττρουννίττω, μα^τΕνομαι Prediction, μαντβΊορ, η. 'Kp6ppif]aLS, f. Predispose, v. ττροβιβάζω Predominance, ύττ^ροχή, f. ύβ€ρβολ^, f. €τηκράτ€ΐα, f. 4ιηκράτησι?, f. Predominant, ύπ€ροχο5, iitiKpar^s Predominate, -y. ύπ€ρ€χω, υπερβάλλω, 6τηκρατ€ω'^ Pre-eminence, ύτΓζροχη, /. αριστεία, /. ύτΓξρβολ^, f. Pre-eminent, ύπ4ροχο5, €ξοχο5, €κ- TTpeTT^js, Trepiaahs [na>s, irepiaaccs Pre-eminently, adv. 4ξόχω9, 4κπρ€- Pre-establish, ν, Ίτροκαθίστημι Pre-exist, v. τροϋπάρχω, ^Γpoyίyuoμaι Pre-existence, προύτταρξιε, f. Preface, Trp0\oyos, m. ττροοίμιον, η. Preface, v. προοιμιάζομαι, ^τpoX4yω i^refect, irpoeffrclos, m. έττιστάτ-ηε, m. €τημ€\ητη$, m. iirirpoiros, m. 7)ye- μ(αν, m. iirapxos, m. Prefecture, iirapxeia, f. Prefer, v. ιτροημάω, τΓροαφ€ομαι, ανθ- αφ€ομαι, αΙρ4ομαί irph, άντί or μάλλον, Ίτροκρίνω, -κροΚαμβάνω, ιτρο- τίθημι Preferable, alperhs, irpoaiperhs Preference, alpe^Ls, f. ^Γpoaίp€σιs., /. ττροτίμησιε, /. ττρόκρισίΒ, f. Preferment, ^Γpoayωy^, /. Preferred, irpoaipeTos Prefix, V. προτίθημι Pregnancy, κνησΐ5, f. σύλληψί^, /. Pregnant, 4yκvμωu, eyKuos : to be pregnant, κνω, κυάω 4S7 PRE Prejudge, v. ^Γpoκaτayιyvώσκω, -προ- κρίνω, ττροκαταδίκάζω, -προλαμβάνω Prejudging, ^Γpoκa^άyvωσ^s, /. Preju(lgment,7rp^/fpi/xa, η. -πρόκρισί^,/. Prejudice, ττρόκρίσι^, f. {injury) βλα- Prejudice, v. βλάπτω [βπ, f' Prejudicial, eVif^/xtos, άνωφίΚη^', β\α- β€ρ})^, άλυίΤ4Τ€λή9 Prelacy, 4τησκο-πη, f. Prelate, 4πίσκο·πος, m. Preliminary, -προτίκ^ω^ : prelimi- nary contest, TTpoayibv, m. Prelude, ττροοίμων, η. προαύλιον, η. Trpoay^v, m. rh βνδόσιμον, αναβολή,/. Prelude, v. αναβάλλομαι, προαναβάλ' λομαι, ανακρούομαι Premature, -πρόωροε, άωρο$ : to be premature, προακμάζω Premeditate, v. -προνοάω, ττροβουλ^νω Premeditation, -πρόνοια,/, -προβουλη, /. βούλ^υσιε, /. Premier, -πρώτοε, apxiKbs Premise, -πρότασιε, f. Premise, v. ύ-ποτίθημι, ττροοιμιάζομαι Premium, μίσθιε, m. ycpas, η. 3ίΘλον,η. Preoccupy, v. ττρο καταλαμβάνω, -προ- κατ€χω Preordain, ν. ιτρο^ρ^ω, προτάσσω [/. Preparation, παρασκευή, /. κατασκβυ^η. Preparatory, 'παρασκζυαστικ})$ Prepare, ν. σκευάζω, παρασκευάζω, κατασκευάζω, 4ξαρτύνω, ετοιμάζω, στέλλω, μηχανάω, κοσμεω, ευτρε· πίζω, προχειρίζομαι, εντύνω, πορ- σύνω : to be prepared, διασκευά- ζομαι, παρασκευάζομαι, παρατάσσο' μαι Prepared, ετοιμο$, ευτρεπ^ε, εντυκτος Present, Βώρον, η. παροχτ], /. Present, ν. Βί^ωμι, Βωρεομαι; {hold out, offer) επέχω, πpoάyω Preponderance, ροπ^, /. Preponderate, v. ρεπω, κρατεω, νικάω, βρίθω, ύπεpάyω Preposition, πρόθεσιε, /. Prepossess, ν. προλαμβάνω Preposterous, άτοπο$ Preposterously, adv. ατόπωε, αώρω$ Preposterousness, άτοπία, /. Prepuce, ακροποσθία, /. Prerogative, yερas, η. προνομία, /. προτέρημα^ η. Presage, θεσπισμα, η. προμάντευμα, η. προαίσθησι$, /. πpόyvωσιs, /. Presage, ν. θεσπίζω, μαντεύομαι, απο- μαντεύομαι, οσσομαι Presbyter, πρεσβύτεροε, m. Prescience, 7rρόyvωσιs, /. PRE PRI Prescient, TrpoypwariKhs, irpoci^chs Prescribe, v. €ξηy€oμaι, ύττοΎράφω Prescript, ^Γpόyρaμμa, τΐρο^ραφτ], /. iirira^is, f. [n. Prescription, TTpoypa(p)],f. avyy ράμμα, Presence, παρουσία, f. : presence of mind, ατγχίνοια^ f. rh φρόνιμοι, σνΚ- Koyos ^vxris : in presence of, eV οφθαλμο75, is 6φθαλμου5 Present, ipearcos, Kadear^s, τταρων, irapaTrddios : the present, rh αντίκα, rh τΐάρον : present circumstances, τά τΐαρόντα, τα παραχρήμα, τά υπάρ- χοντα, τα παρ^όντα πpάyμaτa : to be present, πάρ^ιμι^ πρόσ^ιμι, παρα- τυyχάvωy πapayίyvoμaι, παρίσταμαι, υπάρχω, παραστατάω, πρόκ€ίμαί, ύπόκ€ΐμαι, 4πίπάρζίμι, απαντάω, iv- τυyχάvω Presentation, παροχή, /. Presentiment, προαίσθησΐ5, f. : to have a presentiment, προαισθάνομαι Presently, adv. αντίκα, παραντίκα Preservation, σωτηρία, f. (act of pre- serving) πβριποίησίί, f. Preservative, φυ\ακτ'ί)ρίον, η. [/cbs Preservative, φνΧακτ'ί]ρω3, φνΧακτί- Preserve, v. σώζω, διασώζω, φνλάσσω, διαφνλάσσω, κατέχω Preserver, σωτ^ρ, τη, σώτ€φα, /. Preside, ν. ςπιστατάω, προστατ4ω, προίσταμαι, προκάθημαί Presidency, προεδρία, /. πρνταν^ία, /. President, πρ0€Βρο$, m. ^πιστάτηε, m. προστάτηε, m. πρντανίΒ, m. : to be president, προ^^ρ^ύω, πρνταν^νω Press, Ίπο8, c. τροπ-ηϊον, η. Press, V. πί€ζω, προσπιέζω, 4πιπί€ζω, 4πeίyω, σννάχω, σάττω, πιΚόω, 4μ- πίλ4ω : to press upon, 4πίκ€ίμαί, €yK€^ai, πρόσκ€ίμαί, Επιβρίθω : to press together, σνμπιέζω, συνωθέω, συμφράσσω, συμπιλίω, συνθλίβω Pressed, πι€στhs Pressing, Pressure, Trte^is, /. σνμ- πί€σί$, f. πίλησιε, f. πίΚωσί$, f. Presume, v. πλεονάζω, αλαζονβύομαι, προσποιίομαί ; (suppose) οίομαι, et- κάζω Presumption, υπ^ρηφανία, f. αλαζο- j/eta, /. (supposition) υπ6θζσι$, f. Presumptuous, νπ€ρτ)φανο8, άλαζων, ύβριστίκΐ3, άτάσθαλο$, υπζρφία\ο$, ύπεροπλοΞ, ύπβρηρορίων Presumptuously, adv. ύπίρηφάνω^, ύπ€ρφιά\ω5, μ€yaλoφpόuωs Pretence, πpόφaσιs, f. ^Ιρων^ία, f. σχήμα, η. πρυσπυίημα^ η. ορομα, η. m Pretend, v. προσποιέομαι, προφασί- ζομαι, σκ7]πτομαι, υποκρίνομαι, σχη- ματίζομαι Pretended, προσποιητοί, €πακτ})5 Pretendedly, adv. προσποιητω$, πρό- φασιν Pretender, αΚάζων, m, ύποκριτ^ε^ m. Pretending to, προσποιητικο3 Pretension, προσποίησιε, f. ύπόκρισΐ5, f. €ΐρων€ία, f. σχηματισμ}>5, m. Pretermit, v. ελλείπω, παραλείπω Preternatural, ύπ€ρφυ^3, 4κφυ}}5 Preternaturally, adv. ύπ€ρφυώε Pretext,πpί{(/)ασίs, /.σκηψίί,/. πρόσχη- Prettily, adv. καλώε, κομ·^ω$ [μα, η. Prettiness, koKKos, η. κομ\ρότη$, /. Pretty, KaAhs, /co^\|/5s : very pretty, περί«αλλ7?5 Prevail, v. κρατ4ω, 4πικρατ4ω, νικάω, κατβχω, επέχω, €παρκ4ω^ ρέπω : to prevail over, πeριyίyvoμaι, π^ρί^ιμι Prevalence, 4πικράτ€ΐα,/. βπικράτησίί, /. ύτιβροχτ],/. ύπζρβολ^,/. Prevalent, ύπέροχοε, €πικρατη$ Prevaricate, ν. καθυφίημι, λεπτολογεω, aμφιλoy4oμaι Prevarication, λεπτολογία, /. Prevent, ν» €ίpyω, άπείργω, κωλύω, παύω, εχω, ^ξιάομαι Preventer, κωλυττ/^, m. Prevention, /ίώλυσΐ5,/. Preventive, κωλυτικh5, ^ιaκωλυτικhs Previous, πρ6τ€ρο$ Previously, adv. πρότ^ρον, πρ\ν, τεωί Prey, άγρα, /. &yρeυμa, η. aρπay)], /. Θ'ϊ]ρα, /. ελωρ, η. βλώριον, η. Prey upon, v. δάπτω Price, τιμ^, f. τίμημα, η. ^vos, m. μισ- ehs, m. : fair price, αξία, /. ισωνία, f. : to raise the price, πλζίστηρι- άζω, ανατιμάω Prick, στιyμη, f. vύyμa, η. κέντρον, η. Prick, v. νύσσω, στίζω, Κ€ντ4ω : to prick up the ears, τά ώτα bpQhv 'ίστημι, συvάyω τα ώτα Pricking, στιyμhs, m. κ4ντησι$, f. Prickle, άκανθα, f. Prickly, ακανθώΒηε Pride, φρόνημα, η. oyKos, m. ύπ€ρη' φανία,/. μeyaλoφρoσύvη,f. αυθά^€ΐα, f. ΰφρυε, f. yaυpότηs, f. : to pride oneself on, τρυφάω, yaυpιάω, yav- ρόομαι, eπayάλλoμaι, φιλοτιμέομαι, καλλωπίζομαι Priding oneself ο?· exulting in, yavpos Priest, tepehs, m. ί€ροφάντη$, m. πρό- πολο5, c. : chief-prioHt, apxicp^vs, VI. : to be a priest; ί€ράομαι PRI Priestess, Upeia, f. ap-firctpa, f. Priesthood, Upareia, f. 'κρωσύρη, f. Priestly, lepariKhs, ί€ροφαντικΐ3 Primacy, rh ττρωτ^ιον Primarily, adv. -πρώτον Primary, ττρώτος, apxiKhs Prime, ακμ^, f. &ωτο$, m. a- tioii) ζιατρίβη, f. Proffer, v. -ηροτ^ϊνω, ττροτίθημί Proficience, Proficiency, επιστήμη, /. ίτηστ-ημοσννη, f. -προκυττ^, eVi- δοσίί, /. Proficient, ό ^τηστημων, σοφιστ-ή^, m Proficient, Ιττιστηιχων, hthaMTh^, -"ο XvuaQr]s : to be proficieut, ^po- κότττομαι Proficiently, adv. iπιστηu6l·ωs 490 PRO Profit, K€p5os, n. λυσιτ€λ€ΐα, f. ωφέ- λεια, f. iiriKapiria, f. κάρττωσιε^ f. Th λυσίΤ€λονν, ιτρόσο^οε, /. : to gain profit, κερ^αίνω Profit, V. ώφ€λίω, λυσιτ^λάω, συμ- φ€ρω : to profit by, αττολαύω Profitable, Κ€ρ^αλ4θ3, ώφ4λίμοε, λυσι- τεληί, σύμφορο$ : more profitable, κερ^ίων : most profitable, κερΖισ- το3 : to be profitable, συμφ^ρω, λυσιτελίω [λυσιτ€λοΰντω$ Profitably, adv. /cepSaXeoJS, λυσίτβλώϊ, Profligacy, ασωτία, f. ακρασία, f. ακολασία, f. νβρΐ5, f. €ύχ4ρ€ΐα, f. Profligate, άσωτοε, ακρατηε, ακόλασ- Tos, ακράτητο s, ^ύχερηε ^ to be profligate, ακυλασταίνω, ασωτ^ύ- ομαι \aκoλάστωs Profligately, adv. ασώτωε, ακρατώε, Profligateness, ασωτία^ f. ακολασία, f. ακρασία, f. Profluence, ττρόο^οε, /. Profluent, -κρορρύων ^ Profound, βαθυ3\ {of mind) βαθν- φρων, βαθύβουλοε ; {as sleep) aMs, 7Γθλυ5 Profoundly, adv. βαθ€ω$ Profundity, Profoundness, βάθοε, η. βαθύτηε, f. {of ivisdoni) βaθυypω' μοσνρη, f. Profuse, δαψίλ7?5, δαττανηρ^ϊ, πβρισσόί, &φθοΡθ$, ΤΓολυε, adivhs, e/c7r\€0S, 7rpo€TLKhs, αμφίλαφηε Profusely, adv. δαψίλώ9, άφ6ΐδώ?, άδηϊ/, αλΐ3, αφθόνωε Profuseness, αφ€ί^ία, /. δαψίλβία, /. αφθονία, f περιουσία, f. πλησμον}),^ Profusion, δαψίλεια, /. περιουσία, /. E\)iTopia,f. πλΎ\θο$, η. πολυπληθεια, f Progenitor, πρόyovos, m. προπατωρ, m. Progeny, y^vos, η. y€vv'ημa, η. σπερ- Prognostic, πρoyvωστ^κhv [μα, η. Prognosticate, v. προθεσπίζω, μαντεύ- Prognosticating, πρoyvωστiκhs ^ [ομαι Prognostication, πpόyvωσιSy /. μαν- τεία, f. μάντευμα, η. Progress, προκοπή], f πρόυ^οε, f προ- χώρημα, η. ^ [Χ^Ρ^<" Progress, ν. προβαίνω, πρoάyω, προ- Progression, πpόoζos,f. προχώρησΐ5,^. Progressive, προβαίνων Prohibit, ν. κωλύω, απεΊπον, aπayo- ρεύω, ε^pyω Prohibited, άπ($^|5ητοί, κωλvτhs Prohibition, κώλυσι$,ί. απόρρησιε, f. απόββημα, η. σ.■nayόρευμa, η. αττ- ayόpευσiS,f. εlpyμhs, ν,. [ΐυια,^. Project, μηχάννκία, η. βονλ^, J. εν· PRO Project, V. (jut out) ττρυ^χω, ^^βχω, €ξαι/€χω^ Εξίσταμαι, τΓρόκ€ΐμαι : to project over, ύττβρβχω, υττ^ραίνω ; {to plaUj scheme) τΓρυβά\\ω, tVvocoj, μηχαι/άομαί Projecting, προβλης, ύπ€ροχο$ Projection, (ξοχη, f. ττρυβυλ^, f. Ίτρόβολοε, m. ττρόβλημα, η, [tt^s, riit. Projector, μΎ]χανο(>ρά<ρο$, m. ^^-ηγη- Prolific, Ύ0νιμο$,τΓολντόκυ5, τΓυλυχόθ5, iroAvyo^os Prolix, μακρ})ε^ ίπιμ-ίικηε, €ΚΤ€ρη$, iro\vk0yoSj μακρο\6Ύθ3 : to be pro- lix, μaκpoλoy€ω, μακρ-η^ορ^ω, μ-ηκΰνω Prolixity, μηκο5, η. μaκρoλoyia, /. TtoKvKoyia, f. μaκpηyopίa, f. Prologue, irpdAoyos, m. Prolong, v. e/creiVco, τταρατ^ίνω, μψ κύνω, ατΓομηκννω Promenade, TrepiVaros, m. Promenade, v, πβρίττατεω Prominence, εξοχτ/, /. ττρ6βο\ο$, m. ΊτρόβΑ-ημα, η. ττρυβολτ], /. Prominent, e|oxos, TT€pi, καταττορ- Ρίίω [6τα'φη(Τΐ5, f. Prostitution, τορι^βία, /. huip(:ia, J. 492 3 PRO - Prostrate, v. καταβάλλω, καταστρών· ^ νυμι : to prostrate oneself before, ΊΓροσκυνβω, προσπίπτω ι Prostrate, προπεττ;^, πρην^9 [ais.f. j Prostration, ττρόπτωσιε, f. προσκύνη- \ Protect, V. αμύνω, προίσταμαι, στεγω, -\ 6πίστατ€ω, ύπερστατβω, ζτησκοττέω \ Protection, προστατεία, / ττροστασία, j /. €ΤΓίκονρία, f. €ΐηκούρησΐ5, /. επί- ; κούρημα, η. epKos, η. ^ Protector, -προστάτηε, m. επιστάτης, j m. eTTLKovpos, m. σωτ^ρ, Τϊΐ. άμυν- ; τ^ρ, m. \ Protest, ν. μαρτύρομαι, διαμαρτύρομαι : Protestation, μαρτυρία, /. διαμαρτυ- ' ρία, /. [δίακρούομαί, αναβάλλω , Protract, ν. μηκύνω, Ελκω, παρέλκω, : Protrude, ν. έξίσταμαι, προέχω, πρύε|- = ίσταμαι ' Protuberance, oyKos, m. οίδημα, η, ανοίδησΐ5, f. Proud, ύττέροΊτλοε, ύπερφιαλοί, ύπερή- φανο5, ΰτΓ€ ρφρων, ν7Γ€ρηνορ€ων, ύπερ- · ηνωρ, μ€yaλ^}vωpf ν\ρίφρων, μζyaλό' ; φρων, σ€μν})3, μζyaλe1os, ayavphs : j over - proud, ύπ4ρανχο5 : to be 1 proud, μ€ya φρονάω, /^εγαλοφροί/εω, υτΓ^ρφρονάω, 6yκόoμaι, σ€μνννομαι, ' θρύτΓτομαι : to be proud of, άγάλ- λομαι, ύπ€ρφρον€ω : to be over- proud, ύπεραυχε'ω Proudly, adv. νπ€ρΎ)φάνω9, σ€μνω$, μeyaλoφρόvωSf ύπ€ρφιάλω$, ύπερ- οτΐλον, νπερφρονα \ Prove, ν. δ^ίκνυμι, ^νδ^ίκνυμι, επίδεί/c- νυμι, δηλόω, καττ^γορεω, ελέγχω, εξελέγχω, αττοφαίνω, μαρτυράω, i τταρίστημι, άττοσημαίνομαι ; {make trial of, test) πεφάω, πειράζω, ■ δίατΓ€ίράομαί : able to be proved. ' δ€LKτhs, εύελεγ/cTos : hard to be ; proved, δυσα'πόδ€ΐκτο$ [νομ^, /. ; Provender, χίλ^^, m. χόρτασμα, η. Proverb, τταροίμία, f. λ6yos, m. εποί, i η. : to be a proverb, τταροιμιάζομαι i Proverbial, Ίταροιμίακ^Β, τταροιμιώδηε : to render proverbial, π-αροί^αιά^ω Provide, v. παρέχω, κατασκευάζω, επαρ«:εω, ττορίζω, 4κπορίζω, ττορσύνω, | δίοικ€ω : to provide for or against I {as casualties), ττροοράω, προνο€ω, ι προσ/ίοπε'ω, προφυλάσσομαι : able , to provide, πόρψοε, ^Γopiστικhί : \ well provided, 'ΐΓ0ριμο$ : easily | provided, είίπορο5 ' Providence, πρόνοια, f. προμ-ί^θεια, f. : ^ by divine providence, θεία τύχζΐ, < in 06 lay τύχην, θ^ίω'ί ] i PRO Provident, Tvpovo-qriKbs, irpoopariKhsy <Ρρ6νιμο3, ■κρομ'ί]θΎ]3, npouoos Providently, adv. evAajS^y, €κ -προ- voias m. Provider, iropiffT7]s, m. παρασ/ίβυασ- Province, €παρχία, /. νόμοε, m. {office) rh καθήκον : commander of a pro- vince, νομάρχη?, m. νόμαρχο?, m. eirapxos, m. Provincial, i-rrapxiKhs Provision, eVi/xeAeia, /. : provisions, (food) σ7το5, m. σΊτα, η. pi. σηίον, η. (τιτία, η. ρΐ. aiTrjais, f. βπισιτίσ- μhs, m. Provision, v. σιτοτνοίίω^ σίτο^οτ4ω : to be provisioned, σιτο^οτίομαι Provocation, epe^t^/ubs, m. €ρ4θισμα, η. 'ηαροΙυσμ6$, τη. Provoke, v. 6ρyίζω, ^ζορ-γίζω, ζρβθίζω, irapo^vuw, bpyaivojj χολόω, epe^o;, κινίω i*row, Ίτρωρα^ /. Prowess, aper^, /. αν^ρ^Ια, f. εύψυχία, /. ^ύναμΐ3, f. Ισχν$, /. Prow], V. (Τκυλ^νω Prowler, σκυλξυτ^ε, m. Proximate, ά-γχι, iyyvs, avueyyvs, τΓλησίον, τταρα Proximity, ay χιστ^ία, f. εγγυτηϊ, /. Prudence, φρόνησιε, f. σωφροσύνη, f. πρόνοια, f. €ύλάβ€ΐα, f. προμηθΕΐα, f. yvώμη, f. ευβουλία, f. Prudent, φρόνιμοε, σώφρων, €ΰβου\θ3, TTpovoos, ΤΓρονοητικ})$, €ύλαβτ]3, προ- μ7]θ)]3^ σύννοο$, φρά^μων, ττολυφρά^· μων, συν€τ})5, irvKvhs, nvKLvhs, δαί- φρων, vyi-^s, €vλόyιστos Prudently, adv. φρονίμω3, σωφρ6νω$, €νλαβώε, eυyvωμόvωs, ^ΐ€σκ€μμ€νωε, φρονονντωε, €χ6ντω5, 'π·ρομηθίκώ5 Prune, ν, αττοτ^μνω, αποκόπτω, κλα- Pruner, κλαδβυτ^ρ, m. κ\ασ7τ]ρ, η. Pruning-hook or knife, κλαΒζυτψων, η. κ\αστ'ί]ρίον, η. Prurience, κνησμα, η. κνισμ})3, m. Prurient, κνησμώΒηε Pry, V. παρακύπτω, ύπβρκύπτω, Ιχν^νω, €ξ€τάζω Psalm, ψαλμ^5, m. Psalmody, ψαλμαυδια, /. Psaltery, ψαλτήρωι/, η. Ptisan, πτισάνη, /. Puberty, ηλικία, /. €φηβία, f. ηβη, /. Public, Βημόσιο3, Koivhs, ^ημοτικ})5, Βημοτ6λ^5, πάν^'ημθ5, ^ημιοε, πολί' TiKhs : to make public, Βημ^νω, Βημοσιόω, διαγγελλω 493 PUN Publican, τΐλώνη^, m. (innkeeper) κάπ-ηλοΐ, m. ^€νοδόχο$, Μ. Publication, K-fjpv^is, f. aι^ay6pζυσι3, f. ανάββησις, f. άνακηρι /. Publicly, adv. Koivrj, δημί,σίχ Publish, V. ανακηρύσσω^ €ξayop€ύω, iπayyίλλoμaι, φανβρόω, δημεύω, π€ριφ(ρω, διαδίδω/ϋ ; (of α book) 4κδίδωμί, €κφίρω Puerile, παιΒαριώδη^, παίδί/c^y Puerility, νηπιότη?, /. νηπιίη, f. Puff, πνεύμα, η. άημα^ η. Puff, ν. φυσάω : puff up, (with pride) χαυνόω, €κχαυνόω, ζπικουφίζω ; (praise too highly) άναπ\άσσω, πυpyόω Pugilist, πύκτηε, m. οτ^ωνιστη$, m. Pugnacious, μαχηηκ})^, ο^ύχ^ιρ Pugnaciously, adv. μαχηηκώ3 Puissance, δύναμι$, f. σθ4νο3, η. Puissant, Zvvarhs, μ€yaσθ€V7J9, eyKpa- Pull, V. Ελκω, τίλλω, σπάω, €πισπάω : to pull off, (as the hair) τίλλω, αποτίλλω, παρατίλλω : to pull up, άνασπάω : to pull down, καταβάλ- λω, κατασπάω, διαιρ€ω : to pull away, αποσπάω : to pull out, 6|et- ρω ; (as the hair) τίλλω, αποτίλλω : to pull against, ανθάλκω [λ/α, η. pi. Pulley, τροχιλ4α ώ τροχιλία, f. τροχί' Pulmonary, πv€υμovικhs Pulp, πολτοί, m. Pulpit, βημα, η. οκρίβα$, m. Pulse, οσπριον, η. οροβοε, m. Pulse, {beating of the heart, <&c.) σφυyμhs, m. σφύ^ΐΒ, f Pulverise, v. αμαθύνω Pumice-stone, κισηρ\$, f. : like pu- mice-stone, κισσηροζΐδΊ)3 Pump, κηλών€ΐον, η : to pump out, €ξαντλ€ω : to pump out water from a ship, άντλον dpy^iv vahs Punctual, άκριβΎ]£ Punctuality, ακρίβεια, /. Punctually, adv. ακριβώε Punctuate, v. στίζω, διαστίζω Punctuation, διάστιξιε, /. Puncture, τρύπημα, η. Pungency, δρίμύτη$, f. πικρότηε, f. Pungent, Βριμυ^, πικρ})ε Punish, V. κολάζω, τιμωρ€ομαι. ζημιόω, €πίζημιόω, προσζημιόω, αμύνω, τίνΟ' μαι, αποτίνομαι, μ€Τ€ρχομαι, μ€Τ€ΐμι Punisher, κολαστηε, m. €πιτιμητ7]Ξ, m. Punishing, ποίνιμο3, τ€λ€σφόρο$ Punishment, ποιν^, /. ζημία, /.^ δί/c^, /. τιμωρία, f, τιμώρημα, η. τίμημα. PUN η. riais, f. κόλασιε, /. κόλασμα, η. : to inflict punishment, δίκην λαμ- βάνω, βπιτίθημί Βίκηι/ : to suffer punishment, υπομένω τιμωρίαν, δί- Ky}v δίδωμι, δίκην €χω Punt, irKoiov κοντωτ})ν, η. Pant-hole, Kourhs, ηι. Puny, μίκρ})5 Pupil, μαθητη?, m. τταίδ^υμα, η. φοι- τητη9, m. Pupil, {of the eye) κόρη, f. 'γληνη, f. Puppy, σκνλαζ, m. σκυλάκιορ, η. κυ- Purblind, μυω^\/, μvω^ΐhs [νίσκη, f. Purchase, ώνη, f. Purchase, v. ών^ομαι, πρίαμαι, ayopa(w Purchaser, ώνητη^, m. ayopaaTTjs, m. Purchasing, cour], f. iiviqGLSy /. ayo- paais,f. Pure, Kabaphs^ayphs, άκρατοε, uKepaios, άμίαντο5, oams, aμιy)ί]S, άμίΚΤ03 : to be pure, καθαρ^ύω Purely, adv. καθαρώε, ayua>s, αμιάντωε Purgation, κάθαρσιε, f. αποκάθαρσιε,/. Purgative, καθαρτικοε, καθάρσιοε Purge, V. καθαιρώ, αι/ακαθαίρω, άπο- καθαίρω, ύποκ^νόω, υττ^ρινάω PuYger, καθαρτηε, m. καθαρτ-ηρ, m. Purging, κάθαρσΐ5, /. αποκάθαρσιε, /. vTrepiurjGis, f. Purification , κάθαρσι$, /. καθαρμ})ε, m, καθαρισμ})3, m. ayvLσμbs, m. Purifier, καθαρτηε, m. καθαρτηρ, m, ayvLTTis or ayvLar)]s, m. Purify, v. καθαιρώ, άποκαθαίρω, βκκα- θαίρω, άψοσιόω, όσιόω, ατγνίζω, καθ- ayl·ίζω Purifying, καθαρτίκοε, καθάρσιοΒ [/. Purity^ καθαρότηε,/. ayv6r7]s,f.^yv^'ia, Purloin^ ν, νφαρττάζω, ύττξξαιρξω, ϋττο- κλ€7Γτω [ψοίί/ίΙ, ΊΊΐ. ύστρζον, η. Purple, -πορφύρα, /. ττορφύριον, η. Purple, irop^Cpeos, Tropcpvpdeis, φοίνιξ, φθΐνΐκ})3, φθΐνίκ€05, φθΐνΐκ0€ί5, ΤΓΟρ- φνρόβαπτο5, aXovpyrjs : entirely purple, όλοπόρφυροε, ιταμττόρφυροε : to become purple, ττορφύρω : to dye purple, ττορφυρ^ύω, ττορφυρόω : to be purplish, ττορφυρίζω : purple garment, ττορφυρίε, f. aXovpyh, f. Purple-fish, ττορφνρα, f. υστρςον, η, oorpeiop,n. κογχύλη,/. Koyxv\iov,n. Purport, δνραμιε,/. v0os,m. διάνοια,/. Purpose, npoaipeais, /. βονλ^, f. βού- λ€υμα^ η. μ9ιτι$, f. πρόθβσιε, f. ττρο- βουλη, f. : on purpose, 4κ irpovoias, (Κ ΐΓροαφ€(Τ€ω$, ιτροκρίτωε, ^τΓίτηδβε : to no purpose, μάτην [βονΚομαι Purpose, v. -ηροαφίομαι, νροτίθ^μαι, 494 PUT Purposely, adv. 4κ τΓροαιρ4σ€ω$, 4κ npovoias, βπιτηδβ^, €Κουσίωε Purse, βαλάντιον, η. μάρσυττοε, m. Pursuance, δίω^ιε, f. ακολουθία, f. Pursue, v. διώκω, αποδιώκω, κατα- διώκω, θηρ^ΰω, θηράω, (φ^ττω, οπά- ζω, άκολουθάω, ζΐτακολουθ^ω, μ€Τ€ΐμι, μ€Τ€ρχομαί Pursuer, διώκτη$, m. διώκτη ρ, m. Pursuing, birabhs, μβταδρόμοε Pursuit, δίωξιε, f. διωyμhs, μ^τα- δρομη, /. {occupation) διατριβή, /. €πιτ'ί)δ€υμα, 71. 4πιμ€λζΐα, f. 4τΓΐμ4- λημα, η. Purvey, ν. 6\ρων4ω, ο^ωνιάζω, ττορίζω Purveyance, όψωνία, /. τΓορισμ})ε, m. Purveyor, 6\ρώνη$, ηι. Push, ν. ώθέω, συνωθ4ω, 4λαννω : to push away, άπωθέω, βκκρούω : to push back, άπωθ^ω : to push for- ward, προωθβω Pushing, ώθισμ})8, m. σννωσι$, f. : pushing forward, ττρόωσιε, /. Pusillanimity, μικρο^\/υχία, /. μαλα- κία, f. δβιλία, f. Pusillanimous, μικρ6τ\ιυχο$ Pustule, φλύκταινα, /. Pustulous, φλυκταινοΕΐδ7]3 Put, V. τίθημι, ίστημι, καθΊστημι '. to put down, κατατίθημι, καθΊημι ; {make an end of, destroy, dissolve, as governments, war, tumult, offices , ihc.) καταλύω, λύω : to put under, νφίημι, νφίστΎίμι, υποβάλλω : to put over, ύπβρτίθημι, βφίστημι : to put away, μβθίημι : to put forth, ττροτίθημι, προβάλλομαι, προ'ισταμαι; {as a tree its leaves) φύω : to put in, 4μβάλλω, 4ντίθημι, ^ΙστΊθημι, διαβιβάζω, 4μβιβάζω ; {intrans., of a ship) €ΐσ€λαύνω, ττροσίχω, όρμί- ζομαι : to put on, €πιτίθημι, προσ- τίθημι, πβριτίθημι, 4π€μβάλλω ; {as clothes) δύω ώ δύνω, 4νδύω ώ 4νδύνω, βννυμι, άμφι4ννυμι, 4πι4ννυμι, αμφι- βάλλω, -περιβάλλομαι, -περιδεομαι ; (shoes) ύποδβομαι : to put oft', {de- fer) διατρίβω, διάyω, παρωθεομαι; {as a garment) 4κδύομαι, αποτίθεμαι, άποδύομαι : to put round, π-epi- βάλλω, π-€ριτίθημι : to put before, παραβάλλω, τταρατίθημι : to put out, {extinguish) σβ4ννυμι ; {as tJie eyes) 4^ορύσσ'ω, 4κκ€ντ€ω : put on, -πρόσθίτοΒ, π€ρίθ€Τ05; {as a garment) €νδυτο3, αμφΊβολθ3 Putrefaction, σηφι$, /. απ6ση^\ιι$^ f. Putrefy, v. σηπομαι, πύθομαι PUT Putrefying, (τηπτήρ/ο5, σηπτίκ})^ Putrid, aairphs Putting, OeVis, /. : a putting on, iir^oK^, f. : a putting down, ("/ f/overnments, iumultSj 5, Rebuke, επιτίμησις, f. επίπληξιε, f. Rebuke, v. επιπλ'ίισσω, επιτιμάω Recal, Recalling, ανάκλησι$, f. επανά- κλησΐ8, f. Recal, v. άνακαλεω, άποκαλεω, κατάγω, άπάyω, αποστρέφω, καταδέχομαι : to recal to memory, άναμιμνησκω, υπομιμνίισκω Recant, v. παλινφδεω Recantation, παλινψΒία, f. [λoyεω Recapitulate, v. άναμιμνησκω, παλιλ' Recapitulation, πaλιλλoyίa, f Recede, v. άναχωρεω, άφίσταμαι, χάζο- μαι, άναχάζομαι, εϊκω Receipt, υποδοχή, f αποδοχή, /. : re- ceipts, {income) λη^\/ιs, f. {in ρΐ) Receive, v. δέχομαι, αποδέχομαι, εκ- REC ^€χομαι, υποδέχομαι, τταραδ^χομαι, λαμβάι/ω, αττοΚαμβάνω, (κλαμβάι^ω, ύποΑαμβάνω, φίρω, Kayxdvw, rvy- χάνω, ^ κομίζω : to receive back, καταδβχομαι : to receive in return, άντιδ€χομαί, ανηΚαμβάνω : to re- ceive from, ΊταραΚαμβάνω, διαδέ- χομαι : to receive besides, ηροσ- λαμβάνω [^^^^^ Keceiver, αττοδ^κτ^^ε, -τ^, m. ύττοδο- Receiving, \rj^is,f. ύττοδοχ^,/. κατα- ooxij, f. : receiving back, άι/τί- λτ/ψίί, /. Recent, peaphs, imivhs, v4os, Mymos ώ vnSyvos, ττρόσφατοε Recently, adv, ν^ωστί, ττρώην, άρτι, v^Γoyυίωs Recentness, Ρ€0τη5, f. καινότ-ηε, f. Receptacle, δοχ^, f. δοχύον, η. 4κ- ^oxuov, η. καταδοχ^, /. Reception, ύττοδοχ^, f. 4πιδοχ^, / Η^^, /. ληψιε, /. Recess, μvχbs, m. δοχ^, /. κ^νθοε, η, Κ€υθμ(νι/, m. ΤΓτνχ^,/. Recession, αναχώρησι$, /. Recipe, irpSy ράμμα, η. Reciprocal, αμοιβαωε, αμοιβ})5, κατάΚ- \η\05, ττα\ίνδρομο3, 'ΐΓαΚινδρομικ})5, WTiTraAos Reciprocally, adv, άμοιβαίωε, αμοι- βάδα, κaτa\λάyδΎ)J/ Reciprocate, v. αμείβομαι Reciprocation, αμοφ^, f. Recital, ^ Recitation, Reciting, άπ- a-yyeA/a, /. avάyvωσ is, f. ραψωδία,/. Recite, ΐ7. avayιyvώσκω, απαγγέλλω, άva\€yω, καταλέγω, διατίθημι, eV- αινάω, ραψουδεω Reciter, ραψ^δ^ί, m. Reck, V. €ΤΓΐμζ\€ομαι, άλ€yίζω, φροντίζω Reckless, αψρόι/τιστο5, acppovrh, ολί- yuipos, αμζ\^3, ακΎ]δ)]$, a\0y ιστο5, α^σίφρων, τταράβολοε, ράδιου pyos Recklessly, adv. άμελώί,' ακ-ηδέστωε, αφρομτίστωε, ραδ/ωϊ, ανζΐμένω$, άλο- yiσrωs, oλιyώρωs Recklessness, αμέλεια, /. aXoyiaria, /. ζύχέρζία, /. αφροσύνη, /. Reckon, υ. λoyίζoμaι, άριθμεω ; (con- sider, esteem) οϊομαι, δοκέω, Ύ]y4oμaι, νομίζω : to reckon among, €yκpίvω, iyκaτa\oyίζoμaι : to reckon to- gether, reckon up, (τυλλoyίζoμaι Reckoner, Koyiar^s, m. Reckoning, \oyισμhs, m. αρίθμησιε, /. Reclaim^, v. {demand hack) απαιτέω, άταιτίζω; (reform) ανορΒόω, έπαν- 499 REC Recline, v. άνακλίνομαι, κατακΚίνομαι, κατάκΕΐμαι, άνάκ€ΐμαι Recluse, 4ρτιμο? Recognisance, iyyυη, f. Recognise, v. yιyvώσκω, ^vayiyvtiy σ/cω, iπιyιyvώσκω, yvωpίζω, avayvω' Recognition, avάyvωσιs, f. avayvcSopi- Recoil, V. αναχωρ4ω, αναχάζομαι, αφίσταμαι Recollect, v. μιμνίισκομαι, αναμιμνί\- σκομαι, ύπομιμνήσκομαι, μνημονβύω, νοίω,^ €ννο€ομαι : easy to recollect, ΐύμνήμων, €ΰμνημόν€υτοε Recollection, μνΐ]μη, /. ανάμνησΐ3, f, ύτΓ0μνησΐ9, /. Recommend, ν. βτταινέω, αΙνίω, τταρ- αιν4ω, συνίστ-ημι, προσσυνίστημι, ^Γapeyyυάω Recommendation, (praise) ^naivos, m. (advice) -rrapaiveais, f, (intro- duction) σύστασι$, f. Recommendatory, συστατικο3 Recompense, v. αμείβομαι, ανταμ^· βομαι, άντατΓοδίδωμι, αντιδωρ4ομαι, αντιμ€τρ4ω, αττοτίνω broiv}j, f. Recompense, madhs, m. αμοιβ^,' f. Recompensing, ανταμοιβή Reconcile, v, καταΚΚάσσω, διαλλάσ- σω, συναλλάσσω, συνίστημι, συvάyω διαλύω, συμβιβάζω * Reconcil cable, καταλλακτικ})5 Reconciler, διαλλακτηε, -r^p, m. κατ- αλλακτ^5, m. μζσίτη^, πι. Reconciliation, διaλλay^, /. καταλ- λay^, /. συvaλλay^, / διάλυσιε, / Reconciling, διαλλακτ7ΐριο5, καταλ- λακτηριο^ Recondite, απόκρυφος, άποκ€κρυμμ€- VOS, κρύφιος, λαθραίος Reconnoitre, ν. δι^ρ^υνάω, προ^ρ^υνά- ομαι, κατασκοπ4ω, σκοπεύω, προ- σκ4πτομαι, 4πιπωλ4ομαι Reconnoitrer, σκοπός, m. κατάσκοπος, m. πρόσκοπος, τη. δι^ρβυνητ^ς^ m. Reconnoitring, κατασκοπη, f. ηρο- σκοπ^, /. Reconsider, ν, avaλoyίζoμaι, άνα- ΤΓολεω, άνασκοπ4ω, €πιδιayιyvώσκω Reconsideration, άvaλoyισμhς, m. ανασκοπώ, /. [(Tvyy ραφ^, / Record, ypaμμaτ€7ov, η. avaypaxpr), f. Record,^ v. avayράφω, διαμνημον^ύω ίστορ4ω ' Recorder, συyyρaφ€υς, m. Recover, v. (regain) ανακτάομαι, ανα- λαμβάνω, απολαμβάνω, άνακομίζο^ μαι, κομίζομαι, ανασώζω ; ( from, Υ2 REC B,EF sickness^ ^C.) ανα-πνάω, ^ αναφέρω, βαίζω, άναζωπυρ€ομαι, αναρρώννυμοΛ, {τγίάζομαί\ trans, (to cause to recover, revive) αι/ίστημι, υ^ιάζ^α, αναρρών- νυμι: to recover one's self, ev €μαυτφ ^ί^νομαι^ €μαυτ})ν αναλαμ- βάνω ^ ^ Recovery, ανάΚη^ιε, /. ανακτησίΞ, /. άνακομι^^, /. {from sickness) ανάρ- ρωσι$, /. άι/ά7Γί/6υσι5, /. αναψυχή, /. Recount,' ν. κατακαίομαι, ^ι-ηη/^ομαι, 5ie|€i^i, 4^αριθμ€ω [-τάω Recourse : to have recourse to, απαν- Recreate, v. αναττανω, άζ/αψυχω Recreation, ανάτταυσιε, f. ανα^^υχη, f. ^ίατριβτ], /. Recriminate, v. avr^yKaXeoj Recrimination, αντ^ΎκΚ-ημα, η. Recruit, v. ανασκευάζω, ανορθόω ; ( procure, as soldiers) παρασκευάζω Rectangular, ορθό-γωνοε, 6peoy0vLos Rectification, δωρθωσιε, f. Rectify, v. ορθόω, Βωρθόω, ανορθόω, Rectilinear, €υθύypaμμos [κατευθύνω Rectitude, 6ρθότΎ)5, /. Recumbent, κατακΚιν)]3 Recur, v. τταλιν^ρομεω, αναστρέφω, Ανατρέχω, άνα^Βωμι Recurrence, τΐαΧιν^ρομία, /. τταλιι/δρο- χή, /. [y-KOTpoTfuchs Recurring, τταλΙν^ρομοΒ, ύΐΓ0τροπο3, Red, φοίνιξ, πι. Red, ερυθρ})3, ερευθ'ί]ει$ ; {deep, dark, or purple red, crimson) φοινίκεοε, contr. -Kods, φοίνίΚίου5, φοίνιξ, φοι- νικόεΐΒ; {yellowish red) τζυρρ})3', {dark or Mood red) καρύκινοε : a red cloak or cloth, &c. (poiviKls, f. : red dye, σαν^αράκ-η, f. : red-haired, ττυρρόθριξ, ΤΓυρρότρίχο3: red-footed, ερυθρόπου$ : to make red, ερεύθω, ερυθαίνω, φοινίσσω : to be red, ερευθέω, ερευθόομαι : to become red, ερυθραίνω, ερυθαίνομαι, ερευ- θίάω Reddish, ύττερυθροε, ύττόπυρροε, φοίνιξ Redeem, ν. λυτρόομαι, λύομαι, Βιορθόω Redeemer, λυτηρ, m. λυτρωτηε, m. Redemption, λύσιε, f. λύτρωσι$, f. Redness, ερύθημα, η, ερευθο$, η. ερεύ^ βήμα, η. ερυθρότηε, /. [μία^ /· Redolence, ευωχία, /. εύο^μία, f, εύοσ- Redolent, εΜμο3, εύώ^ηε Redouble, ν. επιδιπλοίζω, αναΒπτλόω, διπλασιάζω Redoubling, διπλασιασμ})3, m. Redoubt, όχύρωμα, η. επιτείχισμα, η. Redoubtable, δεινυ?, φοβεροί, alvhs 500 Redress, ίί/cos, η. διόρθωσΐ3, /. Redress, ν. άκέομαι, διορθόω Reduce, ν. {diminish) ελαττόω; (as the spirits) >.σχνα!ινω ; {subdue, humble), ύπάyω, ύποζε<Τ)νυμι, πρησ- βίβάζω, καταστρέφω, καθαφεω Reduction, (diminution) ελάττωσί3, /. {bringing down, loioenng) καθαί- ρεσι$, f. (of a city) καταστροφή, f. καθαίρεσι%, /. Redundance, Redundancy, περισσό- T7]s, f. πλ€ονασμό$, m. περιουσία, /. Redundant, περισσ})Β, πλεόναστο$, π\εονασ7ΐκο5, περΊερyos: Reduplicate, v. ανα'διπλόω, επιδιπλοιζω Reduplication, επίδίπλωσιε, f. Re-echo, v. αντηχεω Reed, κάλαμΘ8, m. δόναξ, ni. κάννα, f. Reel, V. σφάλλομαι, περιφέρομαι Reeling, παράφορο8 Re-enforce, ν, έπκκουρεω, βοηθεω ^ Re-enforcement, βο-^ιθε^α, /. επικουρία, Re-enter, ν, πάλιν εισέρχομαι ^ [/. Re establish, ν. αποκαθΊστ-ημι, ορθόω, (τανορθόω, ανορθόω^ εξορθόω, απο- κατ ορθόω, αποκαθίστημι Re estabhshment, αποκατάστασιε, f. ζιόρθωσΐ3, /. παλινίΒρυσΐ3, /. Refel, ν. b^ελεyχω, ανασκευάζω ^ Refer, ν. αναφέρω, επαναφέρω, επιτρέ- πω, avάyω, επavάyω Reference, επιτροπή, /. αναφορά, /. επαναφορά, f. Refine, v. καθαιρώ ; (of metals) εψω ; {to speak or argue over-nicely) κομ- ψεί'ω, διακριβόω, λεπτoλoyεω, λεπ- τoυpyεω Refined, (of metals) άπεφθο$ ; (of language, arguments, the mind, feelings, <&:c.) λεπτ})3 ; (of people) φιλόκαλο$, μονσικ})5 Refinement, εύμουσία, f. μούσα, f. κομ\1/ότη5, f. λεπτότηΒ, f. Refit, V. άκεομαι, ανασκευάζω, επι- σκευάζω, ανορθόω Reflect, V. (consider) ενθυμεομαι, εν ροεω, σκέπτομαι, σκοπεω ; {to throw back, reflect, as light) άνακλάω : to reflect light, avτaυyεω, αντί- φαίνω Reflected, ο.νάκλαστο3 Reflecting, (thoughtfid) προνοΐ!)τικ})$, φpovτιστικhs ; (reflecting light, tt-c.) avτaυy^]S, εμφαν^ε Reflection, (consideration) λoyισμbs, m. σκ6ψί5, /. σκεμμα, η. επίνοια, f, (of light, oos Reflux, άνάββοια,/. Reform, v. 4πανορθόω, μ€Τ€ρΙ>υθμίζω, V€ωτ€pίζωf άντιμίθίατημι, άναττλάσ- σω [ί^'ίϊ} /. ν€ωτ€ρισμ})$, m. Reformation, €ΤΓανόρθωσι?, f. διόρθω- Reformer, ν€ωτξρίσττ]3, m. inavop- θωτ^$, m. διορθωτές, τη. Refract, v. άνακλάω, αντανακλάω Refraction, ανάκλασι$, /. αντανάκλα- Refractoriness, ατΓζίθβία,/. [(ris, f. Refractory, άπ^ιθ^ε, δυσ-ηνως, άντί- TVWOS [^Χ^ Refrain, ν. απ^χομαι, άφίσταμαι, κατ- Refresh, ν. άνα^ρύχω, καταψύχω, ψυχω Refresher, άναχί/υκτ^ρ, τη. Refreshing, ami//u|is, /. [Khs Refreshing, καταψυκτίκ})5, aua\pvKTL- Refreshment, άναφυχ-ή, f. avaxj/v^is, f. άνάπαυσιε, f. oveiap, τι. [χ^ύχω Refrigerate, v. ανα^νχω, ψυχω, κατα- Refrigeration, ava\pv^LS,f. «:ατάψυ|ί5,/. Refuge, /ίαταφυγ^, /. αττοψυΎη, f. αποστροφή, f. υποδοχή, f, φύξιμον, η. αφορμή, /. κρησφύΎ€τον, τι. : to take 07' flee for refuge, φ^ΰ^ω, καταφζΌΎω Refugee, φvyas, c. : of or belonging to a refugee, φυΎα^ικ})ε Refulgence, αϊ'γλη, f. ahy^, f. λαμπρό- TVS, f. Refulgent, φα€ίν})5, λαμ7Γρ})5, ά'γλα})5, Refusal, απόφασιε, f. [avy^eis Refuse, κάθαρμα, η. αποκάθαρμα, τι. συρφ€τ})9, τη. Refuse, ν. αττόφημι, αττζίιτον^ αναίνο- μαι, ατταναίνομαι, ανανβύω Refuta tion, €λ€yχos, m. aπ€λ€yζιs, f. a^Γ€λ€yμh5, m. Refute, V. iλ4yχω, ^ίζλ€yχω, άπ- 6λ67χω, αναιρίω, ανατρέπω, λύω, ζιωθβω, αηοτρίβω : calculated to refute, avaipeTiKhs, eλ€yχo€L^^s : easy to be refuted, eveξ€λeyκτos, €v4λ€yκτos : not to be refuted, άveξ4λ€yκτos Regain, v. ανακτάυμαι, αναλαμβάνω Regal, avaKT0pios, /θασίλβίοϊ, βaσίλίκhs Regale, v. €στιάομαι, ^υωχίομαι, δαί- Regality, βασιλεία,/. [νυμαι Regard, ίίρα, f. €τηστροφ^, f. σπουΒ)], f. φροντΐ5, f. Regard, v. φροντίζω, φρον4ω, irepi- οράομαι, σταθμάυμαι, ττροτιμάω, iv- 501 REI τρ€ΤΓομαι, υθομαι, ^ποτττβι'ω, aλ€yω, άλ€yiζω [t^^j aμ€λ■ηs, άκηδ})5 Regardless, &σκ()ΤΓο$, anepiowTos, άλο- Regardlessly, α(/ν. άτΓ(ριόπτω5 Regency, μ^σοβασίλ^ία, /. αρχτ} cVi- Regenerate, v. άvay€vvάω [τρόπαια, f. Regeneration, ^Γaλιyyζveσίa, f. : be- longing to regeneration, ττολιγ- y€v4σιos Regent, iwiTpoiros, τη. μ€σοβασιλ€υ$, m. : to be regent, €πιτροπ€νω Regicide, τυραννοκτόνοι, τη. τύραννο· φόνο5, m. Regiment, τάγμα, η. λ6χο3, τη. Regimental, τayμaτικhs Region, χώρα, f. χώροε, τη. χωρίον, η, κλίμα, η. : belonging to a region, ^yX^pLOS, €ΤΓΐχώρΐΟ$ Register, avaypa(p}], f. ά^Γoypaφ^, f, ypaμμaτeLOV, τι. hιάypaμμa, η. Register, v. άvaypάφω, συyypάφω, aπoypάφω, iyypάφω,i^ΓLypάφω, τταρα- yράφω [tered, άypaφos Registered, avάypa^rτos : unregis- Registering, Registration, 4yypaφ^, f. e^ΐLyρaφ)}, f. [y^^s, m. Registrar, avayρaφeυs, m. καταλο' Regnant, βασιλεύων, ircLKpaT^s Regress, κάθο^οε,/. Regress, v. αναχωρ4ω, κομίζομαι, ανα· κομίζομαι, μεταστρέφομαι, ανα- στρέφω [άναστροφτ], /. Regression, αναχώρησιε, /. κάθοδοε, /. Regret, πόθοε, πι. ποθτ], f. μετάνοια, /. λύττη, /. [λυπέομαι Regret, ν. ττοθέω, μετανοβω, άλy€ω, Regretted, iroOcLvhs, TrodrjThs : much regretted, περιττόθητοε Regular, κύριοε, εϋτακτοε, τ€τayμ€voSf καθήκων, KavoviKhs, iyκύκλiOS Regularity, ευταξία, f. τάξιε, f. κόσ- μο3, τη. Ευκοσμία, f. ρυθμ))8, τη. ευρυθμία, f. \ευτάκτω3 Regularly, adv. κοσμίωε, τeτayμέvωs, Regulate, v. τάσσω, συντάσσω, δια- τάσσω, διοικεω, κοσμβω, διακοσμεω, νεμω, κανονίζω [m. διακόσμησιε, f. Regulation, τά^ιε, f. κ6σμο3, τη. νόμο5^. Regulator, κόσμοε, τη. κοσμητ}}$, τη. Rehearsal, άvάyvωσιs, f. διδασκαλία,/. Rehearse, v. avayιyvώσκω, ύττεΊπον Reign, βασιλεία, f. ανακτορία, f. αρχ^^ f. : in the reign of Cyrus, iiri Κύρου βασιλεύοντο3 Reign, v. βασιλεύω, κοιρανεω, ^ρχω, τυραννέω ώ -νεύω, ανάσσω, κραίνω Reimburse, ν. άττοτίνω. ανταττοδίδωμι^ αμείβομαι, ανταμείβομαι REI Rein, ηνία, f. ίμα$, m. pvr))p, m. E-eiuforce, v. 4πικυυρ4ω, βο-ηθβω Reins, {kidneys) veωστία, /. άμ4λ€ία, f. Remit, v. αψίημι, άνίημι, αφαιρύω Remnant, Κ^ί^ανυν, η. Κ^ϊμμα^ η, νπόλ€ΐμμα, η. [καινόω Remodel, ν. μ^ταττοι^ω, μ^ταβ^υθμίζω, Remonstrance, αιτία,/, διαμαρτυρία,/. άΐΓ0δ€ΐξΐ5, /. Remonstrate, ν. ζιαμαρτνρ€ω, άττοδεί/ί- νυμι, €λ67χω Remorse, oJktos, m. λύπη, /. &χθοε, η. αδημονία, /. [δτ/ϊ, αύθάδη5 Remorseless, ^poiktos, aue\e7]S, αναι- Remorselessly, adv. ακηδάστω3 Remote, μακρ})3, τηΚουρ})$, ^σχατο3 Remoteness, απόστασιε, /. Removable, irepiaipeThs, μ^τακινητ})$, μ€τακινητ€θ$ Removal, κίνησίί, /. μ^τακίνησίΒ, /. avaipeffis, /. ; intrans. ανάστασιε, f. μ€τάστασΐ5, /. απαλλαγή, /. nepiai- peais, /. {/rom a house) διοίκισιε, /. Remove, v. αναιρ4ω, 4κψ€ρω, μ€ταφ€ρω, ανίστημι, μβθίστημι, αφίστημι, απαλ- λάσσω, κινάω, μ6τακιν4ω, ανατίθημι, €ξοικίζω, μ€θίημι; intrans. μ^τανί- σταμαι : to remove privily, ϋπ^κτί- θημι, ύπ€ξαιρ€ω, υπβκκομίζω, ύπζξά'γω Remunerate, ν. αμβίβομαι, αντιδωρά- Remuneration, αμοιβή, /. [ομαι Rencounter, συμβολτ), /. σύνοδοε, /. Rend, ν. ρ7]'γνυμι, καταρρ'ί)Ύνυμι, κατ· ζρ^ίκομαι, Βιασπάω, διασπαράσσω Render, ν. αποδίδωμι, άνταποδίδωμι,^ άναδίδωμι ; (make) παρέχομαι, e/c- πράσσω Renegade, αποστάτηε, 'τη. Renew, ν. αναν^όομαι, €παναν€0ομαι, άναν^άζω, ανακαινίζω, ν^όω, καινο- ποιεω Renewal, αναν€ωσ is, f. ανακαίνισι$, /. Rennet, πυ^τία, /. τάμισο$, /, 503 REP Renovate, ν. αναν€0ομαι, καινίζω, καΐ' νοποίίω, ν^όω [/. ν^όχμωσιε, /. Renovation, αναν4ωσι$, /. ανακαίνισα, Renounce, ν. απ^Ίπον, άποββίπτω, αποκηρύσσω, αποβάλλω, ^^ανίσταμαι Renown, /cAeos, η. φ^μη, /. δό^α, / €ύδοξία, /. Renowned, κλντ})5, eu/cAe^s, Μοζθ5, €ϋΒο^θ3, φαίδιμοε Rent, {tear) λακ\3, / λάκισμα, η, σπάρα-γμα, η. {fissure) βη-γμα, η, {hWe) φορά, /. άποφορά, /. τ€λο$, η. μίσθωσιε, /. {of α house) ivoiKiou Renunciation, άπόβρησι$, / οποκή- pv^is,/ ^ Repair, or Repairs, €πισκ€νη, f. Repair, v. €πισκ€νάζω, άνασκ€υάζω, άκ€ομαι, αναλαμβάνω, άνορθόω, kv' ιάομαι Repairer, €πισκ€υαστ^5, τη. άνασκ€ν Reparable, ιάσιμο$, laThs [αστ^5, m. Reparation, άνάλη\1/ΐ8, /. Repast, δ^Ίπνον, η. Repay, ν. άποδίδωμι, άνταποδίδωμι, άντιδίδωμι, άποτίνω, αμείβομαι Repayment, άμ€ΐ^ρΐ5, / άνταπόδοσι^, / αμοιβή, /. \κατάλυσΐ3, /. Repeal, άκνρωσιε, /. άποκνρωσι$, /. Repeal, ν. λνω, καταλύω, άποχ^ιροτο- ν€ω, αναφύω, καθαιράω, ακυρόω, &kV' ρον ποι4ω, μ€ταΎΐ'γνώσκω, αφαιρά' ομαι Repeat, ν. Επαναλαμβάνω, παλιλλο' 7€£ο, δίΑογεω, αναπολίω, Επαναπο' λ€ω, αναστρέφω, Επανέρχομαι Repeatedly, adv. πολλάκΐ3 Repeating, παλίλλο-γοε Repel, v. άπωθ€ω, παρωθάω, διωθίω, ζϊρ-γω, ανακρούω, άντιτυπίω, Ερύκω, άπ^ρύκω, άλ4ζω Repelled, άντίτυποε Repelling, άντίτυπο5, άντιτυπ^5 Repent, ν. μ^τανοάω, μ^τα-γι-γνώσκω, μ€ταμ4λομαι ; impers. μ^ταμίλ^ι (δτί) [ /. μ^τά'γνοια, /, Repentance, μετάνοια, /. μ€ταμ€λ€ΐα. Repentant, μ€ταμ€λητικ})5 Repercussion, άντιτυπία, /. Repetition, πaλιλλoyίa, /. δίΑογία, /. διπλασιολο'γία, /. Επιδΐ'ί]'γησι$, /. Repine, ν. yoyyύζω, άχθομαι, μ^μ^^/ι- μοιράω Replace, ν. άντιπαρ^χω, υφίστημι Replant, ν. άναφυτ^ύω Replenish, ν. αναπληρόω Replete, μ€στ})5, άνάμ^στος, πλ-ίιρηε Repletion, πληβώρη, /· πλ7]ρωσΐ5, /, Reply, άπ6κρισΐ5, / αμοιβή, /. REP Reply, v. άμ^ίβομαι^ ατταμΕίβομαι, ύτΓϋλαμβάι/ω, απυκρίρομαι, aureTnou Report, φήμη, f. ακοτ], f. κλη^ώρ, f, m. φάτίϊ, /. : false report, ψευδαγγελία, /. : good report, ev- δο|ία, /. : of good report, ivlo^os, Report, v. άγγελλω, απαγγέλλω, δί- αγγίΚΚω, elaayyeWw, ava'yye\\ωy αναφέρω, άττόφημι : to be reported, διαθρυλλζομαι, ατΓθφ4ρομαί Reporter, ayy^Kos, m. Repose, ανάτταυσίΒ, f. άι/^^'ί, /. Repose, v. τίθημι, καθίστημι ; intrans. {to rest) αναπαύομαι, ησυχάζω : to repose trust in, πιστεύω iirl Repository, θηκη, f. αποθήκη, /. Repossess, v. ανακτάομαι [μέμφομαι Reprehend, v. αΐτιάομαί, επιτιμάω. Reprehensible, ζ'πίμ^μ-πτο3, μωμητ})3, iXeyKrhs, iiraLTios [/. Ετητίμησιε, f. Reprehension, μ4μ^)ΐ$, /. κατάμΕμ^ί$, Represent, v. (exhibit, describe) άπβί- κάζω, αττο^^ίκνυμι, αττοφαίνω, Biηy€- ομαι, ΊΓΟίβω ; (make like, porti^ay, imitate) εικάζω, μιμάομαι, irapa^e'iK- νυμι ; (as a representative) παρέχο- μαι Representation, (description) από- 5ei|i5, /. ^L'f]yησίs, f. (iinitation, portraiture) μίμησι^, /. απ^ικασία, f. απξίκασμα, η. Repress, v. τηάζω, καταπιέζω, κατέχω, κατβίργω, ^αμάω, καταστέλλω Repressing, 4πισχ€τικ})ε Repression, καταπίβσιε, /. πί€σιε, /. Reprieve, ν. αναβάλλω [κατοχή, /. Reprimand, αιτία, /. 4πιτίμησι$, /. μομφ^, /. δμοκλη, /. ^ ^ [ψεγω Reprimand, ν. νουθ^τέω, μέμφομαι, Reproach, λοι^ορία, /. λοι^όρησιε, /. oueibos, η. eλeyχos, η. δμοκλτ], /. Reproach, ν. ονΕΐ^ίζω, έξορβι^ίζω, έπι- πλήσσω, έπιτιμάω, iλέyχω Reproachful, oueiBcios, ε'πονείδίστ5ϊ, ovei^iaTiKhs, λοίδορο^, Κ€ρτόμιθ5 Reprobate, πavovpyos, ά^όκιμο^ Reprobate, ν. αποδοκιμάζω, μέμφομαι, \pέyω [σία,/. Reprobation, ^pSyos, m. απο^οκιμα- Reproduce, v. αναφύω, avayevvάω Reproduction, ανάφυσι$, f. Reproof, μομφή, f. €πιτίμησι$, f. δμοκλη, f. ένιπ)], /. [φομαι, έ νίπτω Re[)rovc, v. iλέyχω, Επιτιμάω, μέμ- Reptile, ^pneThv, jEol. υρπ^τον, η. RiipubUc, πολιτεία, /. δημοκρατία, f. Republican, δημοκρατΐκυ5 004: RES Repudiate, v. αποβάλλω, αφίσταμαι, αποπέμπω, απωθέω Repudiation, αποδοκιμασία, f. Repugnance, Ιναντίωμα, η. avTira\\.s, f. άντίτασιε, f. Repugnant, ivavTios, απ6ΐθ^5 Repugnantly, adv. €ναντίω5 Repulse, ζκκρουσιε, f. παλίωξιε, f. Repulse, v. αποκρούω, €Κκρούω, απ- ζλαύνω, ώθέω, απαθέω, αλέθομαι, έκ- κόπτω, άπομάχομαι [ει^δο|οί, καλ})5 Reputable, βϋφημοε, ^υφημιοε, 6νκλ€Ύ]$, Reputably, adv. Ευφημωε, ευκλεώϊ Reputation, Repute, δό^α, f. φτιμη, /. φάτιε, /. όνομα, η. : good reputa- tion, ευδοξία, /. βνδοκίμησιε, /. : to have a good reputation, be in repute, βύδοξέω, βύδοκιμέω, τιμά- ομαι : bad reputation, δύσκλ€ΐα, f. Request, αίτημα, η.. αίτησΐ3, /. Request, v. αΐτέω, ερωτάω [καλέω Require, v. άπαιτεω, 4ξαιτέω, πάρα- Requisite, avayKahs, επιτήδεω^ Requital, αμοιβτ], f. ανταπόδοσιε, /. €κτισΐ5, /. άι/τίδοίΤίί, /. Requite, ν. ανταποδίδωμι, αμείβομαι, ανταμβίβομαι, τίνω, βκτίνω, αμννω, αντιποιέω, αντιδράω, αλέθομαι : to requite a benefit, αντ^υποιέω, αντ' 6υeρy€τέω Requiting, ^/χείψίϊ, /. άι^ταπίίδοσίϊ, /. Requiting, άζ/ταποδοτίκοϊ Rereward, οπισθοφυλάκων, η. Rescind, ν. καθαιρέω, άναιρέω, ajroyiy- νώσκω, αθΕτέω Rescue, ν. σώζω, ρύομαι, ύπ€^€ρύομαι Research, 4^έτασι$, /. ίρ^υνα, /. Resemblance, δμοιότηε, /. Resemble, ν. ^Ικάζομαι, €θΐκα, δίδομαι Resent, ν. δυσφορέω, δυσφόρωε άyω or εχω, δυσχζραίνω Resentful, έπίκοτοε, 6ρyίλos, ayavaK- Resentment, opyi], f. [τητικ})5 Reserve, v. αποτίθημι, καταλ^ίπομαι, ανατίθημι, ταμι^ύω Reserved, κρν^ίνοοε, στEyav}}S Reside, v. οΙκέω, αυλίζομαι, ναίω Residence, οϊκησιε, f. οίκημα, η. ivoi- κησιε, /. Resident, οίκητωρ, m. οίκητ^ε, m. Resident, evoiKos [ύπόλ€ΐμμα, η. Residue, π^ρίλ^ιμμα, η. Th λοιπδν, Resign, ν. παραδίδωμι, μζθίημι, αφίημι, Resignation, παράδοσιε, /. [έ^όμνυμι Resin, βητίνη, /. Resinous, (>ητινώδηε Resist, ν. 4ναντι6ομαι, ανθίσταμαι, άνταίρω <0 ανταίρομαι, αντιτυπίω. RES ανητ^ίνω^ αντίχω, ίίντα^ωνΊζομαι, Βίαμάχομαι [/. αντιτυττία, f. RcHiatance, αντίστασι$^ /. ivavTL6ry]Sy Resistible, /χαχτ/τ^ί, viroararhs Resisting, avTiTvir7]s, auriruTros Resistless, ανυττόστατο^ Resolve, βουλή, f. (decree) ^6yμa, n. Resolve, v. {determine) διανο^ομαι, βούλομαι^ μηηάομαι, χΐ^ηφίζομαι ; (analyse) αναλύω, διαλύω, ανα- πτύσσω [^νώμων Resolute, τoλμηρhsy Ισχνρ})5, Ισχυρο- Resolutely, adv. WuSy τολμηρω5 Resoluteness, βββαιότηε, f. αταραξία, f. τολμ^, f. ϊσχυρο-γνωμοσύνη, /. Resolution, βουλ)], f. β^βαιότηε, f. {decree) ^6yμa, η. τ\/τ)φισμα, η. Resonant, ayrirvnos Resort, v. φυηάω Resound, v. αντ-ηχίω, κατ-ηχ^ω, eV- ηχβο), ΚΊυττίω, ^ττικτυπίω, Ιάχω Resounding, vx-fjeis, avTirvKos Resource, αποστροφή, f. Respect, atSojs, /. ivrpoir)), f. τιμή, f. προμ{}θ€ΐα, f. : to pay respect to, eV ττρομηθία ίχω, απονέμω ημτ)!/ : in every respect, 'κάντη, ττανταχη, τταν- ταχώ$ : in respect of, Trepi, Trphs Respect, v. αίσ χύνομαι, α'ώ€ομαι, κατ- αώέομαι. ύτται^Εομαι, ταρβ^ω^ άλεγω, τιμάω Respectable, €ντιμο5, ζυσχ-ί]μων Respectably, adv, €ύσχημόνω5 Respectful, atSoTos, αΐ^-ημων Respectfully, adv. α15οίω5, αιζ'ημόρω5 Respiration, ανάττνζυσιε,/. άναπροη,/. Respire, v. αναπνέω Respite, αναφορά, f. ανάπαυσι$, f. ανά- 7Γϊ/€ΐ»σί5, /. δίάτταϋ/χα, η. -παύλα, /. ανάπαυλα, /. Resplendence, λαμπρ6τ'η$, /. abyrj,/. α'ί^λ-η, /. [vhs, άyλahs Resplendent, λαμτΓρ})5, φα€ΐν})$^ φα^ν- Respond, ν, άμείβομαι, απαμύβομαι, αποκρίνομαι, αντείπον Response, απόκρισι$, /. αμοιβ}], /. ύτΓοληψίί, /. (of an oracle) χρησ· μ})5, τη. [υπαίτιο5 Responsible, νπ^ύθυνο^, υπ6λoyos, Responsive, άί^τίψαλ^οϊ, αντίφωνο5 Rest, ησυχία,/, πανλα,/. ανάπαυλα,/. ανάπαυσιε, /. ^ιάπαυμα, 7ΐ. σχολ)), /. Lva-^υχ)], /. ανάπν€υσΐ3, f. Ραστώνη, f. : rest from, κατάπαυμα, η. Rest, tbe, λοιπίΒ, €πίλοιποε, &λλο$ Rest, ν. intrans. παύομαι, αναπαύομαι, Ζιαπαύομαί, 7]συχάζω, λωφάω, 4λιννω ; (as from toil) ανάχω, σχολάζω ; act. 505 RET παύω, αναπαύω, καταπαύω, ίινα^υχω to rest or lean upon, 4πικλίνυμαι, 4yκλivoμaι Resting, κατάπαυσι^, /. Resting-place, €Κτροπτ?,/. καταγώγων, η. κaτayωy^, f κατάλυσι$, f. Restitution, αποκατάστασιε, f. άπό'δο- Restive, υβριστής [σι^, f. Rostiveness, υβριε, f. αυθάΒ^ια, f. Restless, ακοίμητοε, ακατάστατος^ αιδρυτο5, άypυπvos Restlessly, adv. ακαταστάτωί Restoration, απ ο κατ άστασ is, /. απ6 δοσιε, f ανακαίνισιε, /. άvayωyr), /. Restorative, αποκαταστατικ})5, ανα- ληπτικ})5, π€ρΐ€στικ})ε Restore, ν. {to give hack) απο^ιΒωμι, άναδ'ώωμι, αποφέρω ; {set to rights) άνορθόω, ανίστημι, 'ίστημι 6p9hv, αναφέρω; (to their country) κaτάyω, avάyω, κατοικίζω, αποναιω Restored, ανάδοτοε Restorer, αποΖοτ}]ρ, μ. Restrain, ν. ^:'ίpyω, aveipyM, aπ€ίρyω, ίχω ώ ϊσχω, κατέχω ώ κατίσχω, άνΙχω, 4π4χω ώ 4πίσχω, κρατ4ω, παρακατ4χω, αναστέλλω, κωλύω, καταστέλλω, 4ρητύω Restraint, κώλνσιε, /. κάθ^ιρ^ι$, /. βπο- χ^, f : without restraint, άνειμένοε, adv. ανζιμένωε Restrict, v. κατακλήω, συστέλλω, καταστέλλω, κατέχω, κaθeίpyω Restriction, δρισμί)^, m. opos, m. καταστολή, f. /ca0e|i9, /. κάθ^ιρξια,/ Result, Th αποβάν, Th 4κβαν, τα άπο- βαίνοντα, πρα^ΐ5, f διέξοδοι, /. ακο- λουθία, /. [μαι, ύποτέλλομαι Result, ν. Αποβαίνω, 4κβαίνω, τέλλο- Resulting, ακόλουθος Resume, ν. αναλαμβάνω Resumption, ανάληφι$, f Resurrection, ανάστασης, f. €y€pσις,f, Resuscitate, ν, αναβιώσκομαι, άναβιό- ομαι, 4y<:ίpω Retail, ν. καπηλ^ύω, παλιγκαπΐί}λ€ύω Retailer, πaλιyκάπηλos, m. προπώλης, m. καπηλ^ντ^ε, m, παντοπώληε, m. Retain, v. κατέχω, φυλάσσω Retake, v. αναλαμβάνω [άντιποιέω Retaliate, v. ανταμείβομαι, αντώράω. Retaliation, αμοιβτ], /. ανταπόδοσις, f. Retard, v. βραδύνω, έμποδίζω, πβδά^, 4πέχω Retention, ^carox?;, /. κάθε^ιε, f. Retentive, κάτοχοι [οπαδοί, m.pl. Retinue, παραπομπή, f. ακολουθία, f Retire, v. άναχωρέω, παραχωρέω, χω- Υ 5 RET REV ρ4ω^ μ€ταχωρ€ω, μίθίατταμαι, αψ- ίσταμαι, ύτΓ€ξ€ρχομαί, ν^ζ^ά^γω, υπ- άγω, ef/cco, χάζομαι, αποχάζομαι Retirement, άι/αχώρησιε^ /. Retort, ύπό\η\ρι$, f. [αι/ταμζίβομαι Retort, ν. ύττοΧαμβάνω, μ€ταστρ€ψω. Retrace, ν. ανατρέχω [αναδύομαι Retract, ν. ανατίθ^μαι^ μζτατίθβμαι, Retreat, αναχ(Ιύρησΐ5,/. αττοχώρησιε, /. α,νάκρουσίΒ^ /. άτταγωγ);, /. virayw- 7^, /. κατάφ€υ^ί5, /. audBvai?, f. Retreat, v. αναχωρ4ω, άττοχωρεω, eV- αναχωράω, αναχάζομαι, ανατρέχω, ύποφβυΎω, &ΊΓ€ΐμι, audyw, ανακρού- ομαι [ατΓοκότΓτω Retrench, ν. σνστ€\λω, 4\ασσόω, Retribution, άι/ταττόΒοτιε, /. riffis, /. P€fieffLS, f. αμοιβή, f. Retrieve, v. αναΚαμβίνω Retrieving, avaK-q-^is, f. [άψο/5^ο5 Retrograde, ΐΓα\ίνορσο$, ira\L(Tcvros, Return, κάθο^οΒ, /. άψοδοϊ, /. 4πάνο- 5os, /. αναχώρησΐ5, f. ^παραχώρψ σίϊ, /. ν6στο$, m. κομώηη, /. άπο- κομιΒτ], /. βτται/αγωγ^, /· άψίξι^, f. (restitution) αττόδοσιε^ /. : in return for, αι/τ\ Return, v. κατέρχομαι, ^ττανάρχομαι, νοστ€ω, άνβιμι, κάτ€ΐμι, άττβιμι, €ττάν€ΐμί, αραχωρβω, €ΤΓαναχωρ4ω, υποστρέψω, μεταστρέφομαι, ανα- στρέφω, κομίζομαι, ανακομίζομαι ; {give hack) ανάΒί^ωμι, απο^ί^ωμι ; [requite) αμείβομαι, ανταπο^ίδωμι : to return from, αποχωρέω, αττονοσ- τέω, αποκομίζομαι, αποτρέπομαι Returning, παλίρτροποε, ύπότροποε, ά.^οβρο5, ν6στιμο$, παΧίνορσοε, παλίσ- σντο5 ; adv. ΰποτροπα^-ην, ά^ορρον Reveal, ν. ανακαλύπτω, αποκαλύπτω, €κκαλνπτω, Βιακαλύπτω, έκφαίνω, άποφαίνω, μηνύω, αναπτύσσω Revel, κωμο$, m. θίασοε, m. βάκχευ- σι$, /. [θιασεύω Revel, ν. κωμάζω, παροινέω, βακχεύω. Revelation, ανακάλυ\1/ι$,/. άποκάλυψί^, /. φανέρωσι$, /. Reveller, κωμαστ7]$, τη. θιασώτηε, m. Revelry, κώμο$, m. [τιμώρημα, η. Revenge, τιμωρία, f. έκδίκησιε, f. Revenge, v. τιμωρέομαι, άντιτιμωρέ ομαι, τίνομαι, αμύνομαι, 4κδίκέω Revengeful, μνησίκακο$, ey kotos, τι- μωρητυώε Revenger, τιμωρ})$, m. τιμωρητ7]$, m. €K^iKos, m. άμύντωρ, m. Revenue, πρόσυ^ο^, f. πόρος, m. τέλοχ, η. λήμμα, η, /. τά πρυσιόντα 6UG Reverberate, ν. άντιτυπεω Reverberation, αντιτυπία, /. Revere, ν. σέβομαι, σφίζω, αίρομαι ώ αΙδέομαι, καταώέομαι, έπαι^έομαι Reverence, al^cbs, f. σέβαε, η, θερα- πεία, /. [βίζω, θεραπεύω, αίσχύνομαι Reverence, ν. αι^έομαι, σέβομαι, σε- Reverencer, θεραπευτής, m. Reverend, σεβαστ})$, σεβάσμιος, σεμ- vhs, aldoios, ίεροπρεπ^8 \^μων Reverent, Reverential, aido7os, αΐ^- Reverentially, Reverently, adv. αΙΒψ μόνωε Reversal, αθέτησιε, f. ακύρωσις, f. Reverse, (of fortune) περιπέτεια, f. Reverse, ενάντιος [μετατροπία, f. Reverse, r. εκτρέπω, περιτρέπω, μετα- τρέπω, αναστρέφω ; (rejpeal) αθετέω, ακυρόω Reversely, adv. αναστρόφως Reversion, περιτροπή], f. αναστροφή, f. Revert, ν, επανέρχομαι, παλινΒρομέω Reviev^r, έξέτασις, /. [θεωρέω, εξετάζω Review, ν, έπισκοπέω, άνασκοπέω^ Revile, ν. λοιΒορέω, ^ιαλοιΒορέομαι, προπηλακίζω, διασύρω, κακοβροθέω Reviling, λοιδορία, /. λοιΒόρησις, /. Reviling, λοίΒορος Revise, ν. έπανορθόω, έπισκοπέω Revisit, ν. επαναθεάομαι Revive, ν. αναβιόω, αναπνέω, εξανα- πνέω, ανα^ύχομαι, αναβιώσκομαι, αναζάω, αναζωπυρέω Revification, αναβίωσις, /. Revivify, ν. αναβιόω, αναζωπυρέω Revoke, ν. άνακαλέω, αθετέω, ακυρόω, άκυρον ποιέω Revolt, απόστασις, /. έπανάστασις, /. Revolt, ν. άφίσταμαι, μεθίσταμαι, Βιΐσταμαι, στασιάζω, αποστατέω : to join in revolting, συναφίσταμαι, συνεπανίσταμαι : to revolt against, έπανίσταμαι : to cause to revolt, αφίστημι, μεθίστημι Revolter, αποστάτης, m. Revolve, v. κυκλέω, ανακυκλέω, στρέ- φομαι, στρέφω, ελίσσω, πεpιάyoμaι, αναστρέφω Revolving, κυκλας, είλόμενος, κυλιν- δόμενος, περιφερόμενος Revolution, (revolving) περίοδος, /. περιΒρομ)]^ /. διέξοδος, /. περιφορά, /. κύκλος, πι. ανακύκλησις,/. επανακύ- κλησις, f. στροφ}), f. περιστροφή, /. περιayωy^, /. (change in a state) μετάστασις, f. μεταβολή, f. άνακύ- κλωσις, f. κίνησις, f. Revolutionise, v. νεωτερίζω REW Reward, μισθία, m. αθΚον, η. τιμ)], f. αμοιβή,/. TTOiy^, f. ανταπάΖοσι^, f. Reward, v. αμείβομαι, ανταττο^ί'^ωμι. Rhapsody, βα\Ρφδία, f. [τιμάω Rhetoric, η βητορικ}], Ρητορεία, f. Rhetorical, }>ητορικ})3 Rhetorically, adv. (^ητορικώε Rhetorician, βτ^τωρ, m.\ to be a rhe- torician, βητορ^ύω Rheum, β€υμα, η. κατάρβοο$, m. Rheumatic, β€υματυώ$, β€νματώΒη$ Rheumatism, ρ€υματίσμ68, m. Rhinoceros, f>ij/6KepwSy m, Rhodes, 'PiiSos, /. Rhomb, ρόμβο5, m. Rhubarb, f>a, n. Rhyme, ρυθμός, m. Rhythm, 1)υθμ'6$, m. Rhythmical, (ίυθμικόε, εύρυθμος : not rhythmical, άβρυθμος Rhythmically, adv. ζύρνθμως : not rhythmically, άρρύθμωε Rib, ττλζυρά, f. ττΚζνρον, η. : rib of beef, axe\\s,f. Ribald, evrpdircAos : to jeer with ribald jests, ττομπ^ύω Ribaldry, evrpaireXia, f. πομιτζία, f. βωμολοχενματα, η. pi. Riband, ταινία,/. Rice, όρυζα, f. Rich, Ίτλούσιοε, αψνεώε, αφνβ})^, τταχυε, βαθύς, πολύχρυσος, όλβιος, εύπορος, Ίτολυχρ^ιματος, πολυκτΎ]μων, πολύ- κληρυς, πολυκτάανος, άφθονος, πόρι- μος, πίων, λιπαρ})ς : very rich, ύπερπλουτος, ύπερπλονσιος, ζάπλου- τος, ζϋολβος : to be rich, πλουτεω : to be very rich, ύπερπλουτεω Riches, πλούτος, m. χρ-ήματα, η. pi, όλβος, m. ζύπορία, f. άφβι/ος, η. Richly, adv. πλουσίως, ευ, αφθόνως Rid, V. αφίημι, μεθίημι, απαλλάσσω όα -ομαι, αποπέμπομαι, κατατίθεμαι, εξορίζω, εκκαθαίρω : easy to get rid of, εύαπάλλακτος Riddance, απαλλα-γτ), f. απάλλαξις, f. απόλυσις, f. άφεσις, f. Riddle, αίνι-γμα, η. [ματώ^ης Riddling, αΙνικτ})ς, α\νικτ'ί]ριος, aiviy- Riddlingly, adv. αΐνικτηρίως, αΐνΐ'γμα- τώ^ως : to speak riddliugly, αΐνίσ- σομαι Ride, V. ιππεύω, ΐππάζομαι, Ιππηλατεω, ελαύνω : to ride on, εποχεομαι : to ride towards or up to, προσιππεύω, προσελαύνω : to ride round, περι- Χππενω, περιελαύνω : to ride away, αφιππεύω, απελαύνω : to ride 507 RIL through, ίιελαύνω: to ride by παριππεύω, παρελαύνω : to ride up ύπελαύνω Rider, ίππευς, m. ιππότης, m. Ιπττευ· τ^ς, m. αναβάτης, m. Επιβάτης, m. Ridge, λόφος, m. λοφία, f. δειράς, f. Ridicule, κaτάyελως, m. Ridicule, v. -γελάω, καταΎελάω, χλευά- ζω, αποσκώπτω Ridiculous, 'γελοΊος, κατα-γελαστος, κατ ay ελάσιμο ς : very ridiculous, ύπερyελoιoς, ύπεpκaτayελaστoς Ridiculously, adv. yελoίως, καταγβ- λάστως Riding, ίππεία, f. ιππασία,/, οχησις, f. ελασις, f. ελασία, f. : fit for riding, {of a horse) ίππασττ^ς, ιπ- παστί) ς ; (of a country) ίππάσιμος, Ιππηλάσιος, ευηλατος : skilful in riding, ιππικός Rifle, V. διαρπάζω, συλάω, σκυλεύω Rift, φάpayξ,f. σχίσμα, η. ayμoς, m, χάσμα, η. Rift, V. σχίζω, διaβpηyvυμι, διαρβαχιζω Rigging, 'όπλα, η. ρΐ. άρμενα, η. ρΐ, τεύχεα, η.ρΐ. Right, δίκη, /. θεμΧς, /. δεον Right, ορθός, δίκαιος, &ζιος, άρτιος, προσΎ}κων, ώρα7ος, θεμιστος ; {right side) δεξώς, δεξίτερος : on the right, to the right, δεξώς, επιδέξιος, ενδεξιος ; adv. εν δεξιά, επιδέξια, εν- δεξιά, επιδέξια χειρός : to set right, ορθόω, κατορθόω, εύθύνω, κατευθύνω 1 to be right, κρατεω, κυρεω, ορθόομαι : it is right, χρη, οφείλει, δεΐ: to think right, άξιόω, δικαιόω Righteous, δίκαιος, ευσεβής, χρηστός, θεμιστός Righteously, acZv. δικαίως, ενδίκως Righteousness, δικαιοσύνη, /. Right-hand, δεξιά,/, δεξιά χεΙρ,/.: on the right-hand, δεξώς, επιδεξώς ; adv. εν δεξισ,, επιδέξια χειρός Rightly, adv. ορθώς, δικαίως, άξίως, ευ, κατ αΧσαν Rigid, στερεός, στερρός, σκληρός, δεινός, άκαμπτος, αυστηρός, πικρός Rigidity, στερεότης. f. σκληρότης, f. άκαμχρία, /. αυστηρότης, /. πικρία, /. πικρότης, f. [τηρώς Rigidly, adv. στεββώς, σκληρώς, αύσ- Rigorous, σκληρός, στεβρός, πικρός, χαλεπός [πικρώς^ αυστηρώς Rigorously, adv. σκληρώς, στεβρώς. Rigour, σκληρότης, /. πικρότης, /. στεβρότης, f. αυστηράτης, /. Rill, βεΊθρον, η. λ:βάς. j\ RIM Kim, xeiAos, n. irvs, /. Rind, (p\0Lhs, m. Kenls, f. λ^τησμα, η. Ring, KpLKos ά κίρκοε, m. {for the finger) daKrvXios, m. Ring, V. {in intrans. sense) αραβ€ω, ηχεω, καναχάω, καναχίζω^ κοναββω, κομττζω; {in act. sense) κω^ωι/ίζω, ανακω^ωνίζω, κρούω Ring-dove, φάσσα, Α tt. φάττα, /. Ringing (sound), καναχ^,/. κόμιτοε, m. 'hxosy η. [^^^· Ringleader, εξηΎητηε, m. στασίαρχο3, Ringlet, %Kιyμa, η. βόστρυχοε, m. ΊΓλόκαμοε, m. οστλι-γξ, m. Riot, θόρυβοε, m. ταραχή, f. τυρβη, f. στάσιε, /. [tious) μάρ-γοε, aa€\yr]s Riotous, ταραχώδτϊ^, θορυβώζη$; {Hcen- Riotously, adv. τεθορυβ-ημερωε Rip, V. σχάζού, ανασιταράσσω, τταρα- σχίζω, Βιαφνσσω Ripe, TreVojv, ττβπβφοί, ωρα7ο$, aZpos, ακμαωε : to be ripe, ακμάζω, πβ- τταίνομαι Ripen, ν. ττ^παίνω, α^ρνρω [τψ, /. Ripeness, ακμτ}, /. ωραωτη$, /. αΒρό- Ripening, τΐεττανσιε, /. Ι/ίττεψιί, /. Ripening, iv^TvavriKhs Ripple, φρ\1, /. φρΊκη, /. χάλασμα, η. Rise, ν. αν'ισταμαι, ύττανίσταμαι, βττ- ανίσταμαι, ζ^ανίσταμαί, ανατέλλω, ορνυμαι, αναδύομαι, ανορούω, ανέχω ώ ανίσχω, ανέρχομαι, εγείρομαι ; i$o grow or spring up) βλαστάνω, αναβλαστάνω \ to rise out of, εξανίημι, νιτεξαναβαίνω : to rise above, υπερέχω: to rise against, Risible, 'γελάσιμοΞ, yελo'ιos^ Rising, ετΓίτολη, f. ύπανάστασιε, f. iirdvodosy f. {of the sun) ανατολή, f. ανάσχεσιε, f. {of waters) ιτλησμΎ], f Rising, {sedition) aTaais,f Risk, KLvdvvoSj m. κΜνευμα, η, : at one's own risk, ετηκίν^ύνωε Risk, V. κινδυνεύω, άττοκιν^υνεύω^ ^ττι- κιν^υνεύω, διακίνδυνενω, κυβευω, αναβρίτττω, κίνδυνον αναβάλλω Risking, αποκίνδΰνευσιε, /. τταρακίν- δύνευσιΒ, f. Rite, θ€σ/χ55, m. (α sacred rite) δσία, f. opyia, η. pi. τελεταΧ, f. pi. : to celebrate sacred rites, 6ρyLάζω Rival, avτayωvίστ^s, m. ζηλωτηε, m. αντίπαλοε, m. παλαιστηε, ni. ayωvισ- T^s, m. : rival in love, αντεραστηε, m. : the rival party, Th άντίπαλον R v;il,v. ζηλόω, φιλονεικίω, άvτayωvί- ζομαι, a1'θaμιλ\άJμc(.ι 508 ROB Rivalling, eVa/xiAAos, εφάμιλλοε; adv, εναμίλλωε Rivalry, ζηλοε, m. ζ-ηλοτυττια, f. epts, /. ayωvLσμhs, m. φιλονείκία, f. φιλο- τιμία, f. σπουδή, /. : in a spirit of rivalry, φιλονείκωε [pccyas Riven, σχιστ})3, Βιαρρίΰξ, εκπιεστοε, River, ποταμόε, m. ρεεθρον, η. ρεΊθρον, η. ρεύμα, η. p6os, m. peos, η. πόρο5, m. : of a river, ποτάμιο$, ποταμ-ηι$\ to a river, ποταμόνδε : near a river, παραποτάμιθ3 Rivet, πάσσαλο5, m. yόμφos, m. Rivet, V. προσπασσαλεύω [vhs, m. Rivulet, υδάτων, η. 6χετhs, m. κρου- Roach, βάτιs,f. Road, 05bs, /. δίοδοε, /. κελευθο$, f. κελευθα, η. pi. οίμη, /. όϊμθ3, m, πόρο3, m. τpιμμhs, Τϊΐ. : carriage- road, aμaξιτhs, /. : good road, •ήμερα δδhs, f. : road to, εϊσοδοΒ, f. : road by, ττάροδοε, f. : of or on the road, οδιο9, ενόδιυε: to make a road, δδοποιεω Roadstead, επιωya\, f. pi. Roam, V. διαφοιτάω, ηλάσκω, πλανά- ομαι, αλάομαι: to roam through, δίειμι Roamer, πλαν-^τηε, τη. [βασμΙε, τη. Roaming, ρεμβίτ], f ρεμβθ5, m. ρεμ- Roaming, ρεμβώδηε, ρεμβhs Roar, βρυχη, /. βρύχημα, η. βρό^μος, 711. 6pυμayδhs, m. στόνοε, m. δουποε, m. πάταγο S, m. φύσημα, η. Roar, ν. βρεμω, βρνχω, βρυχάομαι, εκβρυχάομαι, αναβρυχάομαι, μυκά- ομαι, επιβρεμω : to roar like the sea, or a wounded man, ίάχω, βοάω, μορμύρω, άναμορμύρω, στενω, αϋω, τταταγεω ; (as the wind ) ηπνω, μυκάομαι: to roar against {as the sea against a roclc) πpoσερεύyoμa^f σμapayiω Roaring, άyάστovos, βαρύκτυπο$, ^pt- βρύχηε, πολύφλοισβοε, ρόθιοε ; adv. βρυχ'ηδ})ν Roast, V. οπτάω, φρ&γω, φωζω, σταθευω Roasted, 6πτhs, όπταλεοε, σταθευτ})3, Roasting, υπτ-ησιε, /. [φρυκτυε Rob, ν. λγστενω, ληίζομαι, συλάω, απονοσφιζω, λωποδυτεω, λaφυρayω- yεω Robber, λγστ^ε, m. ϋρπαξ, m. λωπο- δύτηε, m. συλ-ίιτεφα, /. : highway robber, SSovpos, in. Robbery, λ^JστεΊa,f. αρπα^. h.pπay)), f. apnay/lhs, m. λεία, f. κλοπ^), f. κλωττίία, f. ROB ROU Robe, πβπλοϊ, m. πάπλωμα, η. στο- λ^, /. aroKhy /. κ6Κ'ηυ$^ m. χΚαί- να, f,\ robe of state, ξι/στ^, /·: purple robe, aXovpyls, f. πυρψυρί^, f. : Persian robe, Kdudus, m. Robust, KparvSj Kparephs, iaxvphs, 1>ωμαλ€05, άκμαΊο^, evadei/rjs Robustness, adeuos, n. Ισχυρότη9, f. laxhs, f. Rock, irerpos, m. irerpa, f. aK0n€\os, Oil. Aaas, m. ainXas, f. AeVas, n. deipas, f. : sunken rock, xoipas, f. €ρμα, η. €ρ€ΐσμα, η. : hollow rock, σηραγξ. /. Rock, V. σαλβυω, δοι/βω, ττάλλω Rocky, 7Γ€τρώΒη3, TrerpaTos, irerpLyhs, icpauabs, /cparaiAecos Rod, βάβδθ5, f. ράρθηξ, m. κανών, m. (ppvyavov, n. pairls, f. (scourge) μάστίξ, f. ^άβδοε, f. (of office) βακ- τηρία, f. : to beat with a rod, ραβ- δίζω Roe, TTpbl, c. irpoKOLS, f. Shp^, f. BopKaSy /. (of a fish) Keyxpoi, m. pi. : having roe, ώοψόροε Rogation, 5eT7^is,/. airrjats, f. Rogue, wavovpyos, m. μaστιyίas, m. τριβών, m. κνφων, m. Roguery, πονηρία, f. κακία, f. μοχθη- pia>f' Roguish, μοχθηρ^Β, iravovpyos Roguishly, adv. μοχθ-ηρώε, πavovρyωs Roll, {of bread) κόλλιξ, m. κόλλαβοε, m, κολλνρα, f. (muster-roU, cata- logue) KaTakoyos, m. Roll, V. κυλίνδω ώ κυΚιν^άω, διακνλιν- δ€ω, ζλίσσω ώ βίλίσσω, δινέω, ανα· κυκλ€ω : to roll round, -π^ρι^λίσσω, τΓβρίκυλινδΕω, Ιλύω : to roll to- gether, συν€λίσσω, συyκυκKάω : to roll, intrans. κυΚινδ^ομαι or Ζομαι : to roll down, κατακυλίνΒομαι : to roll on, προκυλίνδομαι Roller, κύλινδρο s, m. Rolling, €λίyμhs, m. κύλισις, f. Roman, 'ΡωμαΊοε, 'Ρωμαϊκο$ Romance, μυθοε, m. TepaToKoyia, f Romancer, μυθoλόyo5 Rome, 'Ρώμα, f. Roof, opo(pos, 111. οροφ)], f. Teyos, n. στ 670 y, n. στ4yaσμa, n. στβ^η, /. Roof, v. 4ρ4φω, στeyάζω, «ταταστεγά^ω Roofed, aTeyybs, areyavhs, ύπόστ€- yos : high-roofed, ύ\\^όροφο5, νψ^ρ^:- φΤ)5 Roofless, ανόροφοι Rook, Κορώνη, f. Room, oIkos, m. οίκημα, y\. μkyapov,n. 509 Ζ6μο$, m. διαιτητίιριον, η. '. inner room, μνχΙ$, m. Room, (space) χώρα, f. τόποε, m. : plenty of room, ευρυχωρία, f. Roomy, ευρύχωροι Roost, Treravpov, n. adXis, f. Roost, V. συνάζομαι, αύλιν €ί(Γ€ΐμι Ro(jt, ρίζα, f. ττρίμνυν, η. (of a moun- tain) TTovs, 711. θ4μζθΚα, η. pi. : with- out roots, &pf>i(os, αρρίζωτο3 : by the roots, (i.e. torn up (/r destroyed utterly) ττρόρΡιζοε, αυτότΓρ€μνο$ ; adv. πρυβριζον, ττρόβριζα, ττρ^μνοθ^ν : from the roots, ρίζηθ^ν, ητρ^μνοθ^ν Root, V. ριζόομαι, ριζοβοΚ4ω : to root out, ζκριζόω, €^αιρ€ω Rooting, ρίζωσι$, f. Rope, σχοινίον, η. σχοΊνοε, c, σχοιν\$, f. σττάρτον, η. σπάρτη, f σττάρτιον, η. κάλω5, πι, T0VOS, m. μ-ίιρινθοε, /. τΓλόκαμοε, τϊΐ. σάρα, f Rope-dauce, σχοινοβατία, /. Rope-dancer, σχοινοβάτηε, m. Rope-maker, σχοινοστρόφοε, m. Rope-seller, στυττζίοπώληε, m. στΰ- πα|, m. στταρτοπώληε, m. Rose, ρόδον, η, : of roses, ^όδ€οε, ^oSoeis, ρόδινοε Rose-bed, ροδώζ/, m. ροδωνία, f. Rose-bush, Rose-tree, po5ea, contr, ροδη, f. ροδωνία, f. Rose-coloured, ροδόχροοε. ροδόχρωε Rose-garden, ροδωνία, f ροδών, m, Rosemary, λιβανωτΙε, f. Rostrum, β^μα, η. λίθοε, m. Rosy, ροδο€ΐδΎ]$ : rosy-cheek, ροδόμη- λον, η. : rosy-armed, ροδόττηχυς : rosy-faced, ροδωπο$ : rosy-fingered, ροδοδάκτνλοε Rot, V. σ^)πω ώ σ'ί}πομαι, κατασ'ηττομαι, Ίτύθομαι, καταττύθομαι Rotation, €Kιyμos, m. TrepioSos, /<, ττζρίδρομτ], /. πβριστροφη, f. ττ^ρι- ayωyΎ], f. : in rotation, iyKvuXios Rotatory (motion), (κίνησιε) ττερίτρο- Rotten, aanphs, aaQphs [ttos Rottenness, σαττρότηε, f. σαπρία, /. σηπζδών, f. Rotund, arpoyyvKoSy σφαιρο€ίδ}}5, Rotunda, θόλοε, f. [σφαφικ})5 Rotundity, στpoyyυ\ότηs, f. Rove, V. ττλανάομαι, ττλάζομαι, άλάομαι Rover, ■π\αν7)τη$, m, αλήτη s, m. Rough, τραχύς, σκληρ})$, δασυ$, στυ φeλh5, χαλ67Γ^5, στρνφν}>3 Roughen, ν. τραχννω Roughly, adv. τραχέων, χαλ^ττώε ; {not exactly) φαύλωε, -η-αχυλώ^ ROU RUM Roughness, τραχύττι5, f. ^ασύτηε, f. σκληρότηί, f. Round, kvkXos, m. Roand, crpoyyvKos, σψαφο€ώ^ε, €v- KVKXoS, KVK\OT€pT]S, kvk\ios, €y- κύκλιο^, τροχο€ώη5, €ύτρόχαλθ5, TrepKpeprjs, eTnarpoyyvAos, yoyyvXos, TrepLTpoxos, τροχαλθ5 Round, V. (make round) τορνόω, τορ- νεύω, yoyyvXKca^ yoyyvλίζω, arpoy- yvWw, σrρoyyvλaLvω, σφαιρόω : to go or move round, κυκΚ^ω, κυκλόω, 7Γ€ρίΤΓ€λομαί : to be round, σφαιρό- ομαι : to be bent round, κυκλοομαι Round, prep. αμ.φΙ, ττερί : to be or lie round, τΓ€ρίκΕίμαί Round, adv. κύκλω, κύκλοθβν, αμψΙε Rounded, σ(ραιρωτ()5, acpaipoeid-qs Rounding, arpoyyvKccais, f. Roundish, biroaTpoyyvKos Roundly, adv. στpoyyύλωs Roundness, ajpoyyvKorris, /. Trepi- (pep€La, f. Rouse, v. ζyeίpω, άveyζιpω, ορνυμι, οτρννω, ορμάω, άνίστημι, κινίω, βκκίΡξω, θηyω, ^ρ^θω, €ρ6θίζω, όρίι^ω, παρορμάω Rousing, eyepiTis, f. τταρόρμησίΒ, f. orpvprvs, f. orpvuais, /. Rout, (pvyr], f. τροττη, f. Rout, V. σκζ^άννυμι, κΧίνω, τρξττω els (pvyr]v, Βιασιτάω Route, o^hs, f. bioBos, f. Routed, ζίζσπασμ^νοΒ Row, στίχο3, η. στοΊχοΒ. m. χ6ρο3, m. : in a row, στοίχώδη5 ; adv. στοιχη- δον, ςνσχ^ρω : to set in a row, στοιχίζω : to stand or go in a row, στοιχ^ω [ύπηρ€Τ€ω Row, V. €ρ€σσω, ^Χαύνω, κωπηλατ^ω, Rower, 4ρ€τη<ί, m. ύ·κ'ηρέτη$, m. : body of rowers, ύΐΓηρ€σία, f. Rowing, ζΙρ€σία, f. κωπ-ηλασία, f. Royal, ^aaiKiKos, /Βασιλέων, rvpavvi- Khs, apXLKOs, rvpavuos, βασιλη'^ : royal palace, city, or treasury, βασίλ€ΐον, η. Royally, adv. βασίλικω$, τυραννικώε Royalty, τυραννία, f. rvpavuls, f. Rub, V. τρίβω, τ^ίρω : rub down, ψήχω, άποτι^ίβω: rub away, 4κ- τρίβω, διατρίβω, τξίρω : rub out, €ζαλ€ίψω : rub in or on, ^ντρίβω, iyχρώvvυμL : rub together, συν- τρίβω : rub agaiust, ^ττηρίβω, npoc- τρίβω ; iiitruns. ττροσανατρίβομαι, •ηροσκνάημαι : rub offj άποτρίβω : rub gt iitly, v/rorpif Rubbing, τριβ)], f. TpiipiSf f. : rub- bing in, hTpL\pis, f. : rubbing down. Rubbish, (popvThs^ m. χληδθ5, m. Ruby, ipvOphs Rudder, πηδάλίοι/, η. οία|, /. olrjioVf η. Ruddiness, ^ρυθρότηε, f. ττυρρότ-ηε, f. Ruddy, GTTLirvppos, Trvpphs, ipvdphs Rude, 6.ypLos, &ypoLKos, άμουσοε, βάρ- βαρος, σκαώε, anaidevTOS, a(p€K7]S, άκομ\ρο$ Rudely, adv. άypoίκωs, ακόμ-^ωε, ατάκ- τως, άμούσως, άφβλώε Rudeness, aypoiKia, f. aypi6Ty]s, /. σκαίότης,/. άμουσία,/. άπαιΒβυσία./, Rudiment, τταίδβνμα, η. στοιχ^Ίον, η. €lσayωyr], f. Rudimental, στοιχίίωμάτικοε Rue, TVTiyavov, η. ρυτη, f. [μ6τανο€ω Rue, V. μeτayLyvώσκω, μβταμ^λ^ω, Ruffian, Travovpyos, c. λγστης, m. Ruffle, V. ταράσσω Rug, priyos, n. peyos, n. στρώμα, η. Rugged, τραχύς, xa\€7rhs, στυψελδί, Ruggedly, adv. τραχύως [κρημνώδης Ruggedness, τραχύτης,/. χαλβπότης,/. Ruin, 6λ€θρος, πι. φθορά, /. διαφθορά, /. εξώλεια, /. λoLyhς, πι. λύμη, /. λνμα, η. άτη, /. Ruin, Ruiner, λυμ^ων, τη.λνμαντ^ρ,ιη. Ruin, ν. ολλυμί. άττόλλνμι, δωλλυμι, φθβίρω, διαφθβίρω, σφάλλω, λυμαίνο- μαι, €ξαναλίσκω : to be ruined, €ρρω, 4πιτρίβομαι, πίτττω, διαττράσ" σομαι Ruined, Εξώλης, ολβθριος : utterly ruined, ττανώλζθρος, πανώλης, €ξώλης [θρος, πανώλης, άτηρ})ς Ruinous, €^ώλης, ολίθριος, πανώλ€- Ruinously, adv. ολΕθρίως [ψί^αοϊ Ruins, €ρζίπια, η. ρΐ. : in ruins, ipd- Rule, άρχη, f. δυναστΕΐα, f. κράτος, η. ηyeμovίa. f. {law) θ€σμί)ς,Ώΐ. (model, standard) κανών, m. yvώμωv, m. (measure) στάθμη, f. κανών, m. yvw- μων, m. Rule, V. &ρχω, βασιλεύω, κρατάω, δεσπόζω, κοιρανίω, άι άσσω. ηy€ύμaι, ηy€μoveύω, προστατ4ω, δυναστεύω, άyω Ruler, άρχων, in. άρχηyhς, m. άρχ^- της, ιη. δυνάστης, in. ηyiμώv, ηι, μζδων ώ μ^δίων, ιη, μ€δ€ουσα, /. κρ€ίων, ιη. : the rulers, τά Τ€λη, οί iv τ€λ€ΐ, οί τά τ€λη €χοντ€ς Rumble, ν. βορβορνζω, κορκορύζω, ψο(^€ω [/. κoρκoρυyμbς, m. Rumbling, βoρβυρυyμhς, //ι, κορκορυγ^, RUM SAC Ruminate, v. μ-ηρυκάομαι^ μηρυκάζω, μηρυκίζω, αναμ-ηρυκάομαι, άι/αμσ.σάυ- μαι; {in inind) φρονίω, άναπυλ^ω Rumination, μ'ηρυκισμ'63, πι. Rummage, ν. διαζητίω Rumour, φ-ί^μ-η, /. άκο^, /. \0yos, m. κληδώι/,/. : to spread a rumour, δ/α- στΓίίρω or Βιαδίδωμι \0you, διαφημίζω Rumour, v. διαφημίζω. θρυΧίω Rump, yXavros, m. Trvy7],f. ορβοττύ- yiou, n. Run, δρόμο5, m. δράμημα, η. Run, V. τρβχω, θ^ω (fiU. Θ^ύσομαι), τροχάζω ; {as a sore) καταστάζω, ύποστάζω : to run with or togetlier, συι/τρβχω, σννθ^ω, σνι^διαθ^ω, συν- τροχάζω : to run away, off, or out, €κτρ€χω, άποτρ€χω^ αποδι- δράσκω, €κθ4ω, δραπ€Τζύω : to run to or towards, €πιτρ€χω, υττοτρίχω, Ίτροστρίχω, ^ϊστρύχω, -προσθ^ω, eVi- Θ4ω : to run after, μ^τατρίχω, μ€ταθ€ω : to run after and catch, ύτΓοτράχω : to run through or over, διατρύχω : to run down, κατατρέχω, καταθέω : to run round, περιτρέχω, π^ριθίω, άμφι- τρ€χω : to run up, ανατρέχω : to run by, past, near, or beside, τταρατρέχω, παραθέω : to run under, υττοτρίχω : to run to and fro, run about, διατρέχω, διαθέω, ττρο- φορέομαι : to run a race, διαθέω, (Τταδιοδρομέω \δρηστι$, f. Runaway, δραπεττ^ϊ, m. δραττέτι$, /. Runner, δρομζυ3, m. : runner of races, σταδιοδρόμηΒ, m. Running, δρόμο5, m. : running about, διαδρομή, f. ττβριδρομ^, f. : running up, αναδρομή, f. Running, δρομα7ο5, δρομα5 : running well, δρομικ})9, 6υτρόχα\ο$ '. run- ning round, π€ρίδρομο3: running about, διάδρομο$ Rupture, prj^iSy f. Rupture, v. ρηyuυμι, €κp'f)yvυμι Rural, άγρβΤοί, aypovόμos Rush, axolvos, m. όΚόσχοινο$, m. δόναξ^ m. βούτομον, η. -os, m. : bundle of rushes, σχοινιά, f. : made of rushes, σχοίνινοε : abound- ing in rushes, δονακοτρόφο5, δονα- κώδηε, βαθύσχοινο5 Rush, δρμη,/. φορα, f. ροΐζοΒ,ο. ρύμη,/. Rush, ν. όρμάω, αί'σσω, conlr. &σσω, φέρομαι, ορούω, οΐμάω, σ^ύομαι : to rush on, βπαισσω, έτΓβισττίπτω, 4ΐΓορούω, Μρνυμαι, 4νά\\ομαι: to 511 rush in, (ίσπίπτω, ένίημι, ^μβάΚλω, ίτνζίσττηδάω : to rush in with, συν €ΐστΓίπτω : to rush out, έξαίσσω, έκσ^ύομαι : to rush tli rough, δι- αί'σσω, conlr. διάσσω, διαιθνσσω, δια- σ^ύομαι : to rusli by, τταράισσω : to rush forward or towards, έφορμάω, Ίτροσορμάω, ιτροσαίσσω, ττροσφέρομα,, έπισβύομαι : to rush after, /χεταϊσσα: to rush under or from under, ύτταίσσω, contr. ύττάσσω Rushing, έπίσσυτοε, έσσύμ^νο^ : rush- ing back, παλίνορσο$ Rushing, adv. έσσυμένυυ$, φοράδη»^ : rushing together, συvaiyδηv Rushing motion or sound, βοΊζοί, c. ^οίζημα, η. (>οιβδο$, m. ρύμη, f. ; with rushing motion or sound, (>οιζηδα Rushy, σχοινωδηε, σχοιν0€ΐε Rust, Ihs, m. ζύρώε, in. Rustic, ayρoιώτηs, m. d.ypoiu)Tis, f, aypώστηs, m. αιτγρώτη$, m. aypότηs, m, -Tis, /. -τηρ, m. -τβφα, f. χωρί- τη5, m. Rustic, aypehs, HypoiKos, &ypios, apoupalos, βουκολΐκ65, xwpiTiKhs : in a rustic fashion, χωριτικώ$ Rusticity, aypoiKia, f. άyρ.ότηs, f. Rustle, V. χΙ/ιθυρΊζω, ύττοσνρίζω, βοιζέω, ^οιβδέω, \1/οφέω Rustle, Rustling, ροΊζοε, c. ροΊβδοε, m, \Ριθυρισμ})5, m. ^ριθύρισμα, η. Rusty, €ύρώ€ΐ5, ιώδηΞ : to be rusty, Rut, τροχίά, /. τροχιλία, f. [ιόομαι Ruthless, άνοικτο$, άνοικτίρμων, αν- ζλζ-ήμων, ατΓηρ^$ Ruthlessly, adv. αν^Κ^ημόνω^ s. Sabbath, σάββατυν, η. Sable, μέλαε, €ρ€μν05, σκοτ^ινδε, yvo- Sabre, ακινάκη3, m. [<ρώδη$ Sacerdotal, UpaTiKhs Sack, θύλακοε, m. σάκκοε. m. [/. Sack, {of a town) αΚωσΐ3, f. ττόρθησιε, Sack, V. ΤΓορθέω, διαττορθέω, έκπέρθω» διαττέρθω, άλαπάζω, διαρττάζω Sackbut, σαμβύκη, /. Sackcloth, σάκκο3, τη. [στασις, /. Sacking, ττόρθησιε, /. αλωσο*, /. ανά- Sacred, lephs, ayvhs, dyios, οσιοί, αττόρρητοε, άβατο5 : sacred rites, Upoupyia, f. ayιστζiaι, f. pi. Sacredly, adv. iepcos, ΐ€ρωστϊ SAC SAL 8acredness, δσιότη^, f. ayL0rr]s, f. Sacrifice, θυσία, f. θυμα, η. θυτ-ί^ριον, η. τα i€pa, τα ίβρόθυτα, preparatory sacrifice, προτ€λ6ία, η.ρΐ.πρόθυμα, η. Sacrifice, ν. θύω, €κθύω, αποθνω. κατα- θύω, σφάζω, epSco, ρ^ζω, βττίβρβζω, €ΐ/τ€μρω, κaθayίζω, καθί€ρ^ΰω, καθο- σιόω : to sacrifice oseu, βουθυτέω : to sacrifice sheep, μη\oσφay6ω Sacrificer, Θυτ7]ρ, m. θυητΓ0\05, m. Sacrificial, Θυ7]πό\05 Sacrificing, θνηττολία, f. Sacrilege, ί€ροσυλία, f. : to commit sacrilege, Ι^ροσυΧ^ω Sacrilegious, ίζρ6συΧο$ Sad, aviaphs, Xvyphs, άθυμοε, aXyeivhs, XevyaXeos, στορ06ί9, ζυσφρωρ, yoe- phs : to be sad, Χνιτ^ομαί, αθυμ^ω Sadden,!'. Χυττβω, ανιάω, κήδω, ττημαίνω Saddle, βφίττπων, η. [pcos, Xvin)p(i)S Sadly, adv. Xvypa>s, XeυyaX4ωs, avLa- Sadness, Χΰτΐ-η, f. ανία, f. άθυμία, f. αχθοε, η. άχοε, η. &Xyos, η. αΒημο- Safe, ασφαΧηε, αβΧαβηΞ, aKLvdvvos, σώε, σόθ5, σώθ9, ixvphs, άπήαωι/, €ϋσοοε, βάβαωε, άσυΧοε, αττόρθητοε, ev€pK7]S [ασφαΧςε, ακιΜνωε Safely, adv. ασφαΧώε, άσφαΧίωε, Safety, σωτηρία, /. ασφάΧ^ία, /. ά^λά- ββια, /. βζβαιότηε, /. Saffron, κρόκοε, ιη. Saffron, κρόκ€οε, κροκόβιε, κροκωτΙε Sagacious, φρόνιμο3, συν eThs, ay χίνοοε^ G^hs, οΙνφρων, στοχαστικο3 Sagaciously, adv. φρονίμωε, ayχLvόωs, στοχαστίκώε [ο^ύτηε, f. Sagacity, αρχίνοια, /. συν^σιε, /. Sage, (plant) σφάκοε, m. ορμινον, η. Sage, σοφ})$, σώφρων, φρόνιμοε Sagely, adv. σοφώε, σωφρόνωε Sageness, σοφία, /. σωφροσύνη, /. Sail, ίστίον, η. : to set or spread the sails, Ιστία τ^ίνω, 'ίΧκω, αναττζτάν- νυμι or άζίρομαί : to furl sails, ιστία στέΧΧομαί or καθαιρίω : under sail, υτΓ0τντ^ρο$ : with white sails, Sail, V. πλέω, πλώω, τΐΧω'ίζω, ναυτίΧ- Χομαι, ναυστοΧ^ω : to set sail, αν- άγω, i^avayw, ττΧοΊον άφίημι, αίρω στυΧον : to sail away or from, άτΓοπλβΟ), απαίρω, μ^θορμίζομαι '. to sail to, towards, or into, (ίσττΧία}, -πρυσττΧ^Λ), (πίττΧίω, βπβισπλβω, ^μ· ττλίω, κατα-κΧίω : to sail round, π^ρίττλί'ω : to sail by or near, παρα- ττΧίω, τταρανζομαι : to sail back, 012 ανα-ηΧ^ω, έπανα-πΧ^ω, κατα-πΧ^ω '. to sail out, €κτΓΧ€ω : to sail out with, συν€κπΧ€ω : to sail through. ΒιαπΧζω ώ -ττΧώω, ^ΐ€κπΧ€ω : to sail over, επίπλβω : to sail with, συμ- 7ΓΧ4ω : to sail down, καταττΧ^ω : to sail against, άvτavάyω, άντεκπλβω Sailing, ttXoos, contr. irXovs, rn. ναυ- τίΧία, f. : sailing out, eKirXoos, m. : sailing round,7repiVAoo9, : sailing into, €ΪστΓΧοο$, rn. : sailing before, TTpoTvXoos, m. : sailing against, επι- irXoos, m. €7ΓίτΓΧ€υσ IS, f. : sailing for the first time, τΓρωτότνΧοοΒ, -πΧου$ : fit for sailing, τνΧόϊμοε or ττΧώϊμοε : unfit for sailing, inXoos : favour- able for sailing, πΧ€υστίκ})$, adv. Sailor, vavT7]s, m. mvrh,/. ραυβάτηε, 7/1. vavTiXos, m. ναύκΧηροΞ, m. aXiehs, 771. αΧίτνττοε, m. ττλωττ/ρ, m. : fellow-sailor, συν ναύτη s, τη. Saint, ay LOS Sake : for the sake, eVe/ca ώ dv^Ka, €V€K€V eLV€K€V. χάριν, imlp, αιτία Salad, φυΧΧαε, f. αβυρτάκη, f. Salamander, σαΧαμάνΒ^α, f. Salary, μισθhs, m. [πωλτ/τβοϊ Sale, \ρασΐ3, /. ττώΧησιε, f. : for sale. Saleable, ττράσιμοε, -n-paTeos Salesman, ττρατηρ, m. Saline, άλ/iupbs Sallow, hea, f. οίσνα, f. Sallow, ώχρο5, χΧωρο5 Sally, ττροδρομη, f. έκ^ρομη,/. e|o5os, /. 4π€κ^ρομΊΐ, f. 4κβοηθ6ία, /. Sally, V. Εξορμάω, 4κτρ€χω, 4κθ4ω^ €κπη^άω : to sally out against, eVelet^i, αντάΐ^ιμι, άντ6ΤΓ€^€ΐμι. iir- €κθ€ω, 47Γ€Κτρ€χω [aXes Salt, hXs, aXhs. m. (commonly in pi.) Salt, αΧμνρ})ε, αΧμώ^ιε, άλμήειϊ, άλυ- Kos, άΧυκώζηε : made of ^ salt, aXiVO? [αΧμυρίζω, αΧμάω Salt, V. αΧίζω, αΧμ^ύω : to be salt, Salt-cellar, άλίά, /. Salted, αΧμαε, άΧμαΊοε : salted pro- visions, αΧμια, il. pi. Saltish, aXμυphs, αΧμώζηε, αΧμυρώΒη$'. to be saltish, αΧμυρίζω [τηε.ΐ. Saltness, αΧμη, f. αΧμυρϊε. f. αΧμυρό· Salt water, άλ,ατ;, /. αΧμυρ})ν υδωρ, η. Salvage, σωτήρια, η. ρΐ. σώστρα, η.ρΐ. Salvation, σωτηρία,/. Salubrious, ifyidivhs Salubrity, vyi^ivhv Salve, (ίμ-κΧαστον, η. ίμττΧαστρον, η. ίμπΧαστρο3, /. SAL Salutary, vyitiphs, vyiy\ph$, σωτ-ήριος Salutation, άστΓασμ})5, m. Ιίσπασμα, η. Ίτρόσρησιε, f. πρόσρημα, η. Salute, V. ασπάζομαι, προσκυνάω, προσ- α-γορΕνω χαΐρ^ιν Same, δ avrhs, ^ αΐη^, rh aurh; avrhs, αντ^, rahrh ; 'όμοιο$) ofwios ώ$ or καϊ, όμhs Sameness, ταντόττιε, f. Sanctification, όσιωσιε,/. στγίασμ})$, m. Sanctify, v. δσιόω, ayLάζω Sanction, iiraivoSf m. Sanction, v. αΙνύω, βιταιρβω, συναινίω Sanctity, όσιότηε, f. άγωττ^ϊ, /. Sanctuary, ατ^ίαστ-ηριον, η. ayίaσμa, η. Sand, \ράμμθ5, f. άμμο5, f. \ράμαθθ5, f. άμαθο5, f. \ράμμη, f. : sand-bank m the sea, σύρτιε,/. Sandal, ir4bi\ou, n. σάν^αΚον, η. σαν- δαλίσκο5, m. [f^os, χΐ/αμαθώ^ηε Sandy, ψα/^^ώδ^ί, Ύ]μαθ0€ί?, νττόχραμ- Sane, uyi^s, φρζ^ίιρηε, ψρόνίμο$, ρού]- μων, αρτίψρων : to be sane, vyiaivw Sanguinary, (poivLOSy (pSvLos Sanguine, evcAwis, ττρόθυμοΞ, δρμητικ})5 Sap, onhs, m. Sapphire, σάττφΕίροί, f. Sarcasm, κ^ρτομία, f. κ€ρτόμησιε, /. σαρκασμ})$, tn. Sarcastic, Κ€ρτ6μιο5, κ4ρτομο5, σαρκασ- Sardine stone, σάρΖιον, η. Sardine, {fish) σaρy1vos,m.σaρl·'LVos,m. Sardonyx, σαρ^όνυ^, m. Sash, ζώρΎ], f. ζωστ}]ρ, m. Sate, V. κορίννυμι, vnepicopeo}, Εκτνίμ- πλημι, άω ώ άδεω Sated, Satiated, ^ue^rbs, τληρτ/^, δίά- KopoSf ^ιατΓ€'π·\ησμ€ΐ/05 Satiate, v. κοράννυμι, ύπ€ρκορ4ω, e/c- πίμπλημί, &ω ά άδεω Satiety, κ6ρο$, πι. πλησμονή, /. πλη- θώρ-η, /. πλ7]ρωσι$, /. άδθ5, η. : to satiety, ά^ην Satire, ίαμβοι, m. pi. [j8t(u> Satirise, v. κωμα}Β4ω, ^ιακωμφ^ίω, Ιαμ- Satisfaction, ποιν^, f. πΚ'ί]ρωσί$, /. : to make satisfaction, iroiv)]v αττοτίνο- μαί, TTOiUTju τίνω : to demand satisfaction, αΙτάω ζίκην : to exact satisfaction, Βίκηρ or ttolvtju λαμ- βάνω : to receive satisfaction, δίκην €χω : to give entire satisfaction, 7Γ\ηροφορ4ω Satisfy, v. αρέσκω, ττΊμπλημι, ζμττίμ- Ίτλημι, αποπίμπΚημί, τληρόω, άττο- πληρόω^ άρω, άρκ€ω, ζξαρκάω Satisfying, ττλτίρωσί^, /. 6«:πλ7ίρα>σίί,/. Satrap, σατράπ'η$, ηι. 513 SCA Satrapy, σατραπεία. /. Saturn, Kp6vos, m. : of or belonging to Saturn, Κρόμιο^ : son of Saturn, ΚρονίΒηε, m. Κρυνίων, m. Satyr, '2,άτυρο$, m. Savage, dypios, τραχύς, σχίτλιος, ανήμερος, άμικτος, a■πpoσi]yopos : to be savage, aypι6oμaι, iξayριόoμaif i^ypLaίuω, τραχΰνομαι : to make savage, ατγριαίνω, iξaypLaLuω Savagely, adv. &ypia, ώμώε Savageness, aypL6TT]s, f. ώμότηε, f. Sauce, 6^oy, n. ζωμ})$, m. ζωμίδιον, η. ίμβαμμα, η. κατάχυσμα, η. Saucer, όξυβαψον, η. οξυβάφιον, η. Saucily, adv. υβριστικώς Sauciness, ύβρις, /. Saucy, νβριστικ})ς, aσ€λyΎ]ς Save, V. σώζω, διασώζω, ανχσώζω, περι- σώζω : to save from, i κ σώζω, απο- σώζω, ρύομαι Saving, σωτ-ηριος, σωστικές Saviour, σωτηρ, m. σώτ€ΐρα, /. Savory, θύμβρα, /. Savour, κνίσα, Ερ. κνίση, /. οδμ^, /. Savoury, κνισ-η^ις, κνισωτ6ς, πολύ- κνισος Sausage, αλλάς, m. ψύσκη, /. χόρδη, /. χόρΒζυμα, η. Saw, πρίων, m. πριστ^ρ, : like a saw, πριονο€ΐδης, πριονώδης, πριο· νωτ})ς Saw, ν. πρίω, πρίζα; : to saw off, απο- πρίω : to saw through, διαπρΊω Sawing, πρίσις, /. Sawn, πριστός Sawyer, πρίων, m. πριστ^ρ, m. Say, 'ϋ. ψημί, φάσκω, λeyω, ύπον : to say besides, iπιλeyω, 4π€Ϊπον, υπ- ίΤπον, προσεΤπον, eπιφθeyyoμaι Saying, ργιμα, η. λόyoς, πι. μ,υθος, τη. φΘ4yμa, η. άπόφθ€yμa, η. φήμη, /. ρημάτων, Π. λέξις, /. Scab, ψώρα, /. [Η.οϋλ€δν, η. Scabbard, κολΕΐ)ς, m. κολ^δν, Ερ. Scabby, ^ωραλ4ος, ^\ιωρhςy λ€πρ})ς : to be scabby, ^ωριάω Scaffold, σαν\ς, f. σανιδωμα, η. Scale, (of a fish) λεπίς, f. (of a ser- pent) φολΙς, f. (scales, balance) σταθμός, m. (pi. m. ώ η.) πλάστιyξ, f. τρυτάνη, f. τάλαντον, η. Scale, V. (clinib over) υπερβαίνω, wTtp- αίρω, ϋπερακρίζω Scalene, σκαλ'ηνί)ς Scallop-shell, χηραμΧς, f. χηραμϋς, f. Scaly, λ€πιδωτhς, φολιδωτός Scan, V. διασκοπέω, ανακρίνω, άναζτητεω SCA Scandal, σκάν^αλον, η. ζυσψημία, f. πρόσκομμα, η. Scandalise, v. σκανδαλίζω Scandalous, ahxphs, €ΤΓον€ίζίστο5 Scantily, adv. σπανίω$, φαύλωε Scantiness, μανότηε, f. σττάνιε, f. σττανίότηε, f. σπάνη, f. φαυλότηε, f. ολί-γότ-ηε, f. Scanty, μανοε^ σπάνιοε, airavhs, σιτα- νίστ})5, ολί-Ύοε, άπορο3 : to be scanty, σιτανίζω Scape-goat, φάρμακοε, C. Scar, οϋλη, f. [scarce, σ-πανίζω Scarce, σπάνιοε, σ^Γavhs, μανο3 : to be Scarcely, adv. μό^ι$, μόλιε, σχολτ}, χαλβττώε Scarceness, Scarcity, σπάνιε, f. σπα- VL0TT)s, f. μανότηε, f. : scarcity of food, σίτόΒ€ία, f. ^ Scare, v. φοβέω, tttocco, δίαπτοεω, δ€ΐδίσσομαί, σοβ^ω Scarify, v. σχάζω, σκαριφάομαι Scarifying, cLμv\LS, f. σχάσιε, /. Scarlet, k6kklvos, κοκκινοβαφηε Scatter, v. σκΜννυμι, ^ίασκζ^άννυμι, κατασκΕ^άννυμι, σπείρω, δίασττβφα; : to be scattered, σκίΒναμαί, αποσκίδ- ναμαι, ^ιασττάομαι Scattered, σποραε, σκεδαστ^^ Scattering, σκέδασιε, /. Βίασκ^Βασιε, /. διάρρίψίϊ, /. Scene, σκηντ], /. θυμέλη, /. Scenic, σκηνικοε Scent, οσμη, /. οδμ^, /. : having a good scent, €vpLS : without scent, ipLS, OLpLVOS Sceptical, σκ^-πτίκΐε, απορητίκ})ε: the sceptics, ol σκ^πηκοΧ, ol απορητικοί Sceptre, σκηπτρον, η. ρά^δοί, /. Schedule, yράμμa, η. ^ραμματ^ων, η. σύνταΎμα, η. Scheme, σχήμα, η. βουλ^, f. Schemer, βτηβουλζυτηε, πι. Schism, σχίσμα, η. [φοιτητ-ηε, m. Scholar, μαθητηε, m. παίδευσα, ν. Scholarship, μάθησιε, /. μάθημα, η. -πολυμαθία. /. παώβία, / τταί^βυσιε, f. School, δίδασ/ίαλβίον, 7ΐ. σχολή, /. Schoolboys, ol φοιτώντ^ε Schoolfellow, συμμαθητηε, m. σνμ- φοιτητηε, m. [ζάσκαλοε, ιιΐ. Schoolmaster, Ύραμματιστηε, m. δ/- Science, Επιστήμη, /. μάθημα, η. μάθη- σι$, /. μοϋσα, /. μουσική, /. [τημων Scientific, μαθηηκΙε, μουσικ})$, €πισ- Scientifically, adv. 4πιστημόνωε Scimitar, ζρίπανον, η.^^ μάχαιρα, /. κoπh,f. αινάκη^, m. άρπη, J. 511 SCR i Scion, οζοε, m. κλάδοι, m. φίτυμα, η. \ φ7τυ, η. [scissors, ypaλίζω \ Scissors, ^paλU, /. : to cut with Scoff, σκώμμα, η. ^μπαι-γμα, η. ^ \ Scoff, ν. κατα-γξλάω, σκώπτω, χλει/ά(α>, \ €μπαίζω, κβρτομ^ω Scoffer, σκώπτηε, m. χλ€υαστηε, m. Scoffing, χλ€υασμ'05, m. χλ€υασία, /. Scold, V. ρζίκβω, ^νί-πτω, βπιτιμάω, ι καθάπτομαι Scoop, ν. κοιλαίνω, βκκοιλαίνω, 'γλνφω j Scope, σκοπ})ε, m. I Scorbutic, ψωραλβοϊ [π·€ριφλ€νω Scorch, V. φλ€Ύω, φρυ^ί», καυματίζω, Scorching, σίτγκαυσιε, /. €πίκαυσι$, /. j Scorching, καυματώΒηε, σ€ίριοε, σα- \ Score, είκοσι ^ [pi0€is ι Scorn, καταφρόνησιε, /. ύττβροψί'α, /. : ύπβρφρόνησιε, f. νττΕρφροσύνη, J. ; Scorn, ν. καταφρονάω, ϋ-πζροράω, 4κ- φαυλίζω, υπ^ρφρονάω, φαυλίζω, δλι- 'γωράω Scorned, υπίροτΐτοε [^· Scorner, καταφρονητηε, ιη. νπ^ρόπτηε, Scornful, καταφρονητικ})3, ύπεροπτί- j Khs, υττ€ρφρων, ολί^ωροε \ Scornfully, adv. καταφρονητικώε, ] Scorpion, σκορ-πίοε, m. [6λι·γώρω$ j Scoundrel, iravodpyos, m. \ Scour, V. ατΓοκαθαίρω, αποτρίβω \ Scourge, μάσηξ, /. [θωμίζω j Scourge, v. μaσrιyόω, aπoμaστιyόω, ! Scourger, μαστίκτωρ, m. Scourging, μaστίyωσ is, f. \ Scout, σκόπο5, m. κατάσκοττοε, m. j Scowl, V. ύποβλέπω [Βι^ρΕυνητηε, m. j Scrap, θραύσμα, η. κλάσμα, η. άττό- | Scrape, απορία, /. [τίλμα, η. | Scrape, ν. ξύω, ^πιξνω, κνάω, ξεω, j κνίζω, Κζίρω : to scrape off, άττοξύω, ' άποκνάω, άποξεω | Scraped, ξυστhs [yh, f. ψήκτρα, /. i Scraper, ξυστρϊε, f. ξύστρα, f. στλεγ- Scrapings, ψ^γ^^α, η. κνησμα, η. , κνίσμα, η. [λω, άμύσσω \ Scratch, ν. κνάω, κνίζω, κνηθω, ψαβάλ- j Scratching, κνησιε, f. ^ ". Scream, βρυχηθμ})3. m. βκφώνημα,^ η, : βρ^Χ^, /· βρνχημα, η. κλayyη, /. ^ , Scream, ν, κλάζω, φθeyyoμaι, διακρα- I ζω, κλayyάζω | Screech, ν. κράζω, κρaυyάζω Screen, προκάλυμμα, η. π-ρόβλημα, η. \ ίττηλυξ Screen, ν. iπηλυyάζω, σκιάζω, κατά- ^ σκιάζω, ττροίσταμαι 1 Screw, κοχλία^, m. 'ίλιξ, /. \ Scribble, ν. yράφω I i SCR Scribe, Ύραμματ€υ5, m. Scrip, n-fjpa, f. βαΚάντιον, η. Scripture, the, ύ) Ύραψ^ Scrofula, χοφαε,/. Scroll, δελτοϊ, /. Scruple, okuos, m. airopla,/. Scruple, v. οκνίω, απυρίω Scrupulous, 0Kvy)phs Scrutinise, v. 4ξ€τάζω, ^ΐ€ρ€υι/άω, ακρι- βόω, Βιακρίβόω, ανακρίνω, δοκιμάζω Scrutiny, i^eraais, f. avaKpiais, f. δοκιμασία, f. Scuffle, pe7Kos, n. αμιΚλα,/. ταραχ}),/. δίωΘισμ})5, m. Scuffle, V. ν€ΐκ€ω, €ρίζω, α-γωνίζομαι Sculk, V. Εμφωλεύω, 4Αλοχάω, λανθάνω Scull, κρανίον, η. Sculptor, ΎλυφΕυε^ m. yXvirr^^s, m. XidovpyhSf τη. Sculpture, y\v(p)^, f. Sculpture, v. "γλύψω Scum, ypavs, f. Απάνθισμα, η. κάθαρ- Scurrility, KaKoXoyia, f. [μα, η. Scurrilous, κaκoλόyo? Scurvy, ^ρώρα, f. λζίχ)]ν, m. Scythe, δρ^ττάνη,/. δρ4πανον, η. αρττη,/. Sjea, θάλασσα, f. irdvros, m. ^Γ6λayos, η. &As, /. : of or belonging to the sea, Θαλάσσί05, 7Γeλάyιos, αλ/os : by or near the sea, τταραθαλάσσωε, €Ίηθαλάσσ loSj τταράλιοε, ττάραλοε, άγχίαλο^ : to put to sea, άvάyω, 4ξορμ€ω, ατταίρω, αίρω στόλον : put- ting to sea, άvayωy}], f. : to be master at sea, ναυκρατ^ω, θαλασσο- κρατ4ω Sea-beaten, ά,μφίαλος, irepippvros, άμ- φίρυτθ5, αμφίθάλασσοΒ, αλίτυττο$, αλίκλνστοε, αλί'7Γληκτο$ Sea-breeze, irovrtas αϋρα, f. [/. Sea-coast, παραλία, f. η τνάραλθ3, ακτ^, Sea-fight, ναυμαχία, /. Sea-girt, irepippvTos, αμφίρυτο5, ττβρί- κλυστο5, αλίκτυποε Seal, (sea-calf) φώκη, /. (stamp) σφρay\s,f. (the impression) σφpάyισ- μα, η. σφρay\sy f. σ^ιμαντρον, η. σημβΊον, η. Seal, ν. σφρayίζω, κaτaσφρayίζωJ ση- μαίνομαι, κατασημαίνω Sealer, σφpayιστ7]p, m. Seam, Ραφή, / ράμμα, η. συνάφεια, /. Seam, ν, ράπτω Seaman, vavrrjs, m, ναυβάτΎΐ$, m. Seamless, άρραφο5 Sea-monster, μύραινα, /. Sear, v. καίω, φρvyω Search, ^ήτησι^, /. epevva, f, 515 SKC Search, v. αναζητάω, (^^τάζω, 4ρ€υνάω, δΐ€ρ€υνάω, €ξ€ρ€υνάω, μ^ταλλάω Searcher, ζητητη^, m. Searing-iron, καυτ'ί]ριον, η. Sea-shore, aiyιaλ'bsy m. άκτ^, f. Sea-sick II esH, ναυσία, f. : to be sea- sick, ναυσιάω Season, ώρα, f. Kaiphs, m, : of or be- longing to the seasons, ώριοε Season, v. άρτύω, ^ξαρτύω, ηδυνω Seasonable, ωρα7υ$, Kaipios, eVKaipoSf iniKaipioSy iniKaipos, τνρ6σκαιρο3^ eyKaipos Seasonableness, ώραιότη^, /. (ύκαιρία, f. iy καίρια, f. Seasonably, adv. Ευκαίρων, 4τΓΐκαίρω^^ καιρίωε, καιρφ, iv καιρφ, trphs or els Kaiphv Seasoning, άρτυμα, η. τίιδυσμα, η. Seat, ζδρα, f. θάκο5, m. θώκος, m. δί- φρο3^ C. θρόνος, m. ^δρασμα, η, καθέδρα, /. €δρανον, η. Seat, ν. καθίζω, ίδρύω, 'ίζω Sea-urchin, σπάτayos or σ^τάτayyos, m. σ^Γaτάyyr|, f. Sea- water, άλμη, /. Sea-weed, φΰκος, η. φνκιον, η. βρύον, η. : full of sea-w^eed, φυκώδη5, φνκιόβις, βρυώδη5 Sea-wolf, λάβραξ, m. Sea-worthy, πλώϊμος or ττλόϊμος : not sea-worthy, άττλοος Secede, v. αφίσταμαι, μ^θίσταμαι, άττο- χωρεω, άναχωρεω Seceder, αποστάτης, m. Secession, απόστασις,/. αναχώρησιε, f. Seclude, v. αττοκλζίω [παραχώρησις,/. Seclusion, μόνωσις, /. [θ})ς, m. Second, (assistant) σvv€pyhs, c. βοη- Second, Seurepos, ϋστ€ρος : to be second, δ€υτ€ρ€νω : in the second place, δβύτζρον, Th δ^ΰτ^ρον : a second time, Seurepa, Th δ^ύτ^ρον : second to, οττισθβ, -θ€ν Second, v. βοηθάω, συveρyeω, συvηyO' ρ4ω, σννζίτΓον Secondary, δ€υτ€ρα7ος, 'κάp€pyos Secondly, adv. δβυτάρως, bevrepop Secrecy, κρνφ})ς, m. κρυφιότης, f. Secret, απόρρητος, κρύφιος, κρυφαΊος, κρυπτ})ς, απόκρυφος, λαθραΊος, άδη- λος, αφαν7]ς, άρρητος : to keep secret, στeyω, σιωπάω, σιy^ εχω or ϋφαιρέομαι Secret, απόρρητον [j^s, m. Secretary, ypaμμaτeυs, m. ypaμμaτ:σ- Secrete, v. κρύπτω, αποκρύπτω, βγ- Secretion, σύvayμa, η, [^κρύπτω SEC Secretly, adv. λάθρ-η λάθρα, λα- epaius, κρυψη, κρνβ^ην, κρυφίωΒ, αψανώε, iy αιτορρ-ητψ^ λζληθ6τω5, ήσυχη Sect, aipeais^f. Sectarian, alperiKbs Section, τμήμα, 71. ^ . \_βαιθ5 Secure, άσφα\^$, a^eijs, '4κηλο^, β€- Secure, v. ασφαλίζω, συνέχω Securely, adv. ασφαλώ$, β€βαίω5 Security, ασφάλεια, f. ^5eia, f.^ {a pledge) 'όμηρο5, m. δμηρβία, f. δμη- ρβυμα, η. τταρακαταθ-ηκη, f. : to give a security, δμ-ηρ^νω Sedate, '^συχοΒ, ^ύκ-ηλοΒ, κατάστημα- TiKOS Sedately, adv. ησνχωε Sedateness, ησυχία, f. Sedentary, e^pahs Sediment, ύττόστημα, η. υττόστασιε, f. Sedition, στάσι^, f. ζίάστασί5, f. : to raise sedition, στασιάζω, δίαστα- σίάζω : raising of sedition, στασιασ- μοε, m. : a raiser of sedition, στα- σίώτη3, m. στασιαστ)]8, m. Seditious, στασίωτικ})8, στασιαστικ63, στασίώδη5 [σιαστίκωε Seditiously, adv. στασιωτικώς, στα- Seduce, v. έξαττατάω, παράγω Seducer, φθορζυε, m. ττλάνοΞ, m. προσ- Seduction, φθορά, f. [ayωyeυs, m. Seductive, 4πayωyhs Sedulity, σπουδτ;, /. eVi/zeAeta, /. Sedulous, €ΤΓίμζλη5, σπουδαΓοί, σττου- δαστίκ})ε, φίλόπονο5, φLλepyhs, iv€p- yr^TLKhs ^ [tlko)S Sedulously, adv. σπουδαίωί, σττου^ασ- See, V. δράω, καθοράω, ττροσοράω, δι- οράω, ένοράω, eJdou, ττροσζΊΒον, βίσ· €ΐδοι/, συνΕΊΒον, βλ^ττω, προσβλέπω, αποβλέπω, Βέρκομαι, λ^ΰσσω, θζάομαι See! (behold!) ΐΒου, i^e Seed, σπέρμα, η. : seed-time, σπόρος, m. σπορά, f. [(^υτάριον, η. Seedling, σπ€ρματισμ})ε, m. φυτα$, /. Seedsman, σπβρματοπώλης, τϊΐ. Seeing, 6\pis, f. προσοχή ls, /. : seeing all things, πανόπτης, παντόπτη$, πανδ€ρκϊ]ς : worth seeing, αξιοθέ- ατος Seek, V. ζητέω, Ζίζημαι, έρ^υνάω, μασ- τβύω, ματ€νω, θηράω, θηρεύω Seeker, ζητητ^$, πι. μαστηρ, m. μασ- Τ€υτη$, πι. {μαστυε, /. Sjeking, ζητησις, /. αναζητησις, /. Seem, ν. δοκέω, φαιρομαι, βοικα, φαν- SeemiiJg, φαινόμενος [τάζομαι Sceuini^dv, adv. έοικότως 616 SEN Seemliness, ^υπρέπ^ια, f. πρέπον Seemly, Ευπρεπής, πρέπων, πρεπώδη^ Seen, ^earbs, oparbs Seer, μάντις, c. προφήτης, m. Seeth, V. εψω, αναβράσσω, πviyω Seething, πvιyμδς,m. πνΊξις,/. Segment, τμήμα, η. απόκομμα, η. Segregate, v. αφορίζω, αποδιορίζω Seize, V. λαμβάνω, συλλαμβάνω, εττί- λαμβάνω, καταλαμβάνω, αίρέω, συν- αιρέω, άπτομαι, Εφάπτομαι, αρπαί^ω, συναρπάζω, αφαρπάζω, μάρπτω Seizure, Seizing, ληψίϊ, /. €πίληψΐ5, /. κατάλη^ρις, /. {of disease)^ αντίλη- ψίϊ, /. [νιάκις, παυράκι; adj. σπάνιος Seldom, adv. 6λLyάκις, σπανίως, σπα- Select, ν. Εζαφέω, iκλέyω, διaλέyω, iπιλέyω, κaτaλέyω, κρίνω, Εκκρίνω, προκρίνω, απομερίζω, αποχωρίζω Select, Selected, Ε^αίρΕτος, Ae/crbs, ΕπίλΕΚτος, ΕκλΕΚΤος, ίκκριτος Selection, e/cAe^ts, /. Eκλoyη, f. Self, αυτός, αυττ), αύτ6 : very self, αυτότατος : self-acting, αυτόματος : self-evident, αυτόδηλος : self- taught, αυτοδίδακτος: self- pro- duced, αυτόποιος, αύτόκτιστος Selfish, φίλαυτος Selfishness, φιλαυτία, f. ίδιoπpayia, /. Self-will, αϋθάδΕία, f. Self-willed, αυθαδ^^, αυτόβουλος, αυ- θaδiκhς: to be self-willed, αυθαδί- ζομαι Sell, V. πωλέω, πιπράσκω, απεμπολαω, έμπολάω, διΕμπολάω, Eξapyυρίζω, αποδίδωμι, ay οράζω, έκπιπράσκω Seller, πώλης, τη. πραττιρ, τη. Selling, πρασις, /. πωλ^,/. πώλησις,/. Selvage, κράσπεδον, η. Semblance, δμοιότης, /. μορφ^, /. Semi-, {in composition) ημι- Semi-circle, ημικύκλιον, η. Semi-circular, ημικύκλιος, ημικυκλιώ- Seminal, σπερματικ'ός [δτ]^ Seminary, δίδασ/ίαλεΓοζ^, τι. Semi-vowels, ημίφωνα, η. ρΐ. Senpiternal, αίδί05, αιώνιος Senate, βουλτ], /. η σύyκλητoς {Εκ- κλησία), yEpoυσίa, f. [w. Senator, βουλΕυτ7]ς, m. yEpoυσιaστ^ς, Senatorial, y€poύσιoς, βoυλEυτικhς Send, Send forth, r. πέμπω, προπέμπω, προσπέμπω, στέλλω, αποστέλλω, 'ίημι,αφίημι, πρυίημι, έξίημι,ανίημι :^ to send for, μεταπέμπομαι, ανακαλέω : to send back, αναπέμπω, αποστ έλλω : to send away or out of, αποστέλλω, αποπέμπω, έκπέμπω : tO send be- SEN fore, ττροπζμττω, -ηρυι-ημι, ιτροαπο- στ€\\ω,τΓρο€ΐσ'ίΓ€μτΓω : to send to or into, €ΐσ'Κ€μπω, υτνοττίμ-πω : to send up, αι/αττίμττω, αναβιβάζω : to .send by, through, τταρατνίμιτω, διί-ημι : to send down, καθίημι, καταττίμ-πω: to send against, ^φίνμ^ 4τητΓ€μπω, €ΤΓ€ξ€λαύρω : to send about, δια- τΓ€μπω, ΐΐ^ριτν^μιτω : to send besides, Ηίττίμτνω, ττροσβκτΓβμττω, προσίημι, τΐροσαίΓοστίΚλω : to send witl), συμ-κίμτνω, οττάζω : to send toge- ther, συναττοστίΚΚω, συν^κττίμττω, συνίημι : to send in turn, άντίΐτβμ- ττω : to send word, «ττίστελλω, ^ΊΓίτίθ-ημι : to send round {a mes- sage), 7Γ6ρία77€λλω Sending, ττομπτί, f. ττ^μ^ΐΒ, f. emir € μ- ψίϊ, /. : a sending away or out, αποστολή, f. ΕΚττομτΓ^, f. €K^Γeμ^pίS, f. : sending for, μerά■πeμ^pis, f. : sending round, δίαπο/χπτ;, /. Senior, Ίνρ^σβυτ^ροΒ, yepaircpos Seniority, ^τpeσβυy€V€La, f. Sensation, αίσθΐί]σί3, /. τΐάβο$, η. Sense, (perception by the semises or of the mind) αίσθησιε, f. α'ίσθημα, n. (understanding ; meaning) poos, m. νά-ημα, η. διάνοια, f : in one's senses, ίμφρων. to be in one's senses, €ν<ρροΡ€ω, σωφρον^ω : to come to one's senses, αναφρον^ω Senseless, ayvώμωv, άφρων, 'aXoyos, ανόητοΒ Senselessly, adv. ατγνωμ6νω8, αφρ6νω3 Senselessness, ayuωμoσύv% f. αφρό- ο'ύνη, f. άνοια, /. μωρία, f. Sensible, αΙσθητ})5, ivvoos, evvovs, ίμφρων \νίμω3 Sensibly, adv. €μφρ6νω$, σοφω3, φρο- Sensitive, evirad^s, alaer)TLKhs : to be sensitive, βύτταθεω Sensual, φιλ^ιΒονο5, φιλη^^^, ffapKiKhs, άι/δρα7Γοδώδη5 : sensual pleasures, τά ανόητα Sensuality, φιληδονία, f. φιλη^ία, f. Sent, π€^πτί)ϊ, 'πόμτημο5 : sent for, μζτάτΐ^μτντοΒ Sentence, x6yos, m. ρήμα, η. (judg- ment) yvώμη, f. άποημ^ριο3, εφήμεροι, ε'φ- ημεριι/os, βραχύβιοε, 6λLyoβ^os Shortly, aciv. συ;/τ(ίΑΑω5 ^ Shortness, βραχντηε, /. ολιγότη^, Short-sighted, μυώψ, μυωπhs ^ Short-winded, βραχύπροο5, bvairuoos Shot, βυλ^, /. /Βλ^Α^α, ?ΐ. Shot, ro^evThs Shove, V. ώθεω Shovel, άμ-η, /· Shoulder, d)Mos, m. €ΤΓωμΙ$, /. Shoulder-blade, ώμοπλάττ], /.^ Shout, Shouting, βοη, / άναβοησΐ3, /. 6λολυ7^, /· ολολυ7Μ^5, αυτ77, /. αλαλ^, /. ίαχη, /. lvyμhs, m. εττι^ Shout, ν. /3οάω, αναβοαω, ίμβοαω, όλολτ^ω, εττολολτ^ω, άΐ/ολολΐ/(,ω, αλαλάζω, atw, κ\άζω, Ιάχω, ανιαχω, ώθίyy<■μaι, αρορθιάζω 520 SHU Show, θεα,/. θ€αμα, η. φάσμα, η. ^ Show, ν. ζείκνυμι, απο^βίκνυμι, εττιδεικ- ρυμι, ανα^^ίκνυμι, κατα^^ίκνυμι, τταρα- δζίκνυμι, φαίνω, ιτροφαίνω, αναφαίρω, σημαίνω, εμφανίζω, διασαφε'ω, δη- λοω, παρέχω : to show beforehand, ττροζξίκννμί ^ Shower, 6μβρο3, m. verhs, m. ψα/cas, /. Shower, v. ομβρ^ω, υω, βρ^χω Showery, v^tlos ^ Showy, Xaμ^rphs, άγλαο9, evTrpenTjs Shred, ράκοε, η. Shrewd, ayxLvoos, σοφο5, συν€τό8 Shrewdly, adv. ayχιvόωs, σοφώ$ Shrewdness, ayxivoia, f. σ^εσΐ5, /. ττυκνότηε, f. Shrew-mouse, μυyάKy\, f. Shriek, v. τρίζω, κλάζω, κωκνω Shrill, Kiyvs, Xiyvphs, XLyύφωvos, λί- yvφθoyyos, o^vs, o^vtovos Shrilly, adv. XLyeωs, Xiyupcos, ο|εω$ Shrillness, οξντηε, f. οξυφωνία,^ f. Shrimp, Kapls, f. Kpayya^v, f. o$s, f. Shrine, vahs, Atl. yeibs, m. άδντον, η. σηκ'όΒ, m. ^ Shrink, Shrink from, v. οκνβω, κατοκ- ί/εω, ατΓθκν4ω, ύποστέΧΧομαι, χαζο· μαι; (become contracted) σννίζω, συνιζάνω Shrinking, α-κόκνησίΒ, f. Shrivel, v. συντρέχω, συστΓ€φαομαι '. to be shrivelled, ρυτώόομαι, ρικνό- ομαι Shrivelled, piKvhs, iirippLKVOs Shrivelling, ρίκνωσΐ3, f. Shroud, φαροε, η. στΓ€7ρον, η. [τω Shroud, V. emivvvm, στ€yάζω, καΧύττ- Shrub, θάμνοε, m. ϋΧημα, η. Shrubbery, άι^αδεί/δράϊ, /. Shrubby, θαμνοβιδηε, θαμνώδη$, φρυ- γαι/ώδηϊ, vXημarLκhs [καταρρο'^ω Shudder, ν. φρίσσω, αναφρίσσω, ρι^^ω, Shun, ν. άφίσταμαι, εξίσταμαι, ευλα- β€ομαι, €ΚκΧίνω, τταρξκκΧίνω, ε«- τρ€'πομαι, άποτρεπο/χαι, φείδομαι Shunning, €ΚκΧισΐ5, f. iκφvy^], f. Shut, κλείστ55 : shut up, κατάκλεισ- Tos, ^yκaτάκXeισΎOS, κατάφρακτοε Shut, r. κλείω, iyκX€ίω, κατακλείο, συyκX€ίω, συveίpyω, βυρυω ; ^ {as a door) ιτροστίθημι, (τητιΘ-ημι, ε'πισπάω; {the eyes) μνω, καταμνω: to shut out from, e'ίpyω cO εργω, άποκΧ^ίω : to shut up or m, €'ίpyω, συv€pyω, επίκατακ-λείω ; (as a ho7tse) φyω, ττακτάω Shutting, κΧγσΐ3, f. α-πόκΧ^ισιε, /. Shuttle, KipKis, f. κανών, m. SHY Shy, €ν\αβ^5 : to be shy, δυσ-ωττζομαι, €ύ\αβ€ομαί Shyness, €ύ\άβ€ΐα, f. δυσωπία, /. Sibyl, σιβύΚλα, f. Sicilian, 2iK€\hs, :^iK€\iKhs [λ/ώτ/ϊ,/. Sicilian Greek, Si/ceAiwrryy, m. ^ikc- Sicily, Si/ceAta, /. Sick, voatphs: to be sick, σ^6ί/6ω, αβΙκϋστ€ω, άλγβω, ροσ^ύω, νοσάζομαι ; (ίο ^;ow^ί) ^/xea> Sicken, v. {to make sick) νοσίζω ; {to become sick) νοσάζομαι; {disgust) Sickle, (dyK\oy, n. (ayKKji, / «ρτττ/,/. ^peiravov, n. Βρ^ττάνη, f. Sickly, νοσώδηΒ, iirivoaosy aadep^s, &ββωστο5, Ροσ'ηματύϋδη5 Sickness, ^ι/(ίσοί,/. νόσημα, η. άρβωσ- Titty f. άσθ€ΐ/€ΐα, f. Trdyos, m. {vomit- ing) ^μ€σι?,/. Side, irKevphu, n. irXevpa, f. : by the side, τΓορά : on every side, πάι/τη, πανταχη, ττανταχου : from all sides, ττανταχόθζΐ/ Sideboard, κυλικ^ΐορ, η. Sideways, ir\dyios Siege, -πολιορκία, /. : to lay siege to, ΊΓολιορκίω : to raise a siege, άττ- ανίσταμαι: to take by siege, e/c- τΓοΚιορκ4ω Sieve, κόσκινον, η. κιραχύρα, f. Sift, V, κοσκιρβνω, λικμάω Sigh, στ€ραγμα, η. στοναχ^, /. Sigh, V. στζνάζω^ στ^ναχίζω, στ4νω, αναφέρω [στοί/αχ^,/. Sighing, στ€myμhs, m. στόνο$, m. Sighing, στζνακτικ6$ Sight, {the sense of sight and the ob- ject seen) bxpis,f. e4a,f. {object seen) 'όραμα, η. θ^αμα, η. {sense of sight) ορασΐ5, f : in sight, iy 6φθαλμοΪ5 ; out of sight, e*^ οφθαλμών, 4ξ 6μ- μάτων. sharp-sighted, o^vSepK^s : ^ to be^ sharp-sighted, 6ξυδ€ρκ€ω Sign, σήμα, η. σημ^ΐον, η. σημασία, /. σνμβολον, η. ΤΕκμ^ίριον, η. τ4κμαρ, η. ύττόδΕίχμα, η. : to give a sign, σημαίνω, Επισημαίνω Sign, V. σημαίνομαι, v^πoypάφω Signal, σημβΐον, η. : to make a signal, σημαίνω, ύποσημαίνω, επισημαίνω] ^ αναδζίκνυμι or αίρω σημεΤον Signal, 4πίσημο5 Signalise, ν. Επισημαίνω, Ενσημαίνω, ^ διάσημον or ίνδο^ον ττοιεομαι Sigiially, adv. Επ-ισ-ήμωί Signature, ύπoypaφ^, f. Signet, σφpayls, f, σημαντ))ρ, m. STN Significance, βοπη, f. Significant, σημαντικ}>$, σημ^ιώδης, Εμφατικ65 l_riKa>s Significantly, adv. σημαντική, Εμφα- Signification, σημζίωσι$, f. δύναμιε, /. Signify, V. σημαίνω, επισημαίνω, 4τη- yvωpίζω, δηλόω : to signify before- hand, προσημαίνω, -προσημειόω Silence, σιy}J, f σιωπ^, f. ησυχία, /. αφωνία, f : to keep silence, σιyάω, σιωπάω, κaτaσιyάω, αποσιωπάω, κατασιωπάω Silence, v. κατασιωπάω, απαλλάσσω Silent, σιωπηρ})5, σιyηλhs, άφωνοε, &(peoyyo5, αβακη$, ^συχο$ : to be silent, σιωπάω, κατασιωπάω, σιyάωy ^ κaτaσιyάω, αβακ4ω [aλ6yωs Silently, adv. σΐya, σιγρ, άφώνω$, Silken, σηρικοε ' [σ^ρ, m. Silk-worm, βόμβυ^, m. βομβύλιοε, m. Silky, σηρικ'όΒ [ανοητωε, άναρμόστω^ Sillily, adv. εύηθώε, €νηθικώ?, αφρόνων, Silliness, 6υι^06ία,/. ενηθία, f χαυνό- 'TVS, f ηλιθιότηε, f, μωρία, /. άβελ^ r€pia,f. ^ί11γ,^μωρ>)ε, ηλίθιοε, ευηθτ}3, ευηθικ'όε, χαυνο$,^ άβ€λτ€ρο9, &voos, άνόητοε, &φρων, άνάρμοστοε, νηπιόφρων: silly talk, φλναρο5, m. φλυαρία, f. Silver,^ άpyυpσs, m. : entirely silver, ^Γavάpyυpos : containing silver, ύπapyυpo5 Silver, apyip^os, άργυρεΐοε Silver-coin, άργυροε, m. apyipiov, n. Silver-mines, τά dpyυp€ΐa, apyvp^ia μέταλλα or epya, n. pL Silver-ore, apyupTTis, f Silver-plate, aρyυpώμaτa, n. pi. Silversmith, apyυρoπo^hs, m. άρyυpo' Silvery, apyvpoe^^s [kottos, m. Similar, '6μοιο3, όμοειδ^ε, όμοιειδ^ε. Similarity, όμοιότηε, /. [παραπλ-ίισιοε Simdarly, adv. δμοίωε, παραπλήσιων, εικότων, ώσαύτων [όμοίωσιε, f. Similitude, εΐκά^ν, f. όμοιότην, f. Simple, {simple-minded, frank, plain. also silly) ενΊ)θη$, χρηστ})$ ; {art- less) απλόον, contr. απλούν ; ( plain, b'unt) αφελών; {unadorned, of style, language, <&;c.) αφελών, λιτίν Simplicity, άπλότης, f αφέλεια, f, εχή]θεια, f εύηθία, f. χρηστότην, f. Simply, adv. απλών, αφελών Sin, αμαρτία, f αμάρτημα, η. αμαρ- τωλή, f άλιτρία, f. άλίτημα, η. ασεβημα, η. αμπλάκημα, η. Sin, ν. αμαρτάνω, εξαμαρτάνω, άλιταίνω, άσεβεω SIN Since, ^irel, iirei^^ ws, 8τ€, €| ου Sincere, απλόοΞ, contr. άπλοΟί, elXi- Kpip^s, ΐυ-ηθηε, άδολοι, ακίβ^'ηλθ5^ Sincerely, adv. καθαρώε, €ΐλικρινώ$, Sincerity, άΚ^θζία, /. ^ΙΚικριν^ια, /. άπλ(5τ77ϊ, /. ^ ^ Sinew, vevpov, η. iirirovos, m. reVcoi/, Sinewy, Ινώ^ηε, ν€υρώΒη3, vevpoiraxrjs Sinful, aμapτωλhs, aXirphs, a\LT'f}piOS Sinfulness, αμαρτία, f. αλιτρία, f. S.ng, V. αδο), άβίδω, μ^Κττω, νμν^ω, ύμνψ^ζω, μβλίζω, μ€λωζ4ω, μολττάζω : to sing to, ετΓ^δω, επαβίδω, ττροσ- αείδω, κατί^δω : to sing with, συν- q,dw, ύπαδω Singe, V. ζϋω, άφευω, ττβρίψλευω Singer, άοίδί)^, m. /xeAt/crr/s, m. Singing, άοιδή, /. /xeAos, τι. μολιττ], f. Single, μόνο5, μονα$, μονα^ικ05, μονα- ■XjbSy μονωτίκ})8, μονοψν^ί, cPiKhs, awKovs; (unmarried) ά'γαμοί Singleness, μόρωσιε, f. {sincerity) airXdrTjs, f. Singular, (unusual) α-ίιθηε : singular number, αρίθμ})5 evi/cbs Singularity, άή06ΐα, /. Singularly, adv. αηθώ^ Sinister, σκαώε, apiarcphs Sink, V. βάτΓτω, δυω or ζύί/ω, καταδύω, τΓοντίζω ; intrans. καταδύω or -^ΰνω, δύω ώ ^νομαι, 'ίζω, ιζάνω Sinless, αναμάρτητοε Sinner, άλείττ/ϊ, m. αμαρτωΧ})3, τη. Sinuous, τΓ0\ύγναμτΓΤ05 Siphon, σίψωρ, πι. Sire, πατ^ρ, m. yevviiryis, m. yevir-ns, Siren, aeip^u, f. [w- Sirius, aeipios, κύων a^ipios Sister, άδ€λ(/))?, /. κασι^νηττ], f. 'όμαι- juos, /. avyyouos, f. : sister-in-law, yά\oωs, Att. yakws, f. Sisterly, aSeA^i/cbs, άδ€λφ^5 Sit, V. καθίζομαι, καθίζω, κάθημαι, 'ίζομαι, ίζω, Ιζάνω, ^ιμαι, ΐ^ριάομαι ; (to sit at table) κατακΚίνομαι, κατά- ΚΕίμαί ; (of a hen) βττωάζω, €ττφζω, ^τΓίκάθημαί, €φώρ€νω, i-n ίκαθ€νδω : to sit in or on, iyκάθημaL, iyKade- ζομαι, βγκαβιΧω, €ρίζω : to sit upon, €τιικάθηβαί, ^φίζομαι, 4φίζω, ίψ'ημαι: to sit by, beside, or near, τταρα- κάθημαι, τταρακαθίζομαι, ττάρημαι : to Bit with or together, συyκάθημaι, σχΤ[ΚαΒίζομ.αι Site, θέσί$,/. τοποββσία, /. fitting, €δρα,/. €>6δρ6ία,/. (at table) KOTct^fAioiv, /. (of a hen) in^aaisj. 522 SKY Sitting, Ιδραω^, i$, ni. άψι- Skirmishing, αψί^αχοί ^ [μ-αχία, /. Skirt, κράστΓ€δον, η. 4σχατία, /. Skittish, σκιρτητικ})$ Skull, κραριον, η. Sky, αίθ^ρ, m. ovpavhs, m. : belong- ing to the sky, aidipios SLA Slab, π/ί/α|, πι. Slack, xaAaphs [^ίημι, μ^θίημι Slacken, v. χαλάω, α-ποχαΚάω, Κύω, Slackness, χαλαρότη$, f. Slain, a(paKrhs, τττώσιμοε : newly slain, ve6a(paKTos, μβοσ^αγτ^ϊ, ue0- KTOPOS Slake, v, σβ4ννυμι Slander, διαβολή, f. διαβολιά, f. κακη- yopia,f. συκοφαντία,/. βλασφτψ,ία,/. Slander, v. διαβάλλω, KaK7]yopiw, βλασψημ€ω, συκοφαντ€ω, βασκαίνω Slanderer, διάβολο5, m. συκοφάντη$, m. υβρισττ]3, m. Slanderous, διάβολο$, KaK-fjyopos, συ- κοφαντικ})3, βλάσφημοι, βάσκανο$ Slanderously, adv. διαβόλω$, συκο- φαντικώ8 Slant, Slanting, Ao|bs, πλάγωί, Ae- Xpios : to be slanting, λο^όομαι Slant, V. κατακλίνομαι, κατάκβιμαι, Slanting, ^Γλay ιότη s, f. [λοξόομαι Slap, ράττισμα, η. κόλαφο$, m. Slap, V. ραπίζω, κολαφίζω Slave, δονλο5, m. δονλη, f. ανδράπο- δον, η. iraiSf c. : to be a slave, 5ou- λ€υω, Θ€ραπ€ύω Slave-dealer, ανδρατΓθδιστΎ]5, m. αν- Slaver, σίαλον, η, \δραποδώνΎ]$, m. Slaver, v. σιαλίζω, σιαλοχοάω Slavery, δουλβία ώ δουλ'ια, f. δουλο- σύνη,/, αρδρατΓοδισμ})5, m. [/. οαμα, η. Slaughter, (/xivos, m. φον^, /. σφayr], Slaughter, v. σφάζω, κτ^Ίνω, απο- κτ€ίνω, κατακτζίνω, φονεύω, φάνω, καταφανώ, ολΧυμι, απόλλυμι, φθζίρω Slaughtered, σφακτ})5 Slavish, δούλ^ιοε, δονλιθ5, δουλικ})5, δουλοττρζπ^^) oi/eAeu^epos, άνδρα- ποδώδη5 Ι^ανδραποδώδωε Slavishly, adv. δουλικωΞ, άν€λ€υθ€ρω5, Slay. ν. σφάζω, κτβίνω, άποκτ^ίνω^ φάνω, καταφάνω, φον^ύω^ 4ναίρω Slayer, σφayevs, m. φoveυSy m. Sleek, Xmaphs, φιαρί)5 : to be sleek, λιττάω, στίλβω Sleep, υπνο5, rti. κώμα, η. koitos, m. κοίμημα, η. καθύπνωσι$^ /. 6.ωρο$, contr, S)pos, m. Sleep, V. καθβνδω, ^ϋδω, κοιμάομαι, άτΓοκοιμάομαι, καθυιτνόω, κατακοιμί- ζω, €ύνάομαι, συνάζομαι, ΚΕίμαι, νυ- στάζω [ληθaρyίa, f. Sleepiness, τ5 x)'KVT]phv, χάσμη, f. Sleepless, ά,ϋπνοε, 6,ypuTrvos, άκοίμητο3 Sleepy, ύττνώδηε, ύττνωτικοε Sleeve, xeipls, /. κόρη, f. Sleight, μηχανή, /. τ άχνη, /. δόλθ5, m. 523 SLO Slender, λβπτόϊ, laxvhs. 1>αδινό$,άραΐύ^ Slenderly, adv. λβπτώί, ισχνών, άμυ- δρώ5 Slenderness, Ισχνότηε, f. λ€ΤΓτότη^, /. Slice, τ6μο3, πι. χναυμάτιον, η. Slice, ν. διατάμνω^ συyκόπτω, κατα- τέμνω [gently, ύττολισθάνω SUde, ν. ολισθάνω ώ -θαίνω : to slide Slight, Slighting, 6λιyωpίa, f. κατά- φρόνημα, η. κaτaφρόvησιSf f. hrep- οψία, /. όπβροψίϊ, /. Slight, λ€πτhs, apaihs, κονφοε, 4\αφρ}>5 Slight, V. καταφρονάω, ύπβρείδοι/, ύπ€ρ- οράω, 6λιyωpeω, eV 6λιyωρίa ττοιά- ομαι [κούφων Slightly, adv. λίyδr)v, επζψαύδτ/ι/, Slim, λ€^Γτhs, ϊσχν})5 [pos, m. Slinae, (mud) Ιλυε, f. άσιε, f. βόρβο· Slimy, Ιλυόβιε, Ιλυώδη$, μυξώδηε, άσώ- Sling, σφενδόνη,/. [βη^ Sling, ν. σφ€νδονάω Slinger, σφζνδονητηε, m. Slink away or into, v. υποδύομαι Slip, ολίσθημα, η. σφάλμα, 7t. (of a tree) κλάδο s, m. κλών, m. Slip, V, ολισθάνω <^ -βαίνω : to slip gently, ύττολισθάνω : to slip off, out, or away, give one the slip, ^ί,ολισθάνω, -βαίνω, άττολισβάνω, -βαίνω, διολισθαίνω, -βάνω, υποδύ- ομαι, ύπ€κδύομαι, ύπορράω, ύπαπο- τράχω : to slip into, υποδύομαι, ύπ€ΐσδύομαι, ύπορράω, παρ^ισδυομαι: to let slip, (as an opportunity) παρίημι, άφίημι Slipper, βλαύτη, f. βλαυτίον, η. Slippery, ολισβηρ^Ξ, σφαλζρ})$, Aetos, yλoϊbs, 4πισφαλ^5 Slit, V. σχίζω, τάμνω Slobber, v. σιαλίζω Sloe, βράβυλον, η. Sloop, λάμβο$, m. Slope, κλίμα, η. κλιτυε, f. κλίσιε, /. πλayιότηs, /. Slope, ν. κλίνω, λοξόω; intrans. κλί- νομαι, κατακλίνομαι, κατάκΐΐμαι, λοξόομαι Sloping, €πικλιν7]5, κατακλιν^ε, κατά- φβρ^Β, €τ€ροκλιν^ε, πλάyιos, Ao^bs Sloth, ρα,θυμία, f. apyia, f. όκνία, f. Slothful, ρ^θυμοε, νωβρ})8, OKV-qphsy apyhs, ακίνητοε Slothfully, adv. βαθύμωε, όκνηρώε, νωθρώ$ [apyia, /, Slothfulness, ραθυμία, /. νωθρότηε, f. Slovenliness, ακοσμία, /. Slovenly, &κοσμο5 [pis, f. συφαρ, η, \ Slough, (of serpents and insects) λφψ SLO Slow, βραχνέ, 6κνηρ})5, νωθ7]5, βραδύ- TTOVS Slowly, adv. βραδ€ω£, σχολαίωε, βάδην Slowness, βραδντηε, f. βράδοε, η. σχο- λαιότηε, /. okuos, m. Sluggish, vwe)]Sy νωθρ})5, oKv^phs^ σχο· \a7os, β\ηχρο5 Sluggishly, adv. σχοΚαίωε, νωθρώ$ Sluggishness, νωθρότηε, f. σχοΧαιό- T7?s, /. αργία, /. [η. vvaray^hs, m. Slumber, ϋπνοε^ m. κοίμημα, η. κώμα, Slumber, v. νυστάζω, ευδω, καθβύδω^ Slur, ν. Επισύρω [καθυπνόω, βρίζω Sly, ΊΓΟίκίλοε, ττοικιλόμητιε, K€pBa\€os, ά\ωτΓ05, πολύτΓλοκοε, αΙμΰΚοΒ, δολίοϊ, cLTTaT-fiXios : to be sly, άλωπβκίζω Slyness, Κ€ρΒαλ€0τη5, f. Small, μίκρ})5, ολίγο y, τυτθοε Smallness, μικρότηε, f. Smart, v. δάκνω, άλγεω Smart, οξυε, δριμυε, dohs Smear, v. χρίω, €πιχρίω, άλβίφω, e|- α\€ίφω, καταλβίφω, Ύραίνω Smell, οοΓ^^, /. οδμ^, /. {the sense of smell) οσφρησιε,/. : without smell, άοΒμοΒ, 6.νοσμο$, avciBrjs Smell, V, {to have a smell) οζω-, {to perceive hy smell) οσφραίνομαι Smelling, 6σφρησί5, f. 6σφρανσί5, f. Smelling, 6σμτ]ρη$, οσφραντ})3 ; {able to smell) 6σφραντΎ}ρί05 : sweet- smelling, βύώδηε, βϋοσμοε, €νοδμοε: quick-smelling, οσφραντίκόε^ οσ- φραντηριοε Smelt, V. τή/ίω Smile, μ^ίΒημα, η. -γ^λασμα, η. Smile, ν. μ^ιδάω, μειδιάω, 4πιμ€ΐδιάω, yeλάω, ύττογελάω : to smile at, 4μμ€ΐδιάω, προσ^γ^Χάω \ppos Smiling, eu^etSr/s, φιλομμειδ^ε, φαι- Smite, ν, τύτττω, θείνω, βάλλω, τταίω, Ίτατάσσω, πλήσσω, Βερω, κόπτω, κρούω Smith, χάλκευε, m. χαλκοτύποε, m. σιδ-ηρευε, m. σιδτ]ρουρ'γ})ε, m. : to be a smith, χαλκεύω Smithy, χαλκείον, η. χαλκεων, m. σίδ-ηρείον, η. Smoke, κάπνοε, m. ^όλοε, m. λι-γνυε, f. αίθαλοε, m. Smoke, v. {act.) καπ^ζω, καπνιάω, τύφω, αίθαλόω ; {intrans.) τύφομαι, καπρόομαι, άτμίζω [αίθαλόειε Smoky, καπνώδηε, χΐ/ολόειε, αΙθάλεοε, Smooth, λε7οε, λισσί)ε, λισσαε, λενρ})ε, όμaλhs ; {hairless) ψίλ^ϊ Smooth, ν. λεαίρω, 4πιλεαίρω, λειόω. Smoothly, adv, λείωε [ζ^<*^) 524 SO Smoothness, λειότΥιε, /. [πνί-γω Smother, ν. πνί-γω, καταπνίγω, άπο- Smothering, πvιyoε, η. πνΊξιε, /. κατά· πνιξιε, /. Smoulder, ν. σμύχομαι, ύποσμύχομαι Smuggle, ν. ι αρ -μπολάω Smuggler, φωρ, m. Smut, αιθάλη, f. Smutty, αίθαλόειε, λιyvυώδηε Snail, στρόμβοε, m. κοχλίαε, m, : small snail, κοχλίε, f. κοχλίον, w. κοκκάλια, η. pi, : snail-shell, στρόμ- βοε, m. Snake, οφιε, m. ερπετ})ν, η. Snaky, οφιώδηε Snap, {clasp) βάλανοε, f. Snap up, v. αρπάζω, υφαρπάζω Snare, πάyη, f. τταγ^, /. ερκοε, η. αρπεδόνη, /. ενέδρα, /. λόχοε, m. : to lay a snare, λοχάω, εφεδρεύω, επι- βουλεύω Snare, v. πayιδεύω, Ενεδρεύω Snarl, v. ρύζω, ράζω : to snarl at, ύλακτεω Snatch, v. αρπάζω, αναρπάζω : to snatch away, αφαρπάζω, υφαρπάζω Snatcher, αρπακτ^ρ, m. αρπακτ^ε, m. Sneak, v. ερπω [τηpισμhε, m. Sneer, Sneering, μυκτ'ί]ρισμα, η. μυκ- Sneer, v. μυκτηρίζω, χλευάζω Sneerer, μυκτ^ρ, μυκτηριστ^ε, m, χλευαστ^ε, m. Sneeze, Sneezing, πταρμόε, m. : caus- ing sneezing, πταρμικ'όε \νυμαι Sneeze, v. πταίρω, επιπταίρω, πταρ- Snore, v. βεyχω ώ pεyκω, ρoyχάζω Snoring, p6yχoε, m. ρεyκoε, n. pεy\ιε,f. Snort, Snorting, φpύayμa, n. φύσημα^ η. φυσίαμα, η. \_μυχθίζω, βριμάομαι Snort, ν. φυσάω, εκφυσάω, ρεyχω, Snout, ρύyχoε, η. Snow, χίων, m. νιφετ})ε, m. νιφαε, /. : snow-white, χιόνεοε, χιονώδηε, χιο- νόχρωε Snow, ν. νίφω, κατανίφω, επινίφω Snowy, νιφόειε, νιφαε, νιφετώδηε, νι- φόβολοε, χιόνεοε, χιονώδηε, χιονό- βλητοε, πολυνιφ^ε, ayάvvιφoε Snub-nosed, σιμόε, σιμοπρόσωποε Snug, κρυφαΐοε, λαθραΊοε So, οΰτω, ουτωε, &ε, ωδε, ωδ\, ταύττ], τώε, τοίωε, τοιούτωε, εκείνωε ; {in the same manner) ώσαύτωε, αΰτωε : so that, ώστε, οϋτωε : so much, τόσοε, τηλικουτοε : by so much as, to- σούτψ 'όσφ : so often, τοσάκιε : so long as, μεχρί5 tiu, μέχρι του : by BO much the more, τοσούτω μάλ- SOA λον : so far, μ^χρι τούτου, Μ το- σούτον : so many, τόσος, τοσούτος Soak, V. βρ^χω, Βιαβρίχω, μυ^αίνω ; intrans. Βιηθβω: to soak id, 4μ- βράχω Soap, σμημα, η, σμηyμa, η. ρυμμα, η. Soar, ν. πέταμαι, μετεωρίζομαι, ηερί- θομαι [ύπότΓτερυς Soaring, iroTavhs, ύψιττβτηϊ, μετέωρος. Sob, Sobbing, Xvy^, /· ^υyμhς, m. Sob, V. λύζω [be sober, ρ-ίίφω Sober, σώφρων, ν-ίιφων, νηφάλιος : to Soberly, adv. σωφρόνως, νηφαΚίως Soberness, Sobriety, σωφροσύνη, f. νηφις,/. νηφαλιότης, f. Sociability, κοινότης, f. ευ^Γpoσηyoρίa, f. φι\o^Γpoσηyoρia, f. Sociable, δμιλητικ})ς, δμίλητος, φίλο- 'κpoσ'ϊ)yoρoς, φιλόφρων, ετaφικhς Sociably, adv» βταφικώς, δμιΚητικως, κοινωνικώς Social, εταιρικές, κοινωνικ))ς, δμιλητι- Khs, φι\o^τρoσi]yoρoς, φιλόφρων Socially, adv. εταφικώς, δμιλητικώς Society, συνουσία,/, εταιρεία, f. δμι- Sock, ΊΓΟ^εΊον, η. [λία, /. Socket, κοτύλη, /. κοτυλη^ών, /. άρ- θρον, η. στροφευς, m. τόρμος, m. Socrates, :^ωκράτης, m. Sod, βώλαξ, m. βώλος, f. Soda, λίτρον, η. Sodden, irviKThs Soft, μαλακ})ς, μαλθακ})ς, μείλιχος, απαλ})5, χαυνος ; {of α bed) βαθύ- στρωτος ; {of the hand) άτριτττος Soften, V. μαλάσσω, μαλθάσσω, μαλα- κίζω, κατατ^κω, απαλύνω, τεyyω, θηλύνω : to be softened, μαλακί- ζομαι, μαλθακίζομαι Softening, μάλαξις, /. μάλθαξις, /. Softly, adv. μαλακώς, μαλθακώς, ηττίως, ττραωϊ Softness, μαλακία, f μαλθακία, /. μα- λακότης, /. ατταλότης, /. Soil, ya7a, f. yri, f. ττεΒον, η. Βάττε^ον, η, άρουρα, /. ου^ας, η. \βυπαίνω Soilj ν. μιαίνω, καταμιαίνω, μολύνω, Sojourn, ν. μετοικεω, εττώημεω Sojourner, μέτοικος, C. Sojourning, μετοικία, /. εττιΒημία, /. ετΓΐΒ'ίιμησις, f Bolace, τταραμύθιον, η. παραμυθία, /. πaρηy6pημa, η. ^ΐapηyopίa, /. Solace, ν. παραμυθεομαι, πapηyoρεω Solar, ηλίακ})ς Sold, ^Γpaτhς : to be sold, πράσψος Solder, κόλλα, f χρυσοκόλλα, f. Solder, v. κολλάω, συyκoλλάω 525 SOM Soldier, στρατιώτης, m. ττολεμιστ^ς^ m. μαχητές, m. δττλοψόρος,τη.: light- armed soldier, yυμv7]ς, m. ττελτασ- τ)]ς, m. 01 φιλοϊ : heavy-armed soldier, δττλίτης, m. : fellow- soldier, συστρατιώτης, m. συvayω' νιστ7]ς, m. : of or belonging to a soldier, στρατιωτικές : belonging to a heavy-armed soldier, όπλι- τικές : belonging to a light-armed soldier, ττελταστικές, yυμvητικhςΐ to be a soldier, στρατεύομαι Soldierlike, Soldierly, στρατιωτικές Soldiery, στράτευμα, η. στρατεία, /. Sole, μόνος, μοναχές [στρατιά, /. Solecism, σολοικισμές, m. : to com- mit a solecism, σολοικίζω Solely, adv. μόνον Solemn, σεμνές, ^Γavηyυρικέs Solemnisation, πavηyυρισμές, m. παν- '{]yυpις, f [πavηyυpίζω Solemnise, v. {celebrate) άyω, avάyω, Solemnity, σεμνότης, f. πομπή, /. Solemnly, adv. σεμνώς Solicit, V. αΐτεω, παραιτεω, 4ξαιτεω, απαιτεω, προμνάομαι Solicitation, αίτησις, f, παραίτησις, f. Solicitous, επιμελές, πολυμεριμνος, πολύφροντις, κη^όσυνος Solicitously, acii^. επιμελώς [φροντ]5,/ Solicitude, μέριμνα, /. επιμέλεια, /. Solid, στερεές, στερρές, στερεοει^^ς Solidity, στερεότης, f. Solitary, μόνος, έρημος, μονάς, μονα- χές, μονώτης, fem. μονώτις : to be solitary, μονόομαι Solitude, ερημιά,/ μόνωσις, f. Solo, μονφΒία, f : to sing^ a solo, μονφΒεω [ηλίου, f. pi. Solstice, τροπικές κύκλος, m, τροπαϊ Solubility, τέ λύσιμον Soluble, λυτές, λύσιμος^ Solve, V. λύω, διαλύω, αναλύω Solution, λύσις, /. Βιάλυσις, /. Some, τις, neut. τι, ενιοι, -αι, -α, εστίν ^ς, neut. εστίν t, είσϊν ά εστίν οί, neut. εστ\ν &: some . . . others, οι μεν, αι μεν, τα μεν . . . oi δέ, αί 5e, τά δε Somebody, Some one, τις, pi. ενιοι Somehow, πη, aμωσyεπωs, aμηyεπη, εστ\ν 'όπως, 4στ\ν 'όπη: if some- how, εί πως : somehow so, ώδε πωί Sometime, ποτε, ποθ\ Sometimes, ενίοτε, εστίν or εσθ* 'ότε : sometimes . . . other times, άλ- λοτε μεν . . . άλλοτε δε ; τοτε αεν . . τοτε δε ds αύθις δε ; 'ότε μεν SOM , . . 2τ€ Se ώ άλλοτε Be ; ποτ€ μ€ν . . . 7Γ0Τ€ δβ Somewhat, oKiyov Somewhere, ττου, ττοθΐ, iuiaxov; (some- whither) ΊΓΟΙ Son, vths, m. TraTy, m. tekvov, n. Song, άοίδ^, contr. φΒ^, f. μ€λο5, η. μολτΓ^, /. ασμα, η. υμνο3, Τϊΐ. Songster, μ€\ωΒ})5, τη. ^βλοποί^^, m. Songstress, aoidhsyf, [aoibhs, c. Sonorous, ηχώΒηε, ψο(|)ώδτ75 Soon, αντίκα, ebOvs, τταραυτίκα, αΤψα, ταχυ, τάχα, ταχέων : as soon as, αμα^ iirei^av τάχιστα : as soon as possible, u)s τάχιστα, 'όττι τάχιστα, y or 'όσον τάχοε : as soon as they could, ws elxov τάχου5 Sooner, adv. -πρότΕρον, πάρο3 ; adj. ττρότ^ροε, irpoTepaiTepos Soot, ασβόλη, f. άσβολο5, f. ψολοϊ, m. αίθαλοε, m. Soothe, V. eeXycD, ττραυνω, μ^ιλίσσω ώ -ομαι, ίλάσκομαι, καταψήχα>, σαίνω, ϋττοσαίνω Soother, θ€λκτ^ρ, τη. θέλκτωρ, m. Soothing, OeXKT-npios, ij-rnos, ιτραϋν- TiKhs, ττροσηρηε Soothsayer, μάντΐ3, m, οιωνοσκόποε, τη. οιωνιστηε, τη. οίωνοττόλοε, m. οιωνόμαντιΒ, C. χpησμoλόyos, τη. χρησμφΒ})$, τη. Sooty, αίθαλώ^ηί, alOaXdeis, αίθάλ^οε, Sop, μυστίλη, /. lλιyι'υώδηs Sop, ν. μυστιλάομαι Sophism, σόφισμα, τι. Sophist, σο(ριστΎ}3, τη. Sophistical, σο<ριστικ})3, €ριστικ})5 Sophistry, σοφιστεία, /. ύ] σοφιστική : ίο use sophistry, σοφίζομαι, σο- φιστζύω Soporiferous, Soporific, vwuiKhs, κα- ρωτικ})5 \_φαρμακ€υτ'η$, ιη. Sorcerer, φαρμακ})$, c φαρμακβυε, m. Sorceress, φα^ομακ})3,/. φαρμακβυτρ'ια,/. φαρμακϊ$, /. Sorcery, φαρμακεία, f. φαρμάκ6νσι$, f. Sordid, pviraphs, ivivaphs, μικpo\6yos, y\ισχphs, aveKevdepos : to be sor- did, βυπαίι/ομαι Sordidly, adv. μ^κρoλ6yωs, pvTvapias Sordidness, βυπαρία, f. [>υπαρότη$, f. yKισχpότηs, f. μικpoλoyίa, f. Sore, €\kos, n. 'ίΚκωμα, η. ψώρα, /. Sore, €\κώδη$ ; {hurdensoTne, severe) χαλ67Γ^ϊ, Βύσφοροε Sorely, adv. χαλίπώ^, οδυνηρών : to wound sorely, (λκόω Sorrel, οξαλίί, /. 52G SOU Sorrow, &XOS, n. λύπη, f. /ciySos, ^^. ανία, f. Sorrow, v. άχθομαι, ολοφύρομαι, ανιά- ομαι, λυπεομαι Sorrowful, λυπηρ})5, aviaphs, στχτγν})$, Ίτει/θηρ^ε, ΐΓερθημων, ττένθιμοε, ττολυ- TTevd^s, ΤΓολνστονοε, TriKphs Sorrowless, άλυττοε Sorry, (grieved, sorrowful) τν4νθιμο3 ; (vile, worthless) Xvirphs, ovTidavhs, 5, τη. : of or belonging to the soul, ψυ- XiKhs Sound, φθoyyhs, τη. κτύποε, τη. τ^όφοε, τη. βρόμοε, τη. ηχ^, /. Ιαχ^, f, δουποε, τη. βοτ),/. καναχτ],/. κλαγγ^, f. φωντ], f. 7]χω, f. αυδτ], /. ακοη, f, Sound, ύyι}]ε, άρτιοε, &νοσοε, εξάντηε, δλόκληροε ; (of sleep) νηδυμοε : safe and sound, αρτεμ^ε Sound, V. ήχ6α?, ^οφεω, φθεyyoμaι, Ιάχω, κλάζω, κτυπεω, βρ^μω, κονα- βεω, καναχεω, σμapayεω, φωνεω, βομβεω : to sound a trumpet, σαλτΓί^α» Sounding, ηχ·ί]ειε, ηχώδηε, κατηχ^ε, φωνηειε, βρόμιοε, κελάδων : sound- ing well, ευηχηε : loud-sounding, ύχΐ/ηχ^ε, βapύφΘoyyos, βαρύκτυποε, βαρύδουποε, βαρνβρομοε Soundly, adv. vyioos^ κραηρωε Soundness, vyίειa, f. ολότηε, vi. όλο- κληρία, f. ασφάλεια, j. Soup, ζωμhs, m. ζώμευμα, τι. Sour, ο^υε, ο^ίνηε, στρυφΛε, aύστrιph^: to be sour, οξύνομαι Source, ττηγί/, /. κροννόε, m. 'apx^,f. Sourly, adv. 0|ecc$, στρυφνω% Sourness, οξ^ϋτη^, J. στρυψνότηε, J, αυστηρότηε, J. sou Sou^h, pStos, m. μ^σ-ημβρΊα, /. fte- South, Southern, vSnos, μ€σημβρινϋ5 South-east wind, evpos, m. Southernwood, αβρότονον, η. South-south-east wind, €υρ6νοτο$, c. South-south-west wind, Κίβ6νοτο8, m. South-west Avind, λΐψ, South wind, v6ros^ m. Sow, vs, f. ads, f. ^ρομ(ρα$, /. Sow, V. στΓβίρω, καταστΓ€ίρω,σΐΓ€ρματόω Sower, (Tiropevs, m. [sowing, σιτ6ριμυ3 Sowing, στΐορα, f. airSpos, m. : for Sown, airaprhs, airopevrhs : selt- sown, avrSairopoSy αύτόματο3 : to be sown, σπόριμοί Sow-thistle, adjKos , σκάπτομαι Speculation, θεώρημα, η. σ«€ψίϊ, /. σκ€μμα, η. θζώρησι$, /. Speculative, θ^ωρητικόΒ, σκ€ΐΓΤίΚό5 Speculatively, adv. θ€ωρητικώ5, σκβτΓ- τίκώε , χ \ j; Speech, \6yos, m. λεξΐ9, /. φωνη, /. φράσΐ5, /. μνθο5, m. ^ησΐ8, /. ψβεγ- μα, η. eiros, η. Speechless, άφωνοε, ^(peoyyos, &ναυδο5 Speechlessness, αφωνία, /. αφασία,/. Speed, σπουδή, /. ταχύτηε, f. ωκυτηε, /. : with all speed, πανσυδις^, παν- avdel, πανσυδίην ^ Speed, ν. σπev^ω, σπουδάζω, σκιρτάω Speedily, adv.^ τάχα, ταχύ, ταχ€ω$ ; αΤψα, σπουδ-ρ ^ Speediness, ώκύτη5, f. ταχντηί,/. Speedy, ταχυε, ώκύϊ, σπουδα7ο8, θοό5 SPE Spell, φίλτρορ, η. (ΤΓψζη,/. γο^τβυ/ια, η. Spend, ν. αναλίσκω & άναλόω, κατανα- λί(Τκω, ατταναΧίσκω, τ^Χίω, δαπανάω, κατα^απανάω ; {as time) τρίβω, δζα- τρίβω, l·Lάyω : to spend in or on, (as time) Ενδιατρίβω, ^τνιΒιατρίβω : to spend besides, ττροσαναλίσκω, 7Γρο(ΤΤ€λ€ω, ζτταναΚίσκω Spending, ανά\ωσί$,/. {of time) τριβή, f. διατριβή, f. Spendthrift, χρηματοφθορικ})9, άσωτο5 Sperm, σπ4ρμα, η. Sphere, σψαΊρα,/. Spherical, σφαιρο€ΐδ^5, σφαφικίε, σφαιρίτη$ : to make spherical, σφαιρόω, σφαιροποι^ω Sphinx, σφί'γξ, f. Spice, άρωμα, η. θυώματα, η. ρΐ. Spice, ν. αρωματίζω Spicy, άρωματώδη5 Spider, αράχνη$, m. αράχνη, /. {gene- rally venomous) φαΧάγγιορ: spider's web, αράχνιον, η. αράχνη, /. : of or belonging to a spider, άραχναΊο^ Spike, στνραξ, m. στυράκιον, η. σαυ- pcoT^p, m. σκόλο\ρ, m. Spikenard, vap^os,f. Spill, v. 4κχ€ω [ταλασ ιουρΎΕω Spin, ν, ρ4ω, νί)θω, κλώθω; {wool) Spinal, ραχίτιηΒ [νητρον, η. Spindle, άτρακτο5, c κλωστηρ, m. Spine, ράχι$, /. άκανθα, /. Spinner, κλωστηε, m. κλωστηρ, m. : spinner of wool, TaXaaiovpyhs, c. Spinning, vriais, f. κ\ώσι$, f. {wool) TaAaffiovpyia, /. ταλασία,/. : the art of spinning, η νηστική: belonging to spinning, νηστικ})$ : belonging to wool-spinning, TaXaaiovpyiKhs, TaXdffEios Spinster, Trap0€vos, f. Spiral, κοχΧιώδη^, σττ^φώδηε : any- thing spiral or twisted spirally, spiral staircase, κοχΧία$, m. κοχ- Χίον, η. Spire, σπβΐρα, f. στΐ^ίρ-ημα, η. e'Ai^, /. Spirit, τΓν€νμα, η. ψυχ^, /. {courage) φρόνημα, η. φpόvησιs, /. yueVos, η. : nobleness of spirit, μ€yaXoφpoσvvr], f. μ€yaXoyvωμoσvvη, f. Spirited, θυμο^ιδηε, Εΰθυμο$, βίίψυχοί, μ€yaXόφρωv, veaviKhs Spiritedly, adv. μeyaXoφpόvωs Spiritless, &θυμοε, aKi]pios Spiritual, ινν^υματικ^^ Spit, 0)SeAby, m. οββΧίσκοε, m. Spit, Spit out or up, v. ιττύω, ^κτντύω, ατΓοτττύω : to spit upon or ut, κατα- 528 SPO ΤΓτνω, προσπτύω, ΐττηττύω ; {put upon a spit) ττβίρω, αναιτζίρω Spite, k6tos, m. €ΐΓΐχαιρ€κακία, f. Spiteful, ey KOTOS, €πιχαιρ€κακο5, κακό· voos, -vovs Spitefulness, κότοε, m. iyκότησι5, /. κακόνοια, f. κακοφροσύντ}, f. αττ^χ- θ€ΐα, f, [Xισμhs, m. Spitting, TTTvais, f. τττυσμόε, m. τττυα- Spittle, τΓτύξΧον,η.τΓτύσμα,η. σίαΧον,η, Splash, Χάταξ,/. Splash, V. πXaτυyίζω Spleen, σττΧ^ν, m. Splendid, Xaμ^Γphs, ayXahs, aiyaXSets, φa€ιvhs, evTTpenrjs, μ€yaXo^rρe^Γ^9, αβρ})$, aiyXrjeis, evapyTjS, Sa^tA^s : to make splendid, Χαμ-πρννω : to be splendid, Χαμπρύνομαι, στίχβω Splendidly, adv. evirpciroos, μ€yaXo' ΤΓ pewctis, Χαμπρώ9, ay Xaoos : most splendidly, Χαμττρότατα Splendour, ΧαμττρότηΞ, f. rb λα^απρ^ν, €U7rp4ir€ia, f. ayXdia, /. aiyXr], f. 4'πίΧαμι\ιι$, f. ευδοξία, f. [σπΧηνιάω Splenetic, σπΧηνικ})5 : to be splenetic, Splint, πλάστί7|,/. νάρθηξ, m. σχίδη, f. Splinter, σχίζα, /, σχίδαξ, f. σχίδη, /. σχίδίον, η. σκινδάΧαμο5, m. ay^, /. Splintery, σχιδακώδηε Split, σχισμτ], f. σχίσμα, η. Split, σχιστ}}5 : split into many, ΐΓθΧύσχιστο5, ΐΓθΧνσχιδ^5 Split, V. σχίζω, διασχίζω Splitting, σχίσΐ8,/. Spoil, σκυΧον, η. ; spoils, σκνΧα, η. ρΐ, σκύΧζνμα, η. Χάφυρα, η. ρΐ. evapa^ η. ρΐ. Spoil, ν. {injure) φθύρω, διαφθείρω, βχάτΓτω ; ( plunder) συΧάω, σκυ- Χ€νω, €ναρίζω, 4^€ναρίζω, άψαιρέομαι Spoiler, συΧητωρ, m. συΧ'{]τη$, m. Spoke, κνημΙε, f. Spoken, βητ})$, XcKThs : that may be spoken, οιομαστ'6$, φατ})$ : that must be spoken, ρητίοε, Χβκτίοε Spoliation, apnay^, f. σύΧησιε,/. σκυ- Xeia, f. Spondee, στΓονδ€7ο$ (ttovs), m. Sponge, σ'πόyyos, m. σπoyyla, /. σwoyyίov, n. Sponge, V. σ^Γoyyίζω, ^Γ€pισ^Γoyyίζω Sponginess, σομφότη?, f Spongy, σ^Γoyyώδ^)S, σ'πoyyoeιδ^s, σομφ})$, σομφώδη$ Sponsor, iyyυητ))s, m. \αυτ6ρυτυ3 Spontaneous, ίκοίσωε, αυτ6ματο$. Spontaneously, adv. (κουσίω^, 4ξ €Κουσία$, ίκουσϊα, αυτομάτων SPO Spoon, κοχΧίάριον, η. τάρακτρον, η. τορύνη, /. Sport, παιδιά, /. iraiyvia, /. ^ίθυρμα^ η. τταίΎμα, η, : to make sport of, €ί/τρυφάω, καταμ€ίΒιάω, ^μτταίζω Sport, V. τταίζω, €μπαίζω^ κουρίζομαι, αθνρω : to sport with, ιτροσαθύρω, συμιταίζω, ττροστταίζω Sportive, φιΚοτταί^μων, 'ΐΓαΐ'γι/ιώ^η9 Sportiveness, κουρυσυν-η, /. [τη. Sportsman, Kvvr]y€r7)s, m. e-npcvTrjs, Spot; κηλΐ5, f. σπ?λ09, m. σπίλωμα, η. στίΎμα, η, φολίε, f. Spot, ν, στίζω, σττιλόω, μιαίνω Spotless, άσπιλοϊ, άμίαΡΤ05, άμωμοε Spotted, στίκτθ5, al6Kos, κατάστικτος, ttolkIXos ; (with black) μ^Χανόστίκτος Spouse, σύν^υνοΒ, C. σΰζΐτγο$, c. σν- ζυξ, C. συι/€υν€τη5, τη. -tls,/. Spout, σίψωρ, m. Spout up or forth, v. βλνω, αναβλύζω, ανακηκίω, ανατρέχω, ανασ λύομαι, ανακοντίζω Sprain, στρέμμα, η. Sprain, ν. στνάω, στρέφω Sprat, μαιΛς, /. μαινί^ιον, η. Spray, &χνα, Ιοη. ύχν-η, /. a)$ : spread on, (as a plaster) επίπαστοί [φυ^ε Spreading widely, αμφιλαφ^ε, βύρυ- Sprig, 3άχο5, /. κλαδίον, η. κλα^ίσ- KOS, τη. Sprightliness, φaLBρ6τηs,f. Ιλαρότ-ηε^. Sprightly, φαιΒρ})$, iAapbs, iλaφphs Spring, eap, contr. ^ρ, η. : of or belonging to spring, iapivhs : to pass the spring, 4αρίζω Spring, (leap) αλμα, η. ττ-ί^ζημα, η. Spring, (fountain) tT-ny)), f. κρ-^ν-η, f. κρουι/hs, τη. ναμα, η. : of or belong- ing to a spring, κρη^αΊοε : spring water, κρηναΤορ ΰ^ωρ, η. Spring, Spring up, v. (leap) ττηΜω, άρ'αττηζάω, θρώσκω, αναθρώσκω, άλ- 529 SQU λομαί ; (start up) υττανισταμαι : (as water) αναβλύζω \ (as plants) βλασ- τάνω, αναφύομαι : to spring upon, ^φάλλομαι, ^ττιθρώσκω, τταραπηδάο Springs, a chariot on, αιώρα, f. Spriukle, v. σκΜννυμι, κατασκΜν- νυμι, Ραίνω, (ττιββαίνω, ττάσσω, κατα- ττάσσω, 4πητάσσω, τταλυνω Sprinkled, κατάπαστοε, pavThs Sprinkling, ()αντισμ6$, m. ^τaλayμhs, m. Sprout, βλαστ})3, πι. βλάστημα, η. €κφυσΐ5, f. Sprout, V. βλαστάνω, βλαστίω Sprouting, βλάστησιε, /. €κφυσις, /. Spun, κλωστhs, vητhs Spur, κ4ντρον, η. μυώψ, τη. : cock's spur, πληκτρον, η. Spur, ν. κ€ντ€ω, Κ€ντρίζω, νύσσω; (v/rge on, incite) €ρ€θίζω, οτρύνω Spurious, ν6θθ3, κίβΒηλοε, παράσημου Spurn, ν. λακτίζω, απολακτίζω, αποβ- βίπτω, ατιμάζω, oλιyωpίω, ττλήσσω Spurt out, V. ανακοντίζω, ανακηκίω, βλύζω, αναβλύζω, ανασ^ύομαι, 4κ' πάλλομαι Sputter, ν. αναπτύω Spy, σκόπο5, τη. κατάσκοπος, τη. οττ- τ^ρ, τη. κατόπτης, τη. Spy, ν. κατασκοπβω, σκοπιάζομαι, δία- σκοπιάομαι, κατοπτ^ύω Spying, κατασκοπ^, /. Squabble, vsTkos, η. κoλcι)hs, τη. Squabble, ν. ν^ικίω Squadron, ϊλη, /. τά^ΐ3, /. τ4λο$, η.^ Squalid, αύχμηρ})$, αυχμώΒηε,^ αυσ- ταλέοί : to be squalid, αυχμ^ω Squalidity, τη. Squall, Squalling, κpaυyaσμhs, m. κλαυθμυρισμόΒ, τη. (of wind) κατ- aiyls, f. μα^αυραι, f. pi. Squall, v. κpaυyάζω, κλαυθμυρίζω Squander, v. αναλίσκω, καταναλίσκω, 4κχ€ω, απόλλυμι, διασπζίρω Squanderer, άσωτος, τη. Square, ίσόπλΕυρον πλαίσιον, η. πλαί" σιον, η. το τeτpάyωvov Square, τeτράyωvos, iyycavios (of nuTnhers) ισόπλευρος, τ€τpάyωvos, εττίτΓβδοί Square, v. τ€τρayωvίζω Squaring, τ€τpayωvισμhs, τη. Squat, V. κατακλίνομαι Squeak, v. τρίζω, κρίζω Squeamish, σικχ})5, τpυφephs [της, f. Squeamishness, τρυφ^, f. τρυφερό- Squeeze, v. θλίβω, πιέζω : to squeeze together, συμπιέζω, συνθλίβω : to squeeze out, εκπιεζω, εκχυλίζω Ζ 5 SQU Squeezing, πίβσίί, /. : squeezing out, Squill, σκίλλα,/. σχίροε, f. Squint, Squinting, Iwhs, m. XxXwais, f. στραβισμ})5, m. Squint, v. ΙΧΚαίνω, ϊλΧίζω, ΙλλωπΙζω, ίλλω, τταραβλΕττω, στραβίζω Squinting, τταρα^βλώψ, ίλΛώδτ^ϊ, στρα- βhs, στρ€βλ})5 Squirrel, σκίουροε, m. Squirt, σωλτήν, m. Stab, V. /cej/Teo), ουτάω, δ/αττβίρο) Stability, /j-ouLa, f. β€βαίότ7]ε, f. κατά- araais, /. €νστάθ€ία, f. Stable, σταθμ})ε, m. cTTj/cbs, m. Ιτητο- στάσων, η. /ττπόστασί^, /. αυΧιον, η. Stable, βζβαωε, στάσιμοε, €νσταθη5, μόνιμοε Staff, βακτηρία, f, βακτ·{\ριον^ η. βάκ- τρον, η. ράβΒθ5, σκίπων, m. σκητν- τρον, η. Stag, €λαφοε, τη. : of stags, iXacpeios : stag-hunting, ζλαφηβολία, f. Stage, σκην^^ f. : of tbe stage, σκη- Stagger, v-. σφάλλο μαι [vikos Staggering, τταράφοροε Stagnant, στάσιμο$, λιμναΊοε Stagnate, v. λιμνάζω Stagnation, Χιμνασία, f. Stain, κη\\8, f. anlXos, m. σπίλωμα, η. μίασμα, η. μολνσμ'6ε, m. Stain, V. μιαίνω, μοΧΰνω, κηλι^όω^ σπιλόω, τταΚάσσω, χραίνω, χρώζω Stained, σττίλωτ^^ [?η. Stair, βαθμ})$, m. βαθμΙε, /. αναβαθμο3, Staircase, κλΐμαξ, /. Stake, cr/c0\o\p, m. aravphs, m. χάραξ, c. Stale, TraXaihSf ecoAos, aavpos Stalk, Kavkhs, m. καλάμη, f. άνθ^ριξ, τη. : with one stalk, μον6κανλο$ : with many stalks, ιτολΰκαυλο3 S>tsiU, μάνδρα, f. επαυλίί,/. σταθμ})5,ΐη. φάτνη, f. αϋλίον, η. Stall-fed, σηκίτη5 [oxeur^s, m. Stallion, υχζΤον, η. οχβΓο^ 'irr-Kos, m. Stammer, v. ψελλίζω, βαμβαίνω, βατ- ταρίζω, τταφλάζω Stammering, \Ι/€λλότη$, f. \|/€λλισμ55·, Stammering, Ισχιόφωνο$ [m. Stamp, iimpressicm) τύττος, m. χαρακ- τ^ρ, m. κόμμα, η, {stamping of feet) κόμπο5, m. Stamp, V. (impress) τυττόω, χαράσσω, ^Ύχαράσσω, κόπτω ; {with the foot) στίίβω, κροαίνω Stand, βωμ})$, m. (standing -place) σταθμ})$, m. στάσι^, f. Stand, V, 'ίσταμαι, καθίσταμαι . to 530 STA make to stand, set, stop, Ίστημι : to stand firmly, (ρβί^ομαι, ^χω; (in battle) ύπομ€νω, παραμένω, υφ- ίσταμαι : to stand by or near, Ίταρίσταμαι, ττροσίσταμαι, τταραστα- τ4ω : to stand off, away, or aloof from, αφίσταμαι, Εξίσταμαι : to stand upon, 4φίσταμ.αί, €π€μβαίνω^ €7Γΐβαίνω : to stand up, άνίσταμαι, €πανίσταμαι, ύπανίσταμαι : to stand against, ανθίσταμαι, άντιάω : to stand together, συνίσταμαι Standard, σημ^ίον, ?i. σημαία, f. (rule, criterion) opos, m. Standard-bearer, σημ€ΐοφ6ρο3 Standing, στάσιs,f. : standing aside, €κστασι$, f. Standing, στάσιμο$, στατ})8 : stand- ing firm w upright, στάδιο^, στα- δαΓοί : standing before, ιτροστα- Tr)pios : standing by, adv. -πάρα- σταδ^ί/ : standing round, παριστά- hhv Stanza, στίχο8, m. Star, αστήρ, m. άστμον, η. : without Starch, άμυλον, η. [stars, άναστροι Stare, v. οττιτττζΰω, 4μβλ4τΓω, ατενίζω Starling, \pap, m. [δτ^ί, άστρωττ^ϊ Starry, άστρωο5, αστ€ρ0€ΐε, αστ€ρο€ΐ- Start, δρμη, f. πήδημα, η. Start, V. (set out) βαίνω, δρμάομαι, αίρω : start up, ύτανίσταμαι, ανα- πηδάω, €Κ7Γηδάω : to start aside through fear, παρατρ4ω Starting-place, βαλβ\3, f. νσττληξ, f. ύσπλα-γΐε, f, όρμητηριον, η, ά<^6- τηρία, f. Startle ώ be startled, v. €κΐΓλ7}σσω, τΓτησσω, ταράσσω, ταρβίω, φοββω ώ φοβζομαι Starvation, λιμ})5, m. λιμοκτονία, f. Starve, v. λιμοκτον^ω, λιμαίνω Starving, λίμοκτ6νο3, λιμοθν^5 Statary, ΙδραΓο^, στάΒιοε, σταδαΤοί State, πόλίί, /. -πολιτεία, /. πολίτευ/χα, η. rh Koivhv, δημόσιον : belong- ing to the state, ^Γoλιτικhs State, (condition) στάσιε, f, κατά" στασιε, f. e^is, /. State, V. λ^γω [πε/α /. Stateliness, σβμνότηε, f. μ€Ύαλο7Γρ4· Stately, σ€μν))3, μ€'γαλοτΓρΕττη$, ayav- phs, ν·\\^αΰχην, κυδροε, TpayiKhs Statement, λόyos, m. διηγησιε, /. Statesman, 'πολιτικί)5, m. Statics, η στατικ}} Station, στάσι$, f. σταθμόε, m. Tcif.T, /. φυλακή, f. : naval station, vav- STA σταθμοί/, η. ναυκΚΊ^ρίον, η. (φμο$^ m. vavXoxoSy ra. Station, v. τάσσω, τίθ-ημι, χωρίζω, ύφίστημί : to be stationed, 'ώρν- ομαι, ύποκάθημαί : to bo stationed opposite, αντικάθημαι, αντικαθίζομαι Stationary, στάσιμοε, σταδαίο$, άττλα- Statuary, αΎαλματοποι05, τη. €ρμο- Ύλυφβυε, m. αρΒριαι/τοΐΓθώ5, w. πλάστηε, τη. Statue, άΎαλμα, η. av^pias, m. βρ4τα3, η. elKcby, f. Ko\o^ahs, m. Stature, ηλικία, f. ^e7€0os, n. Se^uas, n. Statute, θ€σμ})5, m. μομοθβτημα, η. Stay, Staying, μορη, f. Stay, V. μίνω, υττομζνω, καταμ^νω, 4τημ€νω, κατέχομαι ; {act. to hold bach, restrain) κατέχω Steadfast, %μμονο$, -ηαράμονοΒ, τταρα- μόριμο$, μόι/ιμο$, βέβαιος, ίύσταθηε, βμτΓβδοί, ϋτΓοστατίκ})$ Steadfastly, adv. ζμμ6νω3, βζβαίωε, 4μπ€5ω5, τταραμόνιμον, συν6στ'ηκ6τω8 Steadfastness, €ττιμον^, f. 4μμον^, /. τταραμον)], /. μοι/ιμότηΞ, f. Steadily, adv στασίμωε, €νσταθώ$, αταράκτωε, συντ6νω$, καΘβστηκότωΒ Steadiness, βυστάθβια, /. τ6 στάσιμοι, β€βαί6τ'η3, f. Steady, €ύσταθ7}5, στάσιμοΒ, ακίνητοε, μόνιμοε, άμ€τάστατο9, ατάρακτο$, άτάραχο5, Ισχνρ})5, β4βαί05 : to be steady, βυσταθέω -Steak, φλο-γΐε, f. Steal, V. κλέπτω, βκκλβτττω, υφαιράω, κλωπβύω: to steal underhand, filch, νψαιρ^ω, ύττοκλΕτττω : to steal or come over or upon, {of the feelings, as sorrow) δύω ώ λύομαι, υποδύομαι, εισδύω or-δύι/ω: to steal in, τταρεμττίτΓτω, τταρ^ισδυομαι : to steal away, escape, αφβρπω, dia- κ\4τΓτομαι : to steal away from another's company, ύττοκλεπτω €aυτhy Stealer, κλετττη^, m. Stealing, κλοπτ], f. υφαίρ^σιε, f. Stealth, κλοπ^, /. κλ€μμα, η. : by stealth, λάθρη, λάθρα, λαθραίωε, ι κλοτνγ, vnh μάληε : to take by stealth, Βιακλ€ΤΓτω, εκκλεπτω Stealthy, adv. λαθραΐοε, λάθριοε, κλω- TTLKhs, κλ6τηο3, κλοπιμα'ιθ3, κλόττιμοε Steam, άτ/xbs, m. ατμΙε, /. Steam, v. άτμίζω, άτμιάω Stearhing, ατμώ^η$, ατμί^ώ^ηζ Steed. 'iKiroSf Cf ττωλοί, c. 531 STI Steel, χάλυψ, m. χάλνβοε, m. α^άμαί, in. Steel, adj. χαλυβ^ικ65, χαλυβικόί, αΒαμάντίνο$ Steelyard, σταθμ})$, m. (vyhy, η. Steep, κρημϊ/hSf m. aliroSf n. κατωφ^· peia, f. Steep, κρημρώ^ηε, ττροσάντηε, καταν- τηε, ^ττάντ-ηε, άττο^^ώΙ, απότομος, υρθίοε, αίγιλίψ, ττρηνηε, κατάκρημ- VOS, ΊταράκρημνοΒ, αι/ωφ^ρτ^ε Steep, ν. φύρω Steer, μόσχος, τη. Steer, ν. κυβ€ρι/άω : to steer towards, κατέχω 4s, 4τΓηΓροίημί Steering, κυβ^ρνησιε, f. Steersman, κυβ€ρν'ί]τΎ]3, m. ττρυμν^ι- τΎ}$, τη. ττη^αλίοΰχοε, τη. Stem, καυλ})3, τη. στόλο$, τη. Stem, ν. κατέχω, κωλύω Stench, υδμ^,/. δυσωδία,/. βρώμοε,ΐη. Step, βημα, η. βάσιε, /. ττάτοε, τη, ιτρό- βημα, η. ίχνο$, η. "ίχνων, η. {of α stair or ladder) βαθμ\$, f. βάθρον, η, κλιμακτ^ρ, m. : with steps, κλιμακ0€ΐ5 [τρω})5, m. μητρυώε, τη. Stepfather, ττατρυιόε, πατρυ^ί η. Stirring up, κνκησι?, f. Stitch, V. κασσύω, ^άτττω, άκ^ομαι Stock, ττυθμην, 711. ^ίζα, /. -πρίμνον, Ίΐ, φιτρ})3, m σ7€λ6χο$, 71, 532 STO Stocks, ττοΖοκάκη, /. Stoic, ^τωϊκhs Stolen, «λοπαΐοί, κλ€μμάΒιο9 Stomach, yaστ^p,f. κοιλία,/. νη5υ5, / στόμαχοε, τη. Stomacher, στρόφιον, η. μίτρα, /. Stone, λίθυ$, τη. Xaas, m. ττέτροε, m. λιθαε, m. λιθίΒιον, η. : a round stone, όλοίτροχο5, m. (/ruit-stone) ττυρ^ν, τη. yiyapTOV, η. κόκκων, τη. ; {the disease) Κίθο$, m. Χιθίασι$, /. λιθί^ιον, η. : like stone, λιθϋ€ΐδη9, λιθώδη5 : paved with stone, λιθό- στρωτοι : built of stone, λιθόδμη- Tos : throwing or pelting with stones, λιθοβόλθ3, 'π€τροβόλο$ : to be turned into stone, λιθόομαι : to have the stone, λιθιάω Stone, of stone, λίθινο$, λάϊνοε, λαΐ- V€os; {ο/ /I'uit) ιτυρηνώΒηε Stone, ν, λεύω, καταλζύω, λιθάζω, κατατΓζτρόω, λιθοβολάω Stone-cutter or mason, λιθοτόμος, τη. λιθoυpyhs, τη. λιθοΒόμο5, τη. λίθο- λόyos, τη. Stone-quarry, λιθοτομία, /. λατομία, /. Stoner, λευστ^ρ, τη. {7Γ€τροβολία, /. Stoning, λ€υσμο5, τη. λιθοβολία, /. Stony, λιθώδηε, λίθαξ, λάϊνοε, AaiVeoy, ττετρώδηί Stool, θρανο$, τη. θρανί^ιον, τι. Βίφρο$, c : three-legged stool, σκόλυθρο$, τη. σκολύθριον, τι. : foot-stool, {ητοττό' hiov, τι. θρηνυε, τη. Stoop, ν. κύτττω, €yκύπτω, ύττοκύτττω, κυπτάζω, κλίνομαι, ν^ΰω : to stoop forwards or over, ττροσκύπτω, προ·· νβύω [στιyμ}}, /, Stop, πapaypaφ^, /. : a full stop, Stop, V. (art.) παύω, αναπαύω, άπο- παύω, κωλύω, άποκωλύω, ίχω, ϊσχω^ ζπάχω, καθιστή μι, έπιλαμβάνω ; (put an eTid to) αναλύω, σβάννυμι, άττο- σβ€ννυμι : to stop up, αποκλείω, €μφράσσω, βύω, 4μβύω : (ίτιίνατιβ.) stop, (stay, remain) μένω, αναμένω ; (desist) παύομαι, αποπαύομαι, δια- λείπω, 'ίσταμαι, Χσχομαι Stoppage, Stopping, 4πίσχζσί$, /. $μφραξΐ5, /. €μφpayμa, τι. (ceasiTig) παΰσΐ5, / άπόπαυσιε, /. : stopping up φίμωσιε, /. S to rax, στύραξ, /. Store, θησαυρ'όε, 7η. θησαύρισμα, τι. (plentj/) αφθονία, /. περιουσία, /. : a laying by in store, θησαυρισμ'όε, τη. άπόθεσιε, f. \^μιεύω Store, V. θησαυρίζω^ αττοτίθημι, τα- STO storehouse, ταμιβΊον, η. αττυθ-^κτ), f. er)aavphs, m. θησαύρισμα, η. Storing up, αττ6θζσί$, f. θησαυρίσμ}>$, Stork, ireKapyhs, m. [m. Storm, θύ^ΧΚα, f. &€λλα, f. λαΓλαψ, /. alyU, f. Karaiyls, f. χ€Ϊμα, η. χβί- μώρ, m. (especially haU-storm) χά- ^αζα, f. : to be caught in a storm, χ€ΐμάζομαί Storm, V. (assault) τζίχομαχίω, αστυ- 8ρομ€ω ; (rage) μαίνομαι, ζκμαίνομαι Storming, καταΐΓολ4μησί5, f. τ^ιχομα- Stormy, χζΐμβριοε, ^υσχ€ίμ€ρο9, κυμα- rias, κvμaτoeιδ7]S, κυμα70€ΐ$, κυ- ματώδης, δυσ{]ν€μο$, Καί\α'πώδη$, Θυ€\\ώδη5 : to be stormy, κυμαίνω, κυματόομαι, χ^ιμαίνω Story, μυθο$, τη. K6yos, m. airdXoyos, m. €ξ'f)yησιs, /. a(p'ηyησί?, f. a(|)'ηyη- μα, η. μυθoKoyίa, f. μυθoλόyημa, η. : to tell stories, μυθo\oy4ω : story of a house, σ€λμα, η. : upper story, ύτΓβρφον, η. dirjpes ύπ^ρφον : three stories high, τριώροφος: four stories high, τβτρώροψοε Stove, λαμπτ^ρ, m. Stout, €βρωμ€νυς, β^ρωστος, adphs, στιβαρές, KpaTephs, στιψρός, παχύς, 4yKpaT^i Stout-hearted, κρατ^ρόφρων Stoutly, adv. κρατ^ρώς, Ισχυρώς, €νρώ- στως, στιβαρώς Stoutness, ευρωστία, f. παχύτης, f. στιφρότης, f. κράτος, η. α\κ^, /. Straggle, ν. αττοσκ^δάννυμαι, αποσκίδ- vauLai, άλάομαι [j/os Straggling, δι^σπαρμύνος, δΐζσ'πασμ4- Straight, ^υθυς, 6ρθ})ς, όρθιος, ϊθυς, ζύθύωρος, ζϋθυφβρ^ς, ^υθυντ})ς ; adv. €υθυς, ^υθυ^ €υθ4ως, ορθώς, ιθυ$, Ιθυ, ίθάως \1θύνω Straighten, ν. €υθύνω, κατευθύνω. Straightforward, €υθυς, ζύθυττορος : see Straight Straightforward, adv. κατ €ύθυ, τ^ι· We7av, ΈΚ της ίθβίας, ά^αεταστρεπτβί : to go straightforward, ^υθυττοράω, Ιθύω, 6ρθοβατ€ω, βύθυωρίω : goiug straightforward, ξύθυπορία,/. €ύθυ- φορία, /. [Ιθύτης, /. Straightness, €υθύτης, /. ορθότης, /. Straightway, ζύθυς, τταραυτίκα, &ντι- κρυς Strain, ν. (stretch, exert) τ^ίνω, συν^ Τζίνω, 4ντ^ίνομαι, διατείνομαι; {fil- ie?') ήβεω, σακκίω, σακκίζω Strainer, ηθμ}>ς, τη, σάκκος, m, 533 STR Straining, {stretching, exerting) τόνος^ m. διάτασις, f. {filtering) ¥ιθισις, f. Strait, (narrow pass) ηορθμίς, m. πόρος, m. ττύλαι, f. pi. στ€vω^ΓhSf /. στ€7νος, η. (difficulty) στ4νος, η. Strait, στ€vhς, στενόχωρος Straiten, v. στενόω, στενοχωράω Straitness, στενότης, f. στενοχωρία^/· Straits, (difficulty, distress) στεινος, η, στενός, η. Strand, ακτ^, f. θ\ς, m. Strange, (unusual, wonderful) καινές, άτοπος, ύττερφυης, έκτοπος, πεpισσhς, αλλόκοτος, νέος; {foreign) αλλό- τριος, αλλόφυλος, αλλοδαπ})ς, ξένος, επηλυς [λοκότως, θαυμασίως, άηθως Strangely, adv. ύπερφυώς, καινώς, άλ- Strangeness, άτοπία, f καινότης, /. αλλοτριότης, f Stranger, ξένος, m. επηλυς, επηλύτης, τη. νεηλυς, έποικος, μέτοικος Strangle, ν. ^yχω, aπoπvίyωy στpay' Strangulation, ayχόvη, f. [yaλίζω Strangury, στρayyoυpίa, f. : to sufier from strangury, στpayyoυριάω Strap, ίμας, m. βυτ^ρ, m. βυρσίνη, f. Stratagem, στpaτ'f]yημa, n. δόλος, 7n, '^^X^Vf f οι,πάτη, f. κλεμμα, η. Straw, καλάμη, f. κάρφος, η. Stray, v. πλανάομαι, αλάομαι, δδοΐ' πλανεω, αμαρτάνω Streak, βάβδος, f Streaked, ραβδωτός Stream, po)],f. βεΊθρον, η. βόος, conir, βους, m. βεΰμα, η. άπόρβοια, /. ναμα, η. λίβας, /. χευμα, η. κρουνίς, m, βύαξ, m. Stream, v. βεω, χεομαι, προχεομαι Streamer, παράσημα, η. ση μείον, η. Street, άyυιa,f. δδhς, f. βύμη.f λαύρα, f. Strength, σθένος, η, κράτος, η. βώμη, /. βώσις.f. ϊσχυς, f άλκ^, f. δύνα- μις, /. βία, f Strengthen, v. βώννυμι, επιβρώνννμι, κρατύνω, επισχύω, άρθρόω, βεβαιόω Strengthening, βωσττ^ριος Strenuous, δραστ'ήριος, ισχυρ}>ς, δειν})ς, εyκpaτ))ς, ενεργής Strenuously, adv. ισχυρώς, σπουδαίως Stress, βία, /. Stretch, ν. τανύω, τείνω, κατατείνω, διατείνω, εντείνω : to stretch forth, 6pεyvυμι ώ 6pεyoμaι, προτείνω Stretched, τατος Stretching, διάτασις, f. εκτασις, f. εντασις, f. τάνυσ^ς, /. Strew, V. στορεννυμι ώ στρώννυμι, χεω, πάσσω : to strew upon, επιστορεν^ STR STU νυμι, επιττάσσω : to strew under, υτΓοστορέννυμί, ύττοπάσσω Strewed, arpwrhs [σκ€θρο3 Strict, ακριβής, χαλβπ^ϊ, σνντοι/os, Strictly, adv. άκριβωε, συντόνων Strictness, άκρίββια, /. Stride, ορ^^μα, η. : taking long strides, μακροβάμων [όρ4Ύΐ/υμα,. Stride, v. βιβάω, διαβαίνω, ορέγομαι ά Strife, epis, /. v^Ikos, η. Strike, v. τντττω, τταίω, ττατάσσω, 'ΐΓλ7]σσω, καταπλήσσω, κρούω, κρο- Τ€ω, θζ'ινω, κόπτω, βάλλω, προσ- βάλλω ; {with α stick) ραπίζω : to strike against, προσκόπτω, προσ- πταίω, προσ^μβάλλω : to strike down, καταβάλλω, ύποτύπτω Striking, κρουσίΒ,/.: striking against, Επίκρουσιε, f. String, χορδτ], f. P€vpa, /. v^vpov, n. μ-ηρίρθοε,/ : having many strings, πολύχορδθ5 String, V. {of a how) τανΰω, 4ρύομαι ; {as heads) συνύρω, ράπτω Sti'ingent, σΰντονο5 Stringing, (of a how) τανυστυ3, /. Strip, V. αποδύω, 4κΒύω, -δύνω, Ύυμ- νόω, άποΎνμνόω, ψίλόω, περισπάω ; {roh, as an enemy) συλάω : to strip off, π^ριαιρζω [(streak) ράβδθ3, f. Stripe, (hlow) πλ-η^η, f. ράπισμα, η. Striped, ραβδωτ})3 Stripling, μζΐράκιον, η. μ€ΐρακίσκο3, m. ν^ανίσκοΒ, τη. peavias, τα. Strive, v. ayωvΊζoμaι, ά^ωνιάω, δίατβί- νομαι, €π€ντ€ίνω, ζρ^'ώομαι, διαπο- ρίω, μάρναμαί, Ιθνω : to strive for, σπ€νΒω (ωε), σπουδάζω, ζπιτ^ίνομαί : to strive against, ανθίσταμαι, άντ- ερβίδω, άντιπαλαίω Striving against, άντ4ρ€ΐσΐ5, f. Stroke, πληΎη, f, πλr\yμa, η. πληξίΓ, /. ράπισμα, η. κρουμα, η. (in loriting) '^ραμμτ], f. {as of a dock) κτνπο%, m. KpoTos, m. [καταράζω Stroke, v. κστα'^άω, ψηλαφάω, βπαφάω, Stroll, V. πλανάομ,αι, πλάζομαι, π^ρι- Stroller, πλάνη3, m. [νοστίω Strong, iσχυphs, 4ρρωμ€νοε, €νρωστο5, KapT€pbs or KpaTephs, iyKpaT7]s. ^ωμαλέοε, ^νσΘ€ντ]3, duvarhs ; {of things) eimayr]s, ^ϋπηκτο^, πυκινοε, σ^€pιφhs^, {of a fortified place) 4ρυμ- vbs, exvphs ; (of smell) Bapvs ; {ϊ, τ€τυφω- μ€νω5 Stupify, V. τύφω, ^/ίπλήσσω, μωραίνω Stupor, αναισθ-ησία, /. €«:πλ7;|ί?, / Sturdy, Kparephs, Ισχυρ})ε, (ϋρωστοε, €ββωμ€^οε, στίπτ^ϊ, iyKparrjs Sturgeon, ελλοψ, /. Stutter, V. βατταρίζω, ψελλίζω Sty, συφ€})5, τη. χοιροκομύον, η, Stygian, l^rvyios Style, στυλοϊ, m. 'γραφ^, f. (of speaking y ώβ.) Ae|is, /. Styx, the, 2τί;|,/. [/. Suavity, {mildness) ήδοι/^, /. μ^ιΧιχία, Subdivide, v. ύποδίαφβω, κατακ€ρμα- Subdivision, vnodiaipeaiSf f. [τίζω Subdue, V. δαμάω, Βαμάζω, νικάω, νπο- χαρόω Subduer, Βμητ^ρ, m. δμ'ί)Τ€ΐρα, /. δα- μαντ))ρ^ m. ^αμάληε, m. Subject, θζμα, η. vnddeffiSj f, ύττυβολ})- f. rh ύττοκζίμ^νον Subject, υ. ύττοτίθημι, ύποβάλλω, κατα- δονλόω Subject to, νποχβίρίοε, vtt^koos, κατ- i]K00Sj κάτοχοε, ϋποχο5 : to be sub- ject to, ύττόκβίμαι, €ρ4χομαι Subjection, ύττότα^ΐΒ, /. υποταγή, /. Subjects, oi ύ'ηοτ€7α'γμ€ΐΌί Subjoin, V. βπιβάλλω, eVtAe^o;, τταρα^ φθ^Ύ^ομαι^ παρατίθημι Subjugate, ν. καταστρέφομαι, τταρ- ίσταμαι, ύπoζeύyuvμι, ύττοχβφόω, δα- μάω, νικάω [/, Subjugation, καταστροφή,/. virSCev^iSj Subjunctive mood, ό ϋ-ποτακτικόΒ Sublime, v^\iii)\hs, μ6τ4ωρο5, ύψίπουί, μζτάρσΐ03, άκρο$ Sublimity, v^os, η. ν\Ρηλ6τ'η5, /. Submerge, ν. ττοντίζω, καταττοντίζω, καταδύω Submersion, καταττοντισμόΒ, m. Submission, υπειξίϊ, /. ύπ(ίτα|ίϊ, f. τΓξίθαρχία, /. ύττόπτωσίί^ f. χειρο- Submissive, ύ'πομ€νητΐκ}>5, irciB^vios, OcpaTTevTiKhs, χ€ΐροΎ]θη$, ύφ€ίμ4νοε^ νίΓξΐκων^ virriKoos Submissively, adv. ύφ€ΐμ4νω$, ταττεί- vu)S, ντΓ0ΤΓ€πτωκότω5 Submit, V. (act.) υφί-ημι, υφίστημι : to be submitted to, ύπόκ€ΐμαι ; intrans, {to yield) ^Χκω, ύττείκω, ύφίεμαι, ττροσ- . ί€μαί, υφίσταμαι, ύττ ακούω, 4πιβά\- λομαι 535 SUB Subordinate, imripeTiKhs, ύττοτετα^μά- vos, irap^pyos ; {to anotker) ύττάΚ' ληλο$ : a subordinate, ύττ-ηρί- T-qs, m. Subordination, vnoTayrj, f. Suborn, v. ύφίημι, ύποπεμπω, κατά- σκευάζομαι Subornation, κατασκευτ], f. Suborned, iyκάθe^os, κατασκευασμένοι Subscribe, v. ύπoyράφoμaι, ύττοσημαί- νομαι, συyκaτaτίθ'ημι Subscription, ύπoypaφ7],f. {collection) συλλoyΎ], f. Subsequent, ϋστεροε, ε^nyιyv6μεvos Subsequently, adv. ύστερον, είτε it a Subservient, ύττ'ηρετικ})$ : to be sub- servient to, ύτΐ-ηρετεω [ύφίεμαι Subside, v. ύττονοστεω, ύττοκαθίζω, Subsidiary, εττίκουροΞ, επικουρικί5 : subsidiary troops, ετηκουρικ})ν, επίκουροι, m. pi. επικουρία, f. Subsidy, δασ/xbs, m. Subsist, V. υφίσταμαι, μενω, αντέχω Subsistence, ζωη,/. βίο$, m. βίοτο$, m. τροφτ], f. Substance, ουσία, /. ύττόστασιε, f. Substantial, ούσιώδηε, σωματώδη5 Substantially, adv. ούσιω5ώ5 Substantiate, v. ούσιόω, διασαφεω Substitute, ύ^ΐά\Kayμa, η. Substitute, ν . ύτταλλάσσω, υφίσταμαι, υποβάλλω, υποκαθίστημ,ι, αντ ικαθ- ίστημι, άvτεισάyω, ανθαφέομαι ; {in writing) av^εyyράφω, αντεπι- ypάφω [στατοί Substituted, υποβολιμαίοι, ύποκατά- Substitution, υποβολή,/. υπaλλayΎ],f, ύποκατάστασίΞ, /. Subterfuge, τέχνη, /. παρεύρεσις, f. Subterranean, καταχθόνιθ£, κaτάyειos, ύπόyειos, ύποχθόνιοε, ύπόνομοε : sub- terranean canal, ύπόνομοε, m. ύπΟ' νομ^,/. ύπόyaιov 6pυyμa, η. Subtle, ποικίλο5, λεπτ})5, λεπτoλόyos, ayxivoos, οιτ^κυλομΎ}Τ'η3, αίολομ^ττηε^ πavoυpyos, δολόφρων, παλίντροποΒ : to be subtle, σοφίζομαι, ποικίλλω, λεπτoυpyεω Subtlety, λεπτότηε, f. ayxivoia, /. πavoυpyίa, /, ποικιλία, f, δολοφρο' σύνη, f. Subtly, adv. λεπτώε, ποικίλων, σε- σοφισμενω$ : to speak subtly, λεπ- τoλoyεω [αιρεω, ύπάyω Subtract, v. ύφαιρεω, άφαιρεω, περί- Subtraction, αφαίρεσιε, /. υφαίρεσΐ3, /. Subversion, ανατροπτ], /. κατάλυσι$,/, καθαίρεσιε, /. SUB SUM Subversive, ά^ατρεπη/ί^^, KaOaiperLKhs Subvert, v. ανατρ^ττω, καθαιρ^ω, κατα- βάλλω Suburb, ττροάστζίον, η. προάστων, η. Suburban, TrpodcrreLos Succeed, v. ( follow next) dexouai, δίαδβχο,ααί, hviyiyvo^ai, ύνολαμβα- νω, υφίσταμαι ; (he successful) rir/- χάνω, €ύτυχ€ω, ^ττιτιτ/χάνω, κατορ- θόω, κατ€χω, τελεω Succeeding, ΒιάΒοχοε Success, ευπραξία, /. βυτυχία, /. ευτύ- χημα, η. evTrpayia. f : ill success, ατυχία, f. ατύχημα, η. αποτυχία, f. απραξία, f. Successful, €υτνχη£, €πιτυχη5, ευποτ- μο5, evpoos : to be successful, ευ- τυχεο) Successfully, adv. ε^τυχώ^, 4πίτυχώ3, δε|ίά}5 Succession. ΒιαΒοχτ], f. ανάδοχη, /. Successive, iK^eKTLKhs, ΒιάδοχοΞ Successively, adv. 4κ δίαδοχηί. e^rjs, ε^ε^ηϊ Επιωι^ Successor, δίάδοχοί, διαδε/ίτα^ρ, τ/ΐ. Succinct, σύντομοΒ Succinctly, adv. συντ6μω3 [7^· /· Succour, βο-ηθ^ια. /. Επικουρία, /. αρω- Succour, ν. βο-ηθάω, έπίκουρέω, συλ- λαμβάνω, αμΰνω, αρη^ω [χυλοί Succulent, δίάχυλοί, 17X^^0^, πολύ- Succumb, ν. εϊ/ίω, ύπ^ίκω, ησσάομαι, ύττοκστακλίνομαί Such, TOiouTos, To7os, τοίόσδε ; adv. τοίον, τοίω5, τοιούτω3 ; {SO great) τόσο3, τοσόσΒ^, τυσουτο5 : such as, To7os δποΐοε, to7os olos Suck, V. θηλάζω, θάομαι : to suck out, €ξaμeλyω, ίμάομαι, ςκθηλάζω, €κμυ- ζάω : to suck up, (as a ivhirlpool) άραβροίβ^ξω. αναρροφβω Sucker, βλαστ})3, m. βλάστημοε, m. βλάστη, f. βλάστη μα, η. παραφυά5, f. παράφυσί3, f. μόσχοι, τα. μοσχί- diou, η. Sucking, βηλασμ})3, τη. Sucking, yaλaθηphs, ^πιμάστιο^, 4πι Sucking pig, δ^λφάκων, η. [τίτθωΞ Suckle, ν, θηλάζω [πίραιοΞ Sudden, αίφνίδω5, ίξαιφνί^ίοε, ε'ξα- Suddenly, adv. 4ξαίφνη$, €ξαπιναίωε, (ξαπίνηί, &φνω, ε'| ύπoyυίoυ Suddenness, αίφνίζίον, €πιΒρυμ^, /. Sudorific, ίδρωτίκ})3 Sue, r. {at law) προσκαλούμαι, (yKa- λεω ; (entreat) εβχομαι Suet, στε'αρ, η. Suffer, V. πάσχω; {undergo) τλάω , 636 μοχθίω, κακοπαθίω ; {endure, allow) ανόχομαι, εάο) : to suffer pain, άλ7ε'α? Sufferance, υπομονή, f. Suffeiing, πάθθ5, η. πάθημα, η. πάθη^ f. ταλαιπωρία, /. κακοπάθβια, /. (the act of suffering), πάθησιε, f. Suffice, r. αρκβω, οξαρκέω, απαρκόω, άποχράω : it suffices, απόχρη, κατά- χρη, apKel, απαρκ^ΐ, αρκοΰντω$ εχεί Sufficiency, αυτάρκβια, f. ικανότηε, f. Sufficient, iKavos {with πρhs, inf. oT dat.), αυταρκη$, SiapK^s, i^apK7}Sy iipKios, ά|ίοχρεα)5 Sufficiently, adv. αποχρώντω$, ΐκα- vojs, αρκούντω$, αλι$, €ξαρκούντω5 Suffocate, v. πvίyω, aπoπuίyω Suffocating, πvιyηphs, πvLyώBηs Suffocation, πv'ιyos, n, πl·ιyμhs, m» πv7yμa, n. πν\ξ, f. πν7ξΐ8, f. Suffrage, ^ηφοε, η. χειροτονία, f. Suffuse, v. ύποχ€ω Suffusion, ύπόχυσιε, f. Sugar, σάκχαρ, η. σάκχαρον, η. Suggest, V. υποβάλλω, €μβάλΛω, υπο· τίθημι, ύποτείνω, υπάyoμaι, υπο- μιμνησκω Suggesting, υποβολή, /, Suggestion, υποθήκη, f. ύποθημοσύνη, f. υποβολή, /. Suicidally, adv. αυτοφόνω^, αυτό» κτόνω3 Suicide, αυτοχειρία, /. : a suicide, αντοφόντη?, m. αύτόχειρ, αυθίν- τη5, m. Suit, {at law) Βίκη, f. aycvv, m. Suit, V. αρμόζω, προσαρμόζω, εναρμόζω Suitable, επιτήδειος, οίκεΊοε, αρμόδιος, πρόσφορος, άρτιος, επιεικής, εύπμ^»^ π^ς, ακόλουθος, συνήθης, lκavhς Suitableness, επιτηδειότης, /. ίκανό- Suitably, adv. επιτηδείως, προσηκόν^ τως, εϋπρεπώς, εμμελώς Suitor, μνηστηρ, 771. Sullen, σκυθρωπ})ς, σκυθρ(^ς : to look sullen, σκυθρωπάζω Sullenly, adv. σκυθρωπώς Sullenness, σκυθρωπότης, f. σκνθρω- πασμ})ς, 7η. Sully, V. μολύνω, μιαίνω, μορύσσω Sulphur, θε7ον, η. Sulphureous, θειώδης [tJi. Sultriness, καύμα, η. αϊθος, η. καύσων, Sultry, θεpμhς, καυματώΒης, κανσώΒης Sum, aριθμhς, 7JI. : sum total, τ6 κεφάλαιορ, 71. κορυφή, t. Sum up, V. κεφαλαιόα^, σvyκεφaλaιόω, SUM άua\oylζυμaι, iu κεφαλαΐψ ^Ιπον, ϋτιομνάομ.αί Sumach-tree, povs, c. Summarily, adv. συντόμων Summary, 4πιτομ^, f. Summary, σύντομος, βραχυλόγος Summer, θ€ρο5, η. θ^ρ^ία, f. : of summer, dipn/hs : to pass the Bummer, (Jfpif*/ Summing up, ανγκ^φαλαίωσις, /· Summit, κορυφή, f. άκραν^ η. Ηκρα, j. άκρώρ€ΐα, /. λόφοε^ m. [καλέομαι Summon, v. καΚίω, τταρακαΚίω, ττροσ- Summoned, KK-qrhs, σ\τ^κ\7]το3, iiri- Summoner, κλητ^ιρ, m. [κλητοε Summoning, Summons, κλησις, f. τταράκλησιε, /. /Λβτάττβ/χψίί, /. Sumptuous, δa^Γauηρhs, ττο- \vddirauoSf 7Γθλυτ€λή9 Sumptuously,ati'y. δαττανηρώε, 5ai|/iAcDs Sumptuousness, Βαπάνη, /.δαψίλβία, /, Sun, ifiKios, m. ηλ^κτωρ, m. ύττ^ρίων, m. Φοΐβο5, m. : warmth of the sun, e'lXTjaiSf f. βίλη, /. : to be in the sun, ηλιόομαι : to bask in the sun, ηλιάζω [λαϊ, f. pi. Sunbeams, avyai, f. pi. ηλίου βο- Sunburnt, ηλιόκαυστος, ηλωκα^ε Sundial, ωρολό^γιον, η. : the gnomon of the sundial, or its shadow, στοιχ^Ίον, η. Sundry, iravTo^airhs Sunken, βύθιοΒ Sunless, άνηλιος, δνσήλίοί Sunligh t, αί-γλη, f. Sunny, βύ-ήλωε, ιτροστίλιοε Sunset, δυσμ^, /. ηλίου δυσμ}), /. Sunshiny, ηλίοψαν^ε [δορττβω Sup, V. ξίοφάω ; {eat supper) δβίττί/εω, Superabound, v. ττζρισσ^ύω, ύπΕρττλζ- ονάζω Superabundance, ηολυπληθία, f. υττ^ρ- ox^f f. ΐΓ€ρίσσότη5,/. Trepiaaeia, f. Superabundant, nepiaahs, ύπβρττλη' 6^s : to be superabundant, πβρισ- Superabundantly, adv. irepiffaws, ire- Superannuated, e^wpos [ρισσα Superb, μ€yaλo^Γp€π^s, μ€yaλoσχΎ}μωy Superbly, adv. μeyaλo^Γpe^Γώs Supercilious, uTrepoTrn/cbs, υττάροφρυς, ύττίραυχος, ύπ^ρφρων, καταφρονη- riKhs [καταφρονητίκώς Superciliously, adv. υπeρoπτί/cώy, Superciliousness, ύπβροψία, /. Supereminence, ^ξοχη,/. ύττβροχ^, /. Supereminent, €ξοχοε, ύπ€ροχο3 Superficial, €ΐΓΐπόλαιο$, τυπώδης 537 SUP Superfine, ύπ^ρ^απτοί Superfluity, τι^ριοισία, f. ττ^ρισσότης, f. ΤΓβρισσε/α, /. ΐΓλΓο^ ασμΙ>5, πι. Superfluous, irep aahs, nepiepyos, ττάρ- cpyos : to be superfluous, ττερισ- Superfluous] y, adv Trepiaaats Superhuman, οτκ^ρφυης Superinduce, v. kneiaayt) Superintend, v. Υφίσταμαι, Αφοράω, €πιστατ€ω, €τιισκοπ4ω, 4ποπτ€ύω, 4πιμ€λ4οααί [/ueAeta, /. Superintendence, ^ττιστασία, f. im- Superintendent, εττιστάτηε, m. im- μ€λητη$, m. εττ^πτηί, w. Superior, Superior to, iiriprepos, Oirepoxos, κρζίσσων, καΘυττ4ρτ€ρος, Trp0T€pos : to be superior or supe- rior to, ΤΓ€ρί€ΐμι, Ίτρο^χω^ ύτΓ€ρ€χω, ύττ€ρβάλλω^ ττλζο^ζκτζω, Trepiyiy- νομαι Superiority, TrAeoi/e^ta, /. irepiouaia, f. ύπ€ροχ^, /. ύπ€ρβολ^, f. Superlative, υττ^ρτατοΞ, βξοχοϊ, vnep- οχο5 Superlatively, adv. ίξ,οχον^ «Ιοχα Supernatural, υττ^ρφυης Supernaturally, adv. ύτΓΐρφυω$ Supernumerary, υπεράριθμος Superscribe, v. iπιyράφω [ypaφ}), / Superscription, iπίyρaμμa, n. eVt^ Superstition, δεισιδαιμονία, f. Superstitious, δεισιδαίμων Superstitiously, adv. δεισιδαιμόνως Supervene, v, ^τpoσe^nyίyvoμaι Supervise, v. εποπτεύω, επισκοπεω Supine, ϋπτιοε, απρόθυμος Supinely, adv. απροθύμως Supper, δόρπον, η. δε7πνον, η, : after supper, μεταδόρπιος Supperless, άδειπνος Supper-time, δopπηστhs, m. Supping up, ρόφησις, f. Supplant, v. υποσκελίζω Supple, \)yphs, yvaμπτhs, χαλαρ})ς Supplement, προσθΎ}κη, f. πρόσθεμα,η. Supplementary, πρόσθετος Suppleness, ύypότης,f. Suppliant, ικέτης, m. ικετις,/. [r^jpios Suppliant, Supplicant, Ικέσιος, ίκε- Supplicate, v. ικετεύω, λιτανεύω, ίκνεομαι, λίσσομαι Supplication, ίκετεία, f. Ικετευμα, η. ικεσία, f. προστροπ^, f. Supplies, τά επιτήδεια, παραπομπή, /. Supply, παροχή, /. πλ'ί]ρωμα, η. επάρ- κεια, /. χoρηyia, /. Supply, ν. πορίζω, παρέχω, ^παρκεω, SUP €ύτΓορίω, ζιακοΡ€ω, ττορσυνω, XJpv- Support, {maintenance) τρυψ^, f. Support, a, €ρ€ΐσμα, η. εχμα, η. σττ/- Ρ^7^> /· ίδρυμα, η. , , Support, ν. βχω, ανίχω,υττομ^νω,^ρζίοω, ίΒω, βαστάζω; (feed, main- tain) τρ4φω, ^ιατρζφω Supportable, Hvcktos, rλvτhs,^φ€pτhs Suppose, V. οίομαι, νομίζω, ύττοΧαμ- βάνω, Ύ)^4ομαι, λοΎΐζομαί, συννο^ω Supposition, virSQeais, f. ύττόλημμα, η. υποδοχή, /. ΰττόνοια, Supposititious, ύποβο\ιμα7ο5 Suppress, ν. ύττοστ^ΚΚομαι, καταστβλ- λω, αφανίζω, αποκρύπτω, κλ4τΓτω, ^πιΚανθάνομαι Suppression, αφάνισΐ3, /. αττόκρυ^ΡίΒ,/. Suppurate, ν. διαπυβω, υποπϋισκομαι Suppuration, δίαπύ7?σί5, /. (« suppu- ration) Βιαττύημα, η. : causing sup- puration, ^ιαπυητικ})3 : to cause suppuration, ^ίαττϋίσκω Supremacy, 'πρωτ€ίον, η, πρωτεία,/. ΎΐΎ^μονία, /. αρχτ), /. Supreme, υττατοί, ύττ^ρτατοε Surcharge, ν. vπ€py€μίζω Sure, βββαιοε, iriaThs, άσψαλ7?5 Surely, adv. δητα, a/xeAel, αληθών, ασφαλώί ^ ^ Surety, (certainty) β€βαι6τΎ\3, / ασφά- Xeia, /. (α sweety) eyyvy]T7]s, m. %yyvos : to give surety, iyyυάoμaL Surf, βόθίον, η. Surface, iirnroK^, /· rh €ΐητΓολη3, eVt- φάν€ΐα, f. : on the surface, Εττητό- Kaios ; adv. iimroXris : to lie on the surface, βτηττολάζω : lying on or rising to the surface, €τητΓ0λασί3,/. 4τητΓθλασμ})$, m. [feit) κραιπάλη, Surfeit, πλησμονή, f. [drunken sur- Surge, κλν^ων, m. ζάλη, f. ρόθιον, η. Surgeon, xeipovpyhs, m. laTphs, m. ϊατ^ρ, m. : of or belonging to a surgeon, xeipovpyiKhs, ΙατρικοΒ Surgery, η x^ipovpyLK^, xeipovpyia, f. η Ιατρική, ιατράα, /. Ιάτρ^υσίΒ, j, (α surgery) Ιατρύον, η. Surgical, x^ipovpyiKhs Surliness, χαλ^πότη$, f. τραχύτη$, f. Surly, aTvyyhs, χαλεπ^ϊ, τραχυε Surmise, ύποψία, /. υπόνοια, f.^ Surmise, v. ύποπτευω, ϋπονο^ω, νπο- λαμβάνω, κατα^υξάζω, ύπβίΒομαι, υποσκάπτομαι, ύφοράυμαι Surmount, ν. υπερβάλλω, ύπ^ραίρω Surname, Επωνυμία,/. iπLκλη'u^,J . Surname, ν. Επονομάζω, ^πικαλίω δ3δ SWA Surnamed, επώνυμος Surpass, ν. π€ρί€ΐμι, υπερβάλλω, ύττερ- βαίνω, ύπ€ρ4χω, ϋπ^ρφ^ρω, όττερτείί/ω, ύπ€ρπηζάω, πβριίχω, κρατάω, νικάω Surplus, Th πΕρισσίν, τα πζρισσ€ύον- Surplus, πβρίίύν [τα, τά πβριόντα Surprise, {amazement) κατάπληξιε, fi 6^7Γλ7?ξία, /. ^ , Surprise, ν. {take unawares) ^π^ρχο- μαι, συσκευάζομαι; {astonish) κατά- πλησσω [πayλos Surprising, βαυμαστίε, θαυμάσιοε, e/c- Surrender, παρά^οσιε, f. €κ^οσΐ5, /. Surrender, v. {give up) απο^ί^ωμι; {yield) ΕΚ^ί^ωμι, €ν^ί^ωμι, παραΒιΒωμι Surrendered, ανάΒοτοε, ^kBotos Surreptitious, κλοπαΊοε Surreptitiously, adv. κλοπή Surround, v. (intrans.) κυκλόω, περι- βάλλω, περιέχω, περιισταμαι, περι- κλείω, περίειμι, αμφιβαίνω ; {act.) φράσσω, περάστημι, περιβάλλω, αμ- φιβάλλω Surrounded, περίστατοΒ, περιφερ^ε Surrounding, κΰκλωσι$, /. περικνκλω- σιε,/. 7Γ€ρίοδο5, /. [περίβολοε Surrounding, περίΒρομοε, αμφίΒρομοε, Survey, ν. εφυράω, περισκοπεω Survive, ν. πεpιyίyvoμaι, περιλείπομαι, περίειμι, επιβιόω, επιζάω -ζώω ^ Surviving, ύπόλοιποε, περίλοιποε, επί- λοιποε, εφε^ροε Susceptibility, ευπάθεια, /. Susceptible, ευπαθ7}5 : to be suscep- tible, εύπαθεω Suspect, V. ύποπτεύω, ύφοράομαι, ύπο- νοεω, ύποβλεπω, καταδο^άζω Suspend, ν. αρτάω, κρεμάννυμι, ανα- κρεμάννυμι Suspense, αΙώρησιε, /. : in suspense, άπηοροε, μετεωροε : to be in sus- pense, αιωρεομαι, πετομαι, αναπτερό- ομαι Suspension, κρεμασμ'όε, m. αΙώρα,/. Suspicion, ύποψία, /. υπόνοια, /. ύπο- νόημα, η. ενθύμια, /. : liable to suspicion, ϋποπτοε : free from suspicion, ανύποπτοε, ανυπονόητοε Suspicious, υποπτοε, ύπόπτηε Sustain, v. ανεχω, υπομένω, 4ρεί^ω, ύπερείδω, υποφέρω, βαστάζω ; [feed) τρέφω, διατρέφω Sustenance, τροφ^, f. διατροφή, /. Suture, (>αφ^, / S\yaddle, ν. see Swathe [η. ρΐ. Swaddling-clothes, σπάpyavov or -a, Swagger, v. σαλακωνεύω, σαυλόομαι, σαυλοπρωκτιαω SWA TAP> Swaggerer, σαλάκωρ, m. Swaggering, σαΧακων^ία, f. Swallow, χβλίδώζ/, /. Swallow, V. ροφίω, καταπίνω, Karaf>po- 0€co, κάτττω, ανακάτττω, καταβροχθί- ζω, καΎαβρόξ€ί€ ώ άναβρό^€ί€ (1 αον. opt. of obsolete -βρόχω or -βιβρώσ- κω) : hard to aw allow, Βυσ κ ατάττ or as Swallowing, κατάποσιε, f. ρόφ'ησΐ5, f. Karpis, f. avaKaxpis, f. Swamp, €\os, n. λίμνη, f. Swampy, λιμ^ώδη5 Swan, KVKvos, m. : of or belonging to a swan, kvkvcios Swarm, a^r\vos, n. eV^bs, m. Swarthy, μ^λά-γχροοε, -χρω5 Swathe, v. σιταρΎανάω, στταρΎανόω Sway, Kpdros, n. Βύναμίε, f. : to hold sway, κρατάω Sway, V. κραίνω, ν^μω, ά^φβττω Swear, v. ομνυμι, βττόμνυμι, κατόμνυμι, opKLov δίδωμι : to swear before, ττρο- όμνυμι : to swear that one did not, αττόμνυμι, ^^όμνυμι : to swear truly, €ύορκ€ω : to swear falsely, 4τΓίορκ€ω, ψβυδορκεω Sweat, ίδρώί, m. : without sweat, άνίΒρωτο^, αι/ίδρωτ\, ανιΒιτΙ Sweat, V. Ιδρόω, ιδίω Sweep, ν, κοράω, σαίρω Sweet, y\vKvs, yXvKephs, 7]dvs, μ^λι- 7ΐδτ]9, yXvKios ; {only of sounds or voices) Kiyvphs, Aiyvs, ηδύπι/oos, cvipdoyyos : to be sweet, yXvKai- νομαι Sweetbread, irayKp^as, n. Sweeten, v, yλυκάζω, καταμζλιτόω Sweetheart, 4ρωτνλο5, m. Sweetly, adv. -ήδεωϊ Sweetmeats, rpay'ημaτa, n. pi. τΓ€μ- S\veetness, yλvκvτηs, f. [ματα, η. ρΐ. Swell, οΊδμα, η. κΧυδώνιον, η Swell, ν. οίδέω, οίδανω, ανοίδ^ω, e^oy- κόομαι ; (only of the sea) κυμαίνω, κυματόομαι, κορυσσομαι, κΧνζομαι Swelling, οίίδτ/σίϊ,/. (α swelling) οίδη- μα, η. oidos, η. άνοίδησίε, /. [epooeco Swerve, v. 4κκΧίνω, τταρβκκΧίνω, e^- Swift, ταχί;5, ώκυε, ταχύποροε, ώκύ- TTopos, ώκυτΓ€τη5 Swift-footed, ττοδωκτ/ί, ωκί/πουε, τχιχν- TTovs, TTodapK^s, aeXXdnovs Swiftly, adv. ταχ€ω$, τάχα, ταχυ, S)Ka, Βια τάχουε Swiftness, τάχοε, η. ωκυτ-ηε, f ταχύ- T^s, /, (of foot) ΤΓοδωκία, f. ταχυ- δρομεία, f. [ταχνπτ€ρο$ Swift-winged, ωκύπτΕροε, irTepdeis, 539 Swim, V. νίω, νηχομαι, κυΧυμβάω : to swim towards, €ΐσν4ω, ιτρυσνίω Swimmer, κοΧυμβητηρ, la. Swimming-bath, κοΧυμβηθρα, f. Swoon, Χιπο^ρυχία, f. \ θν'ί]σκ(α Swoon, V. λιποψί'χ^ω, άττοψύχω, eV Sword, li(pos, n. ^ιψίδίον, η. μάχαιρα, f. μαχαιρών, η. &ορ, η. : slain by the sword, σιδηροκμη$, ξιφοΒήΧητθ5 Sycophant, συκοφάντηε, m. Syllable, συΧΧαβη, f. Syllable, ν. συΧΧαβίζω Syllogise, v. συXXoyίζoμaι Syllogism, συXXoyισμhs, m, Syllogistical, avXXoyLaTiKhs Sylvan, νΧώΒηε, vX7]€is, ΒρυμώΒηε Symbol, σνμβοΧον, η, ερμην^α, /. €ρμ'ί}ν€υμα, η. Symmetrical, σύμμετροε, εΰμορφοε Symmetrically, adv. σνμμάτρω$ Symmetry, συμμβτρία, f εϋμορφία, f. Sympathetic, συμτταθηε Sympathise, v. συμπαθάω, συμπάσχω, όμοίοπαθβω; (in grief ) συνάχθομαι, συvaXyiω, συμπενθεω ; (in joy) συyχaίρω [τταθηε Sympathising with, συμιταθ^ε, όμοω- Sympathy, συμπάθεια, f. Symphony, συμφωνία, f. Symptom, σημεων, η. Synagogue, συvayωy^, f. Synaloepha, συναΧοιφ^, /. Syncope, συyκo^Γ^,f. Synecdoche, συνεκΒοχτ), f. Synod, σύνοδοε, f. Synonymous, συνώνυμοι, ομώνυμοι Synonymously, adv. συνωνύμων Synonyms, τά ομώνυμα Synopsis, σύvo^Ls,f, Syntax, σύντα^ιε, /. Syracusan, '%υρακοΰσιο3, ^υρακόσί05 Syracuse, :^υράκουσαί, f. pL Syria, Si'pia, /. Syrian, Svpios [r^p, m. Syringe, συpLyξ, f. σωΧην, m. κΧυσ- System, σύστημα, η. μ€Θοδοε, f. Systematic, συστ-η ματ iKhs, T^xViKhs, μeθoδLκbs Systematise, v. τ€χvoXoy4ω T. Tabernacle, σκην)]^ f. [ttc^os Table, τράπεζα, f : at table, iniTpd- Tablet, ττίναξ, m. τηνάκιον, η. -κίνα- κίδίον, η, biXroSj f σανίε, f. TAG TAW Tacit, Tacit/uru, σιωπη\6?, σιyη\hSf Tacitly, adv. σιτγγ, άλό-γωε [criyr],/. Taciturnity, τιωπ^, f. rh σιωπηΧ^ν, Tackle, Tackling, τά σκ^νη, '0ir\ou, η. τά €UT€a Tactics, τά τακτικά, τ] τακτικτ] Tadpole, yvptuos, m. βάτραχο$ yvpLPos Tail, ούρα, f. KepKos, f. άλκαία, /. όλκαία, f. (of a bird) opponvyiou, n. {tail of a plough) €χ€τλη, f. : of a tail, ovpaTos Tailed, KepKO(p6pos Tailor, ^aTovpyhs, m. ΙματιοΐΓ<ύλη$,'ΐη, Tailoring, ή i^aTovpyiK^ Taint, μίασμα, η. μόλυνσιε,/. Taint, V. μιαίνω, μοΧΰνω Take, V. αίρ4ω, λαμβάνω, Κάζυμαι, συλ- λαμβάνω, παραλαμβάνω, απολαμ- βάνω : to take away, αφαφέω, άναιρβω, τταραφ^ω, π^ριαιρ^ω, υφαρ- πάζω : to take off, απολύω, 4κζύω, νπολύω : to take off of oneself, απολύομαι, Εκλύομαι, ύπολύομαι : to take up, αναιρ^ω, ύπολαμβανω : to take up against, {of arms) άντ- αιρ4ω : to take out, i^aipew, Εκλαμ- βάνω: to take hold of, επιλαμβά- νομαι, μάρπτω, προσλάζυμαι : to take upon oneself, αναλαμβάνω : to be taken, αλίσκομαι Taken, or that can be taken, άλω- Ths, alpeThs, αιρίσιμο3 : easy to be taken, αλώσιμο3, ζΰληπτοε, ehaipcTos Taking, λ^ψλί, /. αλωσιε, f. aipecris, f. : taking away, παραίρ^σιε, f. αψαίρε- ais, f. [w- eTTos, n. Tale, μυθο5, m. λ6yos, m. aπόλoyos, Talent, τάλαντον, η. : half a talent, Ύίμιτάλαντον, η, : worth a talent, ταλαντια'ιο$ Talent, {faculty) v6os, Att. contr. voijs, m. 4πίνοια, f. σύνεσιε, f. Βεξιό- '^VSy /. Talk, λαλία, /. λάλημα, η. λoyos, m. : idle talk, λψοε, m. φλυαρία, f. άδο- λβσχία, /. ^ Talk, V. λαλ€ω, ^ιαλαλεω Talkative, πoλυλόyos, στωμνλοε, λα- λ'ητικhs, φιλόμυθθ3, λaβphs, πολύ- μυβο$ Talkativeness, πυλυλoyίa, /. Tall, Εύμ'ί)κη$, περιμ'ηκ7]3, μaκphs, μί- yas, ύψτ/λ^ί [ttjs, /. ν^7]λ6τ'η3, /. Tallness, μΎ)κο$, η. μ4yeθos, ιι. μακρά- Tallow, στίαρ, η. λίττοϊ, η. Tallowy, στ^ατώδηί, λιπώδης Talon, 6νυξ, ίη. 540 Tamarisk, μυρίκτη, /. Tambourine, βόμβοκ, τη. Tame, ^μεροε, χΕΐρο'Ι]θη^, TtOaahSf πραο5, πραχ}$ [θασεΰω Tame, ν. Βαμάω, Βαμάζω, ημερόω, τι- Tameable, τιθασ€υτικ})ε Tamed, ^μητhs, τιθασευτή s : newly tamed, ν€οΒμ^5 Tameness, -ημερότηε, f. χ€ΐρο^ιθ€ΐα^ / Tamer, 5μητΎ]ρ, m. τιθασευτ^ε, m. Taming, ζμησΐ9, f. -ημερωσιε, f. τιθα- σεία, /. τιθάσευσιε, f. Tamper with, v. πβιράω, ζιαπειράομαι Tan, V. βυρσοΖ€^4ω, σκκλοδ^ψεω Tangible, eiKThs, άτττ^Γ Tangled, πλ€κτhs Tank, λάκκο5, m. ((>p€ap, n. Tanner, βυρσευ8, τη. ^Βυρσοδβψη^, m. Taper, pa^ivhs [σκυτoZ€^\ιr]s, m. Tapestiy, τάπη$, m. ταπ^,/. ^άπιε,/, κρ€κάδια, n.pL Tar, πίσσα, f. Tardily, adv. βρα^εωε Tardiness, βραΒύτη9, f. okvos, m. Tardy, βρα^υ$, oKv-qphs : to be tardy, βραΒύνω Target, π4λτη, f. yippov, n. Targeteer, πελτάστηε, m. Tarnish, v. αμαυρόω, αφανίζω, αμ€ρ5ω Tarnished, αμαυρ()5, Βύσχρω^ Tarry, v. μένω, καταμ4νω, υπομένω Tart, o|us, Βριμυ$, στρυφνο5 Tartness, 6ξύτη5, f. 5ριμύτη5, /. στρυφνότηε, f. Task, άθλο5, m. πρόβλ-ημα, η. epyov, η. Tassel, θύσανοε, τη. Taste, {the sense of taste) y€υσιs, f. {a piece to taste) yeυμa, n. {flavour) χυμ}>5, m. Taste, V. yeύoμaι, aπoyeύoμaι : to give a taste of, 76^0? Tasted, y6υστhs : untasted, άy€υστos Tasteless, άχυμοε Tatter, Tattered garment, τρνχοε, τι. τρυχίον, τι. ράκο$, η. ράκιον, ϊΐ. Tattered, τρυχ-ηρ})5, ρακ0€ΐ5 Tattle, ν. λaλay€ω, φλυαρίω Tattling, Tattler, λaλhs, στωμυλο$, πoλυλόyos [tavern, κατπ^λευω Tavern, καπηλεΊον, τι. : to keep a Tavern-keeper, κάπηλοί, τη. καπηλίε,/. Taught, paT't. δίδακτ^ί, πaιζevτhs Taunt, Taunting, λοιδορία,^ κερτομία, f. κερτόμησιε, f. Taunt, V. κ€ρτομ€ω, λοώορεω Tauntiug, Κ€ρτόμί05, κίρτομοε Tawny, ^πί^ανθο3, πυβ(>})ε, πύ^βιχος, TAX Tax, TeAos, n. baσμhSf m. φόρο$, τη. φορά, f. avvra^iSj /. Tax, V. ζασμο\θΎ€ω, η\ων4ω, φόρον τάσσω : to pay tax, reAeo), φόρον ντΓοτ€\€ω, φόρον φ€ρω, σΰντα^ιν τβλβω or ύποτ€\€ω : to tax with, see Accuse of Tax-gatherer or farmer of taxes, Teach, v. διδάσκω, τταιδ^ύω, €κδιδάσκω, Teacher, διδάσκαλος, m. παίδβυττ/^, m. Teaching, διδασκαλία, f. δίδαξιε, /. διδαχή, f. τταίδεία, /. παίδβυσίϊ, /. Team, (evyos, η. Tear, δάκρυον, η. δάκρυ, η. δάκρυμα, η. Tear, Tearing, σπαρα'γμ})$, m. σπά- ραγμα, η. λακΙ$, /. Tear, ν. σπαράσσω, δρνπτω, σπάω, διασπάω ; (as α wild beast) δάπτω, διαδάπτω ; (the hair) τίλλω Tearful, πολύδακρυς, δακρυόζιε, πολύ- δάκρυτο5 Tearless, &δακρυ5, άδάκρντος [Annoy Tease, v. {as wool) yj/άπτω : see Vex, Teat, θ-ίιλη, f. rirOhs, m. τίτθιον, η. Technical, rexviKhs Tedious, καματηρ})5, 6ϊζυρ})$, 4πίπορο$ Teem, v. σπαργάω, οργάω Teeth, V. οδοντιάω Teething, οδοντίασις, f. Tell, V, €Ϊπον, βΙβίττοϊ^, ^ίρω, λ€γω, καταλ4γω, φημί, φράζω, ατγγ4λλω, €ξαγγ€λλω : to tell beforehand, ττροΐΊπον, προλέγω Temerarious, θρασυε, προπζτ^5 Temerity, θρασύτης, /. προπ€Τ€ΐα, /. τόλμα, /. [πο5, m. 9ίθοε, η. Temper, (disposition) opy)], f. τρό- Temper, v. κ^ράι/νυμι Temperament, e|is, /. κρασΐ9, f. : good temperament, ευκρασία, f. Temperance, ζγκράτ^ια, f. σωφροσύ- yv, /. Temperate, iyKparrjs, σώφρων, μέ- τριος : to be temperate, σωφρον€ω, 4γκρατ€ύομαί [τώς Temperately, adv. σωφρόνω$, iyKpa- Temperature, κρασι$, f. : good tem- perature, ευκρασία,/. Tempest, χ^ιμ^ίον, m. θύελλα, f. λοίί- λαψ, /. 6.€λλα, f. Tempestuous, δυσχ€ίμ€ρο$, θυελλώδης Temple, vahsf Att. z/eccs, m, Th Upou, Ion. iphv, βδοϊ, η. : the space in front of the temple, τ4μςνο$, η. προτ€μ€Ρΐσμα, η. : having many temples, πολνι/aos Temple, (of the head) κρόταφος, m. 541 TER Temporary, ολιγοχρόνιο$, μονόχρονος Tempt, V. π€ΐράω, π€ΐράζω Temptation, πειρασμός, m. Ten, δίκα ; {the number) δ^κας, f. : ten times, δξκάκις : ten years old, lasting ten years, δ^κέτης, δ€Κ€τις, δ€κα€της Tenacious, γλισχρ})$, σύντονος Tenacity, γλισχρότ-ης, f. συντονία,/. Tenant, μισθωτής, m. Tenantless, έρημος Tend, V. {take care of) κομίζω, ββρα- π€ύω, άμφιπον€ομαι, e^eipou, /u.€\e- δαίνω ; {tend towards) φίρω ets, ret- νω or συντείνω eU Tendency, αγωγτ], f. 4πίκλισις, /. βοπη, f. πpoπeτ€ίa, f. Tender, ναυς υπηρ^Τίκη, f. ύπ7]ρ^τικ})ν (πλοΊον), η. [θεραπευττ/ρ, wi. Tender, (caretaker) θ^ραπβυτης, τη. Tender, απαλ})ς, τίρην, μαλακές, μαλ- θακ})ς, θήλυς, άταλός : to be tender, μαλακιάω Tender, v. προτείνω, παρέχω Tenderly, adv. μαλθακώς, μαλακώς, πράως, ηπίως Tenderness, απαλότης, /. Tendon, τίνων, m. Tendril, 6λί|, /. οστλιγξ, c Tenet, δόξα, f. δόγμα, η. [-πλους Tenfold, δεκαπλάσιος, δεκάπλοος. Tenor, τόνος, τη. τρόπος, m. Tension, τάσις, f. διάτaσις,f. τόνος, m. Tent, σκην^, f. σκ-ίινωμα, η. κλισία, f : to live in a tent, σκηνέω, σκηνόω ' Tenth, a, δεκάτη, /. : to exact a tenth, δεκατεύω Tenth, δέκατος : a tenth part, δεκα· τημόριον, η. : on the tenth day, δεκαταως Ten thousand, μύριοι, -ai, -a, δεκα· χίλιοι [ριοπλάσιος Ten thousandfold, μυριοπλασίων, μυ* Ten thousandth, μυριοστ}>ς Tepid, χλιαρός, λιαρίς Term, {bound, limit) τέρμα, η. ορος, m. τα ίσχατα ; (expression) όνομα, η. Terminable, καταλύσιμος Terminate, v. τβλευτάω, τελέω, επι- Τ€λέω, παύω, λύω, διαλύω, καταλύω Termination, τέλος, η. τέρμα, η. διά- λυσις, /. κατάλυσις, f. Terrestrial, χθόνιος, έπιχθόνιος,ίγγειος Terrible, δεινός, φοβερές, σχέτλιος, φρικώδης, εκπληκτικ}>ς, αίνος Terribly, adv. δεινώς, αΐνώς, φοβερως, σφόδρα Terrific, φοβερίς, δεινίς, εκπαγλος TER THO Terrify, v. φοβ^ω, ξκττλησσω, ταρβ^ω Territory, χωρίον, η. ayphs, κκι. Terror, φ6βο5, m. beos, η. δεΓ^α, η. τάρβοε, η. [τομο$^ ajKvXos Terse, arpoyyvXos, ΎΧαφυρο3, σνν- Test, Tteipa^ f. βάσανοΒ, f. eXeyxos, πι. : by way of test, eVt Tretpa Test, V. iretpoLV λαμβάνω, ireipau Ιχω, βασανίζω, Βοκιμάζω, τταρατρίβω Testaceous, 6στρακηρο5, darpeivos Testament, Βιαθ-ηκη, f. Testator, δίαθβτ^ρ, m. Testicle, 6pXLs, m. ορχίΒιον, η. Testify, v. μαρτυράω, €κμαρτυρ€ω, eVi- μαρτυρίω : to testify against, κατα- μαρτυρ€ω : to testify besides, ττροσ- μαρτυρεω, ΤΓροσΒίαμαρτυρ4ω Testily, adv. δυσκόλω£ Testimony, μαρτυρία, f. μαρτύρων, η. 4τΓίμαρτυρία, f. : false testimony, \1/€υΒομαρτυρία, f. Testiness, χαλΕττότηε, f. δυσκολία, f. Testy, χαλ6π59, δνσκολοε : to be testy, χαλβπαίνω, δυσκολαίνω Tetrarch, τβτράρχιηε, m. Tetrarchy, τ€τραρχία, f. Texture, ττλοκ^, f. ϋφ)], f. ΰφασμα, η. Than, ^ Thank, v. ^υχαριστάω, χάριν οΊδα Thankful, 6ύχάρίστο5, 6υχάρίτο5 Thankfully, adv. ευχαρίστως Thankfulness, ευχαριστία, f. Thankless, αχάριστο5. αχάριτο$ Thanklessly, adv. αχαρίστω$ Thanklessness, αχαριστία, f. Thanks, χάρΐ5, f. ευχαριστία, /. : thank-offerings, χαριστ-ηρια, η. pi. That, ρ7Όη. εκείνο8, -η, -ο [that, ωστε That, conj. οτι, %va, ίφρα, oos : so Thaw, V. τ^ικω, κατατ-ηκω The, ό, 7], Th Theatre, θεατρον, η. Theatrical, θεατρικό^ Theban, @τιβα'ιο$ Thebes, ©ηβαι, f. pi. Theft, κλοττ)), /. κλεμμα, η. κλωττεία, f. φωρα, f. Their, σφετερο3, %s, %, tv, Ep. ν Thievishness, κλεπτοσύνη, f. Th κλω- Thigh, μηρ^ε, τη. μηρα ώ aijpia, τι. ρΐ. η μηριαία, επιγουνίε, /. Thin, λ67ΓΤ05, Ισχν})^, apaihs, λεπτα- λεοε : to make thin, Ισχναίνω, τταρισχναίνω, λεπτύνω, καταλεπτύνω Thine, σhs, ση, σ})ν Thinly, adv. λεπτω$ Thing, χρήμα, τι. πρα'γμα, τη. ipyov, τι. Think, ν. φρονεω, νομίζω, οΧομαι, Ύ]yεoμaι, δυκεω, νοεω, επινοεω, διανοεομαι, ύπολαμβάνω, δοξάζω, φράζομαι Thinking, νοητικ})$, διανοητικ^$ Thinness, λεπτότη$, f. Third, τρίτυ5, τριταωε, τρίτατο$ : a third, τριτημόριον, τι. τριττυε, /. : two-thirds, δύο μοΊραι, δύο μερη Thirdly, adv. τρίτον or Th τρίτον, Thirst, δίψα, /. δίψοί, τι» [τρίτωε Thirst, ν. δίψάω Thirsty, δίψω^, δίψαλεοϊ, δίψώδτ^ϊ, δι^ητικhs, ττολυδίψίΟί Thirteen, τρισκαίδεκα Thirteenth, τρισκαιδεκατο5 Thirtieth, τριaκoστhs Thirty, τριάκοντα : thirty years old or lasting thirty years, τριάκοντα- €T7]S, -Tis, τριακοντούτηε, -tis This, ouTos, αυτη, τούτο ', 'όδε,τίιδε,τόδε; Thistle, άκανθα, f. [δδ\, ουτοσϊ Thither, εκεΐσε, ενθα, ενταύθα, αύτόσε, Thong, ίμάε, m. ayκύλη, f. [εκειθι Thorn, άκανθα, f. ακάνθων, η.: a thorn-bush, άκανθα, f. βάχοε, f. Thorny, ακάνθινο$, άκανθώδηε, ακαν- Thorough, 'όλο5 [θηphs Tlioroughfare, δίοδοε, /. λεωφόρο$ {όδhs),f. THO THY Thoroughly, adv. ττανΎαχω$, ζίαμττε- peSf Bianaurhs, κατά irdura Thou, συ Though, Koi, KalTTcp Thought, νόημα, η. diauoia, f. Sta- ρόημα, η. δίαι/όησΐ5, /. 'ίννυια, f. φρόνημα, η. (concern) ψροντίε, /. μ€λ€Τ7], /. μέριμνα, /. Thoughtful, ψρόριμοε, <ρροντί(Ττικ})^, π^ριφρον^ων, ivvo7]TiKbs \τιστικω3 Thoughtfully, adv. φρονίμων, φρον- Thoughtless, αφρόντιστο$, ak0yiaTos Thoughtlessly, adv. απροβούλωε, άλο- yίστωs, aφpovτίσ'rωs, μάτην Thoughtlessness, αττροβουλία, /. ά- φροντιστία, /. αΚο^ιστία, f. Thousand, χίλιοί ; {the number^ hody of a thousand) xtAtas, /. : ten tliousand, μύριοι; (the number, hody of ten thousand) μνριαε, f μυριοστυ$, f. '. lasting ten thousand years, μνρΐ€τη5 : ten thousand- fold, μνρίοττλασίων, μυριοτΓλάσιθ5 : ten thousand times, μνριάκιε Thousandth, χιλιο(Ττο$ : ten thou- sandth, μυριοστ})$ : twenty thou- sand, Βισμνριοι Thraldom, ^ουΧοσύνη, f Thrash, see Thresh Thread, νημα, η. κρόκη, f. ^ιάνημα, η. κλωστηρ, m. Xhou, η. μίτο8, m. Threat, άττεζλ^, /. αττζίλημα, η. Threaten, ν. άπβίλβω, δίαπβίλεω Threatener, άττειληττ/ρ, m. Threatening, αττΕίλητ^ιριοε, απβιλητι- Khs Three, rpeTs, (neut.) τρία; (the number) Tpias, f : in three ways or parts, τριχη, τρίχα, ^ιάτριχα : by threes, σύντρ€ΐ5: three hundred, τρια- κόσιοι : three thousand, τρισχίΚιοι Threefold, τρι·πΧάσιο$, τριπλόο5 Thresh, v. αλοάω, ατταλοάω, τρίβω Thresher, αλωβυε, m. Threshing-floor, αΧω$, f. αΚω)], f. hivos, m. [w. Threshold, oh^hs, m. βηλ})$, m. βάθρον, Thrice, Tph, τριάκιε Thrift, φ6ΐδώ, /. Thrifty, φίΐ^ωλ})5 Thrill, φρικ^, /. Thrill, V. φρίσσω Thrive, v. ανθ^ω, θάλλω, (ϋτροφβω Thriving, €ντροφος Throat, σφα'γ^, /. τράχηλοε, m., in pi. τράχηλα, η. λαιμ65, m. φάρυ'^/ξ, f, ΧάρυΎξ, /. : a sore throat, βραΎ- χο5, m, 543 Throb, ^Γ'f|ζησ^s, f. -η^ι^ημα, η. άναττή- δησίϊ, /. σφύ^ι$, j. σφυ^μο'ϊ, m. Tlirob, V. 7Γ7;δάω, αΚΧομαι, σφύζω Throbbing, σφυγ/χ^ϊ, m. Throbbing, σφνγμώ^ηε Throe, &xos, η. Throne, θρόνοε, m. {σι$, f. Throng, oxAos, m. κΧ0νο$, m. σνστα- Throng together, v. ^ίΚομαι, aveiXe- ομαι, συν€ΐΚ4ομαι, κΚον^ομαι : to throng to a place, ^ττι^ρίω, 4πιχ€- ομαι [ηνί-γω, ά'γχω Throttle, v. Ίη/ί-γω, άττοπί/ίγω, κατα- Through, δια ; {on account of) virh : quite through, διάμιταξ, ^ιαμπ^ρ^, δίά t4Aous Throw, Throwing, βόλοε, m. βοΚη, f. βλήμα, η. /^ίψίϊ, /. : throwing out, 4κβολ^^. Throw, V. ρίπτω, ^ιπταζω, βάλλω, 'ίημι, τΐρο'ιημι, μ^βίημι : to throw away, αποβρίτττω, αποβάλλω, αφιημι : to throw at, 4μβάλλω, 4φίημι : to throw down, καταβάλλω, epeiVco, σφάλλω : to throw in, ij/ίημι, εισ- βάλλω : to through round, Trepi- βάλλω or -ομαι, αμφιβάλλω, αμφι- χ4ω : to throw up, αναβάλλω, άναβ- ρίπτω : to throw upon, 4πίβάλλω : to throw or shake off, αττοσ^ίομαί Thrown, piirThs, ^Γaλτhs Thrush, κίχλη, f. Thrust, τΓληΎ^, /. Thrust, V. ώθ4ω, τταίω : to thrust out, 4ξωθ4ω : to thrust off, ατΐωθ4ω : to thrust through, Ιιελαύνω, δία- ΊΤΕίρω, ^ιΐημι Thrusting, ώθισμ'όε, τη. ^ \rn. Thumb, jueyas ^άκτυλοε, m. αντίχειρ, Thump, τνμμα, η. Thump, V. κρούω, κόπτω, τταίω Thunder, βροντή, f βρόντημα, η. Thunder, ν. βροντάω, καταβροντάω, κτυττεω Thunderbolt, Kcpawhs, m. σκηΐΐτ})8, m. Thundering, υ^\/ιβρεμ4τη$, βαρυβρ€μ4- τηε, βροντησικ4ραυνο$, βαούκτυπο5, Κ€ραυνοβρόντη5 Thunderstorm, πρηστ^ρ, m. Thunderstruck, 4μβρόντητο$, κ€ραύ- V10S, ΚΕραυνοΐΓλϊ]ξ Thus, ουτωε, ουτω, ijbs, ώδε, Trjde, τγ Thwart, ν. 4ναντιόομαι, κωλύω, Ιμπο^ δίζω, 4ρύομαι Thy, σο5, σ^, σhv Thyme, θύμοε, m. θύμον, η. : wild thyme, '4ριτυλΚο$, m. Thyrsus, θύρσοε, m. νάρθηξ, 1^^ TIA Tiara, τιάρα, f. riapas, m. Tick, KpoTibu, m. κυροραίστηε, m. Ticket, σύμβολον, η. Tickle, V, yapyaXiCw, κνάω, κνίζω Tickling, yapyaMff^hs, m. κνισμ63, m. Ticklish, ^vaydpyaXis, i [Kvrjais, f. Tide, τταλίρβοία, f, : flood-tide, τΓΚ-ημ- Tidily, adv. καθαρίωε [ΐ^ψ^^, f. Tidiness, καθαριότης, /. Tidings, άγγβλία, /. Tidy, Kaddpios Tie, Β€σμ})8, m. ιτλοκΎ], f. [ττροσδβω Tie, V. 5eco, αιττω, σψίyyω : to tie to, Tier, στίχοε, m. Tiger, Tiypis, c. [ros Tight, avvrovos, σύμττυκι/οε, imffwaa- Tighten, v, reiuw, 4ντ€ίνω, eViretVco, συντείνω, ^τησιτάω Tightness, €ΤΓίτασΐ5, f. Tile, κ€ραμο5, m, κβραμϊς, /. Till, juexpi οο9,007ΐίν. xa^appovs, m. χαράδρα, f. βναζ, m. : the bed of a torrent, €uav\os, m. χαράδρα, f. Torrid, Θ€ρμ6$, άι/ικμο^ Tortoise, χ€λώνη,/.χ€λυ5^/.·. water- tortoise, i^vs, f. Tortoise-shell, xeXwveiou or -uiov, n. Tortuous, kKiKrhs, ayKvKos Torture, βάσ<χνο8,/. ο^ύνη, f. Torture, v, βασανίζω, στρββκόω, δία- στρζβΚόω, παρατείνω, τροχίζω, Kev- τ€ω : to be put to the torture, eVl rhv τράχον αναβαίνω Torturer, βασανίσττ]8, m. Toss, V, βάλλω, ρίπτω, ριπτάζω, avap- ρίπτω : to toss about, συσκ€δάν- νυμι, άτΓοδίν€ω ; intrans. σείομαι, σα- λεύω, στροβίομαί, κυλίν^ομαι, ^ρβχ- θομαι Tossing, ριπτασμ})5, m. σάλο$, m. Total, 'όλο$, TTus, πρότταε, σνμτταε Totally, adv. πάντων, τταί/τελώϊ Totter, ν. ημνω, άστατβω, σφάλλομαι Tottering, σφaλephsf άστατοι, αστα- θή s, αστάθμητο5 [η. \1/ηλάψημα, η. Touch, ά^^, /. €παφ^, /. ^Ισάψασμα, Touch, ν. άπτομαι^ εφάπτομαι, ττροσ- άτΓτομαι, ψαυω, μάρπτω, θΐ'γ^άνω, 4πίχράω : to touch lightly, εττίψαύω, παραι\ιαύω, τταραφάσσω : to touch (at a port), προσβχω, προσίσχω, ιτροσφ€ρομ.αί [/. Touching, oi^iSff. αφτ},/. ^ηλάφησι$, Touchstone, βάσανο$, /. λίθθ3, /. Tough, σκληρ})3 Toughness, σκληρότη5, f. Tour, irepio^os,/. Tow, στύττ-η, f. στυττβΐον, η. Tow, V. €λκω, €φ4λκω : to be towed, άπ5 κάλφ πλ4ω Towards, nphs, eVi, ets or is Towel, χ^ιρόμακτρον, η. Tower, -Kvpyos, m, itvpyi^iov, n. τνρ- σΐ5, f. : to fortify with towers, πυpy6ω : watch-tower, πβριωπτ], f. Town, πόλιε,/. άστυ, η. ττόλισμα, η. : town-hall, ττρυτανζΊον, η. άρχβΓον, η, τ6 ^-ημόσιον, ληϊτον, η. : town- clerk or crier, ό Βημόσί05 Toy, iratyviov, η. άθυρμα, η. Toy, V. παίζω Trace, or Track, ίχνο3, η. ϊχνων, η. π€ptypaφ^, /. βάδο5, m, (of any- 545 thinr) draff fjed alonrj) 6\Khs, m. συoμhs^ W. έπίσυρμ,α, η. [harncii) ρντηρ, m. λ4πα^νο^, η. Trace, or Track, i'. Ιχνιύω, Λνιχν£ύω, €ζιχνίύω, ίκμαστεόω, Λναζητίω, ^^(τάζω, Λναφίρω, •^ί.ν(αλοτγ4ω Tracing, Trackini^, ίχ'"=.ία, /. ϊχν€ν' Trackless, άβατο5, ^στιβο$ lats, / Tract, (of land) χώρα, f. Tractability, eυayωyίa, f. Tractable, ζυayωyb<:, ei/^vioy, nijpivos Trade, (commerce) εμπορία,/, χρημα- τιστική,/, (occupation) vρayμaτfAa, f. iρyaσίa, f. τ4χνη,/. x^ipovpyia, f , χβιρωνα^ία, / : of the same trade, όμότ(:χνο$ : of or belonging to trade, χpημaτιστ^κhs Trade, v. Εμπορεύομαι, Ιμπολάω, χρη- ματίζομαι Trader, εμποροε, m. χρηματιστη3, m. Tradition, παρό.Βοσΐ3, /. Traditional, Traditionary, παρα^όσι» μο$, παραΒεΒομ(:νο$ Traduce, v. διαβάλλω, βλασφημεω, συκοφαντβω, βασκαίνω [|is, /. Traffic, Εμπορία, /, μεταβολή, / πρα- Traffic, ν. Εμπορεύομαι, Εμπολάω, μετα- βάλλομαι, χρηματίζομαι Trafficker, εμπορο3, m. Εμπολευ?, m, χρηματιστηε, τη. Tragedian, τρayωδoπoιbs, m. Tpaybbs, τη. τpay(fδoδι^άσκaλos, τη» Tragedy, TpaycfUa, /. : to act a tra* gedy, τpaycρB€ω Tragic, TpayiKhs, τρayφ^ικhs Tragically, adv. TpayiKoos Trail, όλκοε, m. Trail, v. Έλκω, Εφελκω, σύρω Train, παραπομπή), /. ακολουθία, /. (o f a garment) σύρυ,α^ η. (ο/ events) 7] φορα πpayμά^ωv Train, v. yυμvάζω, Βώάσκω, διαπονεω, άσκεω, Εί^ασκεω, μελετάω, πωλοζαμ' νεω, συyκpoτεω Trainer, παίδοτρίβη3, m. yυμvaστηs^ m. Training, άσκησι^, /. Βιαπόνημα, η. ι art of training, η παιΒοτριβικη, /, Traitor, προΒότηε, m. προΒότΐ8, /. Traitorous, πρo^oτικh5 Trammel, άρκυε,/. Trammel, v. Εμποδίζω T*ramp, (ο/ /eet) κ6μπο$, m. τύπο5, m. Trample, v. πατεω, καταπατεω, λακτί- ζω, καθιππεύω, Επεμβαίνω, αναβαίνω, στείβω Trampling, πατησμ})$, m. λάκτισμα^ η. Trance, ΰνεφον, η. εκστασι$, /. Tranquil, ησυχο$^ ησνχα7ο?, ενκηλθ5ρ Α Λ TRA αθόρνβοε, ya\T)V05 ; (of mind) &Xv- TTOS, α\ύπη705 [yaλwίζω Tranquillise, v. εξημερόω, μβιλίσσω, Tranquillity, ^συχία, /. ησυχιότηε, f. yaKiivf], f. ακινησία, /. ebUa, f. αταραξία, f. Tranquilly, adv. ησύχωε, ^αΚηνω^', {of mind) αλνπω5 [ματίζω Transact, v. ττράσσω, ^ιαπράσσω, χρψ Transacting, irpa^fs, /. Βιαιτραξίε, f. Transaction, ^Γpayμa, n. [υπερέχω Transcend, v. υπερβάλλω, υπερβαίνω. Transcendency, υπεροχή, f. εξοχτ], /. Transcendent, εξοχοε, ύπεροχοε Transcribe, ν, εκyράψω, aπoyρά(pω Transcriber, μετaypaώευs, m.j Transcript, avriypacpov, n. Transcription ■μετayρaζ'η5, τρομζρ})3, τρτ]- Trench, τάφρο5, m. βόθροε, m. Βιώρνξ, f. βόθυνοε, m. 6pυyμa, η. : to make a trench, ταφρ^νω : to surround with a trench, π^ριταφρ^νω Trench, v. σκάπτω, ορύσσω Trencher, πίνα^, m. σανί^ιον, η. Trepidation, τρόμοι, m. φ6βο5, m. Trespass, παράβασι^, f. ύπ^ρβασία, f. Trespass, v. παραβαίνω, υπερβαίνω Trespasser, παραβάτηε, m. Tresses, βόστρυχοε, m. πλόκαμοε, m. Triad, Tpias, f. Trial, {attempt) π€Ϊρα, /. απόπειρα, f. ^ιάπ€ΐρα, f. {proof) €λ€yχos, m. βάσανο3, f. π^ίρα, f. {judicial trial) οτγών, m. κρίσιε,/. δίκη, f. : to make trial of, πβφάω, άποπ€ΐράω, y λύομαι : to come to trial, δια δίκηε €ρχομα,ι: to stand a trial, δικάζομαι, διαδικά- ζομαι, δίκην παρίχω, ύπ4χω δίκην Triangle, τρίyωvov, η. Triangular, τρίyωvos, τpιyωvo€ιδ^s Tribe, φνλον^ η. φυλ}], /. φράτρα, f. : 5i7 of or belonging to a tribe, φυλ€τι- Khs : of the same tribe, όμόφυλο$ : in tribes, κaτaφυλaδhv Tribulation, ταλαιπωρία, f. πάθοε, η. πάθημα, η. βλ/ψίϊ, /. [κριτηριον, η. Tribunal, αρχ^Ιον, η. δικαστηριον, η. Tribune, δί}μαρχοε, m. : to be tri- bune, δημαρχίω Tribuneship, δημαρχία, f. Tributary, ύποτβληε, δασμοφόρος συντζλ7}3 Tribute, δασμόε, m. φορα,/. φόpos, m. τ€λο3, η. : to pay tribute, δασμό- φοράω, ύποτ€λ4ω, συντ€λ€ω Trick, τ4χνη, /. τέχνασμα, η. στροφτ], /. δόλωσιε, /. πάλαισμα, η. κατα- σκευή, /. σόφισμα, η. Trick, ν. φζνακίζω, απατάω Tricks, Trickery, δόλο5, m. σκευωρία, /. σκευώρημα, η. πai^υpyίa, /. πα- voύpyημa, η. Trickle, ν. στάζω, σταλάω, αποστάζω^ ηθεομαι Tricoloured, τρίχρωε Trident, τρίαινα, /. τριάδουε, m. Triennial, τριετής, τρίενος, τρΐ€τηρ\ς Trifle, φλυαρία, /. ληροε, m. ληρημα, η. Trifle, ν. φλυαρεω, ληρεω, ύθλεω Trifler, φλύαρος, πι. Trifling, κουφός, ληρώδηε, ράδιος Trilateral, τρίπλευρος Trim, κόσμος, τη. κόσμημα, η. Trim, ν. στέλλω, κοσμεω, ατ^άλλω Trimeter, τρίμετροΒ Trinket, αθυρμάτων, η. Trip, σφάλμα, η. πταίσμα, η. Trip, ν. σφάλλω, υποσκελίζω, πταίω , Tripartite, τριμερές [πτερνίζω Triple, τριπλόος, τρισσ})ς, τρίπτυχος Triply, adv. τρίχα, τριχη, τριχώς Tripod, τρίπουΒ, πι. τριπόδων, η. Trireme, τρι-ήρης, /. : to command a trireme, τριηραρχεω Trisyllabic, τρισύλλαβος Trite, αρχαϊκός, Koivhs, παλαώς Trivial, μικρ})ς, σμικρός, ράδιο ς Triumph, στ^λαία, /. χάρμα, η. Triumph, lead in triumph, v. θριαμ^ βεύω, πομπεύω Triumphal, θριαμβικός : triumphal procession, πομπή, f. Trochee, τροχαίος, πι, \^λαδόν Troop, λόχος, m. ίλη, f. : in troops, Trophy, τροπαΐον, η. Tropics, τα τροπικά Trouble, όχλος, m. πόνος, m. μόχθος, πι. ταραχή, f. &χθος, η. αχθηδών, /. πράγματα, η. ρΐ, : to take trouble A A 2 TRO about, στΓουδν ^X^t τ^Οί^ομαι or Ύίθημι Trouble, v. ταράσσω, ενοχλεω, συγχέω, οχλ6«: to be troubled in mind, αΒημονέω, θορνβίομαι, ττορψνρω Troublesome, fiapvs, οχληρόε, χαλΕ- irhs, δυσχερήί, ετταχθηϊ, ar]^s, λυ- n-nphs, οχλώδηε, μοχθτιρ})3^ 6ρη/ώδ7)5, μάρμ€ρο3, ταραχώΒηε Troublesomeness, BapvTT]s, f. ^νόχ- λτ7σΐ5, /. Trough, (for cattle) irveXos, f. ττιστρα, f. ττίστρον, η. : kneading-trough, κάρΒοποε, f. Truant, Βραττίτηε, m. δραπετίδη^, m. Truce, στΐον^, f. {generally pi), €πίσπον^, f. εκεχειρία, /. δίαλλαγτ;, /. ανακωχτ], f. ανοχαϊ, f. pi : with- out a truce, άσιτονδοε : under truce, ύιτόσττονδο5 : to make a truce, σττεί/δομαι, σπονΖαε τέμνω Truculent, ώμ'όε, 6.ypios True, αληθ^ε, άληθα^οε, a\pev^s, ετυ- μοε, iTehs, opdhs, ατρ€ΚΤ]5 ^ Truly, adv. αληθώε, αληθίνωΒ, ορθω$, δητα, ίντι, ^ ρα, ατρ^κέω$, 4τνμω3 Trumpery, ρώποε, ιη. ypvTT], /. Trumpery, ρωιηκ})3 Trumpet, σάλττίγΙ, /· : to sound a trumpet, σαλπίζω Trumpeter, σaX'πLyκτ)]s, m. Truncheon, σκηπτρον, η. Trunk, (of a tree) ιτρέμνον, η. (Ττελε- χο$, η. κορμ6ε, tn. Truss, (pdK€Xos,m. φορτίον,η. κώμυε,/. Truss, V. φακελόω, σάττω Trust, πίστίί, /. Trust, ν. πιστεύω, ττβίθομαι, βιτίτρέπω Trusting to, ττίσυνοΒ Trustworthy, Trusty, πιστοί, ^ ά^ο- πιστοί, €ΰτΓίστο$, βέβαωε, Ιχέγγυο^ Truth, αλήθεια, /. ατρέκ^ια, /. άψ^ύ- δεια, /. : the truth, τά οντα : the plain truth, rb σαφεϊ, σαφ-ηνζία, f. : to speak the truth, αληθεύω, άψευ- δεω [ετ7ίτυΑί0 9 Truthful, άλ77θευτΐί<:^?, φίΧαΧηθηΒ, Try, t'. πειράω, άττοπειροίω, διαττειρα- ο^αι, (ΚΤΓβφάομαι ; (test) δοκιμάζω, y λύομαι ; {judge) κρίνω Tub, σκάφη, /. σκ:α(^ΐ5, /. πύελοι, /. Tube, σίφων, m. σΟριγΙ, /· σωλ^; Tuberous, φυματώδηε Tubular, σωληί^οειδτ^ϊ, σvpLyyώBηs Tuck, ν. συστε'λλω Tuft, λόφος, m. Tug, π€?ρα, /. ϊΧ^α, /. 513 1 TUR I Tug, ν. *ίλκω, ζφέλκω j Tuition, παιδεία, /. Tumble, v. καταπίπτω, καταβΙ)ίω; {αβ α tumbler) κυβιστάω \ Tumbler, κυβιστητηρ, m. ^ \ Tumid, 6yκώbηs, oyκηρhs, οΐ^αλέος \ Tumour, φυμα, η. φνμάτιον, η. σ κφο3, ι m. οίδημα, η. oyKos, m. \ Tumult, θόρνβοε, m. ταραχή, /. : to , raise a tumult, θορνβέω, ταράττω \ Tumultuous, θορυβώδη5, ταραχώδης · Tumultuously, adv. ταραχώδωε, τεθο- : ρυβημένως ^ < Tune, μέλος, η. : in tune, ev μέλει : : out of tune, παρά μέλος : in tune, σύμφωνος, δμόφωνος : to be in tune, συμφωνέω, δμοφωνέω : out of tune, ' αντίφωνος, ανάρμοστος, άπφδ65, > παράμονσος : to be out of tune, ■ δίαφωνέω, αναρμοστέω ; Tune, V. αρμόζω i Tuneful, λLyυς, λLyvphς, λιyvφωvoς, 1 μ€λφδ})ς, μ^λίπνοος, μ^λίφωνος, τ?χ€- | της , Tunefully, adv. λίya, λLyvpως, λίy€ωs . Tunic, χίτων, m. χιτωνίσκος, τη. χιτώ· \ VLOV, η. [w. πηλα4ΐυς, /. j Tunny-fish, βΰννος, m. θύννη, f. ορκυς, [ Turban, μίτρα, f. j Turbid, θολ€ρί)ς, θολώδης -\ Turbulent, θορυβώδης, θορυβητίκ})5, ■ θορυβοποώς, λάβρος, ταραχώδης . Turgid, 6yκώδης, 6yκηphς, οίδαΧ^ος | Turmoil, θόρυβος, m. ταραχτ), /. ; Turn, τροπή, /. στροφή, f. κχμπ^, /. Turn, ν. στρέφω, τρέπω, μεταστρε'φω, | κλί^ω ; {as thought, attention) προσ- : έχω, παραβάλλω; {icith α lathe) , τορνεύω, πζριτορνβύω : to turn aside, ] παρατρέπω, €κτρέπω, παραφέρω ' to turn away, άποτρεπα>, εξαλλάσ σω: to j turn round, πολεα?, τοριάγω, περισ- i τρέφω : to turn back, αποστρέφω, J ύποστμέφω : to turn up, αναστρέφω, \ μεταβάλλω : iniraiis. turn, στρέφο- \ μαι, Επιστρέφομαι, τρέπομ,αι : tO turn away, έκκλίνω, αποτρέπομαι^ Ι αποστρέφομαι : to turn back, €πανα· ■ στρέφω, -ομαι, υποστρέφω, -ομαι, \ αποστρέφω : to turn aside, παρα- ] κλίνω, παραλλάσσω, παρατρέπομ,αι : \ to turn round, περιστρέφομαι, μετα- ; βάλλομαι : to turn out, {happen) I συμβαίνω, αποβαίνω, έκβαίνω, 4ξέρ* | χομαι, πίπτω, συμφέρομαι j Turncoat, αποστάτης, m. i Turned, στρεπτο)^ ; {by a lathe) 5iya;- ybs, ίντορνος, τροχήλατος ; TUR Turner, roppevT^js, m. Turning, στροφέ, f. τροπ^, f. καμπ}), f. : turning round, 4τηστροφη, jf, ανάστροφη, f. Trepirpoir^, f. ττόλησίί, /. : a turning-point, ffonr}, f. . in turn, κατά txipos, iv μ^ρ^ι, e« διάδο- χης, αμοιβαδΗ, €ξ ύπολη\Ι/€ω\ Turnip, yoyyvKis, /. yoyyύλη, f. Turpentine, Turpentine-tree, τέρμιρ- Bos, f. Tep^fitvOoSy /. : made of tur- pentine or of the turpentine-tree, τ€ρ€βίι/θιΐ/05, τ^ρμΊνθινοί Turpitude, αίσχος, η. αίσχρότης, /. Turret, vvpyos, m. wpyioy, n. irvp- Turtle-dove, Tpvycou, f. [yLσκos, m. Tusk, χανλιόδωί/ or χαυλιόδωρ odovs, m. Tutelage, (πίτροττξία, f. iniTponfj, f. -προστατζία, f. [στατ'ί}ρω^ Tutelar, Tutelary, iinTponiKbs, ττρο- Tutor, irai^aywyhs, m. τταιδ^υτ^ε, m. ΤΓαιΒοτρίβης, m. Twang, K\ayy^, f. (>οΐζο5, m. Ion. /. Twang, V. κλάζω Twelfth, δωδ€κατο5 : on the twelfth day, δωδ€καταΙος : a twelfth part, δω^ζκατημόριον, η. Twelve, δώδβκα, δυώδ^κα, δυοκαίδ€κα ; (the number) δωδ€κά$, f. ; twelve times, δωδ^κάκις : lasting twelve months, δωδεκάμηνος Twentieth, eiKooThs : twentieth day of the month, eiKas, f. Twenty, είκοσι : the number twenty, eiKds, /. : twenty thousand, δισ- μύριοι] twenty times, €ΐκοσάκι$· lasting twenty years, twenty years old, €ίκοσα€τη$, -tIs Twenty-fifth, τΓζντζκαί€ίΚοστ})5 Twenty-five, ζΐκοσιττέντ^ Twice, δις i twice as much or many, Twig, κράδη, f, κλήμα, η. [δίπλάσωλ Twin, δίδυμος, δiδυμoyev^]ς, δώνμάων : bearing twins, διδυμοτόκος Twine, v. τΐΚίκω, συμπλέκω, €)ρω Twined, ιτλεκτός, σνμπλΕΚτ}}:^ Twinge, κρισμα, η. τίλμα, η. Twinge, ν. κνίζω, κνάω, τίΚλω Twining, nXeKTiKhi, σvμ^Γ\€κτικbs Twinkle, v. στίλβω, άμαρύσσω Twinkling, μapμaρυyη, f. aμapυy^, f, aμάρvyμ.a, η. ριπη, f. Twirl, V. δίν€ω, yυρόω Twist, V. σιρζφω, λυγίζω,ττλέκω, trap- ίλκω, yvάμ^ττω Twisted, TTAe/cT^s, €λί|, lAmrbs : weli twisted, 6ϋπλζκη5, ίϋιτλεκτος, εύ- στροφος, ενστρεητος Two, δύο ; {the number) δυάς, /. : two 549 VAL by two, σννδυο : in two parts or ways, δίχα, διχη, διχόθίρ : m two places, δισσαχη Two-edged, άμφίτομο^, διχόστouo5f δίστομος, άμφίθηκτος Two-fold, δίδυμος Two hundred, διακόσιοι Two-oared, άμφηρικ6ς, αμφ4φης Two thousand, δισχίΚιοι Tympanum, τνμπανον, η. Type, τύπος, m. Typical, τυτΓΐκ}}ς I'ypifyj ^· ττροδείκνυμι Tyrannical, τνραννικΙε Tyrannically, adv. τυραννικως Tyrannise, v. τυραννεύω, τυραννέω Tyranny, τυραννις, f. Tyrant, τύραννος, m. Tyro, πρωτόπειρος, m. U & V. Vacancy, κενότης,/. Vacant, κεvhς, διάκενος Vacate, v. απείπον, κενόω Vacation, εκεχειρία, f. σχολ^, f. Vacillate, v. οκνεω Vacillating, οκνηρ})$ Vacillation, οκνος^ m. Vacuity, κενότης, f . Vacuum, κενωμα, η. Vagabond, Vagrant, πλάνης, m. ττλα- νήτης, m. άλ'ί]της, m. Vagrant, πλάνος, πλανητδς, πλάνη- τικhς, φοιταλεος Vague, άσαφ^ε, κωφίς Vain, μάταιος, κεν})ς, ηλίθιος, κουφός, μα\ρίδιος, τηύσιος ; (conceited) χαΰ- νος : in vain, μάτην, ματαίως, δ*ά κενής, άλλως, ηλιθίως Vain-glorious, άλαζών, κενόδοξος Vale, dyKos, η. αυλιαν, τη. Valiant, άλκιμος, κρατερ})ς, άρειο$ Valiantly, adv. κρατερώς Valid, κύριος Validity, κνρος, η. Valley, άyκoς, η. αυλών, m. νάπη, / Valorous, άλκιμος, άρειος Valour, άρετ^, /. θράσος or θάρσος, η, μένος, η. αλκη, /. βύψυχία, /. Valuable, τίμιος, τιμαλφής, έντιμος., ενάριθμος, αριθμητός Valuation, τίμησις,/. Value, τιμ^, /. τίμημα, η. ά|ία, /. ώνος, πι. : of great value, άξως πολλού : of no value, ούδενδς άξιος Value, V. τιμάω, άποτιμάω, εντιμάω, VAN αξιόω : to value highly, ircpi πολ- λού τΓΟίέομαί : to value more, irepl ttX^ovos ποί4ομαί Van, {of an army) ol προτΕΎα'γμ^νοι, 01 τΓρωταΎοΙ, ol a(pr]yov^^voL Vanish, v. άψαρίζομαι, αραπ4τομαί, Χίάζομαι Vanity, ΚΕρότηε, f. ματαιότ-ηε, f. (con- ceitedness) άλαζορβία, f. κΕΡοΒοξία, f. Vanquish, v. νικάω, κρατάω^ iniKpa- reco, δαμάζω, κατ^ρ'^άζομαι, ύττάγω, καταττοΧ^μάω Vanquisher, vlkt]T7)s, m. Βαμαρτηρ, m. Vapid, aXiPas, αΘυμ})ε Vapor, ατμΙ)ε, m. άτμ]$, f. Variable, ^ύμΕτάβοΧοε, βυμ^τάβΧητοε^ ttolklXos, al0Xos, τΓοΧνστροψο$, ev- μ€τάθΕΤ03 Variance, διάφορα, f. δίάστασί5, /. διχοστασία, f. : at variance with, διάψοροε : to be at variance with, διαφόρωε €χω, διαψ^ρομαί Variation, μξταΧΧαΎη, f. μΕταβοΧ^, f. Variegate, v. ποικίΧΧω, αΙόΧΧω Variegated, ttolklXos, aUXos Variegating, Variegation, ττοικιΧία, f. ΤΓοίκιΧσιε, f. 7Γ0ΐΚίΧμ69, τη. Variety, ττοικιΧία, f. πολυείδ/α, /. ττο- Χντροπία, f. [nhs, ττοΧυξίδηε Various, ttolklXos, TravroTos, τταρτοδα- Variously, adv. τταρτοίωε, τταΡτοΒαπώε Vary, v. ττοικίΧΧω, μζταβάΧΧω, τταραΧ- Vase, Χ€βηε, m. [χάσσω Vassal, νπ7]κοοε, m. [μβγαϊ, κητώ^ιε Vast, ττ4Χωρο3, TreXwpLos, μΕ-γαε, ύττβρ- Vastly, adv. ττοΧν, μβΎαΧωε Vat, ύποΧηρϊε, f. ttlQos, m. Vault, y\/aX\s, f. καμάρα, f. : vault of heaven, kvkXos ούραρου, η νπουραρία Vault, V. καμαρόω ; (leap) αΧΧομαι Vaulted, καμαρωτ'όε Vaunt, κ6μτϊ03, m. κόμπασμα, η. άλα- ζόρ€υμα, η. αΧαζορ^ία, /. καύχημα, η. Vaunt, ν. κομτΓ€ω, κομττάζω, άΧαζορξύ- ομαι, καυχάομαι, εύχομαι Vaunting, άΧαζορζία, /. κανχησιε, /. κομττασμόε, m. Udder, θηΧτ], f. ουθαρ, η. Veal, Kpeas μόσχβιορ, η. Veer, ν. Επιστρέφομαι, μ€ταστρ4φω Vegetables, Χάχανορ, η. όσπρια, n.fl. Vegetate, v. θάΧΧω, βΧαστάρω Vegetation, βχάστησιε, f. V egetative, βΧαστικ}}$, βΧαστΎ]τικ})5 Vehemence, σφοΒρότηε, f. οξύτη^^ f. δξιρότηε, /. Vehement, σφ()δρ}>5, ττολυ^, Seiuhs VER Vehemently, adv. σφόδρα, 6,yav, iv* Τ€ταμ4ρωε, ϊσχυρώε Vehicle, όχημα, η. οχοε, η. αρμα, η. Veil, κάΧνμμα, η. προκάΧυμμα, η. Veil, ν, καΧύπτω, πςρικαΧύπτω, συν- Vein, φλ€ψ,/. φΧζβιορ, η. Ιαμπέχω Veined, φΧ€βώδηε Velocity, ταχυτηε,/. Venal, ώριθ3, πράσιμοε Vend, ν. πιπράσκω, καπηΧ^ύω, ττωλβω Vender, πρατηρ, m. πωΧ-ητηε, m. κάτιψ Xos, m. Vendible, πράσιμοε Venerable, ^e^^bs, ττότρια {fem.), αίδοΊοε, σφάσμιοε, αιδ4σιμο3, ^έρασ- μιοε, πρζσβνε Venerably, adv. σφασμίωε, σ^μνώε Venerate, ν. σάβω, αιδέομαι Veneration, αιδώε, /. σ4βασμα, η, αϊδ€σΐ8, /. Venereal, άφροΖίσιοε, άφpoδίσιaστtκhs Venery, τά αφροδίσια, άφροδίτη, /. Vengeance, τιμωρία, /. Ρ€μ€σΐ8, /. ποιρτ], /. δίκη, /. Venial, συyypωστhs Venom, ihs, m. φάρμακον, η. Venomous, ιώδη$, ιοβόΧο$, φαρμακώδη$ Vent, διέξοδθ5, /. οπτ], /. Vent, ν. διξ^Ίημι Venture, Kipbvpos, m. κιρδνρ^νμα, η. Venture, v. κιρδυρζύω, τοΧμάω, apap- ρίπτω κίρδυρορ Venturesome, Venturous, φιΧοκίρ· δυρο$, παρακιρδνρ€υτικ})$ [peta, /. Venus, Αφροδίτη,/, Κύπριε,/. Κυθέ- Veracity, αΧηθβια,/. Verandah, σκιαε, / αίθουσα, /. Verbose, πoXυX6yos, ποΧύμυθοε, πο- Verbosity, πoXυXoyLa, /. [λνεπήί Verdant, χXωρhs, xXoephs Verdict, ^^/ηφοε,/. κρίμα, η. δικαίωμα,η. Verdure, χΧόη, /. Verge, χύΧοε, η, χ^ίΧωμα,η. pηyμ^s,/ Verge, ν. τ^ίρω, κατατ^ίρω Verify, ν. βββαιόω, βπαΧηββνω Verily, adv. άΧηθώε, μ^ρ, άμ})ρ, ye Verity, aX^deia, /. av/ze^Seta, /. Vermilion, κιρράβαρι, η. : vermilion- coloured, κιρραβάριροε Vernacular, iyχώριos, Koiphs Vernal, iapiphs Versatile, ποΧύτροποε, €ύτράπ€Χοε Versatility, ποΧντροπία, /. ποικιΧία, f. Verse, 67Γ09, η. στίχοε, m. \m, Vertebre, σφόρδυΧοε, m. aστράyaXos, Vertex, κορυφή, /. άκρα, / Vertigo, ίΧιζ, / σκότωμα, η. [μ^'7" Very, adv. Χίαρ, μάΧα, σφόδρα, πάρν^ YES Vessel, iiyyos, n. &yy€70v, n. τίΠχοϊ, η. : brazen vessel, χαΚιάον αβΒονχο5, m. βραβ€ν5, in. Χστωρ, τη. Unabashed, αναίσχυντοι Unabated, άληκτοε Unable, a^vvaros, aKpar^s : to be unable, άδυνατέω Unacceptable, αηδηε, αχάριστοε Unaccompanied, μόνοε Unaccomplished, άτ€ληε, ατ^Χ^χη-η- Tos, ατ€Χ€στο8, αν'ηνυστο5, Att. άνη- vuTos, &KpavTos Unaccustomed, liTreipos, άηθ})5 Unadorned, άκόσμητο^ Unadvised, άνυυθίτητοε ^52 UNO ^ Unadulterated, άκρατος, ακ-^ρατος. Unallotted, άκΧηροε [άκίβδηΧο5 Unalloyed, ακίβδηΧος Unalterable, ακίνητος, άμ^τάστροφοε \ Unalterably, adv. aKiv-fjTws, αμ^τα- Unambitious, αφιΧότιμος [κινίιτωε > Unanimity, δμόνοια, f. δμοφροσύνη, f. όμοδοξία, f. [όμόXoyo5 Unanimous, δμoyvώμωv, δμόφρων, j Unapproachable, δυσπρόσβατος, δυσ- | €ίσβοΧοε, δύσβατος, άδυτος, άβατος, \ δυσττρόσοδος i Unarmed, yυμvhς, άοττΧος, άνοττΧος \ Unarranged, ακόσμητος, άκοσμος ■ Unattainable, αττρόσικτος, ακίχητος Unattempted, ατΓ€ίρητος, άρyhς Unavailable, axpelos Unavenged, ατιμώρητος, vfjiroivos Unavoidable, άφυκτος, αμ-ίιχανος, δυσ- απάΧΧακτος Unawares, άφύΧακτος, άφρακτος, λα- ί θραΊος, άπρονόητος ; adv. Χάθρη, λα- θραίως, απζρινοτιτως .] Unbearable, ανάσχ^τος, άτΧητος Unbecoming, άπρεττί^^, ά€ΐκ^ς, α€ΐκ€- Χιος [ά€ΐκ€ως ' Unbecomingly, adv. άττρεπεωί, aei/ces, ; Unbelief, άττιστία, f. Unbelieving, άπιστος \ Unbending, άκαμπτος, ακαμπ^ς j Unbidden, άκ4Χ€υστος, αυτοκάΧ^υστος Unbind, v. Χύω Unblameable, Unblamed, άμ€μπτο5^ ] άνςπίκΧητος, αμώμητος [μύμπτω^ ' Unblameably, adv. άνίπικΧ-ήτωΒ, ά- j Unblemished, reAeos, τέΧ^ιος, άσπιΧο^ \ Unborn, ay θνητός ώ ay €ννητος, άyovυs ' Unbounded, άμετρος, αμέτρητος, άττ^*· ρίσιος Unbridled, αχάΧινος, αχαΧίνωτο8 Unbroken, άθραυστος, άκΧαστο$, άβ- · ρηκτος ■ Unburied, άταφος, ακτ}δ€στος, άθαπτος * Unburnt, άκαυστος \ Uncalled, άκΧητος, αυτόκΧητος | Uncared for, ακηδ^ς, άκηδβστος j Unceasing, eVSeXex^s, άφθιτος, άκρι- * τος, άληκτος, αδιάΧ€ΐπτος, ακατά- παυστος ι Uncertain, αφανές, άδηλος, αμαυρ}>$, ' μ^τάωρος ', (of people) άπορος, άμ-ή^ χάνος [άφανουί ] Uncertainly, adv. αφανως, €Κ του Uncertainty, αδηλότης, f. αφάνεια, f. < Unchangeable, ακίνητος, άμ€ταστατο$, j άτροπος ] Unchangeably, adv. ακιν}]τως Unchaste, άvayvos^ aσeλy^s UNC Unchastely, adv, avάyvωs, aaf\yu>9 Uiichastity, aaeXy^ia, f. άκυΚασία, f. \ayueia, f. Unchecked, άχάλυ/ο$ Uncircumcised, απ€ρίτμητο5 Uncircumscribed, a-Kipiypairros Uucircumspect, άττβρίσκ^πτυε Uncivil, τραχυε, σκαώ?, ατταρόκαλυε Uncle, 0e?os, m. : paternal uncle, TTctrpcoy, m. ττατράδβλψο^, m. : ma- ternal uncle, μΊ]τρω$, m. μητρά- δελψοϊ, m. Unclean, ακάθαρτοε, μιαρ})$ Uncleanness, ακαθαρσία^ f. μιαρία, f. Unclose, v. avoίyvυμι Unclouded, avfcpeXos Uncoil, V. βξβλίσσω Uncoloured, ^χρωστο$ Uncombed, ακτ4ριστο$, ατταράτιλτοε Uncommon, νπ€ρφυΎ]5, αηθηε, eKv6- Uncommonness, Kaiv0T7}s,f. [jutos Unconcealed, άκρυπτοε, auecpeXos Unconcern, αμίλζία, f. άκηδεια, /. oKiywpia, f. [pos Unconcerned, αμβλ^ε, ακη^τιε, υλίyω· Unconcernedly, adv. oXiyccpws, €ύκό- Uncondemned, ακατάκριτοΒ [Acos Unconnected, aa0ud€Tos, ασύναπτο5 Unconquerable, ακαταμάχητοε, αή· κητο$, άΒάματο5, άήσστ^τοϊ Unconscious of, άϊστοε Unconsecrated, β4βηλο5 Unconsidered, άσκεπτο^, απρόσκ€7Γτο5 Unconstrained, αβίαστοε Uncontrolled, ακράτητοε, ακόλαστοε Uncorrupted, ^(pBapros, αμίαντοε Uncover, v. Εκκαλύπτω, αποκαλύπτω, άπoστeyάζω Uncovered, ακάΚυπτο$ Uncourteous, ^.ypoiKos [tcos Uncourteously, adv. ατ^ροίκω^, αχαρί- Uncouth, lhLωτίκhs, απ€ΐρ6καλθ5, &ypoiKos Uncouthly, adv. ι^Lωτικώs, aypoiKws Uncreated, αποί-ητοε, ayevvjiros Unction, dXeiypis,/. Xp'i(ns, /. Unctuous, λιπώΒηε Uncultivated, apyhs, ay^cipy^rus, &σπαρτο5 ; {of men, manners^ ώο.) 6.ypios, &ypoiKos, απαίΒζυτοε Uncurbed, άχάλινοε Uncut, 'άτμητοε, άτομοε Undaunted, adeTjs, άφοβοε, ατάρβητοε, αν4κπληκτο5, ^rpearos [άτρβστω^ Undauntedly, adv. aSecSs, άφόβωε, Undauutedness, αφοβία, f. ατρ^μία,/. Undecuyed, ayTjparos, ay-fjpaos Undecided, ^Kpnos, α^ιάκριτοε 553 UND Undefended, άφρακτος, (ρημοε Undeiiled, αμίαντος, άχραντος, aK-f}' οατο5 Undefined, aSpiaros [tos Undeniable, av(:h^€KeyKT0St ακατάβΚη- Under, ύπ^, it/epOe, S(v : to be under, ϋπ€ΐμί, νπ6κ€ιααι, όφίσταμαι Undergo, ν, υπίχω, ύκΐήσταμαι, υπο* δύομαι Underground, χθόνιος, υποχθόνιος, καταχθόνιος, Jπόy€loς, κaτάyeίoς Underhand, κρυφαίος ; adv. λάθρα, κρνβΒην {ύπoτpωyω Undermine, "J. υπορύσσω, ύπο^ρίω, Underneath, ύπ4ν^ρθ6, κάτ&?, inrh Understand, v. yLyvώσκω, μανθάνω, 4ννο4ω, συνίτημι, λαμβάνω, ύπολαμ- βάνω, συλλαμβάνω, κατέχω, κατά- μανθάνω Understanding, νόοε, contr, νους, τη, yvώμη, /. σύν^σις, f, νόηοΊς, f, φρό' νημα, η. Undertake, ν. ύποΒ^χομαι, αίρομαι, υφίσταμαι, παραλαμβάνω, araSe- χομαι, υποδύομαι Undertaker, κτ^ριστ^ς, πι. Undertaking, iyχ€ίρημa, η, ^πιχ^ρτ]- μα, η. ανα^οχ^, /. Undervalue, ν. ^λιyωp4ω Undeserved, ανάξιος [τταρά τ^ν άξίαν Undeservedly, adv. αναξίως, ύπβρ or Undeserving, ανάξιος, απάξιος Undetermined, άκριτος, αόριστος, αδιόριστος, ακύρωτο$ Undigested, άπεπτος [άκριτος Undiscernible, αδιάκριτος, αόρατος, Undisciplined, άτακτος, ασύντακτος Undiscoverable, Undiscovered, avetJ- peTos, αν€ξ€ύρ€τος Undisguised, απροφάσιστος, αν4φ€λο$, άκρυπτοε ["^os, άπληκτος Undismayed, άφοβος, αδ^ης, ατάρακ- Undisputed, αναμφισβ-ητ-ητοε, αναμ- φiλoyos \avaμφιλόyωs Undisputedly, adv. αναμφισβητ-ήτως, Undistinguishable, άκριτος, ακριτό- φυρτος [ρυβος, αθορύβητος Undisturbed, €κηλος, ατάρακτος, αθό- Undivided, αμέριστος, άσχιστο$, aBiaipeTos, άδαστος Undo, ν. αναλύω, διαχέω ; (ruin) ολλυμι, απόλλυμι, διαφθείρω Undone, ay4v7]Tos, άπρακτος, avjjvo- τος, άποίητος lφίλoyoς Undoubted, αναμφισβ'ητητος, αναμ- Undoubtedly, adv. avaμφιλ6yως, αν- αμφισβτγτΎΐτως UndresS; ν, αποδύω, ζκδύω or 4κδύνω Α Α 5 UND Undulate, ν, κυμαίνω Undulation, κνμανσί9, f. Uneducated, άδίδα/ίτο^, άπαίδβυτοί Unenclosed, ^vepKros [^K-avros Unenvied, άψθονοε, αφθόνητοε, αβάσ- Unequal, άνισοε, ανώμαλοΒ, άνόμοίο$ Unequally, adv. άνίσωε Unerring, αναμάρτητοε Unerringly, adv. άναμαρτητωί Uneven, άμώμαλο8, &VLaos [tt?s, /. Unevenness, ανωμαΚία, f. αρωμαλό- Unexamined, ape^eraaros, aue^eXeyK- Tos, avep^vvriTos, άρ€ΤΓίσκ€πτοε Unexceptionable, άρ€πίτίμητο5, avi- AeyKTOS Unexecuted, ατ€λ€ντητο5, areXearos Unexpected, άδόκητοε, irapdXoyoSj irapdBo^os, aveXniaros Unexpectedly, adv. άΒοκΎ]τω3, αδόκη- τα, TrapaXoyccs, 7rapa5o|a?s Unexplained, air ^ ρ L'ηyηros Unexplored, άδί€ρ€νρητο5 Unextinguishable, άσβ€στο$ Unfading, άμάραντο5 Unfailing, άσφαλΎ]$ Unfaithful, απιστοε Unfaithfulness, άττιστία, /, Unfathomable, άβυσσο3 [μων Unfeeling, άναίσβτ^τοϊ, άτΓαθτ]ε, ayv0- Unfeigned, δ7Γλαστο5, d^oKos, άκατά- ^€νστο5 [ατ4χνω5 Unfeignedly, adv. αττΧάστω8, άδολων, Unfelt, άναίσθητοΒ Unfettered, &ΒΕσμο8 [\€ύτητο3 Unfinished, areXearoSj areXrjs, are- Unfit, ayeTTLT-ndeios, άχρηστο5 Unfitly, adv. apeirirTj^eLws, άχρηστω8 Unfitness, αν6ΐΓΐτηδ€ΐότη5, f. Unfledged, απτηρ, απτεροί Unfold, V. αναπτύσσω^ αναττζτάννυμι, Unforeseen, αττρον6ητο3, άπρόοπτοί, α.·προσδ6κητο$, άπρόσκ€πτο5 Unforgiving, aσυyyvώμωv Unforgotten, α€ίμν'ηστο5 Unfortified, άτείχιστο^, ^(ppaKTos Unfortunate, δυστυχ7]5, arvxrjs, άμοί- pos, δύστηροΒ, κακοδαίμων, άποτμο5, κα/cbs, 'ηορηρο$ : to be unfortunate, δνστυχ€ω, άτυχ€ω, a■πoτυyχάvω, κακώ5 πάσχω, κακοδαιμον^ω^ κακώ$ ττράσσω Unfortunately, adv. δυστυχώς, ατν Unfrequent, anauios [x^s, κακώ^ Unfrequented, &βατυ$,άσΎίβη3, έρημος Unfriendly, ii(^tAos, άί/6πιτηδ€ί05, άηhΊ|S Unfruitful, άκαρποι, άκάρπωτοΒ, 6.yopus UnfruitfulnesS; άκαρ-ηία, /. 554 UNI Unfulfilled, &κραΡτοε, areKcaros Unfurl, V. ττζτάννυμι, ανατΐ^τάννυμι Ungainly, σ/caibs Ungathered, άδρεπτοϊ, adpenauos, άσυyκόμLστos Ungenerous, aveXe^Oepos Ungentle, άμ^ίΧιχος Ungirt, αζωστοε Ungodliness, άθ^ότης, f. ασββεία, f. Ungodly, ^Oeos, άσββηε Ungovernable, άχάΧιροε, άκράτητοε^ Χαβροε, άσχ€Τ05 Ungraceful, άχαριε, αχάριστο$ Ungracefully, adv. αχαρίστως Ungracious, ύχαρι$, -l Ungrateful, αχάριστος, αχάριτος, ayvώμωv : to be ungrateful, αχα- ριστύω Ungratefully, adv. αχαρίστως Unguarded, άφύΧακτος, άφρούρητος, άφρονροε Unguardedly, adv. αφυΧάκτωε Unguent; μΰρον, η. μύρωμα, η. Unhallowed, auiepos Unhappily, adv. δυστυχώς, ατυχώς Unhappiness, δυσδαιμορία,/. aρoXβίaJ^. Unhappy, άροΧβος, ανόχβ^ος, ατυχ^ς^ άμορος & άμοιρος, δυσδαίμων Unharmed, άβΧαβ7]ς, 6,συΧος, ^varos, άσκηθ7}ς Unhealthy, νοσώδης, νοσ'ηρ})ς, νοση- ματώδης ; {of α person) ^ττίνοσος Unheard of, άρΎ}Κουστος, άττυστος Unhesitating, άττροφάσ ιστός, άοκρος Unhesitatingly, adv. απροφασίστως, άόκρως Unholy, αρόσιος, i.vayvoς, apUpos Unhonoured, άτιμος, ατίμητος, άτι- τος, ατίμαστος [αράζΧτττος Unhoped for, άρ4Χτηστος, ά^Χιττος, Unhurt, αβΧαβ7]ς, ασΐΡΎ)ς, άπημωρ, άπ-ημαι^τος, άρατος Uniform, σκ€υϊ], /. Uniform, δμ})ς, όμαΧ})ς Uniformly, adv. δμου, δμοτόρως Unimpeded, αΡ€μτΓ0διστος Unimportant, φαυΧος Uninformed, άμαθης, άπαίδζυτος, άτΓζψος, άϊδρις, αίστωρ Uninhabitable, Uninhabited, αοίκ-η- τος, δυσοίκητος, βρημος [αμύητος Uninitiated, άτβΧβστος, βίβηΧος, Uninjured, άβΧαβης, άρόΧ^θρος, άκ€- ραιος, ορθ'ός \6.·κ€ίρος Uninstructed, άτταίδ^υτος, άμαθ))ς^ Unintelligible, άσύρ^τος, δυσζνρ€τοΒ, δνσκαταμάθητος^ δνσκριτος, ασαφής, δvσypωστoς UNI Unintentional, αίκων^ contr. άκων, UKOvaioSf airpoaip€Tos, άττροβυύλ^υ- TOS Unintentionally, adv. ακουσίως Uninterrupted, συι/βχ^ς, €ϋκη\ο5 Uninterruptedly, adv. avvexwsj συν· Uninvestigated, άι/€^€ταστο5 Uninvited, άκλητοε Union, συζιτγία, f. σύζ^υζις, f. σύva^pιSy f. σύη/κλΒίσίς^ /. κρ'άσίς, f. κοινω- νία, /. Unison, αρμονία, f. Unit, €vai, f. μονα$, f. Unite, V. ζζίτγνυμι, συζeύyvυμι, μly- νυμι, σνμίλί'γνυμι, συνίστημι, συ- στρ^φω, ffvveipyo^, ίνόω, 4νοττοί€ω ; intrans. συΎκ^ράννυμαι, όμόομαι ; (in α league) συνίσταααι United, σύζυ^, σύζυ'γος Uniter, συva'yω'yeυSi m. Uniting, συvayωyhs Unity, €νότη$, /. Universal, Koivhs, irdyKoivos, KadoKiKhs Universally, adv. Koivfj, κοινώς Universe, τά 5λα, rh 'όΚον, rh irav, ΊΓίριψορα. f. Unjust, &BiKos, Ίταράνομος, σκολώς : to be unjust, aSi/ceoo Unjustly, adv. αΒίκωε, άΒικα, τταρα δίκην [άψιλος Unkind, αμ^ίΚιχος, αμβίλικτοε, niKphs, Unkindness, τηκρότηε, f. Unknowing, αί'στωρ, aid ρ is Unknown, $τγνωστο8, ^yvwroSj ανώνυ- μος, άϊστος, ΧαθραΊος, απόκρυφος ; adv. λάθρη, λάθρα, κρύβδην, κρνψα Unlamented, άκλαυστος, αδάκρυτος, &yooς, ανοίμωκτος Unlawful, αθέμιτος, αθύμιστος, άθεμις, άνομος, Ίταράνομος Unlawfully, adv. ανόμως, παρανόμως Unlearn, ν. αττομανθάνω Unlearned, αμαθ7]ς, ατταίδ^ευτος, aveir- ιστ'^μων, άμουσος [τω ς, αμαθώς Unlearnedly, adv. αμούσως, άπαιΒ^ύ- Unleavened, άζυμος Unless, ei μ^, ttKtjv, πΧ^ν iav, 'ότι μ^ Unlettered, άμουσος Unlike, ανόμοιος ; adv. ανομοίως : to be unlike, άνομοιόομαι Unlikely, απίθανος, απεικίΐύς, άπ€οικ(1ΰς Unlikeness, ανομοιότ'ης^ /. ανομοίω- Unlimited, άπειρος, απειρεσιος, απεί- ριτος, αόριστος Unlock, ν. αναμοχΧεύω, άvoίyω Unloose, ν. Χύω 555 UNR Unloved, άψίΧητος, άψιΧος Unlucky, άτυχης, δυστυχηςy σκαώί Unmaimed, άπ-ηργ^Β, &πηρος Unmanageable, άπειθης, δύσχρηστος^ δυσμεταχείριστος Unmanly, άνανδρος, θηΧυς, ανί^νωρ Unmarried, &yaμoς, ατγάμητος, άζυ^, ανύμφευτος, άδμ^ς, άΧεκτρος Unmask, ν. άποκαΧύπτω Unmerciful, νηΧεης, άνεΧεης, άνεΧε-ί}· μων, άνοικτος, άνοικτίρμων Unmercifully, adv. άvoίκτως^ εΧεημόνως, νηΧεώς Unmerited, ανάξιος Unmindful, άμνημων Un mingled. Unmixed, άκρατος, άκ-ί]- ρατος, άκεραστος, άμικτος, άμιy7,ς, άνεπίμικτος Unmolested, άτάρακτος, ατάραχος, αθόρυβος, άθορύβητος, άΧυπος Unmoor, ν. αίρω Unmoved, ακίνητος, αμετακίνητος Unnavigable, άπΧοος, άπΧωτος Unnecessary, περισσ})ς, ουκ avayKalos Unnerved, ασθενής, άρρωστος Unnumbered, αναρίθμητος, άνάριθμος Unpaid, άΧυτος, άτιτος Unparalleled, άσύyκριτoς, άσύμβΧητο5 Unpardonable, άσυyχώρητos Unpassable, άπορος, άβατος, άνοδος Unperceived, αναίσθητος Unphilosophical, άφιΧόσοφος Unpleasant, άτερπ^ς, άχαρις, αχάρισ* τος, άηδ^ς, apyaXios Unpolished, άί,εστος Unpolite, άπειρόκαΧος, άκομ^\/ος Unpolluted, αμίαντος Unpractised, άyύμvaστoς, άπειρος, άν' άσκητος, άμεΧετητος Unpremeditated, άπροβούΧευτος Unpremeditatedly, adv. άπροβουΧεν^ τως [σκεύαστος Unprepared, απαράσκευος, άπαρα- Unprofitable, αΧυσιτεΧ^ς, ατελές, άτε- Χεστος, ακερδτ]ς Unprovided, άσκευ^ς, άσκεπος [tos Unpunished, αζ^μιος, άθφος, άτιμώρη- Unqualified, άνεπιτ'ίιδειος, οΰχ iKavhs Unquenchable, άσβεστος, άπαυστος Unquestionable, αναμφισβήτητος, αν- aμφίXoyos [τως Unquestionably, adv. άναμφισβητ-ί^- Unquestioned, άvεXεyκτoς, αβασάνισ- τος Unravaged, ακέραιος, άκ-ήρατος, απόρ- θητος, άτμητος Unravel, ν. αναπτύσσω, Εξελίσσω, σαφηνίζω UNR Unready, άττρόθνμοε, αν4τοψο$ [rpos Unreasonable, &\oyos, wneiKiaSy άμ€- Unreasonableness, a\oyia,f. [κότωε Unreasonably, adv. αΐΓ€ΐκότω$, aireoi- Unreconciled, άδ/άλλα/cTos Unrecorded, άμνημόρ€υτο8 Unrelenting, ανΕλβ-ημων, ^.volktos, Unremedied, auiaros [dvairapair-nTos Unrepented, αμ^ταμ^λητοΞ, άμβται^όη- ros [αχαλίρωτοΒ, άκρατυε Unrestrained, ακόλαστο$,^ αχ<χΜνο3, Unrevenged, ατίμώρητοε, άτιτο5 Unrewarded, άμίσθωτο$, α^ώρητοε Unrighteous, Unripe, ώμ})$, aireircLpos, aTviiravTos Unripeness, ώμότ7}5,/. Unrivalled, amvTay0uiffTos Unroll, v. αν€λί(τσω Unruffled, &κυμο8, ακύμαντοε Unruly, οχΧώ^ηε, i^-fjpios, άκόλαστοε Unsafe, iirLKLuBwos, σφaλ€phs Unsafely, adv. imKiyBvyws Unsaid, άρρητο5 ^ [jnjros Unsearchable, avEpevprjTos, α^φρ^υ- Unseasonable, &Kaipos, άωρο5 Unseasonableness, ανωρία, f. ακαίρία,/. Unseasonably, adv, ακαίρω5, -πάρα. Kaiphv Unseemliness, anpeireia, f. ακοσμία, f. Unseemly, απρεπή, aciK^Xios, aeiK^s, &κοσμο5 Unseen, aSparos, άοτττοε, acih^s, άϊσ- rosj XaBpoLOS [ασύμ<ρορο5 Unserviceable, άχρηστοί, ανωφΕλ7]5, Unsettled, αστάθμητοε, άκατάστατοί, αόριστοε [Xevros Unshaken, ακίνητος^ άσβιστοε, ασά- Unshorn, άκαρτοε, &Kovpos Unshrinking, &oki^os [άμορψο5 Unsightly, duaeL^s, α^ώ^ε, Βύσμυρψοε, Unskilful, 6.Treipos, ανζΈΐστ'ί]μων,Μρι$, ^rexvos, αΒατ]μων Unskilfully, adv. ατ4χνω$ Unskilfulness, ατβχρία, f. α^αημορία, f. άπεφία, /. [αττροσόμίλοε, άμίκτοε Unsociable, ακοινώνΊ]το8, anrpoaiiyopoSj Unsold, a-nparos Unsound, aaOphs, virovXos Unsown, άσπαρτοε, άσττοροε [αψ€ΐ^€ω Unsparing, a(/)ei5r?s : to be unsparing, Unsparingly, adv. αφίΐ^ώε ^ Unspeakable, &ρΙ>ητο$, άν^κφραστοε, άφατο$, &\oyos Unspotted, άστικτοε, άίτττίλωτοϊ Unstable, αστάθμητυ$, ajSe^atos \f. Unsteadiness, αβ€βαιότη$, f. αστασία, Unsteady, αβίβαω^, αστάθμητος Unsubdued, Αθραυστοι, ά^άμαστο^ UNY Unsubstantial, Kcuhs, μάταωε^ ^.povaios Unsuccessful, άττρακτοϊ, BvaTvpay^s : to be unsuccessful, aπoτvyχάvω, απρακτ€ω [ανάρμοστοί Unsuitable, ασύμφορος^ άι/€πιτήδ€ίο$, Unsuitably, adv. ασυμφόρωε, ανβττιτψ Seicos, αναρμόστωε Unsure, σφα\€ρ})ε, αβ4βαί05 Unsuspected, άνύποπτοε, ayvTrov07}TOS Untainted, αμίαντος Untamed, άΒμ-ητοε, αδάμαστος, ακάμα- τος, ατίθάσσ^υτος Untanned, άδεψητοί, άρρηκτος Untasted, ^yevaTos [tos Untaught, άτταίδβυτοϊ, αμαθές, άδίδακ- Unthankful, αχάριστος, άχαρις Unthinking, αφράντιστος Untie, ν. λύω, χαλάω Until, μ€χρί ά μ4χρις, ecos, Ηως tv, etrre, άχρι, μ4σφα Untimely, άκαιρος^ άωρος Untiring, ακάματος, άμοχθος Unto, €is or es Untold, άρρητος [paios, ακήρατος Untouched, άθικτος, άφάλακτος, a/ce- Untoward, ζνσχ€ρ^ς, Βύσφορος Untowardness, ζυσχ^ρΕία, f. Untractable, άττζίθης, ^υσηνιος Untrained, άyvμuaστoς, άvάyωyoς Untried, αττ^ίρητος, άκριτος Untrodden, άστ-^ι-ατος, άστιβ^ς, άτρι- Untrue, ψευδτ/^ \,β^^ Untruly, adv. ψενδώϊ Untruth, ψεΟδο^, η. Untutored, άπαίδβυτοϊ Unveil, ν. ανακαλύπτω, ξκκαλντττω Unusual, άτ^θης, αλλόκοτος Unusually, adv. άτ}θως Unutterable, άβ^ητος, άνανδητοε Unwarily, adv. άφυλάκτως [vhς Un warlike, άπόλ€Μ0$, άναλκις, άλατταδ- Unwary, αφύλακτος [νιτττος Unwashed, άλουτος, άνιτττος, άναπό- Unwearied, ακάματος, άμοχθος, άκοπος Unwept, άΖακρυς, α^άκρυτος, άκλαυσ- Unwholesome, νοσώϋης ['^ος Unwilling, άκων, ακούσιος, απρόθυμος Unwillingly, adv. ακουσίως, ά^κητι Unwind, ν. φλίσσω Unwise, άσοφος, άφρων Unwitnessed, αμάρτυρος Unwonted, ^θης Unworthily, adv. άνα^ίως Unworthy, ανάξιος, άπάξιος : to think unworthy, άπαξιόω [τατος Unwounded, άβλητος, άτρωτος, ανού- Unwritten, άypaφos, άyρaπroς Unyoke, v. άπoζiύyvυμι, λύω, καταλύω voc Vocal, )ς, m. στοραχ^, f. κ\avθμhs, m, κΚαυμα,η. 558 WAN Wain, Β,μα^α, f. άττήι/τ;, /. : Charles's wain, &pKTos, f. οίμαξα, /. Waist, ζώρη, f, διάζωμα, η. διάζωσμα, η. l^hs, f. Wait, V. μ€νω, αναμένω, Επιμένω, ircpi^ μβνω, ττροσμβνω, Εττβχω, Βιατρίβω, δίαλείπω : to wait for, προσδβχο,ααί, €κΒ€χομαι, φυλάσσω : to lie in wait for, €φ€Βρ€ύω, λοχίζω, λοχάω, νττοκάθημαι, ίτποδάχομαι, 4ρύομαι Wake, ν, iyζίpω, aveyeίρω, άνίστημι, €ξυπνίζω [τικϊ)5 Wakeful, dimvos, &ypvTrvos, aypvirvf)' Wakefulness, aypinrvia, f, eypi]yop» σιε, f. Walk, Walking, TrepiiraTos, m. βαδισ- μ})5, m. βάδισμα, η, βάδισΐ5, f, TTopeia, f. Walk, V. βαδίζω, ττατέω, όδοιπορβω, τΓζζβύω, ατραπίζω : to walk about, ΤΓ€ριπατζω Walker, βαδιστ^ε, m. Walking, adj. ireQjs, ττ^ζοιτόρος, ttcSo- στιβης, ^Γeζ€υτικhs, TropevTiKhs Wall, ΤΕίχοε, η. τ€ΐχιον, η. τβιχισμα, η. τοΊχοΞ, m. : walls to blockade, αποτΕίχισμα, η. : cross-wall, ύττα- τβίχισμα, η, : building of a wall, ΤΕίχισις, f. τ€ΐχισμ})5, m. : rebuild- ing of a wall, ανατζίχισμΙς, m. : building of a wall across, ύπο- ΤΕίχισις, f. ^ Wall, V. τ€ΐχίζω, τξΐχάω, διατειχίζω : to wall round, τΓβριτβιχίζω, irepi- βάλλω Τ€7χοε, κνκλόω, ττΕριύχω : to wall off, ατΓοτΕιχίζω : to wall across, ύποτΕΐχίζω Wallet, μάρσυττος, f. πτ)ρα, f. θύλακος, m. διφθέρα, /. φάσκωλος, m. γνλιος, m. δορ})5, m. Walling off, αποτΕίχισις, f. : a wall- ing round, -κΕριτ^ίχισις, /. Wallow, -y. καλινδέομαι, κυλινδέομαι, κυλίνδομαι, μολύνομαι Wallowing, κυλίνδησις, f. Walnut, {tree) καρύα, f. (fruit) κά- ρυον^ η. κάρυον ϊΐ€ρσικ})ν, η, κάρυον βασιλικ})ν, η. Wan, coxphs, ίνωχρος, XevKhs, χλωρ})$ Wand, βάβδος, f. νάρθηξ, m. Wander, v. ιτλανάομαι, -ηλάζομαι, αλά- ομαι,κυλινδβομαι, άλαίνω, ττλανύσσω, φοιτάω, δινάομαι : to wander about, ττ^ριτΐλανάομαι, ττΕριφοιτάω, αναστρέ- φομαι : to wander through, δία- φοιτάω, €7Γ4πλά^ο/χαι : to wander away from, άποπλα^άο/χοα, irapor πλάζομ(Λ(, WAN Wanderer, irXavfir-qs, m. ττλά^ης^ m. άλήττ/ί, m. [πλάνημα, η. άλη, f. Wandering, πλάι/η, f. τΐλάνο^^ m. Wandering, ττλάι/οϊ, ir\aur)Ths, irepl- δρομοε, irAayKThs, νομα.$, φοίτα5, τΓ€ρίψοίτο9, dBoinXay^s Wane, v. φθίνω Waning, ψθίσιε, f. φθίι/ασμα^ η. Waning, (pBivas Wanness, ώχρ6τη$, f. Want, ivh^LU, f. anauis, f. στται^ιότηε, f, απορία, /. rrevia, f. xpda, f. : in want, ivde^s, inide^s, diropos Want, V. δ€ομαι, eV5€cu, eVtSecu, σττανί- ζω, ύποσπανίζυμαι, στ4ρομαι, ατνορύω, χράομαι, αμηχανύω Wanting, eVSeo/s, eVi5ei?F, προσδβ^, i\\nr7]s : to be wanting, λζίττω, άτΓολείπο), προσλείττω : there is wanting, Se?, npoabe?, άπο56?, επίδεΓ Wanton, ύβριστικ})Ξ, νβριστ^5, veayi- Khs, λaμυρhs, aaeXy^s, ακόλαστοε, μάχΧοΞ, άκρατη5 : to act v/antonly, Ρ€ανί6νομαι : a wanton act, νβρισμα, η. ν^ανίζυμα, η. : a wanton man, ύβριστ^ε, m. Wantonness, υβρι^, f. aacAyeia, f. ακολασία,/, μαχλοσννη, f. τρνψη,/. War, 7Γ0\€μο5, Ep. τΓτόλ€μο5, m. : of or belonging to war, ^Γoλ€μLκhs, 7Γο\€μιθ5, τΓολζμίστ'ηρίθ3 : to de- clare war against, -κόκ^μον ιτροσ- τίθ^μαί : to stir up war, ττόχ^μον α^ίρω : to excite to war, €κπολ€μ€ω War, wage war, v. ΤΓθλ€μ4ω, προσίΓο- \€μ€ω, ΒίατΓθλ6μ€ω^ ζκττολβμόομαι, ττόλβμον αίρομαι, στρατεύω, στρατη- λατίω : to war against, ιτροσπολ^- μ^ω, άρτητολ€μ€ω, ^ΐΓίστρατ^ύω, ανηστρατ λύομαι Warble, ν. μ^Κίζω, μινυρίζω, μινυρομαι Warbler, μινυρίστρια, /. Warbling, μινύρισμα, η. μίνυρισμ})3, τη. Warbling, μινυρ})3 [cry, άλολίζω War-cry, άλαλί;, /. : to raise a war- Ward, φυλακή, /. {of a city) κώμη, f. Ward, Ward off, v. eϊρyω, άπeίρyω, Si€ίpyω, αμννω, α-ηαμύνω, 4ρνκω, άπβρύκω, άρκβω, αλ4ξω, άτταλβ^ω Warden, iirirpoTros, Til. φύλαξ, τη. Wardrobe, ΙματιοφυΚάκιον, τι. Warehouse, αττοθ-ηκη, /. Wares, ττώλημα, τι. τα ώρια Warfare, στρατέ ία, /. Warily, adv. evXafiajs, Βί€σκ€μμ4νωε, ^Γ€φυλayμ€yωs Wariness, euAajSeta,/. ircpiaKcypis, f. Warlike, πολ€μικ})ς, 'ποΚ4μιο3, φιΧο- 559 WAS ττόλζμος, μάχιμο?, ζαίφρω^, cipcioj, στράτιυί Warm, β€ρμ63, xKiaphs, a\€€ii/hs: to be warm, αΚ^αίνω, θαΚπιΛω, θάλ- πομαι \1αίνω, άλ€αίρω, χΚιαίνω W;irm, ν. θερμαίνω, Θ4ρω, θάλπω. Warmth, Θ4ρμ'η, /. θ€ρμ0Ύη5, /. θ^ρ- μασία, f. θάλπο5, η. άλ4α, /. Warn, ν. ρουθζτ4ω, αναμνάω, ^Γpoλ4yω, φρ^νόω [ρουθ4τημα, τι. Warning, νουθεσία, /. ι/ουθ4τησις, /, Warning, i/ov0€TLKhs, ρουθ€τητικ})5 Warp, στημων, τη. στημόνιον, τι, ήτριοι/, τι. tffrhs, τη. Warp, ν. διαστρ4φω, στρ4φω, στρφλόω Warrant, iπίrayμa, τι. κΰροε, τι. Warrant, ν. Βικαιόω, iyyυάoμaι, καΤ" eyy υάομαι [αίχμητ^ε, τη. Warrior, '7Γολ€μισττ)?, τη. μαχητοί, τη. Wart, μυρμ-ηκια, τι. ρΐ. ώ μυρμηκίαι, f, ρΐ. ακροχορδων, τη. : to have warts, μνρμηκιάω Wary, 'ηρομ'ηθΎ]3, ^ύλαβτ^ε, (ύλαβητί- Khs, TTpSuoos, Trpovo7]riKhs, eϋλόyισros Wash, V. λούω, κλύζω, κατακλύζω, προσκλ^ζω, πλύνω, καταπλύνω, νίζω, νίπτω : to wash away, κατακλύζω, €κκλύζω, απολούω, 4κπλύνω, απονίζω, απονίπτω Washed round, π€ρίκλυστοε : newly washed, νβόπλυτοί, ν€οπλυν^$, νβόλ" λουτο$ : well washed, βύπλυνης Washerwoman, πλυντρίε, /. [νιβον, τι. Wash-hand basin, άπόνιπτρον, τι. χ4ρ·' Washing, πλύσιε, /. κατάπλυσΐ3, f, λουσΐ5, /. : washing away, απόλου- σΐ3, /. eKvirpis, f. Wasp, σφηξ, τη. : wasp's nest, σφη- κία, /, : cell of a wasp's nest, σφ-η- KlOV, Tl, Waste, Ζιατριβ)), f. ανάλωμα, τι, (μ desert) €ρημία, f. 4ρί]μωσι$, f. Waste, Wasted, ανάστατοε, €ρημο5 Waste, V. (coTisume lavishly) αναλίσκω, απαναλίσκω, καταναλίσκω, €κχ4ω, διατρίβω, Εκτηκω, τρύχω ; (came to waste away) φθίνω or φθίω, ττ]κω, συντήκω, μαραίνω, κατισχναίνω ; irdraTis. φθίνω or φθίω, τ-ηκομαι ; (to lay waste, ravage) €ρημόω, πορθ4ω, Ζιαπ4ρθω, δτ^οω, δτ]ΐ6ω, ανάστατον ποι4ω, κόπτω, Κ€ραιζω, αλαπάζω^ καθαιρ4ω Wasteful, δαπαν7)ρ})3, αφ€ΐ^5, προ^τι- Khs, 6,σωτο5 [άταμΐ6ύτω3 Wastefully, adv. αφ€ΐΒώ5, άσώτω5. Waster, άναλωτ7]$, τη. (T^avager) ποο' Θητη5, τη. πορθτ}τωρ, m. WAT Watoh, φυλακή, f, φρουρά , f. Watch, Watcher, Watchman, φύ\αξ, m. φυλακτ^9, m. φύλακοε, m. φρου- phs, m, aKonhs, m. : day -watch, 7}μ€ροφν\α^, m. Ύΐμ€ροσκότΓθ5, m. : night-watch, ννκτοφνλαξ, m. Watch, V. φυλάσσω, τταραφυλάσσω, διαφυλάσσω, φρουρ€ω, τιηράω, διατη- . ράω, θ€άομαι, Βοκζύω ; {Jceep awake) 4y€ipo^OLi, εγρήσσω, αγρυπνάω : to watch for, ΐτητηρ^ω, έπιφυλασσω, ζφζζρβύω, καραδοκ€ω Watchful, dypuTTPosy iyp-qyopiKbs : to be watchful, iypi]σσω [σΐ5, f. AVatchfulness, οτγρυττνία, /. eyp-qyop- Watching, aypυ^τvίa, f. iyρηyopσιs, /. φυλακ'ή, f. Watching, €yρηyopόωy {part.) ; adv. eyprjyoprl Watch-tower, σκοιηα,/. σκοττ^,/. Trept- Watch-word, σύνθημα, η. [ωπ^, f. Water, ϋΒωρ, η. : having plenty of water, well watered, €ϋυΒρο5, ίφ- vdpos, ΤΓολύυδροί, ^πίρρυτοε : sur- rounded by water, Trepip^uros Water, v. ύypaίvω, υγραίνω, άρΒω, άρ- 56wco, ποτίζω : to draw water, υδρεύω, αντλ€ω Watercourse, ύ^ροββόα,/. ύ^payωyίa,f. Waterer, uSpeus, m. ύΒρ€υτ^5, m. Watering, ύΒρβία, f. ύδραγωγ/α, /. ϋΒρζυσί8, f. apSeia, /. άρδζυσίί, f. Watermill, ύΒρόμυλοε, m. ύΒραλ4τη$,ιη. Waterproof, στeyvhs Watery, cvi/Spos, ύΒρ0€ί5, ύΒρηλ})ε, ύΒρώΒη5, i^poiroihs, vSarJeis, ύΒάτι- vos, ύδατώδ7]5, 6Bap}]S Wattles, κάλλαια, n.pL Wave, κυμα^ η. κλύ^ων, τη. κλυδώνων, η. οΊΒμα, 7t. : to rise in large waves, κυμαίνω, κυματόομαι, κυματίζομαι Wave, ν, σ^ίω, ανασ^ίω, κραδαίνω, ανατινάσσω ; intrans, σείομαι, αίσ- σοβαι, ΊΓΕρισβίομαι, η^ρεθομαι Waver, ν. ταλαντεύομαι, ταλαντόομαι, κινύσσομαι ; {in mind) πλανάομαι, άπορεω, διστάζω Wax, KTjphs, m. : to model in wax, κ-ηροπλαστεω, κηροχυτεω [αυξάνω Wax, V. κηρόω, κατακηρόω ; {grow) Waxen, made of wax, Kr]pivos, κηρό- Waxwork, Κ'ίιρωμα, η. [πλαστο$ AVay, 0bhs,f. Κ€λ€υθθ3,/. κ4λ€υθα, η. pi. τρίβο$, c. {manner) τρόττοε, m. : in the way, εμιτόδιοε ; adv. 4μττοδών : out of the way, ίκηοδών : to make way for, give way to, ύπ^ξίσταμαι, νττβκχωρίω, νπ^ξίρχομαι ^60 ' WEA Wayfarer, οδοιπόροι, m. δδίτηί, m. Wayfaring, όδοιττόρυε, όδonΐopικhs Waylay, v. 4φ€δρ€ύω, ενεδρεύω, λοχίζω, λοχάω Wayward, δύστροποι, δύσκολο5 Waywardly, adv. δυσκόλωε Waywardness, δυσκολία, f. We, ημείε \ we two, νωί, vcb Weak, ασθεν)]$, άβΙ>ωστο5, αδύνατο5, αμαλόε, &vapepos, αναλδ^5 : to be weak, αββωστεω, ασθενεω, αδυνατεω, χαλάω Weaken, v. ασθενόω, κaτάyvυμι Weakling, yύvvιs, m. Weakly, adv. άσθενώ$, μαλακωε, αδυ- ναστϊ Weakness, αββωστία, f. ασθένεια, f, αδυναμία,/, αδυνασία, /. μαλακία,/. εκλυσΐ5,/.: weakness of voice, Ισχνοφωνία, /. λειττοφωνία^ /. Weal, {mark ο/ a stripe) σμώδιξ, /. μωλώ\ρ, m. {happiness, prosperity) ευδαιμονία, /. 6λβos, m. εύεστώ, /. Wealth, ΐΓλουτο5, m. εύπορία, / χρή- ματα, η. ρΐ. χρημάτων περιουσία, /. Wealthiness, πολυχρηματία, /. ττολυ- χρημοσύνη,/. χρημάτων περιουσία, /. Wealthy, πλούσιοε, πολύχρυσο$, εϋ- πορο3, πολυχρ^ματοε, ύπερπλούσιοε, βαθύπλουτοε Wean, ν. aπoyaλaκτίζω Weaned, ayάλaκτos, &θηλο5 Weaning, aπoyaλaκτισμhs, m. Weapon, βελοε, η. οπλον, η. iyxos, η» σιδ'ί]ριον, η. Wear, ν. δύω ώ δύνω, ενδύω & ενδύνω, εννυμαι, επιεννυμαι, αμφιεννυμαι, αμφιβάλλομαι, άμπεχομαι : to wear out or away, τρίβω, κατατρίβω, τρύχω, κατατρύχω, τείρω : worn out, άσκελ^ε, αρημενοε, περιτριβ^ε, τετρυμενο$ : to be worn out {hy /atigue, dec), απεΊπον, καταπονεομαι, κακόομαι Weariness, κάματοε, τη. κόποε, τη. κοπία, /. Wearisome, καματηρ})$, κοπώδηε, οϊζυ- phs, Koniaphs, μoy€phs Weary, AVearied, κατάπονοε, κατάκο- πος : to be weary, κάμνω, αποκάμνω, εκκάμνω, απεΊπον, aπayopεύω : to grow weary, κοπιάω, κοπιάζω Weary, v. λυπεω, κατατρίβω, βαρύνω, ταλαιπωρεω Weasel, yaλεη, contr. yaλη, /. αίλου- ρος, C. Xktis,/. Weather, {/air weather) ευδία, /. ευημερία, / αιθρία, /. αίθρη, /. : foul weather, δυσαίρία, /. χ^ιμίον^ m. : changeable weather, μιξαιθρία, f. μιξαίθριομ, η. Weather-beaten, αρ€μοτρ€φ^?, αν^μό- φθορο5 Weave, v. υφαίνω, ττΧίκω, 4μπλ€κω, Ισ- τουρ-γύω, στταθάω : to weave in, €^υφαίι/ω : to weave together, συμ- Ίτλΐκω, συνυφαίνω, διαιτλίκω Weaver, υφα.ντ))8, m. ύφάντρια, f. epi- θοε, f. : belonging to a weaver or weaving, ύφαντικ})5 Weaving, πλ€ξί5, f. e/x7rAe|is, /. ίσ· τουρ'γία, f. υφ^, f. ΰφανσι$, f. συν- ύφανσί$, f. Web, ΰφ)), f, ύφασμα, η, ιτλοκ^, f, iarhs, m. : a spider's web, cobweb, αράχνη, f. Web-footed, CT^yavS-Kous Wed, V, {of the man) γαμ^ω, }ίιτγομαι, ύμ^ναιάω; (ο/ the woman) Ύαμ^ομαι; {of both) νυμφεύω ά νυμφεύομαι Wedding, 'γάμοε, τη, τα νυμφεΤα Wedge, σφ^ν, m. Wedge, V. σφηνόω Wedge-shaped, σφ7}νο€ΐ^5 Wedging, σφ-ηνωσιε, f. Wedlock, ^άμο3, m. Weed, {sea-weed) φνκοε, η. φύκιον, η. Weed, V. ττοαζω, βοτανίζω Weeding, τΓοασμ05, m. βοτανισμ}>5, m. Weedy, φυκωδηε, φυκι0€ΐ5, βοτανώδηε Week, €βΒομαε,/, Weekly, €βδομα7θ5, €βδομαδικ})$ Weep, ν. δακρύω^ 4κδακρύω, καταΒα- I κρύω, ατΓοδακρύω, κλαίω, Att. κλάω, ανακλαίω, επικλαίω, μύρομαι Weeping, κλαυμα, η, κλaυθμhs, m. ySos, m. δάκρυμα, η. Weeping, adj. δακρυχ4ων, δακρυ0€ΐ5 : weeping much, ττολυδα/^ρι/^, πολυ- δάκρυτο,5, βαρύδακρυ3 : not weep- ing, άΒακρυχ, αδάκρυτο5 Weigh, ν. 'ίστημι, €λκω, ταλαντεύω, ταλαντόω ; intrans. {to he of such a weight) %λκω, ύyω : to weigh out, αφίσταμαι, σταθμάομαι, εττισταθμά- ομαι, ταλαντεύω : to weigh down, βρίθω, βαρύνω, εττιβαρεω : to be weighed down, βρίθω, καταβρίθω, βαρύθω Weighed down, βεβαρημένος Weighing, ταλάντωσι$,/. στάθμησιε,/. Weight, σταθμός, m. βάρος, η. βριθος, η, όλκ^, /. {importance) pon)], /. oyκoς, m. Weight) Weightiness, βαρύτης, / βριθοσύνη, f. 6yκoς, m, 561 WIIE Weighty, βαρύς, ^μβριθ^ς, βαρύσταθ- μας, βριθυς, δλκ-ίιεις Welcome, αστνασμός, τη. άσπασμα, η. Welcome, άσπαστ^ς,άσπάσιος, κλητ^,* αγαπητοί [μαι, ατγαττάζω Welcome, ν. άσιτάζομαι, φιλεω, δβχο- Welcome ! interj. χαίρε Welcoming, δεχόμενος, δε^ιούμενος Welfare, ευεστω, f ευδαιμονία, /. ευημερία, /. ευτυχία, /. όλβος, m. Well, φρεαρ, η. φρεάτια, f, : to dig a well, φρεωρυχεω Well, €δ, καλώς, χρηστώς Well ! ε^yε ; {in answer) εΐεν Well-born, εύyεv^s West, εσττερα, f, περάτη, f, ζόφος, m, ^^^y /· δνσ/χ^, /. δύσις, f, δύσις or δυσμαΙ ηλίου [pios Western, έσπερος, εσττεριος, 4τΓίζεφύ' West wind, ζέφυρος, m. Wet, νοτίς, f, ίκιιας, f. ύyp6τηs, j. AVet, ύyphς, νότιος, νοτερος, διερϊς, μυδαλεος, διαμυδαλεος, τεyκτhς, εν* vypos ; {rainy) ομβριος, δύσομβρος : wet through, διάβροχος, δίυypoς : to be wet, μνδάω, βρέχομαι, νοτί- ζομαί Wet, ν, υypalvω, νοτίζω, δενω, κατά- δεύω, διαίνω, βρέχω, διαβρέχω, Tiy- yω, άρδω, μυδαίνω Wetness, ύypότης, /. νοτίς, /. Wetting, βρεξις, f τεyζις, /. Whale, κήτος, η. φάλαινα^ /. : like a whale, κητώδης [ποΊος What ? τί; of what sort, οΊος, όττοΊος, Whatever, Whatsoever, όποιονουν, ότΓοιοστισουν, OTcGfios δ^, όποιόσπερ Wheat, τΓνρ})ς, m. πυρίδιον, η, : wheat flour, άλευρον, η. άλειαρ, η. Wheat-bearing, πυροφόρος, ττυρηφόρος Wheaten, πύρινος, πνριμος, πυράμινος Wheedle, ν. θωπεύω, εκθώπτω, ϋπο- σαίνω Wheel, τροχός, m. w^h, f. οχος, κύκλος, m. κύκλωμα, η. 6.^ων, m. ; magic wheel, toy^, f. βόμβος, m. Wheel, Wheel round, v, στρέφω, συστρεφω, ελελίζω, ελίσσω, πapάyω; intrans. επικάμπτω, άποκάμπτω, κνκλόομαι, κύκλφ περίειμι, στροφο- δινεομαι Wheeling, πaρayωy^, f. επικαμπ^, f. περιδρομ^, f. {^oυpyhς, m. AVheelwright, aρμaτoπηyhς, m. άμαξ- Whelp, σκυμvhς, m. σκύμνιον, η. σκύ- λα^, m. When? πότε· AVhen, Sre, 'όταν^ οπότε, δπόταν, ώς, ευτζ WHE WIG Whence, 'όθ€Ρ, δπόθβρ, ^νθ^ν ; interrog. ττόθ^ν ; adj. ττοδαπ^ί Whenever, επβιδάν Where, οδ, ίνθα^ 'όπου, 'όπη^ 'όθι, ίνα, γ ; interrog. ττοΟ, ττύι, ιτόθί : nowhere, ουΒαμου Whereas, iirelj eireib^ Wherefore, δι* ου, Βιότι, ^ιόπζρ, ουν^κα, 'dOeVf y Wheresoever, οττου Uy, owovirep, onov- trep Uv, διτοσαχη [όττοσαχη AVherever, oTrovirepj δτΐουουν, 'άπου tiVj Whet, V. 07770), ακονάω, ο^ύνω Whether, ei, elfre, etr* ovp : whether (of the two) 1 interrog. Trdrcpos ; adv. 7r0r€pou, TrJrepa (answered hy ^) : whether (of two), dirSrepos, Tr0T€pos ; adv. δποτ€ρω9, δτΓ0τ€ρορ, δπότ€ρα Whetstone, ακόν-η, f. θηΎανη, f. Whey, opphs or ophs, m. Which, %s, h\ which] interrog. ris: which (of two) ] πότ€ρο$ : which (of two), δπότβροε : whichever way, δποτ4ρω^, δτΓοτ^ρωσονν While, Whilst, ews, rews, οφρα, μ€- ταξυ, μ€χρι, τόφρα : worth while, Trpovpyou AVhim, διανόημα, η. διάνοια, f. Whimper, Whimpering, κνύζημα, η, κνυζηθμ'68, m. μινυρισμ})$, τη. Whimper, v. κνυζάομαι, μιννρίζω AVhimpering, μινυρ})$ Whine, v. μιννρίζω, κνυζάομαι Whining, μίνυρισμ68, m. κνυζηθμ}>?, m. AVhining, μίννρ})5 [κνύζημα, η. Whinny, ν. υβρίζω Whip, μάστι^^ /. μάρα'γνα, f. Ιμαε, m. μάσθληε, m. σκυτο$, η. Whip, ν. μαστίζω, μαστί-γόω Whipping, μαστί^ωσί$, /. : deserving whipping, μασπΎωσιμο^ AVhirl, dTvos, m. Whirl, V. δίνβω, επ/δίΐ^εω, ^ίν^ύω, βλίσ- σω, ζλ€λίζω, στρέψω, συστρέψω, κυκλόω, στροβέω Whirled, Βίνητ})5 Whirling, ^νη, /. h7vos, m. Ζίν^υμα, η. άθλλα, /. στρόβοε, m. στρόμβοε, m. Whirling motion, δίνησίς, f &e\\a,f Whirling, bιvη^hs, διν-ηβιε, δινώδη^ [/. Whirlpool, Βίνη, f. d7vos, m. χάρυβδιε, Whirlwind, άελλα, /. στρόβιλυε, 7n. δίνη, f. τυφ(1ύ5, ni. Whisper, \ριθύρισμα, η. Whisper, v. χ^/ιθυρίζω, ^ντρυλλίζω, υτΐζίττον Whisperer, y^^θυphs, m. χριθυρίστηε, w, 562 Whispering, ^\)ΐΒύρισμα, η. ^ιθυρισμ\>$, Whispering, y\ιLθυphs [wi. Whistle, σΟρίγΙ,/. viy\apo5,m. (sound) σύρι-γμα, η. συρι^μ6$, τη. Whistle, V. συρίζω, ύττοσυρίζω White, λ€υκ})?, ττόλιοί, apyhs, apyrieis, apy^s, apyipeos, Aev/c^pTjs, λ€υκό^ χρω9, λ€υκοφα}-ι5 : to be white, λ^υκανθίζω, Μυκαίνομαι, ύπολ^υκαί- νομαι, τΓολιαίνομαί : quite white, πάλ\€υκθ3 : white-armed, λ^υκόττη- χυ5, λζυκώλζνοε : white - crested, λ€υκό\οφθ5: white-haired, λβυκό' θρι^ : white-winged, λ€υκόπτ€ρο$ White of an egg, Aeu/cbr, η. Whiten, v. Μυκόω, Χ^υκαίνω Whiteness, λ€υκότηε, f. Whitening, \€ύκανσΐ5, f. White paint, \ρίμυθο$, m. χΙ/ιμύθιον, η» Whitewash, κονίαμα, η. Whitewash, v. κονιάω, \€υκόω [vos Whitewashed, Koviarhs, €ξαλη\ιμμ4- Whither] interrog. ττοΤ, τττ}, τΓ0σ€; (relative) ^ποι, 'όπη, δπ6σ€, fj, *όπηπ€ρ, ίνα, οΤ Whithersoever, 'όποι Uv, δπηoυy Whitish, 'παρά\ζυκο8 Whitlow, Ίταρωνυχία, /. Whiz, poXos, c. [βοιζέω Whiz, V. ροίζέω : whiz through, diap- Who] interrog. ris Who, ts, ^, t ; δ, η, rh ; *όστί5, ifiris, δ, τι ; 'όστΕ ; 'όστΓ€ρ, ήττερ, (iirep [Ηστιε δή Whoever, 'όσηε, ifjris, ο, η ; Ζστιε Uv ; Whole, '0Kos, TTus, σύμτταε, airas; (sound, healthy) hyL7]S, uyieivhs : on the whole, els rh τταν, iirl παν Wholeness, δλότηε, /. (soundness, health) ύγιεία, /. Ιχρηστ})5 Wholesome, iyieivhs, ύγι^» vyLηρhs, Wholly, adv. 'όλωε, ττάντω$ Whore, πόρνη, f. λαικάστρια, f. κα· σαλβα$, f. Whore, v. -πορνεύω, κασωρβύω, λαικάζω Whoredom, nopveia, f. μοιχεία, f. Whoremonger, iropvus, m. Whosoever, 'όστιε, τίιτιε, ο, τι; *όστΐ5 tiv : all whosoever, πα$ 'όστι$ Why? τί, δια τί, ίνα τί : why, (on what account) διότι, 'όθ^ν : why not ] τί μ^, τί yap, ττώί yap ου, ττώ$ δ' οΰ Wick, θρυαλΚΙε, f Wicked, KaKhs, πονηρίε, μοχθηρ6ε, φaύ\osJ KaKovpyos, iravodpyos, άλι- τηριοε, μιαρ})ε, &σωτο5 : wicked deed, κaκovpyημa, η. πavovρyημa, η. Wickedly, adv. κακώ$, πυνηρώ$, ττα- vυυpyωs, παρανόμων WIG WIT Wickednesg, κακία^ f. κακότης, f. κάκη, f. πορηρία^ f. μοχθηρία, f. KUKOvpyia, f. izavovpyia, f, φαυλό- Wicker, olamuos, irXcKrhs Wickerwork, ττΚί'γμα, η. ttX^kos, η. Wide, πλατι/ί, evpvs, €ύρυχωρ7)5 Widely, adv. evpv Wide-mouthed, ehpvaro^os Widen, v. ττΚατύνω, ^υρύνω Wide-spread, eupi/s Widow, XvpoL, /· Widow, V. χηρόω Widowed, xvposy euvis, &uaudpos Widowhood, χ-ηρ^ία, f. χηροσύι/η, f. Width, evpos, n. πλάτοε, η. €ύρύτη$,/. ττλατύτη^, /. [νωμάω Wield, V. πάλλω, κρατύνω, ανάσσω. Wife, yvv)]f /. ύλοχοΒ, /. Ζάμαρ, /. TrapaKOLTis, /. '-γαμ^τ^^ /. σύζυ^, /. awevycTis, f. [5r?s, opeiyhs Wild, HypLOs, ayp6repos, aypias, θηριώ- Wilderness, €ρημία, f. 4ρημο$,/, Wildly, adv, ayρίωs, iiypia Wildness, aypL0Tr]s, f. Wile, άττάτη, /. Βόλθ5, m. Wilful, ανθάΒη5, αυθαΒικ})5, αυτόβου- λθ9 : to be wilful, αύθαδίζομαι Wilfully, adv. αύθαδώ$ Wilfulness, αυθάδεία//. αυθα^Ια, f. Will, (testament) διαθτ^κη,/. δίάθεσ-ίϊ, /. : to make a will, Βιατίθ^μαι ; (wish, determination) βουλ^, f. βούλημα, η. βονληοηε, f. θέλημα, η. λημα, η. . Will, ν. βούλομαι, βθΕλω Willing, Ικών, eKovaios, ΐΓρ6Θυμο$, θ€- λ^μων, άσμ€νο3 : to be willing, €0€λω, τΓροθυμ€ομαι, αξιόω Willingly, adv. €Κ0Ρτ), a^^eVcos, e/cou- σίω9, ττροθύμωΒ, ΐΐροφρονίω$, pc^dh' Willingness, προθυμία, f. Willow, trea, /. : of willow, hi'Luos Win, V. κρατάω, νικάω, κομίζω, αίρομαι, κξρδαίνω Wind, ύν^μοΒ, m, πνοή, /. πνεύμα, η. αΰρα, /. α7]τη5, m. : fair wind, odpos, m. ουρία, f. : having a fair wind, οΰριο5 : east wind, edpos, m. : west wind, ζ4φυρο5, m. : north wind, βορ4α$, m. : south wind, v6tos, m. Wind, V. ελίσσω, ττλάκω, στρέφω ; {as a road) κάμπτω : to wind round, π€ρΐ€λίσσω Winding, €λιyμhs, m. καμπ)], f. Windlass, στρεβλή, /. ovos, m. σκυ- Window, θυρΪ5,/. [τάλη, f. Windy, αρ^μό^ιε^ αΡ€μώδη5, προστινβμο^ 663 Wine, oluo?, m. μ4θυ, η. : to pour out wine, οΙνοχο4ω : producing much wine, πολύοίνο3, οιν6πζδο$, οινοπλτ]- θη? : without wine, άοινο$ Wine-bibber, οΐι/οπόττηε, m. -τις, f. Wine-cellar, οίν^ων, Att. οίνων, m. Wine-merchant, οίνοπωλη^, m. υιν4μ- πορο$, m. : to sell wine, οινοπωλίω Wine-press, c. Wing, πτβρίν, η. πτ4ρυξ, f. πτίλον, η. : wing of an army, /cepas, n. : right wing, de^ihv Kepas : left wing, €ύώ- νυμον Kcpas Wiug, V. πτ€ρόω Winged, πτην})Β, π€Τ€ΐν})5, πτ€ρωτ})Β, πτepυyωτhs, πτβρόβιΒ, πτίροψόροΒ Wingless, απτην, άπτβροΒ Wink, ν. μύω, ^πιμύω, καταμύω Winnow, ν. λικμάω, άναλικμάω, βράσ- σω, πτίσσω Winnower, λικμητ^ρ, m. λικμητ^ε, m. Winnowing, λικμητοε, m. : winnow- ing-fan, πτύον, η. Winter, χ€ΐμ(1ύν, m. χ^ιμα, η. : of winter, χ^ιμ^ριοε, χζΐμ^ριν}}3 Winter, v. χ^ιμάζω, διαχειμάζω, eVi- Χ^ψάζω [/. Wintering, χειμασία, /. παραχειμασία. Wintry, xe^epivbs, χειμεριοε, Βυσχεί- μ€ρο$ Wipe, ν. σμ'ί)χω, σμάομαι, Βιασμάω, ψάα>, oμ6ρyvυμι : to wipe off or away, 4κσμάω, απομάσσω, 4κμάσσω, απο^άω, iξoμ6ρyvυμι Wisdom, σοφία, /. σύνεσι^, /. v6os, contr. vods, m. €πιστi)μη,f. Wise, σοφ})5, σώφρων, βϋβουλος, συν' eThs, %μφρων, πυκν})3, 4πιστ'ί]μων, βαθυ5, 4πίφρων, νοήμων, δαίφρων : to be wise, σοφίζομαι, σωφρονεω ^•Msely, adv. σοφώε, σωφρόνω$, φρο- )ιουντω3 Wish, ευχή, /. προθυμία, /. ίλδωρ, Ερ. έζλδωρ, η. Επιθυμία, /. : according to one's wish, κατά νόον or νουν, κατα yvώμηv Wish, V. βούλομαι, ζθελω, θελω, εύ- χομαι, yλίχoμaι, ελδομαι Wit, ay χίνοια, /. ευτραπελία, /. ασ- τειoλoyίa, /. κομ^^εία,/. κόμφευμα, η. Witch, yoT^Tis, f. φαρμακ\$, f. φαρμα- κεία, f. Witchcraft, yoΎ}τείa, /. yo7)τευμa, η, φαρμακεία, f. φαρμάκευσι$, f. With, συν ώ |ur, μετα, παρα : together with, δμου Withdraw, ν, aπάyω, avάyω, επavάyω, ϋπάyω, ύττεξάγω; intrans. αναχωρέω, ΛΥΙΤ WOR άποχωρ€ω, €ξαναχωρ€ω, άφίσταμαι, ύττά'/ω, επαι^άγω [/. αΐ'αχώρησίε, /. Withdrawal, Withdrawing, vTraywy^, Wither, v. μαραίνω, αυαίνω, ζ^αυαίνω, ξηραίνω, κάρψω ; intrans. μαραίνομαι, αττ ο μαραίνομαι, καταμαραίνομαι, συν- αυαίνομαι, κατακάρψομαι Withered, avos, ξηρhs Withering, μάρανσί5, f. αυόνη, f. Withhold, V. αττ^χω AVithin, evhov, ivThs, €Ϊσω d: ίσω, ίν^ο- Oev, €σωθ€ν : from within, evBodev, €σωθ€ν, ^vToaQev : to be within, Without, e|a>, ^v^v, eKrhs, χωρU, δίχα, άτ€ρ, νάσφί : from without, θύραθεν, €ξωθ€ν [υφίσταμαι Withstand, v. ανθίσταμαι, υπομένω, Witness, μάρτυ$, m. μάρτυρο$, m. έπιμάρτυε, m. €ΤΓΐμάρτνρο?, ΐϊΐ. συνίσ- τωρ, m. : fellow-witness, συμμάρτυε, m. : a false witness, ■^€υ^ομάρτυ3, m. {testimony) μαρτυρία, f. μαρτύ- ρων, η. : false witness, ^efSo^ap- τυρία, /. Witness, bear witness, v. μαρτυράω, €7Γΐμαρτυρ€ω, €κμαρτυρ€ω : to witness against, καταμαρτυράω : to bear witness together with, συμμαρτυ- ρ€ω, συνΕΊΓΐμαρτυρβω : to bear false witness, ψβυδο/χαρτυρεω : to bear false witness against, καταφΕυΒο- μαρτυρΕω : to call witness, μαρτύ- ρομαι, βπιμαρτνρομαί, κλ-ητβύω AVittily, adv. κομ\ρώ·ί, €μμ€λώ5 AVittingly, €7Γΐστημόνω3 AVitty, κoμ^phs, αστ€Ϊ05, €υτράτΓ€λθ9, €μμ€λ^5, y€\o7os Wizard, 7^^^^? '''^· ^ci^os, m. Woe, λύπη,/. y0os, m. άχοε, η. ταλαι- AVoeful, λυπηρο5, yoephs [πωρία, f. AVolf, λύκο$, m. : she-wolf, Κύκαινα, f. Χυκαιν\$, f. : λυοΙΓ s cub, AifKiBehs, m. : of or belonging to a wolf, λύκ€ΐοε AVolfish, λυκώΒη5 Woman, yυvr|, f. yijvaiov, n. j) θηλαία : an old woman, ypads, f. ypaTa, f. : of or belonging to women, 71^- vaiKELOs, yhvaios : fond of Λνοηιοη, , ττερίβιλω, καθ^λίσσω : to wrap oneself in, 4ρ€λίσσομαι: to be wrapped in, ανελίσσομαι Wrath, opjT}, f. θυμός, m. χόλος, m. χολ-ή, /. μηνις, /. κότος, m. Wrathful, θυμοιτληθ^ς, παρίθυμος, χο- λωτός, ζάκοτος, βαρύμηνις, κοτηεις, 6pyίλoς Wrathfully, adv. ορ-γίλως Wreath, στέφανος, m. στέμμα, η, στ€φάνη, /. στέφος, η. ττλΕΚΤ'ή, /. Wreathe, ν. στέφω, ττεριστέφω,ττλέκω, Wreathed, ττλΕΚτός [αναπλέκω Wreck, ναυά'γιον, η. (usually pL), ναυα-γία, f. : to be wrecked, ^ναυ· α'γέω, φθείρομαι, έκττίτττω Wrecked, ναυα·γός, ναύφθορος Wren, τροχίλος, m. ορχίλος, m. Wrench, v. στρεβλόω 565 Wrest, V. στρέφω Wrestle, v. τταλαίω Wrestler, παλαιστής, m. Wrestling, παλτ/, /. ττάλαισμα, η. Wretch, άλάστωρ, πι. Wretched, άθλιος, ταλαίπωρος, otfixpbs, άνολβος, κακο^αίμων Wretchedly, adv. άθλίως, λυΎρώς Wretchedness, αθλιότ-ης, /. οϊζυς, /. Wriggle, ν. είλνομαι [ζυσδαιμονία, /. Wriggling, αιόλος Wring, ν. συμπιέζω Wrinkle, βυτίς, /. φαρκίς, /. Wrinkle, ν. κάρφω, ρυσόω : to be wrinkled, βυσόομαι, ^υτώόομαι Wrinkled, Ι)υσός, βυτιδώδης, στρεβλός, Wrist, καρπός, m, [φαρκιδώδης Write, ν, Ύράφω, συyypάφω, κατά- yράφω : to write in or on, iyypa- φω, iπιyράφω : to write up or out, avay ράφω : to write under, υπο- yράφω : to write besides, προσ-, ypάφω, πaρaypάφω: to write in answer, avτιypάφω [συyyρaφευς, m. Writer, yρaμμaτευς, m. yρaφευς', m» Writhe, v. λυyίζoμaL Writhing, λυyισμός, m. Writing, ypaφ)], f. yράμμa, n. συγ· ypaφ)], f. σύyy ράμμα, η. Wrong, αδικία, f. αδίκημα, η. Wrong, V. αδικέω, βλάπτω, βιάζομαι, κaκoυpyέω, σίνομαι Wrongful, άδικος, παράνομος Wrongfully, adv. αδίκως, κακώς, έξ- ημαρτημένως Wroth, θυμοπληθτ]ς, ζάκοτος, βαρύ- μηνις, χολωτος : to be wroth, όρ- yίζoμaι, θυμόομαι Wry, σκολιός, διάστροφος^ στρζβλ05 γ. Yacht, κελϊΐς, /. Yard, (court) αυλ^ι, /. (sailyard) κεραία, /. άρμενα, η. pL Yard, (measure) ττηχυς, m. Yarn, ηλάκατα, η. pi. Yawn, Yawning, χάσμα, η. χάσμημα, η. Yawn, V. χαίνω, αναχαίνω, διαχαίνω. Yea, να\, μάλιστα [χάσκω, χασμάω Year, eroy, η. ένιαυτός, τη. λυκάβας, m. : of or belonging to a year, ετειος, ενιαύσιος, επέτειος, ετ'ί]σιος, επετ'ί]σιος : last year, πέρυσι or πέρυσιν : of or belonging to last year, περύσινος : next year, εις νέωτα: of two years, two years old, διέτης YEA Yearly, iviaxxnos, eneTCios Yell, Yelling, νλακη^ f. KKayy)], /. Yell, V. ύλακτίω, ύλάω Yellow, ^avdhs : light yellow, wxpbs, "XXwphs, νττόχλωροε Yelp, V. υΧακτύω, ύλάω Yes, pal, μάλιστα Yesterday, X^es, ex^es, χθιζον^ rh χθίζ})ν, χθίζα ; adj. xdeaivhs, χΘιζ}>3 Yet, €Τί, TTco: not yet, οί/πω, μηττω, ου^ύττω : and yet, καί tol Yew, σμ^λαξ, f. μΐλαξ, f. Yield, V. intrans. βίκω, υττ^ίκω, (Tvy- χωρ4ω, ΊτροσχωρΕω, €κχωρ6ω, υψίβ- /ζαί, τταρίσταμαι, υττοκατακλίνομαι, βπίτρεττω, (act.) ζρΒίδωμι, ύποδίδωμί, ξψί'ημι, Ίταρίημι Yoke, Cvyhif, η. ζ€vyos, η. ζ€ύyλη, /. Yoke, ν. ζ€vyvvμι, ύ^Γoζ^ΰyvυμL : to yoke together, συζ^ύyvυμ.L Yolk, {of an egg) λ4κίθο$, f. You, συ ; pi. ύμ^ι^ ; dual, σφώϊ, ίτφώ : of or belonging to you two, σφω- trepos : of you, of yourself, σβαυ- του, -η5 Young, veoSf veaphs, veavmos, v^avias '. young man, veaviaSf m. νζανίσκο3, m. : young woman, peauis, f. : to act like a young man, ν^ανίζύομαι. ZOO ν^ανιζω : to be young, ηβαω, ue- άζω : to grow young again, αν-ηβάω Young, the, {of animals, ijrnkll, M.Inst. C.E. Seventh Edition, revised, with large additions by D. JCinnkar Clark, M.Inst. C.E. 6s. 6d., Cloth boards, 7s. 6d. MECHANICAL ENGINEERING, ETC. 33. CRANES, the Construction of, and other INIacliinery for Raising Heavy Bodies. By Joseph Glynn, F.R.S. Illustrated, is. 6d 34. THE STEAM ENGINE. By Dr. Lardner. Illustrated, is. 6d. 59. STEAM BOILERS : their Construction and Management. By R. Armstrong, C.E. Illustrated, is. 6d. 82. THE POWER OF WATER, as applied to drive Flour Mills, and to give motion to Turbines, &c. By Joseph Glynn, F.R.S. 2s.t 98. PRACTICAL MECHANISM, the Elements of; and Machine Tools. By T. Baker, C.E. With Additions by J. Nasmyth, C.E. 2s. 6d.t 139. THE STEAM ENGINE, a Treatise on the Mathematical Theory of, with Rules and Examples for Practical Men. By T. Baker, C.E. is. 6d. 164. MODERN WORKSHOP PRACTICE, as appUed to Marine, Land, and Locomotive Engines, Floating Docks, Dredging Machines, Bridges, Cranes, Ship-building, &c., &c. By J. G. Winton. Illustrated. 3s.t 165. IRON AND HEAT, exhibiting the Principles concerned in the Construction of Iron Beams, Pillars, and Bridge Girders, and the Action of Heat in the Smelting Furnace. By J. Armour, C.E. 2s. 6d.t 166. POWER IN MOTLON : Horse-Power, Toothed-Wheel Gearing, Long and Short Driving Bands, and Angular Forces. By J. Armour, 2s.6d.4: 171. THE WORKMAN'S MANUAL OF ENGINEERING DRAWING. By J. Maxton. 5th Edn. With 7 Plates and 350 Cuts. 3s. 6d.$ 190. STEAM AND THE STEAM ENGINE, Stationary and Portable. By John Sewell and D. K. Clark, M.I.C.E. 3s. od.t 200. FUEL, its Combustion and Economy. By C. W. Williams, ΛVith Recent Practice in the Combustion and Economy of Fuel — Coal, Coke. Wood, Peat, Petroleum, &c.— by D. K. Clark, M.I.C.E. 3s. 6d.i 202. LOCOMOTIVE ENGINES. By G. D. Dempsey, C.E. ; with large additions by D. Kinnear Clark, M.I.C.E. 35.* 211. THE BOILERMAKER'S ASSISTANT in Drawing, Tem^ plating, and Calculating Boiler and Tank Work. By John Courtney, Practical Boiler Maker. Edited by D. K. Clark, C.E. 100 Illustrations. 2s. 217. SEWING MACHINERY : Its Construction, History, &c., with full Technical Directions for Adjusting, &c. By J. W. Urquhart, C.E. 2s. 1 223. MECHANICAL ENGINEERING. Comprising Metallurgy, Moulding, Casting, Forging, Tools, AVorkshop Machinery, Manufacture oi the Steam Engine, &c. By Francis Campin, C.E. 2s. 6d.i 236. DETAILS OF MACHINERY. Comprising Instructions for the Execution of various Works in Iron in the Fitting-Shop, Foundry, and Boiler-Yard. By Francis Campin,'C.E. 3s.i 237. THE SMITHY AND FORGE; including the Farrier's Art and CoachSmithing. By W." J. E. Crane. Illustrated. 2s. 6d,i 238. THE SHEET-METAL WORKER'S GUIDE; a Practical Hand- book for Tinsmiths, Coppersmiths, Zincworkers, &c. With 94 Diagrams and Working Patterns. By W. J. E. Crane, is. 6d. The t indicates that these vols, may be had stroitgly bound at td. extra. 7, STATIONERS' HALL COURT, LUDGATE HILL, E.C. 4 WEALE*S RUDIMENTARY SERIES. MINING, METALLURGY, ETC. 4. MINERALOGY^ Rudiments of; a concise View of the Properties of Minerals. By A. Ramsay, Jun. Woodcuts and Steel Plates. 3s. t 117. SUBTERRANEOUS SURVEYING, Elementary and Practical Treatise on, with a^nd without the Magnetic Needle. By Thomas Fenwick, Surveyor of Mines, and Thomas Baker, C.E. Illustrated. 2s. 6d.i 133. METALLURGY OF COPPER ; an Introduction to the Methods of Seeking, Mining, and Assaying Copper, and Manufacturing its Allo5's. By Robert H. Lamborn, Ph.D. Woodcuts. 2s. Cd.t 135. ELECTRO-METALLURGY ; Practically Treated. By Alex- ander Watt, F.R.S.S.A. Eighth Edition, revised, with additional Matter and Illustrations, including the most recent Processes. 3s. i 172. MINING TOOLS, Manual of. For the Use of Mine Managers, Agents, Students, &c. By William Morgans. 2s. 6d.t 172*. MINING TOOLS, ATLAS of Engravings to Illustrate the above, containing 235 Illustrations, drawn to Scale. 4to. 4s. 6d. ; cloth boards, 6s. 176. METALLURGY OF IRON Containing History of Iron Manu- facture, Methods of Assay, and Analyses of Iron Ores, Processes of Manu- facture of Iron and Steel, &c. By H. Bauerman, F.G.S. Fifth Edition, revised and enlarged^ 5s. ί i8o. COAL AND COAL MINING. By Warington W. Smyth, M.A., F.R.S. Fifth Edition, revised. With numerous Illustrations. 3s. 6d4 195. THE MINERAL SURVEYOR AND VALUER'S COM- PLETE GUIDE, with new Traverse Tables, and Descriptions of Improved Instruments ; also the Correct Principles of Laying out and Valuing Mineral Properties. By William Lintern, Mining and Civil Engineer. 3s. 6d4 214. SLATE AND SLATE (2i/'^i?i?F/iV6^, Scientific, Practical, and Commercial. By D. C. Davies, F.G.S. , Mining Engineer, &c. 33.$ 220. MAGNETIC SURVEYING, AND ANGULAR SURVEY^ ING, with Records of the Peculiarities of Needle Disturbances. Compiled from the Results of carefully made Experiments. By W. Lintern. 2s. No. ARCHITECTURE, BUILDING, ETC. 16. ' ARCHITECTURE— ORDERS— ThQ Orders and their Esthetic Principles. By W. H. Leeds. Illustrated, is. 6d. 17. ARCHITECTURE— STYLES— T\iQ History and Description of the Styles of Architecture of Various Countries, from the Earliest to the Present Period. By T. Talbot Bury, F.RJ.B.A., &c. Illustrated. 2S. Orders and Styles of Architecture, in One Vol., 35. td. 18. ARCHITECTURE— DESIGN— T\iQ Principles of Design in Architecture, as deducible from Nature and exemplified in the AVorks of the Greek and Gothic Architects. Β} E. L. Garbett, Architect. Illustrated. 2s.6d. ·** The three precedins: Woi-hs, in One handsome Vol., half bound, entitled "Modern Architecture," /r/^-e 6i. 22. THE ART OF BUILDING, Rudiments of. General Principles of Construction, Materials used in Building, Strength and Use of Materials, Working Drawings, Specifications, and Estimates. By E. Dobson, 2S.t 25. MASONRY AND STONECUTTING ; in which the Principles of Masonic Projection and their application to the Construction of Curved Wing-Walls, Domes, Oblique Bridges, and Roman and Gothic Vaulting, are explained. By Edward Dobson, M.R.I.B.A., &c. 2s. Gd.i 42. COTTAGE BUILDING. By C. Bruce Allen, Architect. Ninth Edition, revised and enlarged. Numerous Illustration?, is. 6d. 45. LIMES, CEMENTS, MORTARS, CONCRETES, MASTICS, PLASTERING, &c. By G. R. Burnhll, C. E. Twelfth Edition, is. 6d . The X indicates thai these vols, may be had stroiiecly bound at 6d. extra. LONDON : CR()Sr>Y LOCKWOOD AND CO., weale's rudimentary series. 5 Architecture, Building, etc., continued, 57, WARMING AND VENTILATION, An Exposition of the General Principles as applied to Domestic and Public Buildings, Mines, Lighthouses, Ships, &c. By Tomlinson, F.R.S., &c. Illustrated. 3s. III. ARCHES, PIERS, BUTTRESSES, Experimental Essays on the Principles of Construction. By W. Bland. Illustrated, is. 6d. . 116. 77/^5" ACOUSTICS OF PUBLIC BUILDINGS; or, The Principles of the Science of Sound applied to the purposes of the^Architect and Builder. By T. Roger Smith, M.R.I.B.A., Architect. Illustrated, is. 6d. 127. ARCHITECTURAL MODELLING IN PAPER, the Art of. By T. A. Richardson, Architect. Illustrated, is. 6d. 128. VITRUVIUS — THE ARCHITECTURE OF MARCUS VITRUVIUS PC LLC. In Ten Books. Translated from the Latin by Joseph GwiLT, F.S.A., F.R.A.S. With 23 Plates. 5s. 130. GRECIAN ARCHITECTURE, An Inquiry into the Principles of Beauty in ; with an Historical View of the Rise and Progress of the Art in Greece. By the Earl of Aberdeen, is. *#* The tzvo preceding Works in One handsome VoL, half bound, entitled "Ancient Architecture," price 6^. 132. THE ERECTION OF DWELLING-HOUSES, Illustrated by a Perspective View, Plans, Elevations, and Sections of a pair of Semi- detached Villas, with the Specification, Quantities, and Estimates, &c. By S. H. Brooks. New Edition, with Plates. 2s. 6d.i 1 56. QUANTITIES AND MEASUREMENTS, How to Calculate and Take them in Bricklayers', Masons', Plasterers', Plumbers', Painters', Paper- hangers', Gilders', Smiths', ^Carpenters', and Joiners' Work. By A. C. Beaton, Architect and Surveyor. New and Enlarged Edition. Illus. is. 6d.- 175. LOCKWOOD CO:S BUILDER'S AND CONTRACTOR'S PRICE BOOK, containing the latest Prices of all kinds of Builders' Materials and Labour, and of all Trades connected with Building, &c., &c. Edited by F.;T. W. Miller, Architect. Published annually. 3s. 6d. ; half bound, 4s. 182. CARPENTRY AND JOINERY— Elementary Prin- ciples OF Carpentry. Chiefly composed from the Standard Work of Thomas Tredgold, C.E, With Additions from the Works of the most Recent Authorities, and a TREATISE ON JOINERY by E. Wyndham Tarn, M.A. Numerous Illustrations. 3s. 6d,i 182*. CARPENTRY AND JOINERY, ATLAS of 35 Plates to accompany the above. With Descriptive Letterpress. 4to. 6s. ; cloth, 7s. 6d. 185. THE COMPLETE MEASURER ; the Measurement of Boards, Glass, &c. ; Unequal-sided, Square-sided, Octagonal-sided, Round Timber and Stone, and Standing Timber, &c. By Richard Horton. Fourth Edition. 4s. ; strongly bound in leather, 5s. 187. HINTS TO YOUNG ARCHITECTS, By G. Wightwick. New Edition. By G. H. Guillaume. Illustrated. 3s. 6d4 188. HOUSE PAINTING, GRAINING, MARBLING, AND SIGN WRITING : containing full information on the Processes of House-Painting, the Practice of Sign-Writing, the Principles of Decorative Art, a Course of Elementary Drawing for House-Painters, Writers, &c., &c. With 9 Coloured Plates, and nearly 150 Wood Engravings. By Ellis A. Davidson. Third Edition, revised. 5s. cloth limp ; 6s. cloth boards. 189. THE RUDIMENTS OF PRACTICAL BRICKLAYING, In Six Sections : General Principles ; Arch Drawing, Cutting, and Setting Pointing ; Paving, Tiling, Materials ; Slating and Plastering ; Practical Geometry, Mensuration, &c. By Adam Hammond. Illustrated, is. 6d. 19I0 PLUMBING, A Text-Book to the Practice of the Art or Craft of the Plumber. With Chapters upon House Drainage. Fourth Edition. ΛVith 330 Illustrations. By ΛΥ. P. Buchan. 3s. 6d.1: The X indicates that these vols, may be had strongly bound at 6d. extra. 7, stationers' hall COURT, LUDGATE HILL, E.C, 6 weale's rudimentary series. Architecture, Building, etc., continued, 192. THE TIMBER IMPORTER'S, TIMBER MERCHANT Sy and BUILDER'S STANDARD GUIDE. By Richard E. Grandy. Second Edition, Revised. 334 206. A BOOK ON BUILDING, Civil and Ecclesiastical^ including Church Restoration, With the Theory of Domes and the Great Pyramid, &c. By Sir Edmund Beckett, Bart., LL.D.,Q.C.,F.R.A.S. 4s. 6d.t 226. THE yOlNTS MADE AND USED BY BUILDERS in the Construction of various kinds of Engineering and Architectural Works. By Wyvill J. Christy, Architect. With upwardsoi 160 Engravings on \Vood. 3s. t 228. THE CONSTRUCTION OF ROOFS OF WOOD AND IRON (An Elementary Treatise on). By E. Wyndham Tarn, M.A., Architect. Second edition, revised and corrected, is. 6d. 229. ELEMENTARY DECORATION : as applied to the Interior and Exterior Decoration of Dwelling-Houses, &c. By James W. Facey, Jun. Illustrated with Sixty-eight explanatory Engravings. 2s. 230. HANDRAILING (A Practical Treatise on). Showing New and Simple Methods for finding the Pitch of the Plank, Drawing the Moulds, Bevelling, Jointing-up, and Squaring the Wreath. By George Collings. Illustrated v^ith Plates and Diagrams, is. 6d, 247. BUILDING ESTA TES : a Rudimentary Treatise on the Develop- ment, Sale, Purchase, and General Management of Building Land, including the Formation of Streets and Sev(7ers, and the Requirements of Sanitary Authorities. By Fowler Maitland, Surveyor. Illustrated. 2s. 248. PORTLAND CEMENT FOR USERS, By Henry Faija, Assoc. M. Inst. C.E. Second Edition, corrected. Illustrated. 2s. SHIPBUILDING, NAVIGATION, MARINE ENGINEERING, ETC. 51. NAVAL ARCHITECTURE, the Rudiments of; or an Exposi- tion of the Elementary Principles of the Science, and their Practical Appli- cation to Naval Construction. Compiled for the Use of Beginners. By James Peake. Fifth Edition, with Plates and Diagrams. 3s. 6d.i 53*. SHIPS FOR OCEAN AND) RIVER SERVICE, Elementary and Practical Principles of the Construction of. By Hakon A. Sommer- FELDT, Surveyor of the Royal Norwegian Navy. With an Appendix, is. 6d. 53**. AN ATLAS OF ENGRA VINGS to Illustrate the above. Twelve large folding plates. Royal 4to, cloth. 7s. 6d. 54. MASTING, MAST-MAKING, AND RIGGING OF SHIPS, Rudimentary Treatise on. Also Tables of Spars, Rigging, Blocks; Chain, Wire, and Hemp Ropes, &c., relative to every class of vessels. By Robert Kipping, N.A. Fifteenth Edition. Illustrated. 25.$ <4*. IRON SHIP-BUILDING. With Practical Examples and Details for the Use of Ship Owners and Ship Builders. By John Grantham, Con- sulting Engineer and Naval Architect. 5th Edition, with Additions. 4s. 54**. AN ATLAS OF FORTY PLATES to Illustrate the above. Fifth Edition. 4to, boards. 38s. 55. THE SAILOR'S SEA BOOK: 2l Rudimentary Treatise on Navigation. Part I. How to Keep the Log and Work it off. Part II. On rir.ding the Latitude and Longitude. By James Greenwood, B.A. To wnich are added, the Deviation and Error of the Compass ; Great Circle Sailing; the International (Commercial) Code oi Signals; the Rule of the Roao at Sea; Rocket and Mortar Apparatus lor Saving Lite; the Law ot Storms; and a Brief Dictionary of Sea lerms. With Coloured Plates of Fiags, &c. New, and enlarged edition. By ΛΥ. Η. Rosser. 2s. 6d.; The 1 indicatei, thai these vols, may be haa strongly bound at 6d. t.xtta. LONDON : CROSBY LOCKWOOD AND CO., weale's rudimentary series. 7 Shipbuilding, Navigation, Marine Engineering, etc., cont. 80. MARINE ENGINES, AND STEAM VESSELS. By Robert Murray, C.E. Eighth Edition. [/« preparation. Zihis, THE FORMS OF SHIPS AND BOATS: Hints, Experiment- ally Derived, on some of the JVinciplcs regulating Ship-building. ^^V Bland. Seventh Edition, revi.sed,with numerous Illustrations and Models. is.Od. 99. NAVIGATION AND NAUTICAL ASTRONOMY, in Theory and Practice, liy Prof. J. R. Young. New Edition, including the requisite Elements from the Nautical Almanac for working the Problems. 2S. 6d. 106. SHIPS'ANCHORS,2iTre2iiheon, By G. Cotsfxl, N.A. is.6d. lAQ, SAILS AND SAIL-MAKING, an Elementary Treatise on. With Draughting, and the Centre of Effort of tlie Sails. Also, Weights and Sizes of Ropes ; Masting, Rigging, and Sails oi Steam Vessels, &c., S^c. Eleventh Edition, enlarged, with an Appendix. By Rohekt Kipping, N.A., Sailmaker, Quayside, Newcastle. Illustrated. 2s. 6d.1: ICC. THE ENGINEER'S GUIDE TO THE ROYAL AND *' MERCANTILE NAVIES. By a Practical Engineer. Revised by D. F. McCarthy, late of the Ordnance Survey Office, Southampton. 3s. 55 PRACTICAL NAVIGATION, Consisting of The Sailor's \r Sea- Book. By James Greenwood and W. H. Rosser. Together with Jr. the requisite Mathematical and Nautical Tables for the Workmg of the ^"4· Problems. By Henry Lav;^, C.E., and J. R. Young, formerly Professor ot Mathematics in Belfast College. Illustrated with numerous Wood Engrav- ings and Coloured Plates. 7s. Strongly half-bound in leather. — \ AGRICULTURE, GARDENING, ETC. (,ι*, READY RECKONER FOR THE ADMEASUREMENT OF LAND, including Tables showing the price of work from 2s. 6d. to per acre, and other useful Tables. By Abraham Arman. Second Edition, corrected and extended by C. Norris, Surveyor, &c. 2s. {Just published. 131. MILLER'S, MERCHANTS, AND FARMER'S READY RECKONER. With approximate values of Millstones, Millwork, &c. is. 140. SOILS, MANURES, AND CROPS, (Vol. i. Outlines of Modern Farming.) By R. Scott Burn. Woodcuts. 2S. 141. FARMING FARMING ECONOMY, Notes, Historical and Practical, on. (Vol. 2. Outlines of Modern Farming.) ByR. Scott Burn. 3s. 142. STOCK; CATTLE, SHEEP, AND HORSES. (Vol. 3. Outlines of Modern Farming.) ByR. Scott Burn. Woodcuts. 2s. 6d. 145. DAIRY, PIGS, AND POULTRY, Management of the. By R. Scott Burn. With Notes on the Diseases of Stock. (Vol. 4. Outlines of Modern Farming.) Woodcuts. 2s. 146. UTILIZATION OF SEWAGE, IRRIGATION, AND RECLAMATION OF WASTE LAND. (Vol. 5. Outlines of Modern Farming.) By R. Scott Burn. Woodcuts. 2s. 6d. * * Nos. 140-1-2-5-6, in 0?te Vol., handsomely ha If- bound, entitled "Outlines of * * Modern Farming." By Robert Scott Burn. Price \2s. 177. FRUIT TREES, The Scientific and Profitable Culture of. From the French of Du Breuil. Revised by Geo. Glenny. 187 Woodcuts. 3s. 6d.t •198. SHEEP; THE HISTORY, STRUCTURE, ECONOMY, AND DISEASES OF. By W. C. Spooner, M.R.V.C, &c. Fourth Edition, enlarged, including Specimens of New and Improved Breeds. 3s. 6d.i 201. KITCHEN GARDENING MADE EASY, Showing how to prepare and lay out the ground, the best means of cultivating every known Vegetable and Herb, &c. By George M. F. Glenny. is. βά.Χ The t indicates that these vols, may be had strong ly bound at bd. extra. 7, STATIONERS' HALL COURT, LUDGATE HILL, E.G. δ weale's rudimentary series. Agriculture, Gardening, etc., continued. 207. OUTLINES OF FARM MANAGEMENT, and the Organu zaiion of Farm Labour : Treating of the General Work ot the Farm; Field and Live Stock; Details of Contract Work; Specialities of Labour, &c., &c. By Robert Scott Burn. 2s. 6d.T 208. OUTLINES OF LANDED ESTATES MANAGEMENT: Treating of the Varieties of Lands, Methods of Farming, Farm Buildings, Irrigation, Drainage, &c. By R. Scott Burn. 2s. 6d4 *** Nos>., 207 ^ 208 in One Vol., handsomely half-bound, entitled " Outlines of Landed Estates and Farm Management." By R. Scott Burn. Price 6i. 209. THE TREE PLANTER AND PLANT PROPAGATOR, A Practical Manual on the Propagation of Forest Trees, Fruit Trees, Flowering Shrubs, Flowering Plants, &c. By Samuel AYood. 2s4 210. THE TREE PRUNER. A Practical Manual on the Pruning of Fruit Trees, including also their Training and Renovation ; also the Pruning of Shrubs, Climbers, and Flowering Plants. By Samuel Wood. 2s.i *** Nos. 209 <5>' 210 in One Vol., handsomely half-bound, eittitled "The Tree Planter, Propagator, and Pruner." By Samuel Wood. Price ^s. 2i8. THE HA Y AND STRA W MEASURER : Being New Tables for the Use of Auctioneers, Valuers, Farmers, Hay and Straw Dealers, &c., forming a complete Calculator and Ready- Reckoner, especially adapted to persons connected with Agriculture. Fourth Edition. By John Steele. 2s. 222. SUBURBAN FARMING. The Laying-out and Cultivation of Farms, adapted to the Produce of Milk, Butter, and Cheese, Eggs, Poultrj', and Pigs. By Prof. 'John Donaldson and R. Scott Burn. 3s. 6d.t 231. THE ART OF GRAFTING AND BUDDING, By Charles Baltet. With Illustrations. 2s. 6d.1: 232. COTTAGE GARDENING; or, Flowers, Fruits, and Vegetables for Small Gardens. By E. Hobday, is. 6d. 233. GARDEN RECEIPTS. Edited by Charles W. Qum. is.6d, 234. THE KITCHEN AND MARKET GARDEN. By Con- tributors to " The Garden." Compiled by C. W. Shaw, Editor ot " Garden- ing Illustrated." 430 pp. 3s. ί 239. DRAINING AND EMBANKING. A Practical Treatise, em- bodying the most recent experience in the Application oi Improved Methods. By John Scott, late Professor of Agriculture and Rural Economy at tiie Royal Agricultural College, Cirencester. AVith 68 Illustrations, is. 6d. 240. IRRIGA TION AND WA TER SUPPL Y. A Treatise on Water Meadows, Sewage Irrigation, IVarping, &c. ; on the Construction of Wells, Ponds, and Reservoirs; and on Raising \\''ater by ]\Iachinery tor Agricul- tural and Domestic Purposes. By Professor John Scoti. With 34 Illustra - tions. IS. 6d. 241. FARM ROADS, FENCES, AND GATES. A Practical Treatise on the Roads, Tramways, and Waterways ot the Farm ; the Piinciplcs of Enclosures ; and the different kinds ot Fences, Gates, and Stiles. By Professor John Scott. AVith 75 Illustrations, is. 6d. [Just published. 242. FARM BUILDINGS. A Practical Treatise on the Buildings necessary for various kinds ot P'arms, their Arrangement and Construction, ir.c:luding Plans and Estimates. i^>y Protessoi John Scott. With 105 lllus^ trations. 2s. VJnst published. l\'cs. to 2^2 for jn part of ^cOTT^s^' FkVi^i Kngineering Ί κχτ Books." ΊΛλ /ollowing Volu'/nes, coinpleting the Series, are in active prepai-atwn .· — Bakn Jmplkmenis and Machines. | Field Implemenis and Machines. Agkicultukal Surveying, Levelling, &.c. The 4 indicates that these vols, may be had strongly bound at 6d. extra. LONDON : CROSBY LOCKWOOD AND CO., WEALES RODIMENTARV SERIES. 9 MATHEMATICS, ARITHMETIC, ETC. 32. MATHEMATICAL INSTRUMENTS, a Treatise on; in which their Construction and the Methods of Testing, Adjusting-; and Usin(>- them arc concisely Explained, Pjy J. F. Huather, Μ.Λ., of the Royal Military Academy, VVoolwich, Original Edition, in i vol., Illustrated, is, od. \* In ordering the above, be careful to say, " Original Edition " \No, 3?), to distin- guish it from the Enlarged Edition in 3 vols. {Nos. 168-9-70,) ^(j. DESCRIPTIVE GEOMETRY, an Elementary Treatise on; with a Theory of Shadows and of Perspective, extracted from the French of G. MoNGR. To which is added, a description of the Principles and Practice of Isometrical Projection. By J. F, Heather, M.A. With 14 Plates. 2s. 178. PRACTICAL PLANE GEOMETRY: giving the Simplest Modes of Constructing Figures contained in one Plane and Geometrical Con- struction of the Ground. By J. F. Heather, M.A. With 215 Woodcuts. 2S. 179. PROJECTION : Orthographic, Topographic, and Perspective. By J. F. Heather, M.A. [In preparation. The above three volumes will form a Complete Elementary Course of Mathematical Dravvino. 83. COMMERCIAL BOOK-KEEPING, With Commercial Phrases and Forms in English, French, Italian, and German. By James Haddon. M.A., Arithmetical Master of King's College School, London, is. od, 84. ARITHMETIC, a Rudimentary Treatise on : with full Explana- tions of its Theoretical Principles, and numerous Examples for Practice, By Professor J. R. Young. Tenth Edition, corrected, is. od. 84*. A Key to the above, containing Solutions in full to the Exercises, together with Comments, Explanations, and Improved Processes, for the Use of Teachers and Unassisted Learners. By J. R. Young, is. od. EQUA TIONAL ARITHMETIC, applied to Questions of Interest. 8^*, Annuities, Life Assurance, and General Commerce ; with various Tables by which all Calculations may be greatly facilitated. By W. Hipsley. 2S. 86. ALGEBRA, the Elements of. By James Haddon, M.A. With Appendix, containing miscellaneous Investigations, and a Collection of Problems in various parts of Algebra. 2s. 86*. A Key and Companion to the above Book, forming an extensive repositop' of Solved Examples and Problems in Illustration of th^ various Expedients necessary in Algebraical Operations. By J. R. Younj. is. 6d. 88. EUCLID, The Elements OF : with many additional Propositions ^g, and Explanatory Notes : to which is prehxed, an Introductory Essay on Logic. By Henry Law, C.E. 2s. 6d.t Sold also separately, viz. : — * 88. Euclid, The First Three Books. By Henry Law, C.E. is, od. ' 89. Euclid, Books 4, 5, 6, 11, 12. By Henry Law, C.E. is, od. 90. ANALYTICAL GEOMETRY AND CONIC SECTIONS, By James Hann. A New Edition, by Professor J. R. Young. 2s.t 91. PLANE TRIGONOMETRY, the Elements of. By James Hann, formerly Mathematical Master of King's College, London, is. 6d. 92. SPHERICAL TRIGONOMETRY, the Elements of. By James Hann. Revised by Charles H. Dowling, C.E. is. *** Or with "The Elernents of Plane Trigonometry,^'' in One Volume, is. 6d. 93. MENSURATION AND MEASURING, AVith the Mensuration and Levelling of Land for the Purposes of Modern Engineering. By T. Baker, C.E. New Edition by E. Nugent, C.E. Illustrated, is, 6d. 101. DIFFERENTIAL CALCULUS, Elements of the. By ΛΥ. S. B. WooLHOusE, F.R.A.S., &c. IS. 6d. f02. INTEGRAL CALCULUS, Rudimentary Treatise on the. By HoMERSHAM Cox, B.A. Illustrated, is. 105. MNEMONICAL LESSONS. — Geometry, Algebra, and Trigonometry, in Easy Mnemonical Lessons. By the Rev. Thomas Penyngton Kirkman, M.A. is. 6d. 1^^^ The ± indicates that these vols, may be had strojigly bound at 6d. extj'a. 7, stationers' HALL COURT, LUDGATE HILL, E.G. 10 weale's rudimentary series. Mathematics, Geometry, etc., continued, 136. ARITHMETIC, Rudimentary, for the Use of Schools and Self- Instruction. By James Haddon, M.A. Revised by A. Arman. is. 6d. 137. A Key to Haddon's Rudimentary Arithmetic. By A. Arman. is. 6d. 168. DRAWING AND MEASURING INSTRUMENTS, Includ- ing — I. Instruments employed in Geometrical and Mechanical Drawing, and in the Construction, Copying, and Measurement of Maps and Plans. .II. Instruments used for the purposes of Accurate Measurement, and for Arithmetical Computations. By J. F. Heather, M.A. Illustrated, is. 6d 169. OPTICAL INSTRUMENTS, Including (more especially) Tele- scopes, Microscopes, and Apparatus for producing copies of Maps and Plans by Photography. By J. F. Heather, M.A. Illustrated, is. 6d. 170. SURVEYING AND ASTRONOMICAL INSTRUMENTS, Including — I. Instruments Used for Determining the Geometrical Features of a portion of Ground. II. Instruments Employed in Astronomical Observa- tions. By I. F. Heather, M.A. Illustrated, is. 6d. ^ The above three volumes form an enlargement of the Author's original Tjoorky '^Mathematical Instruments.^^ {See No. 32 in the Series.) re?>.^ MATHEMATICAL INSTRUMENTS. By J. F. Heather, 169. ?· M.A. Enlarged Edition, for the most part entirely're-written. The 3 Parts ai 170. above, in One thick Volume. With numerous Illustrations. 4s. 6d.i 58. THE SLIDE RULE, AND HOW TO USE IT; containing full, easy, and simple Instructions to perform all Business Calculations with unexampled rapidity and accuracy. By Charles Hoare, C.E. With a Slide Rule in tuck of cover. 2s. 6d.± 196. THEORY OF COMPOUND INTEREST AND ANNUI- TIES ; with Tables of Logarithms for the more Difficult Computations of Interest, Discount, Annuities, &c. By FfiDOR Thoman. 4s. t 199. INTUITIVE CALCULATIONS; or, Easy Methods of Perform- ing the Arithmetical Operations required in Commercial and Business Trans- actions ; with Full Explanations of Decimals and Duodecimals ; Tables, &c. By D. O'Gorman. Twenty-fifth Edition, by Prof. J. R. Young. 3S.4: 204. MATHEMATICAL Γ^^Ζ^Λ; for Trigonometrical, Astronomical, and Nautical Calculations ; to which is prefixed a Treatise on Logarithms. By Henry Law, C.E. Together with a Series of Tables for Navigation and Nautical Astronomv. By ProfessorJ. R. Young. 3s. 6d.$ 221. MEASURES, WEIGHTS, AND MONEYS OF ALL NA- TIONS, and an Analysis of the Christian, Hebrew, and Mahometan Calendars. By W. S. B. Woolhouse, F.R.A.S., F.S.S. Sixth Edition. 2s.1: 227. MATHEMATICS AS APPLIED TO THE CONSTRUC- TIVE ARTS. Illustrating the various processes of Mathematical Investi- gation, by means of Arithmetical and Simple Algebraical Equations and practical Examples. By Francis Campin, C.E. Second Edition. 3s. t PHYSICAL SCIENCE, NATURAL PHILO- SOPHY, KTG. 1. CHEMISTRY, By Professor George Fownes, F.R.S. AVith an Appendix on the Application of Chemistry to Agriculture, is. 2. NATURAL PHILOSOPHY, Introduction to the Study of. By C. ToMLiNSON. Woodcuts. IS. 6d. 6. MECHANICS, Rudimentary Treatise on. By Charles Tom- LiNSON. Illustrated, is. 6d. 7. ELECTRICITY ; showing the General Principles of Electrical Science, and the purposes to which it has been applied. By Sir ΛΥ. Snow Harris, F.R.S. , &c. AVith Additions by R. Sabine, C.E., F.S.A. is. 6d. 7*. GALVANISM. By Sir ΛΥ. Snow Harris. New Edition by RoRERT Sabine, C.E., F.S.A. is. 6d. 8. MAGNETISM ; being a concise Exposition of the General Prin- ciples of Magnetical Science, and the Purposes to which it has been applied. By Sir W. Snow Harris. New Edition, revised and enlarged by H. M. Noad, Ph. D. With 165 Woodcuts. 3s. 6d.j: 'The X itidirnies that these vols, may be had strongly bound ai dd. extra. LONDON : CROSBY LOCKWOOD AND CO., WEALE'S RUDIMENTARY SERIES. II Physical Science, Natural Philosophy, etc., cojitinued, 11. THE ELECTRIC TELEGRAPH ; its History and Progress; with Descriptions of some of the Apparatus. By R. Sabine, C.E., F.S.A. 3s. 12. PNEUMATICS, for the Use of Beginners. By Charles ToMLiNSON. Illustrated, is. 5cl. 72. MANUAL OF THE MOLLUSC A ; a Treatise on Recent and Fossil Shells. By Dr. S. P. Woodward, A.L.S. Fourth Edition. With Appendix by Ralph Tate, A.L.S., F.G.S. With numerous Plates and 30c "Woodcuts. 6s. 6d. Cloth boards, 7s. 6d. 96. ASTRONOMY. By the late Rev. Robert Main, M.A. Third Edition, by William Thynne Lynn, B.A., F.R.A.S. 2s. 97. STATICS AND DYNAMICS, the Principles and Practice of; embracing also a clear dcvclopmcint of Hydrostatics, Hydrodynamics, and Central Forces. By T. Baker, C.E. is. 6d. 138. TELEGRAPH, Handbook of the; a Guide to (Candidates for Employment in the Teleg-raph Service. By R. Bond. Fourth Edition. Including- Questions on Magnetism, Electricity, and Practical Telegraphy, by W. McGregor. 3s. t 173. PHYSICAL GEOLOGY, partly based on Major-General Port- lock's "Rudiments of Geology." By Ralph Tate, A.L.S. ,&c. Woodcuts. 2s. 174. HISTORICAL GEOLOGY, partly based on Major-General Portlock's "Rudiments." By Ralph Tate, A.L.S., &c. Woodcuts. 2s. 6d. 173 RUDIMENTARY TREATISE ON GEOLOGY, Physical and & Historical. Partly based on Major-General Portlock's ** Rudiments of 174. Geology." By Ralph Tate, A.L.S., F.G.S. , &c. In One Volume. 4s. βά.Χ i83 ANIMAL PHYSICS, Handbook of. By Dr. Lardner, D.C.L., & formerly Professor of Natural Philosophy and Astronomy in University 184, College, Loud. With 520 Illustrations. In One Vol. 7s. 6d., cloth boards. ^' Sold also in Two Parts, as follows : — 183. Animal Physics. By Dr. Lardner. Part I., Chapters I.— VII. 4s. 184. Animal Physics. By Dr. Lardner. Part II., Chapters VIII.— XVIII. 3s. FINE ARTS. 20. PERSPECTIVE FOR BEGINNERS, Adapted to Young Students and Amateurs in Architecture, Painting, &c. By George Pyne. 2s. 40 GLASS STAINING, AND THE ART OF PAINTING ON & 41. GLASS. From the German of Dr. Gessert and Emanuel Otto From- berg. With an Appendix on The Art of Enamelling. 2s. 6d. 69. MUSIC, A Rudimentary and Practical Treatise on. With numerous Examples. By Charles Child Spencer. 2s. 6d. 71. PIANOFORTE, The Art of Playing the. AVith numerous Exer- cises & Lessons from the Best Masters. By Charles Child Spencer. js.6d. (^^-η\. MUSIC ^ THE PIANOFORTE. In one vol. Half bound, 5s. i2>i. PAINTING POPULARLY EXPLALNED, including Fresco, Oil, Mosaic, Water Colour, Water-Glass, Tempera, Encaustic, Mini#»ture, Painting on Ivory, Vellum, Pottery, Enamel, Glass, &c. With Historical Sketches of the Progress of the Art by Thomas John Gullick, assisted by John Times, F.S.A. Fourth Edition, revised and enlarged. 5s. t 186. A GRAMMAR OF COLOURING, appHed to Decorative Painting and the Arts. By George Field. New Edition, enlarged and adapted to the Use of the Ornamental Painter and Designer. By Ellis A. Davidson. With two new Coloured Diagrams, &c. 3s. ί 246. A DICTIONARY OF PAINTERS, AND HANDBOOK FOR PICTURE AMATEURS ; including Methods of Painting, Cleaning, Re- lining and Restoring, Schools of Painting, &c. With Notes on the Copyists and Imitators of each Master. By Philippe Daryl. 2s. 6d.i The X indicates thai these vols, may he had strongly bound at 6d, extra. 7, STATIONERS' HALL COURT, LUDGATE HILL, E.C. 12 weale's rudimentary series. i INDUSTRIAL AND USEFUL ARTS. ^ 23. BRICKS AND TILES, Rudimentary Treatise on the Manufac- ture of; containing an Outline of the Principles of Brickmaking. By Edw. | DoBSON^M.R.I.B.A. With Additions by C. Tc)mlinson,F.R.S. Illustrated, 354 j 67. CLOCKS, WATCHES, AND BELLS, a Rudimentary Treatise on. By Sir Edmund Beckett, LL.D., Q.C. Seventh Edition, revised and en- larged. 4s. 6d. limp ; 5s. 6d. cloth boards. ' 83**, CONSTRUCTION OF DOOR LOCKS. Compiled from the 1 Papers of A. C. Hobbs, and Edited by Charles Tomlixson, F.R.S. With | Additions by Robert Mallet, M.I.C.E. Illus. 2s. 6d. i 162. THE BRASS FOUNDER'S MANUAL; Instructions for ; Modelling, Pattern -Making, Moulding, Turning, Filing, Burnishing, ! Bronzing, &c. With codious Receipts, &c. By Walter Graham. 2s. t ! 205. THE ART OF LETTER PAINTING MADE EASY. By ' J. G. Badexgch, Illustrated v^ith 12 full-page Engravings of Examples, is. i 215. THE GOLDSMITHS HANDBOOK, containing full Instruc tions for the Alloying and Working of Gold. By George E. Gee, 3s. $ i 224. COACH BUILDING, A Practical Treatise, Historical and ; Descriptive. By J. W. Burgess. 2s. 6d.i i 225. THE SILVERSMITHS HANDBOOK, containing fuU In- I structions for the Alloving and Working of Silver. By George E. Gee. 35.+ 235. PRACTICAL ORGAN BUILDING. "By W. E. Dickson, \ M.A., Precentor of Ely Cathedral. Illustrated. 2S. 6d.i ' MISCELLANEOUS VOLUMES. 36. A DICTIONARY OF TERMS used in ARCHITECTURE, \ BUILDING, ENGINEERIiYG, MINING, ME TALL URGY, ARCH^- ' OLOGY, the FINE ARTS, &--C. By John Weale. Fifth Edition. Revised ] by Robert Hunt, F.R.S. Illustrated. 5s. limp ; 6s. cloth boards. i 50. THE LAW OF CONTRACTS FOR WORKS AND SER- i VICES. By David Gibbons, Third Edition, enlarged. 3s. φ π 112. MANUAL OF DOMESTIC MEDICINE. By R. Gooding, '\ B.A., M.D. Intended as a Family Guide in all Cases of Accident and I Emergency. Third Edition. 2s.± ' 112*. MANAGEMENT OF HEALTH. A Manual of Home and Personal H3'giene. Bj^.the Rev. James Baird, B.A. is. · i 150. LOGIC, Pure and Applied. By S. H. Emmens. is. 6d. i 153. SELECTIONS FROM LOCKE'S ESSAYS ON THE \ HUMAN UNDERSTANDING. A\ ith Notes by S. H. Emmens. 2s. i 154. GENERAL HINTS TO EMIGRANTS. Notices of the various i Fields for Emigration, Hints on Outfits, Useful Recipes, &c. 2s. , 157. THE EMIGRANTS GUIDE TO NATAL. By Robert j James Mann, F.R.A.S., F.M.S. Second Edition. Map. 2s. 193. HANDBOOK OF FIELD FORTIFICATION, intended for the Guidance of Officers Preparing for Promotion. By 2^Iajor ΛΥ. W. Knollys, F.R.G.S. AVith 163 A\^oodcuts. 35.^, 194. THE HOUSE MANAGER: Being a Guide to Housekeeping. j Practical Cookery, Pickling and Preserving, Household AVork, Dairy 1 Management, the'Table and Dessert, Cellarage of AVines, Home-brewing j and AVine-making, the Boudoir and Dressing-room, Travelling, Stable | Economy, Gardening Operations, Sec. . By An Old Housekheper. 3s. 6d.$ » 194. HOUSE BOOK {The). Comprising :— I. The House Manager. j 112 By an Old Housekeeper. IT. Domestic IMedicine. By Ralph Gooding, , o,' M.D. III. Management of Health. By James Baird. In One Vol., < ^ strongly half-bound. 6s. The X indicates that these vols. 7nay be had strongly bound at td. extra. T.ONDON : CROSBY LOCKWOOD AND CO., WEALE'S EDUCATIONAL AND CLASSICAL SERIES. I J EDUCATIONAL AND CLASSICAL SERIES. HISTORY. I. England, Outlines of the History of; more especially with reference to the Origin and Progress of tho English Constitution. By William Douglas Hamilton, F.S.A., of Her Majesty's Public Record Office. 4th Edition, revised. 5s. ; cloth boards, 6s. 5. Greece, Outlines of the History of ; in connection with the Rise of the Arts and Civilization in Europe. By W- Douglas Hamilton, of University College, London, and Edward Levien, M.A., of Balliol College, Oxlord. 2s. 6d. ; cloth boards, 3s. 6d. 7. Rome, Outlines of the History of; from the Earliest. Period to the Christian Έιά and the Commencement of the Decline of the Empirs. By Edward Levien, of Balliol College, Oxford. Map, 2s. 6d. ; cl. bds. 3s. 5d. 9. Chronology of History, Art, Literature, and Progress, from the Creation of the World to the Conclusion of the Franco -German War. The Continuation by W. D. Hamilton, F.S.A. 3s. ; cloth boards, 3s. 6d. 50. Dates and Events in English History, for the use of Candidates in Public and Private Examinations. By the Rev. E. Rand. is. ENGLISH LANGUAGE AND MISCELLANEOUS. 11. Grammar of the English Tongue, Spoken and Written. With an Introduction to the Study of Comparative Philology. ' By Hydb Clarke, D.C.L. Fourth Edition, is. 6d. II*. Philology : Handbook of the Comparative Philology of English, Anglo-Saxon, Frisian, Flemish or Dutch, Low or Piatt Dutch, High Dutch or German, Danish, Swedish, Icelandic, Latin, Italian, French, Spanish, and Portuguese Tongues. By Hyde Clarke, D.C.L. is. 12. Dictionary of the English Language, as Spoken and Written. Containing above 100,000 Words. By Hyde Clarke, D.C.L. 3s. 6d. ; cloth boards, 4s. 6d. ; complete with the Grammar, cloth bds., 5s. 6d. 48. Composition and Punctuation, familiarly Explained for those who have neglected the Study of Grammar. By Justin Brenan. 17th Edition, is. 6d. 49. Derivative Spelling-Book : Giving the Origin of Every Word from the Greek, Latin, Saxon, German, Teutonic, Dutch, French, Spanish, and other Languages ; with their present Acceptation and Pronunciation. By J. Rowbotham, F.R.A.S. Improved Edition, is. 6d. 51. The Art of Extempore Speaking: Hints for the Pulpit, the Senate, and the Bar. By M. Bautain, Vicar- General and Professor at the Sorbonne. Translatedfrom the French. 7th Edition, carefully corrected. 2s.6d. 52. Mining and Quarrying, with the Sciences connected tht^re- with. First Book of, for Schools. By J. Η. Collins, F.G.S., Lecturer to the Miners' Association of Cornwall and Devon, is. 53. Places and Facts in Political and Physical Geography, for Candidates in Examinations. By the Rev. Edgar Rand, B. A. is. 54. Analytical Chemistry, Qualitative and Quantitative, a Course of. To which is prefixed, a Brief Treatise upon Modern Chemical Nomencla- ture and Notation. By Wm. W. Pink and George E. ΛνΕΒΕΤΕκ. 2s. THE SCHOOL MANAGERS' SERIES OF READING BOOKS, Edited by the Rev. A. R. Grant, Rector of Hitcham, and Honorary Canon of Ely; formerly H.M. Inspector of Schools. . . Introductory Primer, ^d. s. d. s, d. First Standard . .06 Fourth Standard . . ♦ i 2 Second „ . . ο 10 Fifth „ .,.16 Third „ . .10 Sixth „ ...16 Lessons from the Bible. Part I. Old Testament, is. Lessons from the Bible. Part II. New Testament, to which is added The Geography of the Bible, for very young Children. By Rev. C. Thornton Forster. is. 2d. Or the Two Parts in One Volume. 2s, 7, STATIONERS' HALL COURT, LUDGATE HILL, E.G. 14 weale's educational and classical series. FRENCH. 24. French Grammar. With Complete and Concise Rules on the Genders of French Nouns. By G. L. Strauss, Ph.D. is. 6d. 25. French-English Dictionary. Comprising a large number oi New Terms used in Engineering, Mining, &c. By Alfred Elwes. is. 6d. 26. English«French Dictionary, By Alfred Elwes. 2s. 25,26. French Dictionary (as above). Complete, in One VoL, 3s.; cloth boards, 3s. 6d. Or with the Grammar, cloth boards, 4s. 6d. 47. French and English Phrase Book : containing Intro- ductory Lessons, with Translations, several Vocabularies oi Words, a Col- lection of suitable Phrases, and Easy Familiar Dialogues, is. 6d. GERMAN. 39. German Grammar. Adapted for English Students, from Heyse's Theoretical and Practical Grammar, by Dr. G. L. Strauss, is. 6d. 40. German Reader : A Series of Extracts, carefully culled from the most approved Authors of Germany; with Notes, Philological and Ex- planatory. By G. L. Strauss, Ph.D. is. 41-43. German Triglot Dictionary. By Nicholas Esterhazy S. a. Hamilton. In Three Parts. Part I. German-French-English. Part II. English- German-French, Part III. French-German-English. 3s., or cloth boards, 4s. 41-43 German Triglot Dictionary (as above), together with German & 39. Grammar (No. 39), in One Volume, cloth boards, 5s. ITALIAN. 27. Italian Grammar, arranged in Twenty Lessons, with a Course of Exercises. By Alfred Elwes. is. 6d. 28. Italian Triglot Dictionary, wherein the Genders of all the Italian and French Nouns are carefully noted down. By Alfred Elwes. Vol. I. Italian -English-French. 2S. 6d. 30. Italian Triglot Dictionary. By A. Elwes. Vol. 2. English-French-Italian. 2s. 6d. 32. Italian Triglot Dictionary, By Alfred Elwes. Vol. 3. French-Italian-English. 2s. 6d. -r ^ -cr i 28,30, Italian Triglot Dictionary (as above). In One Vol., 7s. 6d. 32. Cloth boards. SPANISH AND PORTUGUESE. 34. Spanish Grammar, in a Simple and Practical Form. With a Course of Exercises. By Alfred Elwes. is. 6d. 35. Spanish-English and English-Spanish Dictionary. Including a large number of Technical Terms used in Mining, Engineering, &c., with the proper Accents and the Gender of every Noun. By Alfred Elwes. 48 · cloth boards, 5s. Or with the Grammar, cloth boards, 6s. 55. Portuguese Grammar, in a Simple and Practical Form. With a Course of Exercises. By Alfred Elwes. is. 6d. 56. Portuguese-English and English-Portuguese Dic- tionary, with the Genders of each Noun. By Alfred Elwes. ·" {^Nearly ready-. HEBREW. 46*. Hebrew Grammar. By Dr. Bresslau. is. 6d. 44. Hebrew and English Dictionary, Biblical and Rabbinical ; containing the Hebrew and Chaldee Roots of the Old Testament Post- Rabbinical Writings. By Dr. Bresslau. ^s. 46. English and Hebrew Dictionary. By Dr. Bresslau. 3s. 44746. Hebrew Dictionary (as above), in Two Vols., complete, with 46*. tlic Grammar, cloth boards. 12s. , . LONDON: CROSBY LOCKWOOD AND CO., weale's educational and classical series. 15 LATIN. (9. Latin Grammar. Containing the Inflections and Elementary Principles of Translation and Construction. By the Rev. Thomas Goodwin, Μ.Α., Head Master of the Greenwich Proprietary School, is. 20. Latin-English Dictionary. By tlie Rev. Thomas Goodwin, M.A. 2s. 22. English-Latin Dictionary; together with an Appendix of French and Italian Words which have their origin from the Latin. By the Rev. Thomas Goodwin, M.A. is. 6d. 20,22. Latin Dictionary (as above). Complete in One Vol., 3s. 6d. cloth boards, 4s. 6d. \* Or with the Grammar, cloth boards, 5s. 6d. LATIN CLASSICS. With Explanatory Notes in English. 1. Latin Delectus. Containing Extracts from Classical Authors, with Genealogical Vocabularies and Explanatory Notes, by H. Young, is. 6d. 2. Caesaris Commentarii de Bello Gallico. Notes, and a Geographical Register lor the Use of Schools, by H. Young. 2s. 3. Cornelius Ν epos. With Notes. By H. Young, is. 4. Yirgilii Maronis Bucolica et Georgica. With Notes on the Buco- lics by W. RusHTON, M.A., and on the Georgics by H. Young, is. 6d. 5. Virgilii Maronis ^neis. With Notes, Critical and Explanatory, by H. Young. New Edition, revised and improved With copious Addi- tional Notes by Rev. 1. H. L. Leary, D.C.L., formerly Scholar of Brasenose College, Oxlord. 3s. ς* Part I. Books i.—vl., is. 6d. «1** Part 2. Books vii.— xii., 2S. " " -'^-^^-' 6. Horace ; Odes, Epode, and Carmen Saeculare. Notes by H. Young, is. bd. 7. Horace; Satires, Epistles, and Ars Poetica. Notes by W. Brown- RiGG Smith, M.A., F.R.G.S. is. 6d. 8. Sallustii Crispi Catalina et Bellum Jugurthinum. Notes, Critical and Explanatory, by W. M. Donne, B.A., Trin. Coll., Cam. is. 6d. 9. Terentii Andria et Heautontimorumenos. With Notes^ Critical and Explanatory, by the Rev. James Davies, M.A. is. 6d. 10. Terentii Adelphi, Hecyra, Phormio. Edited, with Notes, Critical and Explanatory, by the Rev. James Davies, M.A. 2s. 11. Terentii Eunuchus, Comoedia. Notes, by Rev. J. Davies, M.A. IS. 6d. 12. Ciceronis Oratio pro Sexto Roscio Amerino. Edited, with an Introduction, Analysis, and Notes, Explanatory and Critical, by the Rev. James Davies, M.A. is. 6d. 13. Ciceronis Orationes in Catilinam, Verrem, et pro Archia* With Introduction, Analysis, and Notes, Explanatory and Critical, by Rev, T. H. L. Leary, D.C.L. lormerly Scholar ot Brasenose College, Oxford. IS. 6d. 14. Ciceronis Cato Major, Lselius, Brutus, sive de Senectute, de Ami- citia, de Claris Oratoribus Dialogi. With Notes by W. Brownrigg Smith, M.A., F.R.G.S. 2s. 16. Livy : History of Rome. Notes by H. ΪΌυκα and W. Β. Smith, M.A. Part i. Books i., li., is. 6d. 16*. — Part 2. Boolis iii,, iv., v., is. 6d. 17· Part 3. Books xxi., xxii., is. 6d. 19. Latin Verse Selections, Irom Catullus, Tibullus, Propertius. and Ovid, Notes by W. B. Donne, M.A., Trinity College, Cambridge. 2s. 20. Xatiri Prose Selections, irom Varro, Columella, Vitruvius, Seneca, Quintilian, Elorus, Velleius Paterculus, Valerius Maximus Sueto- nius, Apuleius, &c. Notes by W. B. Donne, M.A. 2s. 21. Juvenalis Satirae. With Prolegomena and Notes by T. H. S. JiscoTT, B.A., L·ectuΓer on Logic at King's College, London, 2S. 7, stationers' HALL COURT, LUDGATE HILL, E.C. 1 6 WE ale's educational and classical series. The Iliad: Parti. Books i. to vi., is.6d. Part 2. Books vii.toxii., is.6d. The Odyssey: Parti. Books i. to vi., is. 6d Part 2, Books vii. to xii., is. 6d. GREEK. 14. Greek Grammar, in accordance with the Principles and Philn '^'''■*^twH;-^.®.''\''°"\S,°"*?''"'"2 all the Words in General Use, with their Significations, Inflections, and Dcubtful Quantities Bv Henry R Sfi-^^ols^in^-^iS^^^^^^ English-ljeetS^ ''o!:^^^:^^^^^^^^ ^^-^Pi^^^^ GRAMMAK, in ^^^^^^^^^^^O^' With Explanatory Notes in English. I. Greek Delectus. Containing Extracts from Classical Authors, with Genealogical Vocabularies and Explanatory Notes, byH. Young New Edition, with an improved and enlarged Supplementary Vocabulary bv Tohn Hutchison, M.A., of the High School, Glasgow, is 6d """""'^^^^' J°^^ 2, 3. Xenophon's Anabasis 5 or, The Retreat of the Ten Thousand Ν otes and a Geographical _ Register, by H. Young. Part i. Books i. to iii.] is. ir'art 2. Books iv. to vii., is. ' 4. Lucian's Select Dialogues. The Text carefully revised, with Grammatical and Explanatory Notes, by H. Young, is. 6d. 5-12. Homer, The Works of. According to the Text of BAEUMLEm With Notes, Critical and Explanatory, drawn from the best and latest Authorities with Preliminary Observations and Appendices, bv Τ Η L Leary, ^I.A., D.C.L. , J' X. J.J-. i^. Part 3. Books xiii, to xviii., is. 6d. Part 4. Books xix. to xxiv., is. 6d. Part 3. Books xiii. to xviii., is. 6d. Part 4. Books xix. to xxiv., and T-ki X * >r-x. , Hymns, 2s. 13. Plato's Dialogues ; The Apology of Socrates, the Crito, and the Phaedo. Erom the Text of C. F. Hermann. Edited with Notes, Critical and Explanatory, by the Rev. James Davies, M.A. 2s. 14-17. Herodotus, The History of, chiefly after the Text of Gaisford. With Preliminary Observations and Appendices, and Notes, Critical and Explanatory, by T. H. L. Leary, M.A., D.C.L. Part I. Books i., ii. (The Clio and Euterpe), 2S. Part 2. Books iii., iv. (The Thalia and Melpomene), 2s. Part 3. Books v. -vii. (The Terpsichore, Erato, and Polvmnia), 2s. ^ Part 4. Books viii., ix. (The Urania and Calliope) and Index, is 6d 18. ;bophocles; CEdipus Tyrannus. Notes by H, Young, is. 20. Sophocles; Anti gone. From the Text of Dindorf* Notes Critical and Explanatory, by the Rev. John Milner, B.A. 2s. 23. Euripides ; Hecuba and Medea. Chiefly from the Text of Din- dorf. With Notes, Critical and Explanatory, by ΛΛ'. Brownrigg Smith Μ.Α., F.R.G.S. IS. 6d. ' 26. Euripides; Alcestis. Chiefly from the Text of Dindorf. A\^ith Notes, Critical and Explanatory, by John Milner, B.A. is. 6d. 30. -^schylus ; Prometheus Vinctus : The Prometheus Bound. From the Text of Dindorf. Edited, with English Notes, Critical and Explanatory, by the Rev. James Davies, M.A. is. ' 32. ^schylus : Septem Contra Thebes : The Seven against Thebes. From the Text of Dindorf. Edited, with English Notes, Critical and Ex- planatory, by the Rev. James Davies, M.A. is. 40. Aristophanes : Acharnians. Chiefly from the Text of C. H. Weise. With Notes, by C. S. T. Townshend, M.A. is. 6d. 41. Thucydidesi History of the Peloponnesian War. Notes by H. Young. Book i. is. 42. Xenophon's Panegyric on Agesilaus. Notes and Intro- duction by Ll. F. W. Jewitt. is. 6d. 43. Demosthenes. The Oration on the Crown and the PhiHppics. With English Notes. By Rev. T. H. L. Leary, D.C.L., formerly Scholar of Brascnose College, Oxford, is. 6d. CROSBY LOCKWOOD AND CO., 7, STATIONERS' HALL COURT, E.C, V-^.^ A SELECTION FROM WE ALE'S SERIES. 0:^ GERMAN GRAMMAR; adapted for English Students ''t?^lt from Heyse's Theoretical and Practical Grammar. By Dr. G. 1 Stuauss. Is. GERMAN TRIGLOT DICTIONARY. By Nichola Z^cJI Esterhazy S. a. Hamilton. In Three Parts. Part I. Germai. ^syC French-English. Part II. English-German- French. Part 11^ " ^ French-German-Enghsh. 3s., or cloth boards, 4s. ^ GERMAN TRIGLOT DICTIONARY (as above), t ^ϊ^'ί gether with German Grammar, in One Volume, cloth boards, f '^1^ HEBREW GRAMMAR. By Dr. Bresslau. Is. 6d. ψ-^ί^ HEBREW AND ENGLISH DICTIONARY, Biblic #'>αί and Ptabbinical ; containing the Hebrew and Chaldee Roots ^'v tbe Old Testament Post-Kabbinical Writings. By Dr. Bressla 6s. ENGLISH AND HEBREW DICTIONARY. By Β ^'^l Bresslau. 3s. ;ij't^ HEBREW DICTIONARY (as above), in two vol ^-^f complete, with the Grammar, cloth boards, 12s. ΪΙ^' FRENCH AND ENGLISH PHRASE BOOK: co- taining Introductory Lessons, with Translations for the co Yenience of Students ; several VocabulHries of AA^ords, a CoU l^ti tion of Suitable Phrases, and Familiar Dialogues, is. 6d. COMPOSITION AND PUNCTUATION, familiar. -^^^"rS explained for those who have neglected the Study of Gramma frc5 By J. Brenan. Seventeenth Edition. Is. 6d. DERIVATIVE SPELLING-BOOK: giving the Grig of every Word from the Greek, Latin, Saxon, German, Teuton 0:% Dutch, French, Spanish, and^ other Languages, with their p- ^4;i sent Acceptation and Pronunciation. By J . Rowbotham, F.K. A. ^5 Improved Edition. Is. 6d. DATES AND EVENTS IN ENGLISH HISTOB ^"^^ By Edgar Rand. Is. tIcfS PLACES AND FACTS: a Compendium of GeograpL ^^i^l By Edgar Band. Is. τ% ART OF EXTEMPORE SPEAKING. By M. Ba ^Ji.'^i TAIN. 2s. 6d. ; cloth boards, 3s. 6d= MINING^ AND QUARRYING, Fii'st Book of, ί ^ί'^ Schools. By J. H. Collins. Is. r}^ ANiLYTICAL CHEMISTRY, a Course of, for Exan nation Candidates. By W. W. Pink and George E. Websti έ-'^^ 2s. i cloth boards, 2s. Gd. vr CEOSBY LOCKWOOD & CO., 7. STATIONEHS' HALL COURT, Ε . "^^',ν . . ........ 4. r.40 + i-^0^4roVOC^^<^fe:««^.4r^'^.^^ Δ SELECTION FROM WEALE'S SEEIES. ^ MISCELLANEOUS EDUCATIONAlTwORKSr ^ UCLID, the Elements of ; with many additional Pro- positions and Explanatory Notes ; to which is prefixed an Intro- "T^ ductory Essay on Logic, by H. Law," C.E. Diagrams 2s. 6d. · %X cloth boards 3s ' LANE TBIGONOMETRY,-Elemente of; by J.Hann. Diagrams. Is. 6d. j^^: 'HEIUCAL TRIGONOMETRY, Elements of; by J. Hann, revised and corrected byC.H.DowLiNG, C.E. Diagrams. Is. %* IFitk ''Plane Trigonometry'' in one vol., 2^. 6d * ' i-T^ ESCRIFTIVE GEOMETRY, applied to Drawing and Designing^; with the Theory of Shadows and Perspective, iy and the Prmciples and Practice of Isometrical Projection, by J. F. Heather, M.A. Diagrams. 2s. * j > EOMETRY, ALGEBRA, AND TRIGONOMETRY, by T. P. KiRKMAN, M.A. Diagrams. Is. 6d. C V [ENSURATION AND MEASURING, Rudimentary ^: Treatise on; with the Mensuration and Levelling of Land for ifC the purposes of Modern Engineering, by T. Baker, C.E. Ke- ^hT \\.r^?rt%''X''^''^^^ ^' Nugent, C.E. Diagrams. Is. 6d. Ιχλ iNALYTICAL GEOMETRY d CONIC SECTIONS, by J. Hann. A new and revised Edition, bv J. R. Youne- 2a "? lATHEMATICAL TABLES, fo'r Trigonomefricai; W Astronomical, and Nautical Calculations ; to which is prefixed ί%λ t H™^'"' Law, C.E., together with a iseries of Tables for Navigation and Nautical Astronomy, by J. K. YouNo, formerly Professor of Mathematics in Belfast '^Λ 7°"f 0 0^'^'^^'''^'"°''· 3s. 6d.; cloth boards, 4s, . . Ar.' Elements of; by J. Haddon, M.A. 2s. -y^z ^^l^f COMPANION to Ei.EM^i,is OF Ai^GBBRA. Is. 6d. ilUTHMETIC, Rudimentary, by J. R. Young. Is. 6d. ^^rr i° ii'e'^tise on Arithmetic, by J. R. Yqdng. Is. 6d. C% ψ ATI ON AL ARITHMETIC. By W. Hipsley 2s ^MMERCIALB00K.KEEPINa,iy3.kZ^lJt ^ : THE SCHOOL MANAGERS' SEEIES OF ^r, .V .V ^ READING BOOKS. ■dited by the Eev A. R. Grant, Rector of Hitcham. and Honorary tanon of Ely ; form^erly H.M. Inspector of School. ^ .:thoductory Ρκ,μεβ . 0 t I Third Standard ... Γ ο ^ J Sixth Standard, Is. 6d. " ' ' ' ^ r FssoNS FROM the BiRLE. Part L OldTestamenf Ifl $4ί^' ■-^^fdq^^^T, · . ...